Ο Ιδιωτικός Βίος του Μάξουελ Σιμ
του Michel Leclerc. Με τους Jean-Pierre Bacri, Mathieu Amalric, Valeria Golino, Isabelle Gélinas, Vimala Pons, Félix Moati, Vincent Lacoste
Από σένα που δεν φτάνω...
του zerVo (@moviesltd)
Κι ας υποθέσουμε πως η ενδεχόμενη αποτυχία στον τρέχοντα βίο είναι μία, μοναδική, που θα μας ρίξει στην μελαγχολία και στην στενοχώρια. Πιο καλή η μοναξιά αποφασίζουμε μονομιάς και μέχρι να περάσει ο καημός κλεινόμαστε ολοσδιόλου μέσα στον εαυτό μας, πονάμε, δακρύζουμε, κοιτάζουμε την αλήθεια κατάματα, παίρνουμε κουράγιο και επανερχόμαστε. Τι ακριβώς όμως δύναται να συμβεί, όταν ρίχνοντας μια ματιά προς τα πίσω, στο τι έχουμε καταφέρει συνολικά και στο πόσοι στον περίγυρο μας νοιάζονται πραγματικά για την πάρτη μας, καταλαβαίνουμε πως η πορεία μας είναι τιγκαρισμένη στις φλόπες και ουδείς καίγεται να μάθει το παραμικρό μαντάτο για το τι μας συμβαίνει? Απόγνωση! Η μοναξιά μετατρέπεται σε κλουβί, χωρίς ένα μικρό παραθυράκι, δίχως μισή ηλιαχτίδα να φωτίζει την θλίψη. Και τότε συλλαμβάνεται στον νου, το εξόδιο πλάνο της μεγάλης απόδρασης...
Δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα στην μίζερη καθημερινότητα του καλοσυνάτου, σιμά εξηντάρη, Κυρίου Μάξουελ Σιμ, που να του προσφέρουν την παραμικρή ευχαρίστηση. Η σύζυγός του τον έχει εγκαταλείψει εδώ και καιρό, προφασιζόμενη την μόνιμη ανασφάλεια του στο να πάρει καίριες αποφάσεις, η απόμακρη κόρη του δεν του δίνει και πολλή σημασία, από την δουλειά του έχει πάρει πασαπόρτι μιας και οι εργοδότες επιθυμούσαν νεαρό ηλικιακά και ελπιδοφόρο προσωπικό, ο πατέρας του που τόσο καιρό έχει να συναντήσει έχοντας μετοικήσει στην Ιταλία, δεν βρίσκει τον χρόνο για να πιουν ούτε ένα καφέ μαζί. Ο Κύριος Σιμ αρχίζει να πιστεύει πως δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα μηδενικό, από ένα τίποτα που η αξία του ολοένα και τείνει στο ανύπαρκτο.
Η επαγγελματική πρόταση που θα αποδεχτεί από μια ανερχόμενη μπράντα παραγωγής οικολογικών οδοντόβουρτσων, θα του δώσει την ευκαιρία να φύγει μακρυά από τον εγκλεισμό της μεγαλούπολης και να ταξιδέψει με το αυτοκίνητο της εταιρίας στον Γαλλικό Νότο. Εκεί που ανάμεσα στις παρουσιάσεις και τις πωλήσεις του προιόντος που προμοτάρει, θα τσιμπήσει τον χρονάκο να έρθει σε επαφή με όλα τα πρόσωπα που σημάδεψαν την ζωή του, να δώσει στον εαυτό του μια δεύτερη ευκαιρία να τον φέρουν κοντά τους, να νιώσει έστω και για λίγο υπαρκτός διαφεύγοντας από τους φόβους και τις ανασφάλειες που σημάδεψαν τον χαρακτήρα του. Αν, όχι...
Ταυτόχρονα με όσα τρέχουν σε πραγματικό χρόνο, στην πορεία του Μεσιέ Μάξουελ προς την χειμωνιάτικη και παγωμένη επαρχία, γινόμαστε μάρτυρες μέσω όχι και λίγων φλασμπάκς στιγμιοτύπων που παραμένουν ορόσημα στην μνήμη του. Ενσταντανέ που ακόμη και ο ίδιος αντιλαμβάνεται πως σε αυτές ακριβώς τις στιγμές έχασε τηνε υκαιρία να γίνει αρεστός, δημοφιλής, αγαπητός. Στην αφήγηση που χρησιμοποιεί όμως ο σκηνοθέτης Michel Leclerc, που εδώ διασκευάζει την υπαρξιακή νουβέλα του Jonathan Coe από το 2010, υπάρχει και μια τρίτη ράγα, ξέχωρη, που αναφέρεται στην (αληθινή) αποφασιστική δράση του επιχειρηματία Ντόναλντ Κρόουχαρστ, που πνιγμένος - κι εκείνος - από την απογοήτευση, οδήγησε εαυτόν στην εξαφάνιση. Περιστατικό που δεδομένα τριβελίζει μέσα από αναγνώσματα και ντοκουμέντα της περιόδου το μυαλό του καταπιεσμένου μεσήλικα. Μήπως και γι αυτόν, τον απόκληρο και παραπεταμένο όπως νιώθει, μια τέτοια λύση λυτρωτική να είναι και η ζητούμενη?
Μια ανθρώπινη, ζεστή, συγκινητική, δραματική αν και την περιβάλλουν και κάποιες πιο γλαφυρές στιγμές, όπως όμως και ελάχιστα αισιόδοξη και πεσιμιστική είναι η άποψη που εκφέρει η La Vie Tres Privee Se Monsieur Sim. Μια ωδή θλίψης στις ευκαιρίες που χάθηκαν, δίχως συγκεκριμένο λόγο, χωρίς αιτία και αφορμή και που όσο κι αν το επιζητά - δώστε σημασία στο ποιητικό Σιμ, της ηλεκτρονικής κάρτας το Σιμ - το θλιμμένο υποκείμενο να ξαναγυρίσουν, να γίνουν και πάλι χειροπιαστές, εκείνες έχουν πετάξει χάθηκαν, αφήνοντας τις υποσχέσεις μιας άλλης ζωής, αν τις επέλεγε, στο κουτί των αναμνήσεων. Περιτριγυρισμένος από ένα διάσημο υποστηρικτικό καστ αποτελούμενο από προσωπικότητες του ευρωπαϊκού σινεμά (Amalric, Golino, Pons, Lacoste) ο Jean-Pierre Bacri ουσιαστικά προσωποποιεί την έννοια της κατάθλιψης, συμπεριφερόμενος εντελώς διαφορετικά από όσα προστάζει η πάθηση. Διαχυτικός, ομιλιτικότατος, κοινωνικός, ανοιχτός, φίλιος, το παλεύει ο φουκαράς να ξεφύγει από το τέλμα που έχει περιπέσει, με τις ευθύνες να τον βαραίνουν κατά κύριο λόγο, μα βλέπει και ο ίδιος πως το παιχνίδι χάθηκε κάπου στο παρελθόν και το μέλλον δεν δίνει χάρες. Μια όμορφα στημένη, αν και ξαναιδωμένη με εναλλακτικά σενάρια, Φραντσέζικη ταινία, που αξίζει να της δώσει κανείς σημασία, απλά και μόνο χάρη στην εξαιρετική ερμηνεία του πρωταγωνιστή της.
Η επαγγελματική πρόταση που θα αποδεχτεί από μια ανερχόμενη μπράντα παραγωγής οικολογικών οδοντόβουρτσων, θα του δώσει την ευκαιρία να φύγει μακρυά από τον εγκλεισμό της μεγαλούπολης και να ταξιδέψει με το αυτοκίνητο της εταιρίας στον Γαλλικό Νότο. Εκεί που ανάμεσα στις παρουσιάσεις και τις πωλήσεις του προιόντος που προμοτάρει, θα τσιμπήσει τον χρονάκο να έρθει σε επαφή με όλα τα πρόσωπα που σημάδεψαν την ζωή του, να δώσει στον εαυτό του μια δεύτερη ευκαιρία να τον φέρουν κοντά τους, να νιώσει έστω και για λίγο υπαρκτός διαφεύγοντας από τους φόβους και τις ανασφάλειες που σημάδεψαν τον χαρακτήρα του. Αν, όχι...
Ταυτόχρονα με όσα τρέχουν σε πραγματικό χρόνο, στην πορεία του Μεσιέ Μάξουελ προς την χειμωνιάτικη και παγωμένη επαρχία, γινόμαστε μάρτυρες μέσω όχι και λίγων φλασμπάκς στιγμιοτύπων που παραμένουν ορόσημα στην μνήμη του. Ενσταντανέ που ακόμη και ο ίδιος αντιλαμβάνεται πως σε αυτές ακριβώς τις στιγμές έχασε τηνε υκαιρία να γίνει αρεστός, δημοφιλής, αγαπητός. Στην αφήγηση που χρησιμοποιεί όμως ο σκηνοθέτης Michel Leclerc, που εδώ διασκευάζει την υπαρξιακή νουβέλα του Jonathan Coe από το 2010, υπάρχει και μια τρίτη ράγα, ξέχωρη, που αναφέρεται στην (αληθινή) αποφασιστική δράση του επιχειρηματία Ντόναλντ Κρόουχαρστ, που πνιγμένος - κι εκείνος - από την απογοήτευση, οδήγησε εαυτόν στην εξαφάνιση. Περιστατικό που δεδομένα τριβελίζει μέσα από αναγνώσματα και ντοκουμέντα της περιόδου το μυαλό του καταπιεσμένου μεσήλικα. Μήπως και γι αυτόν, τον απόκληρο και παραπεταμένο όπως νιώθει, μια τέτοια λύση λυτρωτική να είναι και η ζητούμενη?
Μια ανθρώπινη, ζεστή, συγκινητική, δραματική αν και την περιβάλλουν και κάποιες πιο γλαφυρές στιγμές, όπως όμως και ελάχιστα αισιόδοξη και πεσιμιστική είναι η άποψη που εκφέρει η La Vie Tres Privee Se Monsieur Sim. Μια ωδή θλίψης στις ευκαιρίες που χάθηκαν, δίχως συγκεκριμένο λόγο, χωρίς αιτία και αφορμή και που όσο κι αν το επιζητά - δώστε σημασία στο ποιητικό Σιμ, της ηλεκτρονικής κάρτας το Σιμ - το θλιμμένο υποκείμενο να ξαναγυρίσουν, να γίνουν και πάλι χειροπιαστές, εκείνες έχουν πετάξει χάθηκαν, αφήνοντας τις υποσχέσεις μιας άλλης ζωής, αν τις επέλεγε, στο κουτί των αναμνήσεων. Περιτριγυρισμένος από ένα διάσημο υποστηρικτικό καστ αποτελούμενο από προσωπικότητες του ευρωπαϊκού σινεμά (Amalric, Golino, Pons, Lacoste) ο Jean-Pierre Bacri ουσιαστικά προσωποποιεί την έννοια της κατάθλιψης, συμπεριφερόμενος εντελώς διαφορετικά από όσα προστάζει η πάθηση. Διαχυτικός, ομιλιτικότατος, κοινωνικός, ανοιχτός, φίλιος, το παλεύει ο φουκαράς να ξεφύγει από το τέλμα που έχει περιπέσει, με τις ευθύνες να τον βαραίνουν κατά κύριο λόγο, μα βλέπει και ο ίδιος πως το παιχνίδι χάθηκε κάπου στο παρελθόν και το μέλλον δεν δίνει χάρες. Μια όμορφα στημένη, αν και ξαναιδωμένη με εναλλακτικά σενάρια, Φραντσέζικη ταινία, που αξίζει να της δώσει κανείς σημασία, απλά και μόνο χάρη στην εξαιρετική ερμηνεία του πρωταγωνιστή της.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 11 Αυγούστου 2016 από την Rosebud 21
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική