του Zhang Yimou. Με τους Chen Daoming, Gong Li, Zhang Huiwen, Guo Tao, Liu Peiqi, Zu Feng, Yan Ni, Xin Baiqing, Zhang Jiayi, Chen Xiaoyi Ding Jiali
"Δεν μ' αναγνωρίζετε γιατί έλειπα καιρό..."
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Μια Κινέζα Πηνελόπη με αμνησία
20 ταινίες μεγάλου μήκους έχει σκηνοθετήσει ο Zhang Yimou – τις τρεις από αυτές παρέα με κάποιον συνάδελφό του. Έχει δηλαδή στη φιλμογραφία του τον ίδιο αριθμό ταινιών με τον Pedro Almodovar, του οποίου τη νέα ταινία βλέπουμε επίσης την ίδια βδομάδα να βγαίνει στη χώρα μας. Βέβαια, τούτη η ταινία του Yimou είναι του 2014 και έρχεται στις αίθουσές μας με δύο χρόνια καθυστέρηση. Αλλά έχει πλάκα που οι δυο του ανταγωνίζονται στη χώρα μας με την 20η τους ταινία, έτσι; Κι ας ξεκίνησαν χρονικά με διαφορετικές αφετηρίες: το 1978 ο Almodovar με το «Folle... folle... fólleme Tim!» (που δεν ξέρω αν την έχει δει κανείς στη χώρα μας) και το 1987 o Yimou με το «Κόκκινοι αγροί» (Red Sorghum).
O Yimou θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Πέμπτης Γενιάς του κινέζικου σινεμά, μαζί με σκηνοθέτες όπως οι Chen Kaige, Zhang Junzhao και Tian Zhuangzhuang. Για δεύτερη φορά μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη βιβλίο της Yan Geling, μετά τα «Λουλούδια του πολέμου» (Jin ling shi san chai, 2011), όπου πρωταγωνιστούσε ο Christian Bale, μια ταινία που δεν βγήκε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Η συγκεκριμένη ταινία, Coming Home, προβλήθηκε και στο επίσημο πρόγραμμα του φεστιβάλ των Καννών, εκτός συναγωνισμού.
Η υπόθεση: Ο Λου ήταν καθηγητής πριν τον συλλάβουν και τον στείλουν σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα. Άφησε πίσω του τη γυναίκα του, Φενγκ και την πιτσιρίκα κόρη του, Νταντάν. Ο Λου, 10 χρόνια μετά τη σύλληψή του, δραπετεύει και προσπαθεί να ξανασυνδεθεί με την οικογένειά του. Η έφηβη πλέον Νταντάν, όμως, «καρφώνει» τον πατέρα της για να κερδίσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια παράσταση χορού, όντας εξαιρετική μπαλαρίνα αλλά ανεπιθύμητη λόγω του πολιτικού στιγματισμού του πατέρα της. Ο μπαμπάς της συλλαμβάνεται εκ νέου και η μητέρα της χτυπάει το κεφάλι της βλέποντας τη σκηνή.
Χρόνια αργότερα, με το πέρας της Πολιτιστικής Επανάστασης, ο Λου αφήνεται ελεύθερος. Επιστρέφει στην πόλη του και διαπιστώνει από τη μια ότι η κόρη του δουλεύει σε ένα εργοστάσιο υφαντουργίας και ότι η γυναίκα του δεν τον αναγνωρίζει, πάσχοντας από ψυχογενή αμνησία. Θα χρησιμοποιήσει κάθε τρόπο που μπορεί να φανταστεί κανείς για να κάνει την αγαπημένη του Λου να τον θυμηθεί. Θα τα καταφέρει;
Η άποψή μας: Κάποια στιγμή, παρακολουθώντας την πολύ δυνατή αυτή ταινία του Yimou θυμήθηκα ένα μονόπρακτο θεατρικό του Μπρεχτ, το οποίο διδαχτήκαμε στο λύκειο (στην τρίτη λυκείου θαρρώ;), τον «Σπιούνο». Σ' αυτό παρακολουθούμε μια οικογένεια την περίοδο που ο ναζισμός είχε ήδη κυριαρχήσει στη Γερμανία. Ο πατέρας είναι ισχυρά αντιφρονούντας, η μητέρα είναι πιο συγκρατημένη. Το πρόσωπο – κλειδί είναι ο μικρός γιος της οικογένειας. Αυτόν υπαινίσσεται ως «σπιούνο» ο Μπρεχτ στον τίτλο. Ο πατέρας λέει δυνατά την άποψή του και από κάποια στιγμή και μετά το παντρεμένο ζευγάρι φοβάται πως ο μικρός θα «καρφώσει» τον πατέρα του στις αρχές. Κάποια στιγμή, ο μικρός επιστρέφει από έξω έχοντας αγοράσει σοκολάτες. Η γυναίκα τον ρωτά: «Μόνο σοκολάτες αγόρασες;». Το αγόρι απαντά: «Τι άλλο; Φυσικά». Και ο άνδρας, αφού απομακρύνεται το αγόρι, ρωτάει στη γυναίκα του: «Νομίζεις πως λέει αλήθεια;». Διάβρωση μέσα στην οικογένεια από ένα καθεστώς που σπέρνει τον φόβο και τον τρόμο.
Στην ταινία του Yimou συμβαίνει κάτι ανάλογο. Ένα καθεστώς διαλύει μια οικογένεια. Αρχικά, στέλνοντας έναν άνθρωπο σε στρατόπεδο εργασίας. Στη συνέχεια, δυσκολεύοντας τη ζωή της κόρης, που νιώθει την αδικία γύρω της, λόγω στίγματος «εξαιτίας» του πατέρα της. Κατόπιν, το «κάρφωμα» γίνεται αιτία να συλληφθεί εκ νέου ο πατέρας της, να πάθει αμνησία η μητέρα της και να εκδιωχθεί από το σπίτι, μιας που η μάνα δεν τη συγχωρεί ποτέ. Ο Yimou φτιάχνει ένα δυνατό μελόδραμα χωρίς να καταφεύγει σε οπτικούς εντυπωσιασμούς, στους οποίους μας είχε... εθίσει σε παλιότερες ταινίες του, όπως ο υπέροχος «Ήρωας» (Hero, 2002). Εδώ, το δράμα κυλάει όμορφα, γλυκά, χωρίς εξάρσεις.
Ο θεατής μια χαρά μπορεί να μείνει στο πρώτο επίπεδο και να βρει συγγένειες ανάμεσα σε τούτη την ταινία και το δακρύβρεχτο και χολιγουντιανό «Ημερολόγιο» (The Notebook, 2004). Εκεί, ο γηραιός ήρωας προσπαθεί με κάθε τρόπο να μείνει στο πλάι της αγαπημένης του, που πάσχει από αλτζχάιμερ, και δεν τον αναγνωρίζει με τίποτα. Κι εδώ, οι σκηνές όπου ο Λου προσπαθεί να βρίσκεται δίπλα στη γυναίκα που αγαπά, υποδυόμενος τη μια στιγμή τον κουρδιστή πιάνων και την άλλη έναν γείτονα που διαβάζει τα γράμματα στη Φενγκ που ο ίδιος της έστειλε – και που συνεχίζει να της στέλνει προκειμένου εκείνη να τα βρει ξανά με την κόρη τους – βγάζουν ατόφια συγκίνηση. Σε δεύτερο επίπεδο μπορούν να ειπωθούν πολλά και συνταρακτικά. Για το deja vu, την αίσθηση πως έχουμε δει κάτι χωρίς να το έχουμε δει, αλλά έχοντας δει κάτι ανάλογο, μπερδευόμαστε και βιώνουμε ως αληθινό ένα ψέμα.
Για την Κίνα που από τον μαοϊκό κομουνισμό τρέχει με τα χίλια προς έναν κατακλυσμιαίο καπιταλισμό ο οποίος την κάνει μη αναγνωρίσιμη για τον σκηνοθέτη – στην προκειμένη περίπτωση ταυτίζεται με τη γυναίκα. Για την εικόνα και την αποτύπωσή της: η γυναίκα αναγνωρίζει τον άντρα της στην παλιά φωτογραφία αλλά δεν τον αναγνωρίζει απτό και ζωντανό. Γιατί για εκείνην, ο νεαρός άνδρας έχει για πάντα χαθεί, έχει «αναμορφωθεί», δεν είναι ο ίδιος. Για να μην μιλήσουμε για το έξοχο, ελλειπτικό φινάλε του μεγάλου συμβιβασμού και της αναμονής. Μια ζωή η γυναίκα θα περιμένει να έρθει ο άνδρας της κι όχι μια αλλοιωμένη εκδοχή του. Πολύ καλή ταινία χαλαρών (επίτηδες) ρυθμών και πολλαπλών αναγνώσεων, που θα κάνει «κλικ» σε θεατές οι οποίοι ψάχνουν κάτι παραπάνω από ένα απλό, ευχάριστο δίωρο.
Η υπόθεση: Ο Λου ήταν καθηγητής πριν τον συλλάβουν και τον στείλουν σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα. Άφησε πίσω του τη γυναίκα του, Φενγκ και την πιτσιρίκα κόρη του, Νταντάν. Ο Λου, 10 χρόνια μετά τη σύλληψή του, δραπετεύει και προσπαθεί να ξανασυνδεθεί με την οικογένειά του. Η έφηβη πλέον Νταντάν, όμως, «καρφώνει» τον πατέρα της για να κερδίσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια παράσταση χορού, όντας εξαιρετική μπαλαρίνα αλλά ανεπιθύμητη λόγω του πολιτικού στιγματισμού του πατέρα της. Ο μπαμπάς της συλλαμβάνεται εκ νέου και η μητέρα της χτυπάει το κεφάλι της βλέποντας τη σκηνή.
Χρόνια αργότερα, με το πέρας της Πολιτιστικής Επανάστασης, ο Λου αφήνεται ελεύθερος. Επιστρέφει στην πόλη του και διαπιστώνει από τη μια ότι η κόρη του δουλεύει σε ένα εργοστάσιο υφαντουργίας και ότι η γυναίκα του δεν τον αναγνωρίζει, πάσχοντας από ψυχογενή αμνησία. Θα χρησιμοποιήσει κάθε τρόπο που μπορεί να φανταστεί κανείς για να κάνει την αγαπημένη του Λου να τον θυμηθεί. Θα τα καταφέρει;
Η άποψή μας: Κάποια στιγμή, παρακολουθώντας την πολύ δυνατή αυτή ταινία του Yimou θυμήθηκα ένα μονόπρακτο θεατρικό του Μπρεχτ, το οποίο διδαχτήκαμε στο λύκειο (στην τρίτη λυκείου θαρρώ;), τον «Σπιούνο». Σ' αυτό παρακολουθούμε μια οικογένεια την περίοδο που ο ναζισμός είχε ήδη κυριαρχήσει στη Γερμανία. Ο πατέρας είναι ισχυρά αντιφρονούντας, η μητέρα είναι πιο συγκρατημένη. Το πρόσωπο – κλειδί είναι ο μικρός γιος της οικογένειας. Αυτόν υπαινίσσεται ως «σπιούνο» ο Μπρεχτ στον τίτλο. Ο πατέρας λέει δυνατά την άποψή του και από κάποια στιγμή και μετά το παντρεμένο ζευγάρι φοβάται πως ο μικρός θα «καρφώσει» τον πατέρα του στις αρχές. Κάποια στιγμή, ο μικρός επιστρέφει από έξω έχοντας αγοράσει σοκολάτες. Η γυναίκα τον ρωτά: «Μόνο σοκολάτες αγόρασες;». Το αγόρι απαντά: «Τι άλλο; Φυσικά». Και ο άνδρας, αφού απομακρύνεται το αγόρι, ρωτάει στη γυναίκα του: «Νομίζεις πως λέει αλήθεια;». Διάβρωση μέσα στην οικογένεια από ένα καθεστώς που σπέρνει τον φόβο και τον τρόμο.
Στην ταινία του Yimou συμβαίνει κάτι ανάλογο. Ένα καθεστώς διαλύει μια οικογένεια. Αρχικά, στέλνοντας έναν άνθρωπο σε στρατόπεδο εργασίας. Στη συνέχεια, δυσκολεύοντας τη ζωή της κόρης, που νιώθει την αδικία γύρω της, λόγω στίγματος «εξαιτίας» του πατέρα της. Κατόπιν, το «κάρφωμα» γίνεται αιτία να συλληφθεί εκ νέου ο πατέρας της, να πάθει αμνησία η μητέρα της και να εκδιωχθεί από το σπίτι, μιας που η μάνα δεν τη συγχωρεί ποτέ. Ο Yimou φτιάχνει ένα δυνατό μελόδραμα χωρίς να καταφεύγει σε οπτικούς εντυπωσιασμούς, στους οποίους μας είχε... εθίσει σε παλιότερες ταινίες του, όπως ο υπέροχος «Ήρωας» (Hero, 2002). Εδώ, το δράμα κυλάει όμορφα, γλυκά, χωρίς εξάρσεις.
Ο θεατής μια χαρά μπορεί να μείνει στο πρώτο επίπεδο και να βρει συγγένειες ανάμεσα σε τούτη την ταινία και το δακρύβρεχτο και χολιγουντιανό «Ημερολόγιο» (The Notebook, 2004). Εκεί, ο γηραιός ήρωας προσπαθεί με κάθε τρόπο να μείνει στο πλάι της αγαπημένης του, που πάσχει από αλτζχάιμερ, και δεν τον αναγνωρίζει με τίποτα. Κι εδώ, οι σκηνές όπου ο Λου προσπαθεί να βρίσκεται δίπλα στη γυναίκα που αγαπά, υποδυόμενος τη μια στιγμή τον κουρδιστή πιάνων και την άλλη έναν γείτονα που διαβάζει τα γράμματα στη Φενγκ που ο ίδιος της έστειλε – και που συνεχίζει να της στέλνει προκειμένου εκείνη να τα βρει ξανά με την κόρη τους – βγάζουν ατόφια συγκίνηση. Σε δεύτερο επίπεδο μπορούν να ειπωθούν πολλά και συνταρακτικά. Για το deja vu, την αίσθηση πως έχουμε δει κάτι χωρίς να το έχουμε δει, αλλά έχοντας δει κάτι ανάλογο, μπερδευόμαστε και βιώνουμε ως αληθινό ένα ψέμα.
Για την Κίνα που από τον μαοϊκό κομουνισμό τρέχει με τα χίλια προς έναν κατακλυσμιαίο καπιταλισμό ο οποίος την κάνει μη αναγνωρίσιμη για τον σκηνοθέτη – στην προκειμένη περίπτωση ταυτίζεται με τη γυναίκα. Για την εικόνα και την αποτύπωσή της: η γυναίκα αναγνωρίζει τον άντρα της στην παλιά φωτογραφία αλλά δεν τον αναγνωρίζει απτό και ζωντανό. Γιατί για εκείνην, ο νεαρός άνδρας έχει για πάντα χαθεί, έχει «αναμορφωθεί», δεν είναι ο ίδιος. Για να μην μιλήσουμε για το έξοχο, ελλειπτικό φινάλε του μεγάλου συμβιβασμού και της αναμονής. Μια ζωή η γυναίκα θα περιμένει να έρθει ο άνδρας της κι όχι μια αλλοιωμένη εκδοχή του. Πολύ καλή ταινία χαλαρών (επίτηδες) ρυθμών και πολλαπλών αναγνώσεων, που θα κάνει «κλικ» σε θεατές οι οποίοι ψάχνουν κάτι παραπάνω από ένα απλό, ευχάριστο δίωρο.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 20 Οκτωβρίου 2016 από την Strada Films
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική