του Wolfgang Becker. Με τους Daniel Brühl, Jesper Christensen, Amira Casar, Denis Lavant, Geraldine Chaplin
Τύφλα να 'χει ο Μάρλον Μπράντο!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Η τελετουργία μιας βιογραφίας
12 ολόκληρα χρόνια χωρίζουν τούτη την ταινία από την προηγούμενη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθέτησε ο Γερμανός Wolfgang Becker. Το 2003 λοιπόν συστήθηκε στους σινεφίλ της χώρας μας με την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της φιλμογραφίας του, το εξαιρετικό «Good Bye Lenin!». Τότε δούλευα στο περιοδικό About Θεσσαλονίκη, ένα εβδομαδιαίο περιοδικό που ήθελε να γίνει για τη Θεσσαλονίκη ότι το Αθηνόραμα για την Αθήνα αλλά δεν τα κατάφερε τελικά. Έγραψα θυμάμαι μια διθυραμβική κριτική για την ταινία καθώς μου είχε αρέσει πάρα πολύ και για πρώτη φορά (και νομίζω και τελευταία – χα!), φράση από την κριτική μου χρησιμοποιήθηκε στο διαφημιστικό promo του φιλμ! Την ταινία διένειμε στην Ελλάδα η Playtime του αξέχαστου Γιώργου Τζιώτζιου. A trip down memory lane...
Στο «Good Bye Lenin!» λοιπόν ο πρωταγωνιστής Daniel Brühl προσπαθεί να προστατέψει τη μητέρα του μετά από ένα μακρόχρονο κώμα «παραμυθιάζοντάς» την και αποκρύπτοντάς της την αλήθεια – που θα μπορούσε να αποβεί μοιραία για τη ζωή της – ότι δηλαδή το Τείχος του Βερολίνου έπεσε και η λατρεμένη της DDR, η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας δηλαδή, έχει πάψει να υφίσταται. Στην τωρινή ταινία ο πρωταγωνιστής Daniel Brühl προσπαθεί να εκμεταλλευτεί έναν σπουδαίο ζωγράφο «παραμυθιάζοντάς» τον και αποκρύπτοντάς του την αλήθεια, ότι δηλαδή ετοιμάζει τη βιογραφία του όχι για να τον αποθεώσει αλλά για να κερδίσει δόξα και χρήμα μόλις τινάξει τα πέταλα ο βιογραφόμενος. Αν μη τι άλλο, οι ταινίες του σε ελκύουν από το γεγονός ότι προσφέρουν κάτι διαφορετικό από την πεπατημένη...
Η υπόθεση: Γερμανία, λίγο πριν από την αλλαγή της χιλιετίας. Ο Σεμπάστιαν Τζόλνερ είναι ένας γεμάτος αυτοπεποίθηση, στα όρια της αλαζονείας, δημοσιογράφος, που τομέας δράσης του είναι η Τέχνη και δη η ζωγραφική. Ο Σεμπάστιαν θέλει να κάνει στροφή στην καριέρα του γράφοντας τη βιογραφία του ξεχασμένου μεν, ολοζώντανου δε, ζωγράφου Μάνουελ Καμίνσκι. Ο Καμίνσκι υπήρξε μαθητής του Ματίς και φίλος του Πικάσο! Κάποια στιγμή έγινε διάσημος ως ο «τυφλός ζωγράφος», μιας που οι φήμες τον ήθελαν να χάνει σταδιακά την όρασή του. Μετά, απλά εξαφανίστηκε. Ο Τζόλνερ όντας αδίστακτος και φιλόδοξος καριερίστας, ξεκινάει για τις Άλπεις όπου βρίσκεται το απομακρυσμένο καταφύγιο στο οποίο έχει αποσυρθεί ο ηλικιωμένος ζωγράφος.
Ο Σεμπάστιαν εισβάλει όχι μόνο στο σπίτι του Καμίνσκι αλλά στη ζωή του και στο παρελθόν του. Εντέλει, τον παρασύρει σε ένα τρελό ταξίδι με προορισμό την παλιά αγάπη του Μάνουελ, την Τερέζ, που καιρό τώρα δεν θεωρούνταν εν ζωή. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού ο νεαρός δημοσιογράφος με πονηράδα και θράσος προσπαθεί να εκμαιεύσει όσο το δυνατόν περισσότερα μυστικά από τον ίδιο τον Καμίνσκι. Παρ’ όλα αυτά ο Σεμπάστιαν ανακαλύπτει ότι δεν είναι ισότιμος του ηλικιωμένου ζωγράφου είτε εκείνος είναι εντέλει τυφλός είτε όχι.
Η άποψή μας: Γιατί μου άρεσε αυτή η ταινία; Γιατί με αφορμή την τέχνη περνάει από κόσκινο δεκάδες θέματα που αφορούν τη ζωή μας, με τρόπο που ενώ βγάζει γέλιο σου αφήνει εντέλει μια αίσθηση πικράδας στο στόμα. Ο Τζόλνερ θέλει με έναν σμπάρο να πετύχει δυο τρυγόνια. Εμ να γίνει διάσημος, εμ να τα 'κονομήσει κατά το κοινώς λεγόμενο. Για να το πετύχει αυτό πρέπει από τη μια να «παρασιτήσει» όσο το δυνατόν περισσότερο στη ζωή του κάποτε διάσημου μα πλέον στην αφάνεια καλλιτέχνη και από την άλλη να εύχεται να... πεθάνει! Κι αυτό είναι ένα μόνο από τα πολλά παράδοξα δίπολα με τα οποία ασχολείται η ταινία. Για να επεκταθούμε λίγο σε σχέση με το προηγούμενο, για κάποιον μυστήριο λόγο, η αξία των έργων ενός καλλιτέχνη πολλαπλασιάζεται όταν εκείνος πεθαίνει! Και να σου τα αφιερώματα και να σου οι μελέτες στο έργο του και να σου και οι βιογραφίες! Αποτυπωμένες στο χαρτί, αποτυπωμένες και στο σινεμά.
Κι ενώ υποτίθεται πως οι βιογραφίες είναι ό,τι πιο πραγματικό μπορεί να διαβάσει κανείς για τη ζωή ενός ανθρώπου, εντέλει κατά πως φαίνεται είναι γεμάτες ψέματα, υπερβολές και αντιφάσεις. Κι αυτό μας το τονίζει συνέχεια το Ich Und Kaminski. Τη βιογραφία την αναλαμβάνει ένας άνθρωπος, που έχει συνήθως τη δική του ατζέντα. Μπορεί να θέλει να αποκαλύψει κρυφές πτυχές του βιογραφούμενου, μπορεί να θέλει να αποκρύψει άλλες που του φαίνονται αντιεμπορικές. Κι έχει και να συγκεντρώσει ένα τεράστιο υλικό από τον ίδιο τον βιογραφούμενο όταν είναι ζωντανός, αλλά και από τους ανθρώπους που τον γνωρίζουν. Κι εδώ αντιφάσεις κι εδώ αντιθέσεις: ο βιογραφούμενος επίσης μπορεί για τους δικούς του λόγους να κρύβει πράγματα για τη ζωή του, να λέει ψέματα για άλλα. Κι ένας άνθρωπος που τον ξέρει καλά να λέει για εκείνον άλφα κι ένας άλλος άνθρωπος που τον ξέρει επίσης καλά να λέει για εκείνον ωμέγα! Αντικρουόμενες πληροφορίες, προσωπικά κριτήρια, ότι να 'ναι. Κι εσύ διαβάζεις τη βιογραφία κι αναρωτιέσαι αν τελικά ο Καμίνσκι αποσύρθηκε όταν τυφλώθηκε ή επέλεξε να πει ότι τυφλώθηκε για να αποσυρθεί! Αναρωτιέσαι αν υπάρχουν έργα του που δεν τα έχει δει ανθρώπου μάτι. Ναι, έργα μπορεί να υπάρχουν κι ο ίδιος ο καλλιτέχνης να νομίζει πως δεν υπάρχουν επειδή η κόρη του, του είπε ότι τα έκαψε! Δεν έχει κι αυτός όλες τις πληροφορίες, δεν μπορεί να φτιάξει το πλήρες πορτρέτο, πάντα κάτι λείπει!
Ο Becker σκηνοθετεί έχοντας στο νου του το «Αμελί» του Jean-Pierre Jeunet. Ο κινηματογραφικός του κόσμος είναι υπέροχος, φωτογενής, εκθαμβωτικός και γεμάτος ιδέες. Μπροστά στα μάτια μας ένα πρώην μοντέλο στα άγρια γηρατειά του γυμνώνεται και μεταμορφώνεται σε εκείνο το μοντέλο που στα νιάτα του αποθανάτισε για πάντα στον καμβά του ο Καμίνσκι! Ο Καμίνσκι! Αυτός ο τεράστιος καλλιτέχνης που απλά δεν υπήρξε ποτέ! Είναι ο ήρωας του μπεστ σέλερ του Daniel Kehlmann, το οποίο μετέφερε στον κινηματογράφο ο Becker. Κι όμως, μοιάζει τόσο αληθινός, έτσι; Σε άλλες σκηνές βλέπουμε ανθρώπους να ανατινάζονται, τον Τζόλνερ να ξυπνάει από όνειρο μέσα σε όνειρο μέσα σε όνειρο συνεχώς και χωρίς διέξοδο, αγελάδες στη βροχή, κόκκινο τρένο σε τεράστια γέφυρα, υπέροχες εικόνες, υπέροχες σκηνές, γεμάτες από μια ομορφιά που σε κάνει να θέλεις να κλάψεις – ίσως επειδή καταλαβαίνεις ότι ναι, ο κόσμος μας είναι πανέμορφος, μα τόσο φθαρτός, τόσο αδύναμος, τόσο κοντά στην ημερομηνία λήξης του. Πέρα από την οπτική πανδαισία ο Becker, χρησιμοποιώντας το ιδιότυπο road trip των δύο πρωταγωνιστών του, δείχνει δύο ανθρώπους από τους οποίους το... έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται! Ο Τζόλνερ είναι ένας αντιπαθητικός χαρακτήρας αλλά δίπλα στον Καμίνσκι (που δεν είναι και καμιά σιγανοπαπαδιά) μαθαίνει, βελτιώνεται, ωριμάζει. Οι συζητήσεις τους έχουν φοβερό ενδιαφέρον – ιδίως εκείνη στο τραίνο για το πως μπορεί κάποιος να φτιάξει το πιο πραγματικό πορτρέτο μέσα από μια φωτογραφία. Η ταινία είναι γεμάτη κινηματογραφοφιλία – και δεν μιλάω μόνο για τις αφίσες των γιαπωνέζικων ταινιών στους τοίχους του διαμερίσματος όπου ζούσε ο Τζόλνερ με το αμόρε του. Η σκηνή όπου με τη βοήθεια του Καμίνσκι ο Τζόλνερ ζωγραφίζει στα τυφλά τον εαυτό του σε ένα χαρτί σημειωματάριου, με έναν απλό στυλό, είναι εξαιρετική. Και στο τέλος της κοινής διαδρομής τους, της γεμάτης απρόοπτα, οι δύο τόσο διαφορετικοί άνδρες θα έχουν γίνει σοφότεροι καθώς θα έχουν «απαλλαγεί» από τις τόσο εκκωφαντικές διαψεύσεις τους.
Ο Daniel Brühl το διασκεδάζει αφάνταστα στο ρόλο του Τζόλνερ, εκείνος που κερδίζει τις εντυπώσεις είναι ο Δανός Jesper Christensen στο ρόλο του Καμίνσκι και βεβαίως πάντα είναι μεγάλη χαρά να βλέπουμε στο σινεμά τον λατρεμένο του Leos Carax, τον Denis Lavant, έστω και σε ρόλους σχεδόν φυσιολογικούς! Μια ταινία για όλους που θα την απολαύσουν περισσότερο φοιτητές της σχολής Καλών Τεχνών. Και να σημειώσουμε πως καθώς πέφτουν οι τίτλοι τέλους διάφοροι διάσημοι πίνακες «ζωντανεύουν» δίνοντας μια φανταστική επίγευση.
Η υπόθεση: Γερμανία, λίγο πριν από την αλλαγή της χιλιετίας. Ο Σεμπάστιαν Τζόλνερ είναι ένας γεμάτος αυτοπεποίθηση, στα όρια της αλαζονείας, δημοσιογράφος, που τομέας δράσης του είναι η Τέχνη και δη η ζωγραφική. Ο Σεμπάστιαν θέλει να κάνει στροφή στην καριέρα του γράφοντας τη βιογραφία του ξεχασμένου μεν, ολοζώντανου δε, ζωγράφου Μάνουελ Καμίνσκι. Ο Καμίνσκι υπήρξε μαθητής του Ματίς και φίλος του Πικάσο! Κάποια στιγμή έγινε διάσημος ως ο «τυφλός ζωγράφος», μιας που οι φήμες τον ήθελαν να χάνει σταδιακά την όρασή του. Μετά, απλά εξαφανίστηκε. Ο Τζόλνερ όντας αδίστακτος και φιλόδοξος καριερίστας, ξεκινάει για τις Άλπεις όπου βρίσκεται το απομακρυσμένο καταφύγιο στο οποίο έχει αποσυρθεί ο ηλικιωμένος ζωγράφος.
Ο Σεμπάστιαν εισβάλει όχι μόνο στο σπίτι του Καμίνσκι αλλά στη ζωή του και στο παρελθόν του. Εντέλει, τον παρασύρει σε ένα τρελό ταξίδι με προορισμό την παλιά αγάπη του Μάνουελ, την Τερέζ, που καιρό τώρα δεν θεωρούνταν εν ζωή. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού ο νεαρός δημοσιογράφος με πονηράδα και θράσος προσπαθεί να εκμαιεύσει όσο το δυνατόν περισσότερα μυστικά από τον ίδιο τον Καμίνσκι. Παρ’ όλα αυτά ο Σεμπάστιαν ανακαλύπτει ότι δεν είναι ισότιμος του ηλικιωμένου ζωγράφου είτε εκείνος είναι εντέλει τυφλός είτε όχι.
Η άποψή μας: Γιατί μου άρεσε αυτή η ταινία; Γιατί με αφορμή την τέχνη περνάει από κόσκινο δεκάδες θέματα που αφορούν τη ζωή μας, με τρόπο που ενώ βγάζει γέλιο σου αφήνει εντέλει μια αίσθηση πικράδας στο στόμα. Ο Τζόλνερ θέλει με έναν σμπάρο να πετύχει δυο τρυγόνια. Εμ να γίνει διάσημος, εμ να τα 'κονομήσει κατά το κοινώς λεγόμενο. Για να το πετύχει αυτό πρέπει από τη μια να «παρασιτήσει» όσο το δυνατόν περισσότερο στη ζωή του κάποτε διάσημου μα πλέον στην αφάνεια καλλιτέχνη και από την άλλη να εύχεται να... πεθάνει! Κι αυτό είναι ένα μόνο από τα πολλά παράδοξα δίπολα με τα οποία ασχολείται η ταινία. Για να επεκταθούμε λίγο σε σχέση με το προηγούμενο, για κάποιον μυστήριο λόγο, η αξία των έργων ενός καλλιτέχνη πολλαπλασιάζεται όταν εκείνος πεθαίνει! Και να σου τα αφιερώματα και να σου οι μελέτες στο έργο του και να σου και οι βιογραφίες! Αποτυπωμένες στο χαρτί, αποτυπωμένες και στο σινεμά.
Κι ενώ υποτίθεται πως οι βιογραφίες είναι ό,τι πιο πραγματικό μπορεί να διαβάσει κανείς για τη ζωή ενός ανθρώπου, εντέλει κατά πως φαίνεται είναι γεμάτες ψέματα, υπερβολές και αντιφάσεις. Κι αυτό μας το τονίζει συνέχεια το Ich Und Kaminski. Τη βιογραφία την αναλαμβάνει ένας άνθρωπος, που έχει συνήθως τη δική του ατζέντα. Μπορεί να θέλει να αποκαλύψει κρυφές πτυχές του βιογραφούμενου, μπορεί να θέλει να αποκρύψει άλλες που του φαίνονται αντιεμπορικές. Κι έχει και να συγκεντρώσει ένα τεράστιο υλικό από τον ίδιο τον βιογραφούμενο όταν είναι ζωντανός, αλλά και από τους ανθρώπους που τον γνωρίζουν. Κι εδώ αντιφάσεις κι εδώ αντιθέσεις: ο βιογραφούμενος επίσης μπορεί για τους δικούς του λόγους να κρύβει πράγματα για τη ζωή του, να λέει ψέματα για άλλα. Κι ένας άνθρωπος που τον ξέρει καλά να λέει για εκείνον άλφα κι ένας άλλος άνθρωπος που τον ξέρει επίσης καλά να λέει για εκείνον ωμέγα! Αντικρουόμενες πληροφορίες, προσωπικά κριτήρια, ότι να 'ναι. Κι εσύ διαβάζεις τη βιογραφία κι αναρωτιέσαι αν τελικά ο Καμίνσκι αποσύρθηκε όταν τυφλώθηκε ή επέλεξε να πει ότι τυφλώθηκε για να αποσυρθεί! Αναρωτιέσαι αν υπάρχουν έργα του που δεν τα έχει δει ανθρώπου μάτι. Ναι, έργα μπορεί να υπάρχουν κι ο ίδιος ο καλλιτέχνης να νομίζει πως δεν υπάρχουν επειδή η κόρη του, του είπε ότι τα έκαψε! Δεν έχει κι αυτός όλες τις πληροφορίες, δεν μπορεί να φτιάξει το πλήρες πορτρέτο, πάντα κάτι λείπει!
Ο Becker σκηνοθετεί έχοντας στο νου του το «Αμελί» του Jean-Pierre Jeunet. Ο κινηματογραφικός του κόσμος είναι υπέροχος, φωτογενής, εκθαμβωτικός και γεμάτος ιδέες. Μπροστά στα μάτια μας ένα πρώην μοντέλο στα άγρια γηρατειά του γυμνώνεται και μεταμορφώνεται σε εκείνο το μοντέλο που στα νιάτα του αποθανάτισε για πάντα στον καμβά του ο Καμίνσκι! Ο Καμίνσκι! Αυτός ο τεράστιος καλλιτέχνης που απλά δεν υπήρξε ποτέ! Είναι ο ήρωας του μπεστ σέλερ του Daniel Kehlmann, το οποίο μετέφερε στον κινηματογράφο ο Becker. Κι όμως, μοιάζει τόσο αληθινός, έτσι; Σε άλλες σκηνές βλέπουμε ανθρώπους να ανατινάζονται, τον Τζόλνερ να ξυπνάει από όνειρο μέσα σε όνειρο μέσα σε όνειρο συνεχώς και χωρίς διέξοδο, αγελάδες στη βροχή, κόκκινο τρένο σε τεράστια γέφυρα, υπέροχες εικόνες, υπέροχες σκηνές, γεμάτες από μια ομορφιά που σε κάνει να θέλεις να κλάψεις – ίσως επειδή καταλαβαίνεις ότι ναι, ο κόσμος μας είναι πανέμορφος, μα τόσο φθαρτός, τόσο αδύναμος, τόσο κοντά στην ημερομηνία λήξης του. Πέρα από την οπτική πανδαισία ο Becker, χρησιμοποιώντας το ιδιότυπο road trip των δύο πρωταγωνιστών του, δείχνει δύο ανθρώπους από τους οποίους το... έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται! Ο Τζόλνερ είναι ένας αντιπαθητικός χαρακτήρας αλλά δίπλα στον Καμίνσκι (που δεν είναι και καμιά σιγανοπαπαδιά) μαθαίνει, βελτιώνεται, ωριμάζει. Οι συζητήσεις τους έχουν φοβερό ενδιαφέρον – ιδίως εκείνη στο τραίνο για το πως μπορεί κάποιος να φτιάξει το πιο πραγματικό πορτρέτο μέσα από μια φωτογραφία. Η ταινία είναι γεμάτη κινηματογραφοφιλία – και δεν μιλάω μόνο για τις αφίσες των γιαπωνέζικων ταινιών στους τοίχους του διαμερίσματος όπου ζούσε ο Τζόλνερ με το αμόρε του. Η σκηνή όπου με τη βοήθεια του Καμίνσκι ο Τζόλνερ ζωγραφίζει στα τυφλά τον εαυτό του σε ένα χαρτί σημειωματάριου, με έναν απλό στυλό, είναι εξαιρετική. Και στο τέλος της κοινής διαδρομής τους, της γεμάτης απρόοπτα, οι δύο τόσο διαφορετικοί άνδρες θα έχουν γίνει σοφότεροι καθώς θα έχουν «απαλλαγεί» από τις τόσο εκκωφαντικές διαψεύσεις τους.
Ο Daniel Brühl το διασκεδάζει αφάνταστα στο ρόλο του Τζόλνερ, εκείνος που κερδίζει τις εντυπώσεις είναι ο Δανός Jesper Christensen στο ρόλο του Καμίνσκι και βεβαίως πάντα είναι μεγάλη χαρά να βλέπουμε στο σινεμά τον λατρεμένο του Leos Carax, τον Denis Lavant, έστω και σε ρόλους σχεδόν φυσιολογικούς! Μια ταινία για όλους που θα την απολαύσουν περισσότερο φοιτητές της σχολής Καλών Τεχνών. Και να σημειώσουμε πως καθώς πέφτουν οι τίτλοι τέλους διάφοροι διάσημοι πίνακες «ζωντανεύουν» δίνοντας μια φανταστική επίγευση.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 15 Σεπτεμβρίου 2016 από την Seven Films
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική