του Lorenzo Vigas. Με τους Alfredo Castro, Luis Silva, Jericó Montilla, Catherina Cardozo, Marcos Moreno, Jorge Luis Bosque, Jeralt Jiménez, Felipe Massiani, Auffer Camacho, Ivan Pena, Greymer Acosta, Joretsis Ibarra
… κι αγαπημένοι;
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
«Father – yes my son – I want to kill you»!
Μπαίνεις στο imdb. Και ψάχνεις στοιχεία για την ταινία. Το μάτι σου πέφτει στην κατηγορία «produced by». Βλέπεις το όνομα του σκηνοθέτη. Ok. Βλέπεις το όνομα Rodolfo Cova. Δεν τον ξέρεις. Πάμε παρακάτω. Guillermo Arriaga, producer. Ναι, είναι ένας από τους πιο σταθερούς συνεργάτες του Alejandro G. Iñárritu, καθώς έχει υπογράψει τα σενάρια για πολλές από τις ταινίες του. Michel Franco, producer. Άλλος Μεξικάνος αυτός, ο γνωστός σκηνοθέτης που μας εξέπληξε με το «Μετά τη Λουτσία» (Después de Lucía, 2012). Gabriel Ripstein, executive producer. Ο υιός του Arturo, Μεξικανός σκηνοθέτης και αυτός, που μακάρι να έχει κληρονομήσει μέρος από το μεγαλείο και το ταλέντο του πατέρα του. Edgar Ramírez, executive producer. Ηθοποιός από τη Βενεζουέλα, που κάνει και χολιγουντιανή καριέρα, καθώς έχει υποδυθεί μεταξύ των άλλων τον πιο διάσημο συμπατριώτη του, τον Κάρλος το Τσακάλι, στο τηλεοπτικό «Carlos» που βγήκε και στις αίθουσες, σε σκηνοθεσία Olivier Assayas! Χμ, με τέτοια υποστήριξη στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας σου, το μέλλον σου ανήκει.
Πόσο μάλλον που η ταινία Desde Alla συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του περσινού φεστιβάλ Βενετίας, κερδίζοντας τον Χρυσό Λέοντα! Γενικώς, από τον περασμένο Σεπτέμβριο και έπειτα η ταινία έλαβε μέρος σε πάρα πολλά φεστιβάλ, κερδίζοντας ένα σωρό βραβεία. Πέρασε και από το περασμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του και τιμήθηκε με τα βραβεία καλύτερης ανδρικής ερμηνείας για τον (μάλλον) καλύτερο ηθοποιό της Χιλής, τον Alfredo Castro, και σεναρίου για τον σκηνοθέτη (σενάριο που βασίστηκε σε ιδέα του Lorenzo Vigas αλλά και του Guillermo Arriaga).
Η υπόθεση: Καράκας, Βενεζουέλα τώρα. Ο Αρμάντο είναι ένας εύπορος, μοναχικός μεσήλικας. Δουλεύει ως οδοντοτεχνίτης και στον ελεύθερο χρόνο του κάνει δύο πράγματα. Από τη μια «ψαρεύει» νεαρά φτωχά αγόρια, τα παρασύρει - με αντάλλαγμα χρήματα - στο διαμέρισμά του, τα βάζει να γδυθούν και αυνανίζεται στη θέα τους, χωρίς να τα αγγίζει. Από μακριά. Από την άλλη, πάλι από μακριά, παρακολουθεί έναν ηλικιωμένο επιχειρηματία, που όπως καταλαβαίνουμε, είναι ο πατέρας του, με τον οποίο είχε μια τραυματική σχέση. Όταν «ψωνίζει» τον αψύ Έλντερ τα πράγματα αλλάζουν.
Η πρώτη τους επαφή είναι βίαιη: ο Έλντερ κράζει τον Αρμάντο ως «αδελφή», τον δέρνει και τον κλέβει. Ο Αρμάντο, όμως, δεν αποθαρρύνεται. Ο Έλντερ συνεχίζει και επισκέπτεται τον Αρμάντο, λόγω των χρημάτων, κι έτσι οι δύο εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους άνθρωποι αναπτύσσουν μια παράξενη σχέση. Μια σχέση που θα βαθύνει. Μια σχέση που θα τελειώσει βίαια – ανάλογα με τον τρόπο που ξεκίνησε...
Η άποψή μας: Λοιπόν, ας ξεμπερδέψουμε αρχικά με τα σεξουαλικά. Στην ταινία έχουμε: 1) μια σκηνή αυνανισμού (ο Αρμάντο «τον παίζει» βάζοντας ένα αγόρι να γυμνωθεί στο διαμέρισμά του), 2) μια σκηνή φιλιού (ο Έλντερ φιλάει τον Αρμάντο σε κάτι τουαλέτες), 3) μια σκηνή ετεροφυλόφιλου σεξ (ο Έλντερ πηδάει την κοπέλα του ή μια πόρνη – δεν το ξεκαθάρισα) και 4) μια σκηνή ομοφυλόφιλου σεξ (ο Έλντερ πηδιέται με τον Αρμάντο). Για να ξέρετε τι θα δείτε: όλα αυτά εντελώς υπαινικτικά, χωρίς να φαίνεται κανένα πουλί και τέτοια. Είναι queer ταινία; Τι να σας πω τώρα. Ο βασικός πρωταγωνιστής μάλλον έχει βιαστεί από τον πατέρα του όταν ήταν μικρός, τη βρίσκει βλέποντας γυμνά αγόρια από πίσω αλλά ουσιαστικά απαρνιέται τον χαρακτηρισμό γκέι (ή μαρικόν, όπως είναι η έκφραση στα ισπανικά). Ο πιτσιρίκος από την άλλη σιχαίνεται τους μαρικόν (όπως όλη η βενεζουελάνικη κοινωνία, όπως καταλαβαίνουμε), γουστάρει γυναίκες, αλλά τελικά έλκεται από τον Αρμάντο, καθώς τον βλέπει ως πατρική φιγούρα. Εντάξει, μπερδεμένα οιδιπόδεια κι έτσι.
Είναι φεστιβαλική η ταινία; Επίσης δεν μπορώ να σας δώσω ξεκάθαρη απάντηση. Χολιγουντιανή, εμπορική παραγωγή, πάντως, σίγουρα δεν την λες. Αυτό που σε κερδίζει στην ταινία είναι η σκηνοθετική ματιά. Η αποστασιοποίηση που συμβαδίζει με το εντός κάδρου «από μακριά»: ο φακός παρακολουθεί τους ήρωες από απόσταση, όλα τα άλλα όμως γύρω είναι φλου, εκτός εστίασης, εκτός ενδιαφέροντος για τον σκηνοθέτη. Λέω εγώ τώρα – μπορεί να είμαι και εντελώς βαθιά νυχτωμένος, τι να σας πω. Είναι μια παραβολή για τη χώρα; Και πάλι, μπερδεμένα θα σας τα πω. Αυτό που καταλαβαίνουμε από την ταινία είναι πως το Καράκας είναι μια πόλη με ολοφάνερη φτώχεια, με φαγητά που παίρνονται με το δελτίο, με πολλά χαμίνια στο δρόμο αλλά ταυτόχρονα με μια άρχουσα τάξη που δεν έχει χάσει τα προνόμιά της (ρε Τσάβες, μισές δουλειές ρε αγόρι μου...), με αμάξια μεγάλου κυβισμού, με τράπεζες και κτήρια όπου μπορείς να βρεις χλιδή.
Ο σκηνοθέτης δεν βασίζεται στους διαλόγους: περισσότερα υπονοούνται παρά λέγονται. Αυτό αναγκάζει τον θεατή να είναι ενεργητικός: να προσπαθεί να ενώσει κουκκίδες και να εξηγήσει πράγματα που βλέπει. Καλό κατά βάση, δημιουργεί και σασπένς, αλλά ρε παιδί μου, πολλά πράγματα αφήνονται φλου. Πανάθεμά με πχ αν μπόρεσα να καταλάβω πότε είμαστε στο σπίτι του Αρμάντο, πότε στο σπίτι της αδελφής του, πότε στο σπίτι του Έλντερ και πότε σε άλλα σπίτια! Εν κατακλείδι: ιδιαίτερη ταινία, που όσο κυλάει γίνεται ένα τρυφερό παραμύθι όπου δύο άνθρωποι, εντελώς διαφορετικοί, χρειάζονται ο ένας τον άλλο για να συνεχίσουν να λειτουργούν φυσιολογικά. Ναι, αλλά έρχεται το φινάλε να θέσει ένα ζήτημα ηθικής και χριστιανικής ενοχής, εντελώς παράταιρο με όσα έχουν προηγηθεί. Ή μήπως θέλει να μας πει ο ποιητής πως όταν καταφέρνει η άρχουσα τάξη να πηδήξει τους εργάτες και να κάνουν για εκείνη τη βρωμοδουλειά της, δεν τους χρειάζεται πια και τους οδηγεί στη φυλακή; Τι να σας πω, πλησιάζει και 15Αύγουστος...
Η υπόθεση: Καράκας, Βενεζουέλα τώρα. Ο Αρμάντο είναι ένας εύπορος, μοναχικός μεσήλικας. Δουλεύει ως οδοντοτεχνίτης και στον ελεύθερο χρόνο του κάνει δύο πράγματα. Από τη μια «ψαρεύει» νεαρά φτωχά αγόρια, τα παρασύρει - με αντάλλαγμα χρήματα - στο διαμέρισμά του, τα βάζει να γδυθούν και αυνανίζεται στη θέα τους, χωρίς να τα αγγίζει. Από μακριά. Από την άλλη, πάλι από μακριά, παρακολουθεί έναν ηλικιωμένο επιχειρηματία, που όπως καταλαβαίνουμε, είναι ο πατέρας του, με τον οποίο είχε μια τραυματική σχέση. Όταν «ψωνίζει» τον αψύ Έλντερ τα πράγματα αλλάζουν.
Η πρώτη τους επαφή είναι βίαιη: ο Έλντερ κράζει τον Αρμάντο ως «αδελφή», τον δέρνει και τον κλέβει. Ο Αρμάντο, όμως, δεν αποθαρρύνεται. Ο Έλντερ συνεχίζει και επισκέπτεται τον Αρμάντο, λόγω των χρημάτων, κι έτσι οι δύο εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους άνθρωποι αναπτύσσουν μια παράξενη σχέση. Μια σχέση που θα βαθύνει. Μια σχέση που θα τελειώσει βίαια – ανάλογα με τον τρόπο που ξεκίνησε...
Η άποψή μας: Λοιπόν, ας ξεμπερδέψουμε αρχικά με τα σεξουαλικά. Στην ταινία έχουμε: 1) μια σκηνή αυνανισμού (ο Αρμάντο «τον παίζει» βάζοντας ένα αγόρι να γυμνωθεί στο διαμέρισμά του), 2) μια σκηνή φιλιού (ο Έλντερ φιλάει τον Αρμάντο σε κάτι τουαλέτες), 3) μια σκηνή ετεροφυλόφιλου σεξ (ο Έλντερ πηδάει την κοπέλα του ή μια πόρνη – δεν το ξεκαθάρισα) και 4) μια σκηνή ομοφυλόφιλου σεξ (ο Έλντερ πηδιέται με τον Αρμάντο). Για να ξέρετε τι θα δείτε: όλα αυτά εντελώς υπαινικτικά, χωρίς να φαίνεται κανένα πουλί και τέτοια. Είναι queer ταινία; Τι να σας πω τώρα. Ο βασικός πρωταγωνιστής μάλλον έχει βιαστεί από τον πατέρα του όταν ήταν μικρός, τη βρίσκει βλέποντας γυμνά αγόρια από πίσω αλλά ουσιαστικά απαρνιέται τον χαρακτηρισμό γκέι (ή μαρικόν, όπως είναι η έκφραση στα ισπανικά). Ο πιτσιρίκος από την άλλη σιχαίνεται τους μαρικόν (όπως όλη η βενεζουελάνικη κοινωνία, όπως καταλαβαίνουμε), γουστάρει γυναίκες, αλλά τελικά έλκεται από τον Αρμάντο, καθώς τον βλέπει ως πατρική φιγούρα. Εντάξει, μπερδεμένα οιδιπόδεια κι έτσι.
Είναι φεστιβαλική η ταινία; Επίσης δεν μπορώ να σας δώσω ξεκάθαρη απάντηση. Χολιγουντιανή, εμπορική παραγωγή, πάντως, σίγουρα δεν την λες. Αυτό που σε κερδίζει στην ταινία είναι η σκηνοθετική ματιά. Η αποστασιοποίηση που συμβαδίζει με το εντός κάδρου «από μακριά»: ο φακός παρακολουθεί τους ήρωες από απόσταση, όλα τα άλλα όμως γύρω είναι φλου, εκτός εστίασης, εκτός ενδιαφέροντος για τον σκηνοθέτη. Λέω εγώ τώρα – μπορεί να είμαι και εντελώς βαθιά νυχτωμένος, τι να σας πω. Είναι μια παραβολή για τη χώρα; Και πάλι, μπερδεμένα θα σας τα πω. Αυτό που καταλαβαίνουμε από την ταινία είναι πως το Καράκας είναι μια πόλη με ολοφάνερη φτώχεια, με φαγητά που παίρνονται με το δελτίο, με πολλά χαμίνια στο δρόμο αλλά ταυτόχρονα με μια άρχουσα τάξη που δεν έχει χάσει τα προνόμιά της (ρε Τσάβες, μισές δουλειές ρε αγόρι μου...), με αμάξια μεγάλου κυβισμού, με τράπεζες και κτήρια όπου μπορείς να βρεις χλιδή.
Ο σκηνοθέτης δεν βασίζεται στους διαλόγους: περισσότερα υπονοούνται παρά λέγονται. Αυτό αναγκάζει τον θεατή να είναι ενεργητικός: να προσπαθεί να ενώσει κουκκίδες και να εξηγήσει πράγματα που βλέπει. Καλό κατά βάση, δημιουργεί και σασπένς, αλλά ρε παιδί μου, πολλά πράγματα αφήνονται φλου. Πανάθεμά με πχ αν μπόρεσα να καταλάβω πότε είμαστε στο σπίτι του Αρμάντο, πότε στο σπίτι της αδελφής του, πότε στο σπίτι του Έλντερ και πότε σε άλλα σπίτια! Εν κατακλείδι: ιδιαίτερη ταινία, που όσο κυλάει γίνεται ένα τρυφερό παραμύθι όπου δύο άνθρωποι, εντελώς διαφορετικοί, χρειάζονται ο ένας τον άλλο για να συνεχίσουν να λειτουργούν φυσιολογικά. Ναι, αλλά έρχεται το φινάλε να θέσει ένα ζήτημα ηθικής και χριστιανικής ενοχής, εντελώς παράταιρο με όσα έχουν προηγηθεί. Ή μήπως θέλει να μας πει ο ποιητής πως όταν καταφέρνει η άρχουσα τάξη να πηδήξει τους εργάτες και να κάνουν για εκείνη τη βρωμοδουλειά της, δεν τους χρειάζεται πια και τους οδηγεί στη φυλακή; Τι να σας πω, πλησιάζει και 15Αύγουστος...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 11 Αυγούστου 2016 από την Seven Films
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική