του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Το φεστιβάλ των αντιφάσεων
Θα μου πείτε: δεν γίνεται και διαφορετικά. Αλλά αν το καλοσκεφτείς είναι λίγο τραγικό. Δηλαδή, στο φεστιβάλ των Καννών, το μεγαλύτερο κινηματογραφικό φεστιβάλ του κόσμου, άνθρωποι που διαχειρίζονται εκατομμύρια δολάρια αγοράζουν και πουλάνε ταινίες οι οποίες – σε μεγάλο βαθμό – ομιλούν για τη δυστυχία και την κοινωνική ανισότητα στον κόσμο. «Isn't that ironic – don't you think?» που θα έλεγε και η Alanis...
Οι αντιφάσεις βέβαια δεν σταματάνε στην εξευτελιστική παρέλαση πλούτου που γίνεται στην Κρουαζέτ από τη μια και τους κλοσάρ που κοιμούνται, παρέα συνήθως με κάποιον σκύλο, στα πιο πάνω στενά, εκείνα στα οποία δεν στρέφονται οι προβολείς, εκεί όπου δεν περπατούν διασημότητες. Οι αντιφάσεις εντοπίζονται και στις ταινίες, αλλά και σε αυτούς που τις παρακολουθούν. Διαφορετικές ταινίες προκαλούν διαφορετικές αντιδράσεις σε διαφορετικούς ανθρώπους. Άλλοι λατρεύουν ταινίες που μισείς, άλλοι μισούν ταινίες που λατρεύεις. Είναι θέμα οπτικής γωνίας, γνώσης και εμπειριών. Το πως δηλαδή η κάθε ταινία μιλάει σε σένα προσωπικά – ή έτσι νομίζεις. Το πως η κάθε ταινία συντονίζεσαι μαζί σου. Το πως νιώθεις ότι, ρε τον μπαγάσα, αυτό δεν το είχα σκεφτεί ή ρε τον μπαγάσα κι εγώ έτσι ακριβώς θα το έκανα.
Οι αντιφάσεις βέβαια δεν σταματάνε στην εξευτελιστική παρέλαση πλούτου που γίνεται στην Κρουαζέτ από τη μια και τους κλοσάρ που κοιμούνται, παρέα συνήθως με κάποιον σκύλο, στα πιο πάνω στενά, εκείνα στα οποία δεν στρέφονται οι προβολείς, εκεί όπου δεν περπατούν διασημότητες. Οι αντιφάσεις εντοπίζονται και στις ταινίες, αλλά και σε αυτούς που τις παρακολουθούν. Διαφορετικές ταινίες προκαλούν διαφορετικές αντιδράσεις σε διαφορετικούς ανθρώπους. Άλλοι λατρεύουν ταινίες που μισείς, άλλοι μισούν ταινίες που λατρεύεις. Είναι θέμα οπτικής γωνίας, γνώσης και εμπειριών. Το πως δηλαδή η κάθε ταινία μιλάει σε σένα προσωπικά – ή έτσι νομίζεις. Το πως η κάθε ταινία συντονίζεσαι μαζί σου. Το πως νιώθεις ότι, ρε τον μπαγάσα, αυτό δεν το είχα σκεφτεί ή ρε τον μπαγάσα κι εγώ έτσι ακριβώς θα το έκανα.
Στη σημερινή, προτελευταία μας ανταπόκριση από το φεστιβάλ θα μας απασχολήσουν τέσσερις ταινίες. Τρεις από το διαγωνιστικό τμήμα και μία από το «Ένα κάποιο βλέμμα». Και η πρώτη με την οποία θα ασχοληθούμε μάλλον ήταν και η καλύτερη που είδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ. Αυτό όμως θα το αποσαφηνήσουμε αύριο, όταν θα κάνουμε και τις τελικές μας προβλέψεις. Μιλάμε λοιπόν για τη νέα ταινία του Ιρανού Asghar Farhadi με τίτλο «Forushande» ή αγγλιστί «The Salesman». Γιατί «The Salesman»; Μα γιατί ο δαιμόνιος Ιρανός, που κατά πως φαίνεται είναι αδύνατον να γυρίσει έστω και μέτρια ταινία, ταιριάζει την πλοκή του με το διάσημο θεατρικό «Ο θάνατος του εμποράκου» του Άρθουρ Μίλερ.
Η υπόθεση: Ο Εμάντ και η Ράνα είναι ένα νεαρό παντρεμένο ζευγάρι που ζει στην Τεχεράνη. Εκείνος είναι καθηγητής σε γυμνάσιο και συμμετέχει, όπως και η γυναίκα του, σε μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα, έτοιμη να ανεβάσει το «Θάνατο του εμποράκου». Σε μια πόλη που διαρκώς γκρεμίζονται σπίτια για να χτιστούν καινούργια, η πολυκατοικία στην οποία διέμενε το ζευγάρι κινδυνεύει να καταρρεύσει λόγω εκσκαφών για θεμέλια στο διπλανό οικόπεδο, κάτι που προκαλεί αποσταθεροποίηση. Ξαφνικά το ζευγάρι βιαίως εγκαταλείπει την εστία του. Και το να βρουν νέο διαμέρισμα στην Τεχεράνη που να τους βολεύει δεν είναι και η πιο εύκολη υπόθεση. Θα τους βοηθήσει ένας συνάδελφός τους από τη θεατρική ομάδα, ο οποίος θα τους νοικιάσει ένα δικό του διαμέρισμα. Μόνο που η προηγούμενη νοικάρισσα δεν έχει αδειάσει ακόμα το διαμέρισμα, δεν εμφανίζεται ποτέ κι έχει τη φήμη της ανήθικης γυναίκας. Το ζευγάρι αρχικά δεν δίνει σημασία στις φήμες. Ένα τραυματικό γεγονός, απότοκο της φήμης της συγκεκριμένης γυναίκας, όμως, θα αλλάξει τη ζωή τους για πάντα.
Η άποψή μας: Τι παιχταράς είναι αυτός ο Farhadi ρε παιδιά! Τι μεγάλος σκηνοθέτης! Τι τεράστιος σεναριογράφος! Τι σπουδαίος παρατηρητής της ανθρώπινης κατάστασης! Και τι μάστορας του σασπένς – ένα σασπένς όμως βγαλμένο από την καθημερινότητα, με έναν τρόπο που θα τον ζήλευε ακόμα και ο ίδιος ο Χίτσκοκ! Όλα φαίνονται και κυλούνε απλά, όλα όμως είναι στην εντέλεια μελετημένα. Το διαμέρισμα του ζευγαριού γίνεται μη κατοικήσιμο προκειμένου να αναγκαστούν να βρουν καινούργιο διαμέρισμα. Μέσω ανθρώπου από τη θεατρική ομάδα βρίσκουν διαμέρισμα. Στο διαμέρισμα αυτό διέμενε μια πόρνη. Η πόρνη δεχόταν πολλούς άντρες στο διαμέρισμά της, προς μεγάλη δυσαρέσκεια των γειτόνων της. Πριν το ζευγάρι αποκτήσει πλήρη γνώση αυτού του γεγονότος, η γυναίκα δέχεται επίθεση ενώ κάνει μπάνιο από κάποιον που δεν γνώριζε για τη μετακόμιση και την πέρασε για την πόρνη. Αυτός ο κάποιος πανικοβλήθηκε κι άφησε τη γυναίκα τραυματισμένη αλλά κι ένα κινητό και τα κλειδιά του αυτοκινήτου του, αλλά και αίμα στα σκαλοπάτια, μιας που κόπηκε στο πόδι στην προσπάθειά του να ξεφύγει. Άφησε όμως και χρήματα – αμοιβή!
Η Ράνα παθαίνει σοκ. Αυτό, λογικά μέχρι ενός ορισμένου σημείου – δύσκολα κατανοητού από την απλή ανδρική λογική – κάνει τη συμπεριφορά της αλλοπρόσαλλη. Από τη μια ζητά από τον Εμάντ να μην πάει σχολείο και να μείνει μαζί της και από την άλλη δεν τον αφήνει να την πλησιάσει. Από τη μια είναι φοβισμένη από την άλλη είναι επιθετική. Ο Εμάντ δεν αντέχει. Και αποφασίζει να δώσει λύση, τη μόνη λύση που το ανδρικό μυαλό του μπορεί να δώσει. Θέλει να βρει τον υπεύθυνο, εκείνον που διατάραξε στα καλά καθούμενα την οικογενειακή του ευτυχία και να πάρει εκδίκηση. Μόνο που ο ένοχος δεν είναι καθόλου αυτός που περίμενε. Ο Farhadi είναι τρομερός στο να στήνει ατμόσφαιρα. Προσέξτε πχ τη σκηνή της επίθεσης: εννοείται ότι είναι κινηματογραφημένη ελλειπτικά, εννοείται ότι ποτέ δεν μας δείχνει την επίθεση: απλά, η Ράνα, έτοιμη να κάνει μπάνιο, ανοίγει την εξώπορτα χωρίς να ρωτήσει ποιος είναι κι αφήνει την πόρτα του διαμερίσματος ανοιχτή θεωρώντας πως αυτός που χτύπησε το κουδούνι είναι ο σύζυγός της! Τόσο απλό και τόσο καταπληκτικό! Η δυναμική του ζευγαριού μετά την επίθεση αλλάζει. Να πάνε στην αστυνομία; Ναι, αλλά πως θα εξηγήσουν ότι η πόρτα δεν παραβιάστηκε; Θα βρούνε μπελά. Οκ, συμφωνούν. Αλλά η Ράνα κατηγορεί τον Εμάντ ότι δεν κάνει τίποτε! Ο ανδρισμός του θίγεται. Η θέση του ως άνδρα στην ιρανική κοινωνία κλονίζεται. Οπότε, οδηγείται σε πράξεις, δεν μένει στα λόγια. Και βρίσκει τον ένοχο. Κι εδώ πλέον έχουμε μια εντελώς διαφορετική συνέχιση του δράματος. Ο... ένοχος είναι ένας κακομοίρης. Ο... εμποράκος του τίτλου, μια χίλια δυο προβλήματα υγείας, που κινδυνεύει να πεθάνει. Η κακιά η ώρα και μια σειρά παρεξηγήσεων τον οδήγησε εκεί που τον οδήγησε.
Οπότε τώρα, πως θα αντιδράσει ο Εμάντ; Πώς θα πάρει την εκδίκησή του; Τα 20 περίπου λεπτά όπου ο Εμάντ, ο ένοχος, η Ράνα και αργότερα η οικογένεια του ενόχου βρίσκονται στο υπό κατάρρευση πρώην διαμέρισμα του ζευγαριού είναι αριστουργηματικά! Σε μια χολιγουντιανή ταινία τα πράγματα θα ήταν απλά: ο Εμάντ θα τον πλάκωνε στο ξύλο τον άθλιο, κακό, μη μετανιωμένο για την πράξη του τύπο και όλοι θα ζούσαν ευτυχισμένοι. Εδώ όμως; Εδώ που τα πράγματα δεν είναι άσπρο – μαύρο; Εδώ πώς μπορείς να μπαλαντζάρεις την εντελώς ανθρώπινη ανάγκη για εκδίκηση με το γεγονός ότι στην πραγματικότητα είσαι ένας καλός άνθρωπος; Απίστευτη, σπουδαία ταινία, αριστούργημα. Και στο τελευταίο πλάνο, μια αντιστροφή του πλάνου με το οποίο έκλεινε ένα άλλο αριστούργημα: οι «Επικίνδυνες σχέσεις» του Stephen Frears. Εκεί, αν θυμάστε, οι Glen Close, νιώθοντας - πολύ αργά - ενοχές για ότι κακό έχει πράξει, προσπαθεί με μανία να βγάλει από το πρόσωπό της το βαρύ μέικ-απ της. Εδώ, το ζευγάρι, με διαταραγμένες πλέον τις σχέσεις του, το βλέπουμε καθώς μακιγιάρεται κι ετοιμάζεται για άλλη μία παράσταση. Το είπαμε έτσι; Ο άνθρωπος είναι παιχταράς!!!
Εκτός από τους Ιρανούς, που επιδεικνύουν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες κινηματογραφικές σχολές των τελευταίων χρόνων, το ίδιο κάνουν και οι Ρουμάνοι. Κάθε ταινία από τη Ρουμανία θαρρείς και αποτελεί μια ενδελεχή ματιά στη ρουμάνικη κοινωνία, με ηθικές παραβολές τόσο αληθινές και τόσο παγκόσμιες που σου σηκώνεται η τρίχα. Ο τιμημένος με Χρυσό Φοίνικα για το συγκλονιστικό «Τέσσερις μήνες, τρεις εβδομάδες και δυο μέρες» Cristian Mungiu επιστρέφει στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ με την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του, η οποία κατά μία έννοια έχει μια συνάφεια με την ταινία του Farhadi. Τίτλος της: «Bacalaureat» με αγγλικό τίτλο «Graduation».
Η υπόθεση: Ο Ρομέο Αλντέα είναι ένας γιατρός που ζει στην πόλη Κλουζ, στην Τρανσυλβανία της Ρουμανίας. Η κόρη του, η Ελίζα, είναι αριστούχος μαθήτρια. Έτσι κι αλλιώς το όνειρο του Ρομέο ήταν αυτό: η κόρη του να είναι καλή μαθήτρια έτσι ώστε όταν γίνει 18 χρονών να πάει να σπουδάσει στο εξωτερικό και να φύγει μια για πάντα από τη χώρα. Μια χώρα της οποίας τη διαφθορά και την αδιαφάνεια ο ίδιος δεν την αντέχει. Η Ελίζα τον βγάζει ασπροπρόσωπο. Έχει κερδίσει υποτροφία στην Αγγλία προκειμένου να σπουδάσει ψυχολογία. Όλα προμηνύουν ένα λαμπρό μέλλον για την Ελίζα. Το μόνο που απομένει είναι να περάσει τις τελικές της εξετάσεις, κάτι εντελώς τυπικό για μια τόσο καλή μαθήτρια όσο αυτή. Μόνο που την πρώτη μέρα των γραπτών της εξετάσεων η Ελίζα καθ' οδόν προς το εξεταστικό κέντρο, αποτρέπει – με... λάφυρο ένα σπασμένο χέρι – τον βιασμό της από έναν άγνωστο. Το γεγονός συγκλονίζει τον Ρομέο, πόσο μάλλον την ίδια την Ελίζα. Μπορεί κάτι τέτοιο να ξεπεραστεί εύκολα; Και με ποιο τίμημα;
Η άποψή μας: Ο Ρομέο για τον Mungiu είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα συμπατριώτη του. Θεωρεί τον εαυτό του καλό άνθρωπο – και με τα γενικότερα στάνταρ προφανώς και είναι. Είναι καλός στη δουλειά του, δεν παίρνει φακελάκια, λατρεύει την κόρη του και μισεί τη διαφθορά. Ναι, αλλά έχει παράνομη, εξωσυζυγική σχέση. Ναι, αλλά προκειμένου να μην χάσει το τρένο η κανακάρισά του δέχεται να βάλει στην κορυφή της λίστας για μεταμόσχευση ήπατος έναν υψηλά ιστάμενο που μπορεί να κινήσει νήματα και να βοηθήσει την κόρη του να περάσει τις εξετάσεις. Ναι, συνεχίζει να ζει σε μια χώρα που μισεί, δέχεται όλα στραβά συμβαίνουν γύρω του χωρίς να κάνει κάτι να τα αλλάξει. Νομίζει πως είναι καλός αλλά είναι το ίδιο διεφθαρμένος. Σε μια χώρα στην οποία όλα έχουν το τίμημά τους δεν μπορείς να κλείνεις απλά τα μάτια σου και να λες πως όλα είναι καλά αρκεί να γίνεται η δουλειά σου.
Ο Mungiu είναι πραγματικός μάστορας. Βγάζει την παράνοια της χώρας του με πανέξυπνους κινηματογραφικούς τρόπους. Ποιος πετάει την πέτρα που σπάζει το τζάμι του σπιτιού του γιατρού; Ποιος του στραβώνει τους υαλοκαθαριστήρες στο αυτοκίνητό του; Ποιος αποφασίζει να ανοίξει τρύπα στη μέση του δρόμου πετώντας χώμα και πέτρες όπου να 'ναι κι όποιον πάρει ο χάρος; Ο Mungiu μπορεί να κάνει συναρπαστικό ακόμα και το γύρισμα μέσα από ένα αυτοκίνητο όπου βλέπουμε μια πόλη σε κατάρρευση, με τα ίδια άχρωμα κτίρια, τους αδέσποτους σκύλους να τριγυρνούν, τη ζωή να βιώνεται ως βίαια ακινησία. Τουλάχιστον αφήνει μια ελπίδα στη νέα γενιά. Που μπορεί να χαράξει το δικό της δρόμο. Που μπορεί να αλλάξει τα πράγματα. Χωρίς να χρειάζεται διαφθορά και δωροδοκίες («λαδώματα» κατά το κοινώς λεγόμενο) για να προχωρήσει. Στο ρόλο του αστυνομικού ο Vlad Ivanov, ο φοβερός και τρομερός γιατρός από την ταινία που χάρισε τον Χρυσό Φοίνικα στον Mungiu, είναι για άλλη μια φορά εξαιρετικός. Να βοηθήσουμε ρε παιδιά τους δικούς μας ανθρώπους. Κάποια στιγμή θα μας βοηθήσουν κι αυτοί. Άνθρωποι είμαστε... Άλλη μια σπουδαία ταινία από έναν σπουδαίο δημιουργό.
Δεν είχα δει καμία ταινία του Alain Guiraudie – αν και η πρώτη του ταινία «Par de repos pour les braves» κάτι μου λέει ως τίτλος κι ίσως σε κάποιο φεστιβάλ να την είχα πετύχει, γεράσαμε πια, η μνήμη μας δεν μας βοηθάει και τόσο. Ούτε ακόμα και την ταινία που τον έκανε περισσότερο γνωστό, το «L' inconnu du lac», δεν την είχαμε δει, κι ας παίχτηκε και στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Εκφραστής του queer cinema, με παράξενη, λοξή μα ενδιαφέρουσα ματιά, είδα εδώ στο διαγωνιστικό των Καννών την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του «Rester vertical» (Staying Vertical). Όσοι γνωρίζουν το σύνολο του έργου του, μου είπαν πως αυτή είναι η χειρότερη ταινία του.
Η υπόθεση: Ο Λεό είναι σεναριογράφος ο οποίος ψάχνει για έμπνευση κάπου στην επαρχιακή νότια Γαλλία. Κάνει και κάστινγκ με το νου του, ψάχνει και για λύκο στην περιοχή μπας και ολοκληρώσει το σενάριό του. Εντέλει θα γνωρίσει τη Μαρί, μία νεαρή γυναίκα, μητέρα δύο παιδιών, η οποία εργάζεται ως βοσκός στο ποίμνιο του πατέρα της. Σαγηνευμένος από το ελεύθερο πνεύμα της δημιουργεί σχέση μαζί της κι εννέα μήνες μετά εκείνη φέρνει στον κόσμο το παιδί τους. Από τη μία όμως η επιλόχεια κατάθλιψή της κι από την άλλη ο μη σταθερός χαρακτήρας του Λεό οδηγούν τη Μαρί στην απόφαση να τον παρατήσει. Έτσι, ο Λεό μένει μόνος να φροντίζει το αγόρι του: δεν είναι εύκολη δουλειά, δεν ξέρει καθόλου πως να την φέρει εις πέρας, είναι μάλλον ο χειρότερος πατέρας στην ιστορία της ανθρωπότητας, αλλά του αρέσει. Η σχέση του με έναν γέρο κάτοικο της περιοχής και του εραστή του, η σχέση του με τον πατέρα της Μαρί και η απεγνωσμένη προσπάθειά του να βρει έμπνευση θα τον οδηγήσουν σε περίεργες ατραπούς. Όμως, θα κάνει ότι μπορεί για να μείνει όρθιος.
Η άποψή μας: Ένας παππούς που ακούει Pink Floyd με τέρμα ένταση, κάνει διαρκώς χοντρά αντιγκέι σχόλια αλλά η τελευταία του επιθυμία είναι να πεθάνει σοδομιζόμενος από τον Λεό! Ο οποίος δέχεται να του κάνει τη... χάρη από καλοσύνη! Να, τέτοια πράγματα συμβαίνουν σε αυτήν την πολύ παράξενη και «αντιτουριστική» ταινία του Guiraudie. Όλοι του οι ηθοποιοί είναι άσχημοι – μια ασχήμια επιθετική, σίγουρα επιλεγμένη επί τούτου ως τέτοια από τον σκηνοθέτη. Όλες σχεδόν οι καταστάσεις που περιγράφει είναι άβολες για τον θεατή. Μας δείχνει από μία πραγματική γέννα μέχρι ένα μωρό στη μέση ενός λιβαδιού έτοιμο να γίνει βορρά από λύκους, μέχρι τον σοδομισμό που προαναφέραμε (γραφική σκηνή με όλη τη σημασία της λέξεως, που όμως ακολούθως ακολουθείται από χιούμορ καθώς η αστυνομία φτάνει στο σπίτι του παππού κι άντε να εξηγήσει ο Λεό πώς πέθανε ο κωλόγερος – τα δε πρωτοσέλιδα την άλλη μέρα είναι όλα τα λεφτά). Πάντως, τίποτε εδώ δεν μπορεί να προκαλέσει τη συμπάθεια του θεατή, ο οποίος δεν μπορεί να ταυτιστεί με κανέναν από τους ήρωες, δεν μπορεί να καταλάβει τη χρησιμότητα σκηνών όπως εκείνη όπου μια σειρά από κλοσάρ επιτίθενται στον Λεό ωσάν ζόμπι και του πέρνουν τα ρούχα αφήνοντάς τον γυμνό, μόνο με το μωρό του.
Η μόνη σκηνή που έχει δύναμη και ίιιιισως δικαιολογεί όλον αυτόν τον μισανθρωπισμό, είναι το φινάλε. Στο φινάλε λοιπόν ο ερημίτης πλέον Λεό, έχοντας αφήσει μούσια, όντας υπό τη δούλεψη του πατέρα της Μαρί κι έχοντάς τον δίπλα του, με έναν αμνό στην αγκαλιά, περικυκλώνεται από λύκους. Είναι μια πολύ όμορφα σκηνοθετημένη σκηνή, πολύ ονειρική, πολύ συμβολική. Γιατί ο Λεό λέει στον κατά μία έννοια πεθερό του, σαν σε σκηνή μέσα σε όνειρο: «μη φοβάσαι – δεν πρέπει να τους δείξεις ότι φοβάσαι και δεν θα έχουμε πρόβλημα – το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να μείνουμε όρθιοι». Είναι το σχόλιό του για την queer κοινότητα, που πρέπει να μείνει ενωμένη και όρθια; Είναι το σχόλιό του για την καλλιτεχνική δημιουργία που πρέπει να αντιστέκεται στους λύκους; Ότι και να είναι λειτουργεί, σε μια ταινία ξεχαρβαλωμένη και άσχημη.
Τελευταία ταινία για τη σημερινή ανταπόκριση, μία που έχει και ελληνικό ενδιαφέρον. Και μάλιστα μέχρι να ασχοληθούμε μαζί της στο σημερινό μας κείμενο, μάθαμε ότι βραβεύτηκε κιόλας! Η ταινία στην οποία αναφερόμαστε είναι το «Γυρίζοντας τον κόσμο» (πρωτότυπος τίτλος: Voir du pays και αγγλικός τίτλος: The Stopover). Είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία των αδελφών Coulin (της Delphine και της Muriel) πέντε χρόνια μετά τα πολύ ενδιαφέροντα «17 κορίτσια», συμμετείχε στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα», γυρίστηκε στη Ρόδο (που έπαιξε το ρόλο της Κύπρου!), είχε Έλληνες ηθοποιούς κι ελληνική συμμετοχή στην παραγωγή και κέρδισε το βραβείο σεναρίου στο τμήμα!
Η υπόθεση: Μετά την ευδόκιμη θητεία του στο Αφγανιστάν ένας γαλλικός λόχος σταματάει για τρεις μέρες σε ένα υπέροχο θέρετρο στην Κύπρο για «αποσυμπίεση» πριν επιστρέψουν τα μέλη του στη Γαλλία. Μέσα στο λόχο υπάρχουν τρεις κοπέλες. Οι δύο από αυτές είναι παιδικές φίλες. Μαζί μεγάλωσαν στο Λοριάν, μια πόλη της Γαλλίας όπου η μόνη επαγγελματική προοπτική που σου δίνεται είναι να γίνεις μισθοφόρος του γαλλικού στρατού. Είναι η Ορόρ και η Μαριάν. Είναι δύο κοπέλες που η αποστολή τους στο Αφγανιστάν τους άφησε σημάδια και ψυχολογικά τραύματα – όπως σχεδόν σε όλα τα μέλη του λόχου. Γι' αυτό και η «αποσυμπίεση». Βασικό της χαρακτηριστικό είναι η ψυχοθεραπεία κάθε μέλους του λόχου μπροστά σε όλους του τους συντρόφους, όπου με τη βοήθεια της ψηφιακής τεχνολογίας θυμάται κάποιο περιστατικό σε όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστική αναπαράσταση. Κάποιοι όμως δεν θέλουν να θυμούνται. Κάποιοι δεν θέλουν να ξύνουν τις πληγές του παρελθόντος. Τα κορίτσια θα γνωρίσουν δυο ντόπιους που τις φλερτάρουν. Αυτό θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερες αντιπαραθέσεις με τους άντρες της μονάδας. Και σε μία βίαια αντίδραση που θα οδηγήσει τις κοπέλες στο να ξανασκεφτούν τη θέση τους στο στρατό και το μέλλον τους.
Η άποψή μας: Ας αρχίσουμε λίγο... αστεία. Στην Κύπρο ποτέ κανείς δεν θα έπινε μπύρα «Μύθο» αλλά την «ΚΕΟ», την τοπική μπύρα της χώρας. Δεν θα έπινε νερό «Ιόλη» αλλά νερά τοπικής εμφιάλωσης. Δεν θα δυσκολευόταν να μιλήσει αγγλικά μιας που τα αγγλικά είναι κατά κάποιον τρόπο η δεύτερη επίσημη γλώσσα της χώρας. Και βεβαίως στους δρόμους τα αυτοκίνητα δεν θα ήταν αριστεροτίμονα, όπως σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά δεξιοτίμονα, όπως στην Αγγλία. Μικρές λεπτομέρειες, που βεβαίως, αν δεν είχε προηγηθεί το πρόσφατο ταξίδι μας στην Κύπρο, ούτε που θα τις δίναμε σημασία σε αυτήν την πολύ ενδιαφέρουσα ταινία. Μια ταινία που θα διανεμηθεί στην Ελλάδα με την υποστήριξη του TV5 Monde. Μια ταινία στην οποία η πολιτογραφημένη Ελληνίδα Ariane Labed δίνει μία από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας της. Μια ταινία όπου ξεχωρίσαμε για δεύτερη φορά την Soko, την ηθοποιό που θαυμάσαμε στις αρχές του φεστιβάλ ως πρωταγωνίστρια του «La danseuse».
Το σενάριο της ταινίας, το συνυπογράφουν οι δύο αδελφές και βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της Delphine. Και είναι το δυνατό σημείο της ταινίας, πέρα από τις ερμηνείες. Όντως, τα πράγματα μπορεί να είναι πολύ πιο δύσκολα μακριά από τα πεδία των μαχών όταν τραυματικά γεγονότα έχουν λάβει μέρος σε αυτά. Δεν είναι τυχαίο ότι βετεράνοι πολέμου, ιδίως στις ΗΠΑ (που έτσι κι αλλιώς εμπλέκονται σε όλους τους σύγχρονους πολέμους) δυσκολεύονται να ενταχθούν ξανά στην κοινωνία μετά τη θητεία τους και συνήθως επιδιώκουν να ξαναστρατευθούν, να πάνε και πάλι στην πρώτη γραμμή, εκεί που ξέρουν ποιοι είναι και τι πρέπει να κάνουν. Ο Ανδρέας Κωνσταντίνου και ο Μάκης Παπαδημητρίου είναι τα «καμάκια» που πλησιάζουν τις κοπέλες και λειτουργούν ως καταλύτες. Σε κάποια σκηνή της ταινίας η ηρωίδα που ερμηνεύει η Labed εξηγεί στον ήρωα που υποδύεται ο Κωνσταντίνου ότι πέρα όλων των άλλων (και βιοποριστικών λόγων) κατατάχθηκε στο στρατό γιατί θεώρησε ότι με αυτόν τον τρόπο θα υπερασπιστεί τη Γαλλία! Η εντελώς αυθόρμητη δική του αντίδραση: ένα γέλιο και μια λέξη: «σοβαρά;». Τόσο απλό και τόσο αποκαθηλωτικό όλο αυτό για τους ανά τον κόσμο στρατόκαυλους, για τους ανά τον κόσμο παραπλανημένους.
Αύριο η τελευταία ανταπόκριση, με τις προβλέψεις για τα βραβεία και με τη γνώμη μας για τέσσερις ακόμα ταινίες - συνολικά φέτος είδαμε 33 ταινίες στις Κάννες, καθόλου άσχημα, έτσι;
Θοδωρής Γιαχουστίδης