του Francesco Munzi. Με τους Marco Leonardi, Peppino Mazzotta, Fabrizio Ferracane, Barbora Bobulova, Anna Ferruzzo, Giuseppe Fumo, Pasquale Romeo, Stefano Priolo, Vito Facciolla, Cosimo Spagnolo, Aurora Quattrocchi, Manuela Ventura, Domenico Centamore, Sebastiano Filocamo
Όταν το «οφθαλμός αντί οφθαλμού» τους αφήνει όλους τυφλούς
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Η Μαφία της Καλαβρίας
Αυτή είναι η 3η μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο γεννημένος στη Ρώμη (και συγκεκριμένα στο Λάτσιο) Ιταλός σκηνοθέτης. Προηγήθηκαν οι ταινίες: «Saimir» (2004) και «Il resto della notte» (2008). Με τούτη την ταινία του έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας του 2014, όπου τιμήθηκε με διάφορα βραβεία – όχι όμως από τα επίσημα. Εκεί που διέπρεψε ήταν στα ιταλικά Όσκαρ (τα βραβεία David di Donatello) όπου ήταν υποψήφια για 15 (!!!) βραβεία, κερδίζοντας τελικά 9, μεταξύ των οποίων καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου. Η ταινία προβλήθηκε και στο 55ο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (του 2014) συμμετέχοντας στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες».
Το σενάριο της ταινίας Anime Nere βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Gioacchino Criaco.
Η υπόθεση: Άφρικο, βουνά Ασπρομόντε, Καλαβρία, ιταλικός νότος. Το ορεινό χωριό βρίσκεται στην περιοχή όπου δραστηριοποιείται η ‘ndrangheta («ξαδέλφη» κατά μία έννοια της σικελικής mafia και της καμπανέζικης camorra). Είναι και ο γενέθλιος τόπος της οικογένειας Καρμπόνε. Ο πάτερ φαμίλιας δολοφονήθηκε στο παρελθόν από μέλη της αντίπαλης οικογένειας των Μπαράκας. Από τότε μια εύθραυστη ισορροπία τρόμου συνδέει τις δύο οικογένειες. Μόνο ο Λουτσιάνο Καρμπόνε έχει μείνει στο χωριό από τους γιους του δολοφονηθέντος. Και ζει τη ζωή ενός αγρότη: παράγει κρασί από τα αμπέλια του και φτιάχνει τυρί ρικότα από τις γίδες του, μακριά από το οργανωμένο έγκλημα.
Τα μικρότερα αδέλφια του, όμως, ο Λουίτζι και ο Ρόκο, ασχολούνται με το εμπόριο κοκαϊνης. Η βάση των επιχειρήσεών τους είναι ο ιταλικός βοράς και συγκεκριμένα το Μιλάνο. Οι δουλειές πάνε καλά έως ότου ο αψύς Λέο, γιος του Λουτσιάνο, πυροβολεί τα τζάμια και την ταμπέλα ενός μπαρ στο χωριό του, το οποίο βρίσκεται στη σφαίρα επιρροής της οικογένειας Μπαράκας. Ο Λέο βρίσκεται σε κόντρα με τον πατέρα του και θαυμάζει τους δύο κακοποιούς θείους του. Οι απερίσκεπτες κινήσεις του και η «ατιμωρησία» του από την οικογένειά του, αναμοχλεύουν μια βεντέτα τριών γενεών
Η άποψή μας: Στο πρόσφατο ιταλικό «Που πάω Θεέ μου;» ο βασικός πρωταγωνιστής ήθελε να γίνει δημόσιος υπάλληλος από μικρό παιδί. Η ταινία ήταν κωμωδία. Στις «Σκοτεινές ψυχές», ο πρωταγωνιστής εκείνος που θέτει σε κίνηση τη δραματουργία είναι ένας έφηβος του οποίου βράζει το αίμα, δεν θέλει να παραμείνει «φάρμερ» όπως ο πατέρας του – αντιθέτως, επιθυμεί να γίνει μέλος του οργανωμένου εγκλήματος, όπως οι θείοι του. Η ταινία είναι δράμα. Πέρα και πάνω από όλα, είναι μια πάρα πολύ καλή ταινία. Με (αναγκαστικές) ομοιότητες τόσο με τον γκλαμουράτο «Νονό» όσο και με το πιο down to earth «Γόμορρα» η ταινία παρουσιάζει ένα πορτρέτο του τι σημαίνει να είσαι ή να θέλεις να γίνεις μέλος της καλαβρέζικης ‘ndrangheta.
Παράλληλα, αποτελεί ένα εύστοχο σχόλιο για τη σύγχρονη ιταλική πραγματικότητα. Με μια επαρχία, που ερημώνει χωρίς καμία κυβερνητική μέριμνα. Με μια αστυνομία, που κάνει τα κλειστά μάτια καθώς δεν θέλει να μπλέκει σε πράγματα τα οποία την υπερβαίνουν. Με ένα κράτος, που οι αιρετοί του αντιπρόσωποι βγαίνουν με τη βοήθεια του οργανωμένου εγκλήματος με το οποίο υπάρχουν στενές σχέσεις. Με μια νεολαία, που πλήττει: η αλήθεια είναι πως άλλη... αίγλη έχει να βόσκεις γίδες κι άλλο να πυροβολείς και να σκοτώνεις ανθρώπους. Άλλο να φοράς ρούχα ότι να'ναι κι άλλο να φοράς την τελευταία λέξη της μόδας. Άλλο να κινείσαι με μηχανάκια της κακιάς ώρας κι άλλο με γυαλιστερά και πανάκριβα αυτοκίνητα.
Ο Munzi παίρνει το χρόνο του. Δεν βιάζεται να μας (επι και από)δείξει πράγματα προς εντυπωσιασμό. Προτιμά να περιγράψει τις οικογενειακές σχέσεις, τις επαγγελματικές σχέσεις, το πως κερδίζεται ο σεβασμός σε εκείνα τα μέρη της Ιταλίας όπου μιλούν μια εντελώς δική τους διάλεκτο, το πως δείχνεται ο σεβασμός, το ποιοι είναι οι άγραφοι νόμοι και πως πληρώνονται πάντα με τον ίδιο, αρχαίο τρόπο: με αίμα. Άνθρωποι εγκλωβισμένοι σε κάτι μεγαλύτερο από αυτούς, που τους δεσμεύει και τους ακολουθά σε όλη τους τη ζωή. Ένας κύκλος αίματος και βίας από τον οποίο είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγεις. Ο μεγαλύτερος αδελφός, ο – ας τον πούμε – πασιφιστής καταλαβαίνει το αδιέξοδο. Δεν θέλει να μπλέξει ο γιος του καθώς γνωρίζει πως με μαθηματική ακρίβεια αν ξυπνήσει τη βεντέτα θα κληθεί να πληρώσει το τίμημα.
Κι εδώ έρχεται η μεγάλη ανατροπή. Ενώ η ταινία δεν διαφέρει ουσιαστικά σε τίποτε από όλες εκείνες τις ταινίες οργανωμένου εγκλήματος και φόνων τιμής και βεντετών, δεν κομίζει κάτι νέο σε όλη τη διαδικασία, στο φινάλε κάνει την έκπληξη. Κλείνει τον κύκλο της βίας... βίαια, με έναν τρόπο που κανείς εθισμένος θεατής δεν μπορεί να προβλέψει. Γιατί, πιστέψτε με, είμαστε τόσο ποτισμένοι και οι ίδιοι με την εκδίκηση ως πρώτη μας αντίδραση στην αδικία, που περιμένουμε όλοι οι αδικημένοι αυτού του τόπου είτε στο σινεμά είτε στην πραγματική ζωή, να αντιδράσουν επιζητώντας εκδίκηση. Σπουδαία ταινία, που ειλικρινά αξίζει τον κόπο να παρακολουθήσετε.
Η υπόθεση: Άφρικο, βουνά Ασπρομόντε, Καλαβρία, ιταλικός νότος. Το ορεινό χωριό βρίσκεται στην περιοχή όπου δραστηριοποιείται η ‘ndrangheta («ξαδέλφη» κατά μία έννοια της σικελικής mafia και της καμπανέζικης camorra). Είναι και ο γενέθλιος τόπος της οικογένειας Καρμπόνε. Ο πάτερ φαμίλιας δολοφονήθηκε στο παρελθόν από μέλη της αντίπαλης οικογένειας των Μπαράκας. Από τότε μια εύθραυστη ισορροπία τρόμου συνδέει τις δύο οικογένειες. Μόνο ο Λουτσιάνο Καρμπόνε έχει μείνει στο χωριό από τους γιους του δολοφονηθέντος. Και ζει τη ζωή ενός αγρότη: παράγει κρασί από τα αμπέλια του και φτιάχνει τυρί ρικότα από τις γίδες του, μακριά από το οργανωμένο έγκλημα.
Τα μικρότερα αδέλφια του, όμως, ο Λουίτζι και ο Ρόκο, ασχολούνται με το εμπόριο κοκαϊνης. Η βάση των επιχειρήσεών τους είναι ο ιταλικός βοράς και συγκεκριμένα το Μιλάνο. Οι δουλειές πάνε καλά έως ότου ο αψύς Λέο, γιος του Λουτσιάνο, πυροβολεί τα τζάμια και την ταμπέλα ενός μπαρ στο χωριό του, το οποίο βρίσκεται στη σφαίρα επιρροής της οικογένειας Μπαράκας. Ο Λέο βρίσκεται σε κόντρα με τον πατέρα του και θαυμάζει τους δύο κακοποιούς θείους του. Οι απερίσκεπτες κινήσεις του και η «ατιμωρησία» του από την οικογένειά του, αναμοχλεύουν μια βεντέτα τριών γενεών
Η άποψή μας: Στο πρόσφατο ιταλικό «Που πάω Θεέ μου;» ο βασικός πρωταγωνιστής ήθελε να γίνει δημόσιος υπάλληλος από μικρό παιδί. Η ταινία ήταν κωμωδία. Στις «Σκοτεινές ψυχές», ο πρωταγωνιστής εκείνος που θέτει σε κίνηση τη δραματουργία είναι ένας έφηβος του οποίου βράζει το αίμα, δεν θέλει να παραμείνει «φάρμερ» όπως ο πατέρας του – αντιθέτως, επιθυμεί να γίνει μέλος του οργανωμένου εγκλήματος, όπως οι θείοι του. Η ταινία είναι δράμα. Πέρα και πάνω από όλα, είναι μια πάρα πολύ καλή ταινία. Με (αναγκαστικές) ομοιότητες τόσο με τον γκλαμουράτο «Νονό» όσο και με το πιο down to earth «Γόμορρα» η ταινία παρουσιάζει ένα πορτρέτο του τι σημαίνει να είσαι ή να θέλεις να γίνεις μέλος της καλαβρέζικης ‘ndrangheta.
Παράλληλα, αποτελεί ένα εύστοχο σχόλιο για τη σύγχρονη ιταλική πραγματικότητα. Με μια επαρχία, που ερημώνει χωρίς καμία κυβερνητική μέριμνα. Με μια αστυνομία, που κάνει τα κλειστά μάτια καθώς δεν θέλει να μπλέκει σε πράγματα τα οποία την υπερβαίνουν. Με ένα κράτος, που οι αιρετοί του αντιπρόσωποι βγαίνουν με τη βοήθεια του οργανωμένου εγκλήματος με το οποίο υπάρχουν στενές σχέσεις. Με μια νεολαία, που πλήττει: η αλήθεια είναι πως άλλη... αίγλη έχει να βόσκεις γίδες κι άλλο να πυροβολείς και να σκοτώνεις ανθρώπους. Άλλο να φοράς ρούχα ότι να'ναι κι άλλο να φοράς την τελευταία λέξη της μόδας. Άλλο να κινείσαι με μηχανάκια της κακιάς ώρας κι άλλο με γυαλιστερά και πανάκριβα αυτοκίνητα.
Ο Munzi παίρνει το χρόνο του. Δεν βιάζεται να μας (επι και από)δείξει πράγματα προς εντυπωσιασμό. Προτιμά να περιγράψει τις οικογενειακές σχέσεις, τις επαγγελματικές σχέσεις, το πως κερδίζεται ο σεβασμός σε εκείνα τα μέρη της Ιταλίας όπου μιλούν μια εντελώς δική τους διάλεκτο, το πως δείχνεται ο σεβασμός, το ποιοι είναι οι άγραφοι νόμοι και πως πληρώνονται πάντα με τον ίδιο, αρχαίο τρόπο: με αίμα. Άνθρωποι εγκλωβισμένοι σε κάτι μεγαλύτερο από αυτούς, που τους δεσμεύει και τους ακολουθά σε όλη τους τη ζωή. Ένας κύκλος αίματος και βίας από τον οποίο είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγεις. Ο μεγαλύτερος αδελφός, ο – ας τον πούμε – πασιφιστής καταλαβαίνει το αδιέξοδο. Δεν θέλει να μπλέξει ο γιος του καθώς γνωρίζει πως με μαθηματική ακρίβεια αν ξυπνήσει τη βεντέτα θα κληθεί να πληρώσει το τίμημα.
Κι εδώ έρχεται η μεγάλη ανατροπή. Ενώ η ταινία δεν διαφέρει ουσιαστικά σε τίποτε από όλες εκείνες τις ταινίες οργανωμένου εγκλήματος και φόνων τιμής και βεντετών, δεν κομίζει κάτι νέο σε όλη τη διαδικασία, στο φινάλε κάνει την έκπληξη. Κλείνει τον κύκλο της βίας... βίαια, με έναν τρόπο που κανείς εθισμένος θεατής δεν μπορεί να προβλέψει. Γιατί, πιστέψτε με, είμαστε τόσο ποτισμένοι και οι ίδιοι με την εκδίκηση ως πρώτη μας αντίδραση στην αδικία, που περιμένουμε όλοι οι αδικημένοι αυτού του τόπου είτε στο σινεμά είτε στην πραγματική ζωή, να αντιδράσουν επιζητώντας εκδίκηση. Σπουδαία ταινία, που ειλικρινά αξίζει τον κόπο να παρακολουθήσετε.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 18 Αυγούστου 2016 από την Neo Films
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική