της Jocelyn Moorhouse. Με τους Kate Winslet, Judy Davis, Liam Hemsworth, Hugo Weaving, Sarah Snook, Sacha Horler, Caroline Goodall, James Mackay as
I'm back, you bastards!
του zerVo (@moviesltd)
Με σταθερό βήμα, το περήφανο άλογο προχωρά, σούρουπο, πάνω στον σκονισμένο δρόμο της έρημης πόλης. Ακριβώς στο νοητό της κέντρο, σταματά κι ο καβαλάρης του, αγέρωχος, ανέκφραστος κι ευθυτενής, με ένα σάλτο, πατάει σταθερά στην γη, δείχνοντας πως έχει μόλις φτάσει εδώ, αποφασισμένος για όλα. Δυο ματιές, αριστερά και δεξιά, κλεφτές κάτω από το στραβά βαλμένο του καμπόηκο καπέλο, τον πείθουν πως η γαλήνη του τόπου, που δεν έχει προετοιμαστεί ούτε για την άφιξη του, ούτε για το εκδικητικό του πλάνο, πολύ σύντομα θα διαταραχθεί. Βάζει το χέρι στην τσέπη, βγάζει από το πακέτο του ένα τσιγάρο και το ανάβει, γεμίζοντας με καπνό τα απειλητικά λόγια, που με σιγουριά θα βγουν από το στόμα: "Ξαναγύρισα, καθάρματα!"
Ντάνγκαταρ, Αυστραλιανή επαρχία. Μόνιμοι κάτοικοι ούτε δυο ντουζίνες, πέντε - έξι σπίτια, δυο καλύβες, ένα μπακάλικο, ένα φαρμακείο, μια εκκλησία, ένα σχολείο, ένα δημαρχείο. Σε αυτό τον πάμφτωχο και μίζερο ερημότοπο, που οι κάτοικοι του βγάζουν τα προς το ζην από τις βαριές αγροτικές εργασίες, νύχτα θα γυρίσει η Τίλι Ντάνατζ. Γέννημα θρέμμα της απομακρυσμένης κωμόπολης, που ούτε καν δέκα χρονώ δεν ήταν όταν εκδιώχθηκε από τους αγριεμένους συντοπίτες της κατηγορούμενη ως η βασική υπεύθυνη του ατυχήματος, με θύμα τον πανούργο συνομήλικο της, Στιούαρτ, γιου του απολυταρχικού δημάρχου Πέτιμαν.
Έχοντας διαβεί τον κόσμο όλο, από το Λονδίνο στο Μιλάνο κι από εκεί στην λαμπερή Πόλη του Φωτός, όπου διδάχτηκε την τέχνη της μοδιστρικής, η αριστοκρατική και κομψοντυμένη σαν Παριζιάνα Τίλι, θα πατήσει και πάλι τα πάτρια εδάφη, εικοσιπέντε χρόνια μετά το τραγικό συμβάν, έχοντας δυο εκκρεμότητες να βάλει σε τάξη. Αρχικά να φροντίσει την μόνη, ανήμπορη και καταπονημένη από την γεροντική άνοια μάνα της, Μόλι, που πλέον βρίσκεται κατάκοιτη στην βρωμερή τρώγλη της, στην απόμερη κορυφή του λόφου. Και κατοπινά να καθαρίσει το μέτωπο της, αποκαλύπτοντας όλη την αλήθεια για το τι συνέβη εκείνο το μοιραίο πρωινό, όταν ολόκληρο το χωριό στράφηκε εναντίον της, πιστεύοντας την για φόνισσα...
Γουέστερν αναγράφεται δίπλα στην λέξη είδος, αν αναζητήσει κανείς πληροφορίες για την περίπτωση του The Dressmaker. Και πραγματικά όλο το στήσιμο, αισθητική, ντεκόρ, παραπέμπουν σε Φαρ Ουέστ, όπως άλλωστε πολλάκις το έχει κατορθώσει το σινεμά από τους Αντίποδες την τελευταία δεκαετία, με μπροστάρη τον εξαίρετο John Hillcoat. Κι αυτό το κλίμα, που ποτέ δεν εγκαταλείπει την βασική ατμόσφαιρα της Άγριας Δύσης, βρίσκει σαν βασικό σύμμαχο και συμπαραστάτη τον σεναριακό σπινθήρα της Εκδίκησης, λατρεμένο συστατικό οποιουδήποτε κινηματογραφικού πιστολιδιού αξιώσεων έχει υπάρξει στα χρονικά. Το ιδιόμορφο στην περίπτωση μας είναι που κανένα Κολτ και κανένα Σμιθ Εντ Γουέσον δεν παίζει στο εκράν, ανταυτού την σκυτάλη το σιδερικό, την δίνει στην καλογυαλίσμένη, μαντεμένια με την ακατάπαυστα πολυβολική βελόνα της Singer. Ο Δούρειος Ίππος της κοντεσίνας, θα είναι η haute couture της και με τις ικανότητες της στην ραφή βελούδινων τουαλετών, θα φανταστεί πως θα ανατρέψει την εναντίον της κατάσταση.
Εξ ορισμού λοιπόν, όταν το εργαλείο της τιμωρίας ορίζεται από την κοπτοραπτική μηχανή (!) λογικά το ύφος που ακολουθεί το πόνημα της Aussie ντιρέκτορος Jocelyn Moorehouse είναι γλαφυρό, πιο ανάλαφρο και με διαρκείς τάσεις προς το κωμικό. Κατεύθυνση που ουδέποτε δείχνει όμως η βασική του πρωταγωνίστρια, που πίσω από την σπινθηροβόλα της ματιά, διακρίνεται μόνιμα η σκέψη του να τα κάνει όλα, εδώ και τώρα ρημαδιό. Όλοι όμως οι περιφερειακοί χαρακτήρες, από την καταβεβλημένη, όσο και επίμονη να αναστηθεί και να επανέλθει μάνα (εκπληκτική η πολύ σπουδαία Judy Davis στον ρόλο) μέχρι τον κρυφο-γκέι, παρενδυσία Σερίφη (απομυθοποίηση του κακίστρου αντρακαρά Σμιθ από τον τοπικό σταρ Hugo Weaving) και από τις σουρλουλούδες της γειτονιάς ίσαμε τους αδέκαρους κοκκινολαίμηδες του ξέφωτου, δημιουργούν σταθερά κλίμα Μολιερικής φάρσας, που εξελίσσεται πάνω σε ένα αντισυμβατικά γλυκόπικρο Μπεκετικό σανίδι.
Που συνάμα ορίζει και τον μικρόκοσμο του αόρατου από τον χάρτη Ντάνγκαταρ, που ως τόσο μικρό και σε έκταση και τόσο περιοριστικό, δεν αφήνει το παραμικρό κρυφό κάτω από τον ήλιο, ούτε ασχολίαστο, ούτε δίχως κριτική. Οι πολίτες του, δεν έχουν την παραμικρή δυνατότητα ελευθερίας, οι αποφάσεις τους είναι παρμένες κατόπιν συνολικής συμφωνίας, του τι είναι αγαθό κι ευγενικό, όπως κατά βάση ορίζεται από τον αγέλαστο προύχοντα Πέτιμαν. Κι ενώ τα πάντα εξελίσσονται σε ένα τόσο στενό, ούτε δυο εκτάρια χώρο, άπαντες, κρύβουν από την ομήγυρη ένα τόσο σημαντικό μυστικό, που δένει σαν κρίκος πάνω στην μακριά αλυσίδα που ενώνει τις τύχες όλων. Μέχρις εδώ, από όλο αυτό το εξαιρετικά στημένο και καταπληκτικά φωτογραφημένο, πειραγμένο γουέστερν, ήμουν απόλυτα ευχαριστημένος. Ευτυχής θα έλεγα. Η φουλαρισμένη στο πνιγηρό δάκρυ ανατροπή, που παραμένει άγνωστο για ποιον λόγο επέλεξε η σεναριογράφος (συντροφιά με τον καλό της P.J. Hogan, δημιουργό του Muriel's Wedding αλλά και του My Best Friends Wedding) ίσως έρχεται συνολικά αταίριαστη στο γενικότερο φίλινγκ, ειδικά όταν το φινάλε εξαρχής μοιάζει προβλέψιμο. Μου χάλασε τον ειρμό το απρόσμενο περιστατικό, την ισορροπία, αν καλά και σώνει θα έπρεπε να τονιστεί η περσόνα της καταραμένης, μπορούσε να λάβει χώρα με αμέτρητους ακόμη γουεστερνικούς τρόπους.
Το παράξενο είναι που μια τόσο όμορφα δομημένη δημιουργία, το πιθανότερο θα ήταν στο άκουσμα της χώρας προέλευσης της (γεγονός, αυτό) μάλλον θα περνούσε παντελώς απαρατήρητη από το κοινό, ελλείψει μιας τόσο γιγάντιας σταρ στην κορυφή του καστ της. Είκοσι χρόνια από τον καιρό του Τιτανικού, η Kate Winslet, ομορφότερη, ωριμότερη, εκφραστικότερη, λαμπερότερη και αισθησιακά εκρηκτικότερη από ποτέ, δείχνει πως μπαίνει με φόρα στο δεύτερο χρονικά κομμάτι της καριέρας της, καλούμενη πλέον να αποδώσει χαρακτήρες σαραντάχρονης. Το πιτσιρίκι - ο κατά μιάμισι δεκαετία νεότερος της Liam Hemsworth - για πλάκα σέρνεται στην ποδιά της, όπως θα έκανε εκτιμώ κι ο πάσα ένας, μπροστά στην εντυπωσιακή θωριά μιας τέτοιας ονειρικής γυναίκας όπως η Αγγλίδα. Που εδώ, σε ετούτη την αξιοπρεπέστατη πλην χαμηλόφωνη φιλμική πρόταση από την μακρινή Αυστραλία, αστραφτερή και φρέσκια, προσθέτει ακόμη ένα θετικό ρούμπο, στο πουγγί με τις μεγάλες ερμηνείες. Αγαπημένη...
Έχοντας διαβεί τον κόσμο όλο, από το Λονδίνο στο Μιλάνο κι από εκεί στην λαμπερή Πόλη του Φωτός, όπου διδάχτηκε την τέχνη της μοδιστρικής, η αριστοκρατική και κομψοντυμένη σαν Παριζιάνα Τίλι, θα πατήσει και πάλι τα πάτρια εδάφη, εικοσιπέντε χρόνια μετά το τραγικό συμβάν, έχοντας δυο εκκρεμότητες να βάλει σε τάξη. Αρχικά να φροντίσει την μόνη, ανήμπορη και καταπονημένη από την γεροντική άνοια μάνα της, Μόλι, που πλέον βρίσκεται κατάκοιτη στην βρωμερή τρώγλη της, στην απόμερη κορυφή του λόφου. Και κατοπινά να καθαρίσει το μέτωπο της, αποκαλύπτοντας όλη την αλήθεια για το τι συνέβη εκείνο το μοιραίο πρωινό, όταν ολόκληρο το χωριό στράφηκε εναντίον της, πιστεύοντας την για φόνισσα...
Γουέστερν αναγράφεται δίπλα στην λέξη είδος, αν αναζητήσει κανείς πληροφορίες για την περίπτωση του The Dressmaker. Και πραγματικά όλο το στήσιμο, αισθητική, ντεκόρ, παραπέμπουν σε Φαρ Ουέστ, όπως άλλωστε πολλάκις το έχει κατορθώσει το σινεμά από τους Αντίποδες την τελευταία δεκαετία, με μπροστάρη τον εξαίρετο John Hillcoat. Κι αυτό το κλίμα, που ποτέ δεν εγκαταλείπει την βασική ατμόσφαιρα της Άγριας Δύσης, βρίσκει σαν βασικό σύμμαχο και συμπαραστάτη τον σεναριακό σπινθήρα της Εκδίκησης, λατρεμένο συστατικό οποιουδήποτε κινηματογραφικού πιστολιδιού αξιώσεων έχει υπάρξει στα χρονικά. Το ιδιόμορφο στην περίπτωση μας είναι που κανένα Κολτ και κανένα Σμιθ Εντ Γουέσον δεν παίζει στο εκράν, ανταυτού την σκυτάλη το σιδερικό, την δίνει στην καλογυαλίσμένη, μαντεμένια με την ακατάπαυστα πολυβολική βελόνα της Singer. Ο Δούρειος Ίππος της κοντεσίνας, θα είναι η haute couture της και με τις ικανότητες της στην ραφή βελούδινων τουαλετών, θα φανταστεί πως θα ανατρέψει την εναντίον της κατάσταση.
Εξ ορισμού λοιπόν, όταν το εργαλείο της τιμωρίας ορίζεται από την κοπτοραπτική μηχανή (!) λογικά το ύφος που ακολουθεί το πόνημα της Aussie ντιρέκτορος Jocelyn Moorehouse είναι γλαφυρό, πιο ανάλαφρο και με διαρκείς τάσεις προς το κωμικό. Κατεύθυνση που ουδέποτε δείχνει όμως η βασική του πρωταγωνίστρια, που πίσω από την σπινθηροβόλα της ματιά, διακρίνεται μόνιμα η σκέψη του να τα κάνει όλα, εδώ και τώρα ρημαδιό. Όλοι όμως οι περιφερειακοί χαρακτήρες, από την καταβεβλημένη, όσο και επίμονη να αναστηθεί και να επανέλθει μάνα (εκπληκτική η πολύ σπουδαία Judy Davis στον ρόλο) μέχρι τον κρυφο-γκέι, παρενδυσία Σερίφη (απομυθοποίηση του κακίστρου αντρακαρά Σμιθ από τον τοπικό σταρ Hugo Weaving) και από τις σουρλουλούδες της γειτονιάς ίσαμε τους αδέκαρους κοκκινολαίμηδες του ξέφωτου, δημιουργούν σταθερά κλίμα Μολιερικής φάρσας, που εξελίσσεται πάνω σε ένα αντισυμβατικά γλυκόπικρο Μπεκετικό σανίδι.
Που συνάμα ορίζει και τον μικρόκοσμο του αόρατου από τον χάρτη Ντάνγκαταρ, που ως τόσο μικρό και σε έκταση και τόσο περιοριστικό, δεν αφήνει το παραμικρό κρυφό κάτω από τον ήλιο, ούτε ασχολίαστο, ούτε δίχως κριτική. Οι πολίτες του, δεν έχουν την παραμικρή δυνατότητα ελευθερίας, οι αποφάσεις τους είναι παρμένες κατόπιν συνολικής συμφωνίας, του τι είναι αγαθό κι ευγενικό, όπως κατά βάση ορίζεται από τον αγέλαστο προύχοντα Πέτιμαν. Κι ενώ τα πάντα εξελίσσονται σε ένα τόσο στενό, ούτε δυο εκτάρια χώρο, άπαντες, κρύβουν από την ομήγυρη ένα τόσο σημαντικό μυστικό, που δένει σαν κρίκος πάνω στην μακριά αλυσίδα που ενώνει τις τύχες όλων. Μέχρις εδώ, από όλο αυτό το εξαιρετικά στημένο και καταπληκτικά φωτογραφημένο, πειραγμένο γουέστερν, ήμουν απόλυτα ευχαριστημένος. Ευτυχής θα έλεγα. Η φουλαρισμένη στο πνιγηρό δάκρυ ανατροπή, που παραμένει άγνωστο για ποιον λόγο επέλεξε η σεναριογράφος (συντροφιά με τον καλό της P.J. Hogan, δημιουργό του Muriel's Wedding αλλά και του My Best Friends Wedding) ίσως έρχεται συνολικά αταίριαστη στο γενικότερο φίλινγκ, ειδικά όταν το φινάλε εξαρχής μοιάζει προβλέψιμο. Μου χάλασε τον ειρμό το απρόσμενο περιστατικό, την ισορροπία, αν καλά και σώνει θα έπρεπε να τονιστεί η περσόνα της καταραμένης, μπορούσε να λάβει χώρα με αμέτρητους ακόμη γουεστερνικούς τρόπους.
Το παράξενο είναι που μια τόσο όμορφα δομημένη δημιουργία, το πιθανότερο θα ήταν στο άκουσμα της χώρας προέλευσης της (γεγονός, αυτό) μάλλον θα περνούσε παντελώς απαρατήρητη από το κοινό, ελλείψει μιας τόσο γιγάντιας σταρ στην κορυφή του καστ της. Είκοσι χρόνια από τον καιρό του Τιτανικού, η Kate Winslet, ομορφότερη, ωριμότερη, εκφραστικότερη, λαμπερότερη και αισθησιακά εκρηκτικότερη από ποτέ, δείχνει πως μπαίνει με φόρα στο δεύτερο χρονικά κομμάτι της καριέρας της, καλούμενη πλέον να αποδώσει χαρακτήρες σαραντάχρονης. Το πιτσιρίκι - ο κατά μιάμισι δεκαετία νεότερος της Liam Hemsworth - για πλάκα σέρνεται στην ποδιά της, όπως θα έκανε εκτιμώ κι ο πάσα ένας, μπροστά στην εντυπωσιακή θωριά μιας τέτοιας ονειρικής γυναίκας όπως η Αγγλίδα. Που εδώ, σε ετούτη την αξιοπρεπέστατη πλην χαμηλόφωνη φιλμική πρόταση από την μακρινή Αυστραλία, αστραφτερή και φρέσκια, προσθέτει ακόμη ένα θετικό ρούμπο, στο πουγγί με τις μεγάλες ερμηνείες. Αγαπημένη...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 2 Ιουνίου 2016 από την Seven / Spentzos
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική