του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Η Γαλλία φλέγεται!
Θα έχετε δει τις εικόνες, θα έχετε μάθει τα νέα: αυτοκίνητα της αστυνομίας στις φλόγες, μάχες σώμα με σώμα, μια ολόκληρη χώρα σε αναβρασμό. Μα, για μια στιγμή. Μια μικρή πόλη δεν παίρνει χαμπάρι. Μια μικρή πόλη στην Κυανή Ακτή ζει στους δικούς της ρυθμούς, μακριά από τον κοινωνικό ξεσηκωμό μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα. Μάλιστα κυρίες και κύριοι. Στις Κάννες, μιλιούνια δημοσιογράφοι, φωτογράφοι, διανομείς, παραγωγοί, πι-αρ-άδες, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, δημιουργοί έχουμε να ασχοληθούμε με πιο σοβαρά θέματα. Για το αν είναι καλή η τάδε ταινία, για το πως εμφανίστηκε ξυπόλητη η τάδε σελέμπριτι, για το πόσο προκλητική δήλωση έκανε ο τάδε ηθοποιός. Ένα παράλληλο σύμπαν, κυριολεκτικά.
Κι εδώ πάντως υπάρχει κανονικότατη ταξική διαφοροποίηση. Όσοι δεν έχετε πάει στις Κάννες δεν ξέρετε. Οι κάρτες που έχουν οι δημοσιογράφοι έχουν χρώματα. Αν ας πούμε έχεις κίτρινη κάρτα (όπως πχ έχω εγώ) βρίσκεσαι στον πάτο της τροφικής αλυσίδας. Είσαι σε λίγο καλύτερη θέση από το πλαγκτόν. Στην απογευματινή παράσταση των 19.00 στην αίθουσα Debussy που αφορά ταινία του διαγωνιστικού πχ, δεν μπαίνεις τον θεό κουμπάρο να έχεις! Οι κίτρινοι είμαστε αυτοί που περιμένουμε περισσότερη ώρα στις ουρές, είμαστε αυτοί που πολλές φορές δεν μπαίνουμε στις αίθουσες, είμαστε της γης οι κολασμένοι. Ακολουθούν οι μπλε. Ε, οι μπλε είναι κάπως καλύτεροι. Μετά είναι οι ροζ. Θεούληδες. Μπαίνουν παντού! Και μετά έχει ροζ με κίτρινη βούλα, ροζ με κόκκινη βούλα κτλ. Υπάρχει και ο αστικός μύθος ότι κάποιοι διαθέτουν λευκή διαπίστευση. Ε, αυτοί είναι οι κυρίαρχοι του σύμπαντος. Οι γουάου. Οι γαμάω. Αν δεν οργανωθούμε εμείς οι κίτρινοι να ρίξουμε την καθεστηκυία κατάσταση, τα πράγματα βλέπω να χειροτερεύουν χρόνο με το χρόνο...
Κι εδώ πάντως υπάρχει κανονικότατη ταξική διαφοροποίηση. Όσοι δεν έχετε πάει στις Κάννες δεν ξέρετε. Οι κάρτες που έχουν οι δημοσιογράφοι έχουν χρώματα. Αν ας πούμε έχεις κίτρινη κάρτα (όπως πχ έχω εγώ) βρίσκεσαι στον πάτο της τροφικής αλυσίδας. Είσαι σε λίγο καλύτερη θέση από το πλαγκτόν. Στην απογευματινή παράσταση των 19.00 στην αίθουσα Debussy που αφορά ταινία του διαγωνιστικού πχ, δεν μπαίνεις τον θεό κουμπάρο να έχεις! Οι κίτρινοι είμαστε αυτοί που περιμένουμε περισσότερη ώρα στις ουρές, είμαστε αυτοί που πολλές φορές δεν μπαίνουμε στις αίθουσες, είμαστε της γης οι κολασμένοι. Ακολουθούν οι μπλε. Ε, οι μπλε είναι κάπως καλύτεροι. Μετά είναι οι ροζ. Θεούληδες. Μπαίνουν παντού! Και μετά έχει ροζ με κίτρινη βούλα, ροζ με κόκκινη βούλα κτλ. Υπάρχει και ο αστικός μύθος ότι κάποιοι διαθέτουν λευκή διαπίστευση. Ε, αυτοί είναι οι κυρίαρχοι του σύμπαντος. Οι γουάου. Οι γαμάω. Αν δεν οργανωθούμε εμείς οι κίτρινοι να ρίξουμε την καθεστηκυία κατάσταση, τα πράγματα βλέπω να χειροτερεύουν χρόνο με το χρόνο...
Σήμερα η ανταπόκρισή μας σε ότι αφορά τις ταινίες, ξεκινά με την ταινία για την οποία μιλάνε όλοι στο φεστιβάλ μέχρι στιγμής. Μιλάμε για το γερμανικό «Toni Erdmann» της Maren Ade που συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα κι έχει καταρρίψει το ρεκόρ όλων των εποχών σε ότι αφορά τον μέσο όρο των αστεριών που παίρνει μια ταινία στην τελευταία σελίδα του Screen, όπου βαθμολογούν κριτικοί από όλον τον κόσμο! Έχει μέσο όρο λοιπόν 3,7 από 11 κριτικούς, με άριστα το 4! Θα σκεφτείτε: μμμ, οι κουλτουριάρηδες οι κριτικοί αφού βάζουν τόσο υψηλή βαθμολογία, καμία μπαχαδέλα θα είναι. Καμία σχέση! Είναι μια εκπληκτική ταινία που εκπλήσσει!
Η υπόθεση: Ο Γουίνφριντ Κονράντι είναι ένας διαζευγμένος δάσκαλος πιάνου, που ζει σε μια επαρχιακή πόλη της Γερμανίας. Στα πρόθυρα της τρίτης ηλικίας ζει μαζί με το γηραιό σκύλο του ενώ φροντίζει και την ακόμα πιο γηραιή μητέρα του. Βασικό χαρακτηριστικό του: του αρέσει να κάνει πλάκες: να υποδύεται ρόλους, να αλλάζει ταυτότητα, να βάζει και να βγάζει τα δόντια του. Όταν μετά από πολύμηνη απουσία η πετυχημένη «golden girl» κόρη του, Ίνες, κάνει μια γρήγορη επίσκεψη στη γενέθλια πόλη της, ο πατέρας της καταλαβαίνει πως, παρά την επιτυχία της, η κόρη του δεν είναι ευτυχισμένη. Όταν ο σκύλος του εγκαταλείπει τα εγκόσμια, ο Γουίνφριντ αποφασίζει να κάνει επίσκεψη – έκπληξη στην κόρη του στο Βουκουρέστι όπου είναι εγκατεστημένη ως μεγαλοστέλεχος εταιρίας που κάνει ανάλυση κινδύνου για μια πολυεθνική η οποία συνεργάζεται με πετρελαϊκές εταιρίες στη Ρουμανία. Αρχικά, οι δυο τους δεν τα πάνε καθόλου καλά. Προκειμένου να κερδίσει την κόρη του και να την κάνει πιο χαρούμενη ο μπαμπάς της μετατρέπεται στον φοβερό και τρομερό Τόνι Έρντμαν.
Η άποψή μας: Στην τρίτη της μεγάλου μήκους ταινία η 40χρονη Γερμανίδα πετυχαίνει τεράστια επίδοση. Υπογράφοντας πέρα από τη σκηνοθεσία και το σενάριο της ταινίας μας μεταφέρει στο ιδιαίτερο σύμπαν της με έναν τρόπο μαγικό, καταιγιστικό, ανθρώπινο, απίστευτο. Τρεις ώρες (παρά ένα τέταρτο) ταινία και δεν βαριέσαι ούτε ένα λεπτό! Το ακόμα πιο τρελό: δεν μπορείς ποτέ να αντιληφθείς ποια κατεύθυνση θα πάρει η ταινία, τι θα συμβεί στην επόμενη σκηνή, πώς θα εξελιχθεί η πλοκή, πώς θα αλλάξουν οι χαρακτήρες. Γιατί οι δύο βασικοί χαρακτήρες, ο πατέρας και η κόρη, αλλιώς θα μπουν στην ταινία κι αλλιώς θα βγουν από αυτή. Πιο ώριμοι, πιο δεμένοι, ναι, πιο ευτυχισμένοι!
Στη συγκεκριμένη ταινία είδαμε την πιο αστεία σκηνή αλλά και την πιο τρυφερή στιγμή ταυτόχρονα μέσα στο 2016! Και μιλάμε για γερμανική ταινία, έτσι; Η αστεία σκηνή είναι εκείνη όπου η Ινές «σαλτάρει» από την πίεση που δέχεται από τη δουλειά της και αντιλαμβάνεται πως αυτά που της λέει ο πατέρας της δεν είναι ψέματα, οπότε στο πάρτι «σύσφιξης σχέσεων» που διοργανώνει στο διαμέρισμά της, αποφασίζει να υποδεχτεί τους καλεσμένους της... γυμνή! Το τι ακολουθεί, καθώς στο πάρτι εμφανίζεται και ο πατέρας της ντυμένος με... ολόμαλλη φορεσιά βουλγαρικής προέλευσης δεν περιγράφεται! Κι αμέσως μετά, έξω, στους δρόμους του Βουκουρεστίου, η Ινές αναζητά τον πατέρα της που ακόμα φοράει τη στολή και αγκαλιάζονται σφιχτά! Άλλο να σας το λέω κι άλλο να το βλέπετε. Η Ade με οξυδερκή ματιά, πέρα από την περίπλοκη σχέση πατέρα – κόρης κάνει και πολλαπλά σχόλια: για την καπιταλιστική κοινωνία, για εταιρίες που δεν θέλουν να απολύουν ανθρώπους και προσλαμβάνουν άλλες εταιρίες για να το κάνουν για χάρη τους, για το ρόλο των γυναικών σε ένα απίστευτα ανταγωνιστικό περιβάλλον. Και το τρομερό είναι πως παρά τη μεγάλη διάρκεια της ταινίας η σκηνοθέτιδα δεν φλυαρεί! Όλα είναι μετρημένα για να πάρουν την ανάσα τους, να αναδειχθούν κατά πως πρέπει. Πχ δεν χρειάζεται να πει πολλά για τη φτώχεια στη Ρουμανία. Από τη μια η Ινές πληροφορεί τον πατέρα της πως στο Βουκουρέστι υπάρχει το μεγαλύτερο mall στην Ευρώπη, αλλά κανείς ντόπιος δεν μπορεί να ψωνίσει εκεί. Και από την άλλη σε ένα πλάνο ελάχιστων δευτερολέπτων η Ινές από το διαμέρισμά της, από πολύ ψηλά, βλέπει παιδιά φτωχής οικογένειας να παίζουν πίσω από αλουμινένιο φράχτη – να μην χαλάσει και η εικόνα μιας οικονομίας σε ανάπτυξη, ε;
Γέλιο, ανθρωπιά (η σκηνή με τα μήλα σου τονώνει την εμπιστοσύνη στους ανθρώπους), συγκίνηση, σεξ (ιδιαίτερο, με... «πιτσιλισμένα» εκλεράκια) και... τραγούδι! Σε μια από τις πιο όμορφες σκηνές, η μπουχτισμένη Ινές με την προτροπή του πατέρα της τραγουδά στο σπίτι μιας άγνωστης ρουμάνικης οικογένειας όπου ετοιμάζονται να γιορτάσουν το ορθόδοξο Πάσχα το “The Greatest Love of All” της Whitney Houston, και θαρρείς πως οι στίχοι έχουν γραφτεί για να περιγράψουν την κατάστασή της. Δεν ξέρω πως θα πάει εμπορικά η ταινία – αποτελεί μεγάλο στοίχημα αυτό, αλλά καταγράφεται ήδη ως μία από τις καλύτερες ταινίες του 2016! Και ναι, στο φινάλε ακούγεται και το «Pictures of you» των Cure – καθόλου τυχαία!
Σας έχω και δεύτερη ταινία από το διαγωνιστικό τμήμα στη σημερινή ανταπόκριση. Είναι η συμμετοχή της Βραζιλίας με τίτλο «Aquarius», δεύτερη σκηνοθετική δουλειά σε μεγάλου μήκους ταινία για τον Kleber Mendonça Filho.
Η υπόθεση: Η Κλάρα είναι μια 65χρονη χήρα και συνταξιούχα μουσικοκριτικός. Τα χρήματα δεν την απασχόλησαν ποτέ. Γεννήθηκε μέσα σε μια πλούσια, παραδοσιακή οικογένεια στο Ρεσίφε της Βραζιλίας. Και είναι η τελευταία κάτοικος στο Ακουάριους, ένα πρωτότυπο διώροφο συγκρότημα κατοικιών που χτίστηκε κατά τη δεκαετία του '40 στην γεμάτη ακριβά κτίσματα παραλία της πόλης. Όλα τα υπόλοιπα διαμερίσματα του Ακουάριους τα έχει αγοράσει μια τεχνική εταιρία που θέλει να γκρεμίσει το κτίσμα και να χτίσει κάτι σύγχρονο, με προφανέστατο στόχο το κέρδος. Η Κλάρα αντιστέκεται. Το μόνο που ζητά είναι να την αφήσουν να ζήσει εκεί μέχρι να πεθάνει και μετά να κάνουν ότι θέλουν. Η κόντρα και οι παρενοχλήσεις, όμως, είναι συνεχείς. Με αυτόν τον τρόπο η Κλάρα είναι συνεχώς σε εγρήγορση αλλά της δίνεται το έναυσμα να θυμηθεί τους αγαπημένους της, το παρελθόν της και να σκεφτεί και το μέλλον.
Η άποψή μας: κάτι ξεχωρίζει σε τούτη εδώ την ενδιαφέρουσα, αλλά ταυτόχρονα άνιση και φλύαρη ταινία του Filho είναι η Sonia Braga. Με ηλικία ίδια με αυτήν της ηρωίδας που υποδύεται, λάμπει επί της μεγάλης οθόνης. Ένα αιλουροειδές που όζει ερωτισμό, που ξεχειλίζει αυτοπεποίθηση, που είναι μια γυναίκα ζωντανή, με πάθος, με επιμονή κι όχι κάποια γυναικούλα, θύμα των ανθρώπων και της μοίρας. Η Κλάρα της Braga θέλει να κρατάει τη μοίρα στα χέρια της. Και όσο περνάει από τα... χέρια της, αυτό κάνει! Κάτι μας λέει πως η ερμηνεία της Braga θα είναι μέσα σε εκείνες που θα διεκδικήσουν το βραβείο γυναικείου ρόλου στο φεστιβάλ – τόσο καλή είναι αυτή η ηθοποιάρα. Σε ότι αφορά την ίδια την ταινία: χμ. Ο σκηνοθέτης, άπειρος ον (είπαμε, αυτή είναι μόλις η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του) δομεί το πορτρέτο μιας πολύ ενδιαφέρουσας γυναίκας αλλά θέλει να κάνει και μια κριτική στη σημερινή Βραζιλία. Σε μια χώρα που γκρεμίζει το παλιό για να χτίσει το καινούργιο χωρίς κανέναν σεβασμό, χωρίς ήθος, χωρίς ηθική. Μόνο το άχρονο κέρδος έχει σημασία. Μόνο που πέφτει στην παγίδα της επανάληψης. Και της φλυαρίας. Και να οι επενδυτές και να τα κόλπα τους και να, πάλι τους απορρίπτει η Κλάρα και ξανά πάει για μπάνιο και φτου κι από την αρχή. Σαν τους τερμίτες που κατατρώνε ένα σπίτι από μέσα, που το ρημάζουν πριν καν ο εξωτερικός εχθρός φτάσει στην πύλη, έτσι και ο σκηνοθέτης στην έντιμη προσπάθειά του έχει ως εχθρό τον εαυτό του. «Πέφτει» μαχόμενος, αλλά όπως ακούμε να τραγουδούν και οι Queen (μέσα από κασέτα παρακαλώ!) στην αρχή της ταινίας «Another One Bites the Dust»...
O Matt Ross είναι ηθοποιός. Ποτέ δεν έχει παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο σε ταινία. Όλο β' ρολους, αλλά πολύ χαρακτηριστικούς, όπως εκείνος στο «American Psycho» πχ. Αν τον ψάξετε στο google θα καταλάβετε από τη φάτσα του για ποιον μιλάμε. Ε, λοιπόν, ο Ross ήρθε στις Κάννες με τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του ως σκηνοθέτης, στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» και κέρδισε τις εντυπώσεις και την αγάπη κοινού και κριτικών (καλά, μην φανταστείτε όλων, αυτό δεν γίνεται). Τίτλος της ταινίας: «Captain Fantastic».
Η υπόθεση: Ο Μπεν δεν είναι ο τυπικός πατέρας. Μεγαλώνει τα έξι ανήλικα παιδιά του στα δάση του Pacific Northwest στις ΗΠΑ, μαθαίνοντάς τους να επιβιώνουν, να πειθαρχούν, να έχουν νου υγιή σε σώμα υγιές, να σκέφτονται, να εκφράζονται. Καμία σχέση με την κλασική εκπαίδευση. Καμία σχέση με διαπαιδαγώγηση με θρησκευτικά ιδεώδη. Είχαν πάρει την απόφαση να ζήσουν έτσι, μακριά από τον πολιτισμό, μαζί με τη σύζυγό του. Όταν εκείνη αρρώστησε ο Μπεν συνέχισε το έργο μόνος του. Κάποια στιγμή, όμως, η σύζυγός του αυτοκτονεί. Τα νέα σοκάρουν την οικογένεια. Παρά την απαγόρευση του πεθερού του να παραβρεθούν στην κηδεία ο Μπεν, υπακούοντας στην επιθυμία των παιδιών του, θα τα φορτώσει στο λεωφορείο που διαθέτει και θα προσπαθήσει να προλάβει να παραβρεθούν στην ταφή. Κυρίως για να πραγματοποιήσει και την επιθυμία της συζύγου του στη διαθήκη της, που ως βουδίστρια (όχι με τη θρησκευτική έννοια του όρου αλλά ως τρόπο αντιμετώπισης της ζωής) ήθελε να μην θαφτεί αλλά να καεί. Η επαφή των παιδιών με τον έξω κόσμο θα έχει πολλά ευτράπελα και θα κάνει τον Μπεν να αναρωτηθεί αν τελικά είναι καλός πατέρας κι αν έπραξε σωστά που ανέθρεψε τα παιδιά του με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Η άποψή μας: Αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα ταινία! Αν και ο Μπεν και τα παιδιά του θα με κράζανε για τη χρήση του συγκεκριμένου επιθέτου. Σε μια σκηνή της ταινίας, λοιπόν, ο Μπεν ρωτάει μία από τις κόρες του που διαβάζει τη «Λολίτα» του Ναμπόκοφ, πως της φαίνεται το βιβλίο κι εκείνη απαντά «είναι ενδιαφέρον», για να φάει κραξίδι από όλους: «δεν είναι λέξη αυτή», της φωνάζουν. Όταν προσπαθεί δεύτερη φορά, ουσιαστικά αναφέρει την υπόθεση, οπότε πάλι την κράζουν: «περιγράφεις». Ε, με την τρίτη τα καταφέρνει και λέει πραγματικά την άποψή της: το πως ακριβώς της φάνηκε το βιβλίο. Αυτό που κάνει ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας μονίμως κατά τη διάρκειά της είναι να αντιπαραθέτει αυτό που η πλειοψηφία θεωρεί ως σωστό με αυτό που κάποιος χρησιμοποιεί ως εναλλακτική. Κι όλα αυτά σε σχέση με τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, έτσι; Είναι καλύτερα τα παιδιά να αναγκάζονται να πιστεύουν σε οργανωμένες θρησκείες ή να σκέφτονται ελεύθερα από μόνα τους; Είναι καλύτερα να πηγαίνουν στο σχολείο όπου δεν μπορούν να καταφέρουν να ξεχωρίσουν δύο, τρία βασικά πράγματα ή είναι καλύτερα να διδάσκονται στο σπίτι από ανθρώπους που πραγματικά νοιάζονται για τη μόρφωσή τους;
Είναι καλύτερα τα παιδιά να μεγαλώνουν με ίντερνετ, πλέιστέισον και κόκα κόλα ή να μεγαλώνουν μέσα στη φύση γνωρίζοντας πως να επιβιώσουν, τρεφόμενοι με μη επεξεργασμένα τρόφιμα και διασκεδάζοντας παίζοντας μουσική ή διαβάζοντας; Πολύ έξυπνα ο Ross διατυπώνει πως όλες οι σύγχρονες κοινωνίες έχουν στηριχθεί σε συμβάσεις. Όποιος κινείται έξω από αυτές, στο περιθώριό τους, είναι παράξενος, αντικοινωνικός, μη προσαρμόσιμος. Όντως, γιατί είναι τόσο σημαντικό να γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα, τα γενέθλια δηλαδή του Χριστού από το να γιορτάζουμε τα γενέθλια του Νόαμ Τσόμσκι; Ο μεγάλος γιος του Μπεν από μαρξιστής και τροτσκιστής δηλώνει μαοϊστής, η μικρή κόρη φωνάζει συνεχώς «power to the people – stick it to the man», το πνεύμα και το μυαλό και το σώμα όλων τους είναι πολύ γυμνασμένα. Είναι έτοιμα να επιβιώσουν στη φύση, είναι έτοιμα όμως να αντιμετωπίσουν τον έξω κόσμο; Όπως φωνάζει και πάλι ο μεγάλος γιος στον πατέρα του, όταν δεν ξέρει πως να φερθεί σε ένα φλερτ με μια όμορφη κοπέλα είναι «όλα όσα γνωρίζω τα γνωρίζω μόνο από τα βιβλία». Δεν μπορούμε παρά να συμπαθήσουμε τον Μπεν. Εξηγεί χωρίς περιστροφές τι είναι το σεξ στην μικρή του κόρη χωρίς περιστροφές, χωρίς σεμνοτυφίες, της αγοράζει μάλιστα κι ένα ανάλογο βιβλίο – βέβαια, η πιτσιρίκα εκτιμά πολύ περισσότερο ένα... μαχαίρι, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Βάζει στα παιδιά του να πιουν κρασί – επιτρέπεται λέει στη Γαλλία – περιττό να πω πως εδώ η αίθουσα σύστηκε από τα χειροκροτήματα. Καλύτερο δεν είναι το κρασί από την Κοκά Κόλα; Στη μόνιμη αυτή αντιπαράθεση ο Μπεν κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται πως όταν δεν βαδίζεις στη γραμμή, όταν παρεκκλίνεις, το πιο πιθανό είναι να σε φάει η μαρμάγκα. «Είναι ένα αποτυχημένο πείραμα» αναφωνεί κάποια στιγμή απογοητευμένος. Παρά τις αντιπαραθέσεις, όμως, έχει τελικά μεγαλώσει παιδιά έξυπνα και υγιή που τον αγαπούν χωρίς όρους. Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη νίκη του.
Ο Viggo Mortensen θαρρείς και υποδύεται τον εαυτό του – έχει και μια full frontal γυμνή σκηνή – μια χαρά! Όλα τα πιτσιρίκια παίζουν πολύ καλά σε αυτό το κατά μία έννοια παραλλαγμένο «Little Miss Sunshine». Ο σκηνοθέτης δεν παίρνει θέση, δείχνει τα καλά και τα κακά του διαφορετικού και αφήνει στους θεατές να αποφασίσουν. Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός – μπορούμε όμως να τον αντέξουμε ή είμαστε τόσο καλά βολεμένοι στις αλυσίδες και τις συμβάσεις μας;
Τελευταία ταινία για τη σημερινή ανταπόκριση, ένα ντοκιμαντέρ από το μάρκετ. Τίτλος του: «Merci Patron!». Μια ταινία – φαινόμενο του François Ruffin, την οποία έχουν δει πάνω από 450 χιλιάδες άνθρωποι στη Γαλλία (με εισπράξεις πάνω από 4 εκατομμύρια δολάρια!) και η επιτυχία της συνεχίζεται!
Η υπόθεση: Τίποτα δεν πηγαίνει καλά για την Ζοσελίν και τον Σερζ Κλουρ. Το εργοστάσιο στο οποίο δούλευαν στη βόρεια Γαλλία, το οποίο παρήγαγε κοστούμια Kenzo (για τον όμιλο επιχειρήσεων LVMH), έκλεισε και μεταφέρθηκε στην Πολωνία. Άνεργοι πλέον και χρωστώντας σε όλο τον κόσμο κινδυνεύουν να χάσουν και το σπίτι τους. Τότε όμως εμφανίζεται ως από μηχανής θεός ο François Ruffin! Ο ιδρυτής της εφημερίδας «Fakir» τους επισκέπτεται και τους υπόσχεται με βεβαιότητα ότι θα τους σώσει! Σκοπεύει να παρουσιάσει την υπόθεση της οικογένειας Κλουρ στην ετήσια γενική συνέλευση της LVMH μπροστά στον CEO του ομίλου επιχειρήσεων, Bernard Arnault, τον πιο πλούσιο άνθρωπο στη Γαλλία! Θα τα καταφέρει;
Η άποψή μας: Αυτό που πετυχαίνει ο συγκεκριμένος κινηματογραφιστής θα μπορούσε να μεταφραστεί σε ελληνικό ανάλογο αν Έλληνας συνάδελφός του έβρισκε μια οικογένεια βυθισμένη στην ανεργία και στα χρέη που δούλευε για έναν από τους πλούσιους Έλληνες (Λάτσης, Βαρδινογιάννης, Μπόμπολας, Μαρινάκης, βάλτε όποιο όνομα εσείς θέλετε) και τους έσωζε. Κυριολεκτικά! Ο François Ruffin κάνει ένα πολύ έξυπνο και αστείο ντοκιμαντέρ, θυμίζοντας αρκετά τη λογική που έχει ο Michael Moore στα δικά του δημιουργήματα. Το... κακό είναι πως όλο αυτό παραείναι γαλλικό για να αφορά περισσότερο κόσμο εκτός Γαλλίας. Και πάλι, όμως, το καταδιασκεδάσαμε!
Θοδωρής Γιαχουστίδης