του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Αγάπη μόνο!
Πρέπει να δικαιολογήσω τον εαυτό μου, δεν γίνεται αλλιώς. Η ώρα που ξεκινάει να γράφεται αυτό το κείμενο είναι Τρίτη βράδυ προς ξημερώματα Τετάρτης. Κι όμως εδώ θα διαβάσετε για τις ταινίες που είδαμε κατά τη διάρκεια της Δευτέρας! Πώς γένεν αυτό; Μα πολύ απλά: τι να πρωτοπρολάβουμε αδέλφια; Ταινίες να δούμε; Καλά να είμαστε; Και πότε ακριβώς να γράφουμε; Δεν βγαίνω μάνα μου, δεν βγαίνω.
Οπότε ναι, μάθαμε ότι η ΑΕΚ κέρδισε τον Ολυμπιακό στο κύπελλο 2 – 1, κάτι που δεν θα αναφέραμε αν γράφαμε το κείμενο τη Δευτέρα το βράδυ, μετά το πέρας των προβολών, ως οφείλαμε! Επίσης, δεν θα σας λέγαμε ότι στην προβολή του «Captain Fantastic», που είδαμε την Τρίτη το βράδυ, μεταξύ των παρευρισκομένων ήταν και η Katy Perry! Για την ταινία θα γράψουμε αύριο (αν προλάβουμε...) οπότε το ότι θα σας λέγαμε τότε για την Katy Perry θα το είχατε διαβάσει αλλού πολύ πιο μπροστά. Με λίγα λόγια, κουλουβάχατα. Δεν πειράζει όμως ρε παιδιά. Πάνω από όλα υγεία και καλή καρδιά...
Οπότε ναι, μάθαμε ότι η ΑΕΚ κέρδισε τον Ολυμπιακό στο κύπελλο 2 – 1, κάτι που δεν θα αναφέραμε αν γράφαμε το κείμενο τη Δευτέρα το βράδυ, μετά το πέρας των προβολών, ως οφείλαμε! Επίσης, δεν θα σας λέγαμε ότι στην προβολή του «Captain Fantastic», που είδαμε την Τρίτη το βράδυ, μεταξύ των παρευρισκομένων ήταν και η Katy Perry! Για την ταινία θα γράψουμε αύριο (αν προλάβουμε...) οπότε το ότι θα σας λέγαμε τότε για την Katy Perry θα το είχατε διαβάσει αλλού πολύ πιο μπροστά. Με λίγα λόγια, κουλουβάχατα. Δεν πειράζει όμως ρε παιδιά. Πάνω από όλα υγεία και καλή καρδιά...
Ο Jeff Nichols είναι χαρακτηριστική περίπτωση σκηνοθέτη που αργά αλλά σταθερά εντάσσεται και «απορροφάται» από το σύστημα. Το χολιγουντιανό. Έδωσε τα διαπιστευτήριά του και τώρα πλέον, αφομειωμένος, πρέπει να κάνει «μεγάλες» ταινίες, για το πολύ κοινό. Ο άνθρωπος που λατρέψαμε με το «Καταφύγιο» (Take Shelter, 2011) και είχε κάτι πολύ ενδιαφέρον να πει και στο «Ένα καλοκαίρι» (Mud, 2012), μας την έκανε γυριστή αλά Σπίλμπεργκ με το «Ο εκλεκτός της νύχτας» (Midnight Special, 2016) και τώρα έρχεται στο διαγωνιστικό τμήμα των Καννών με κάτι καλό μεν αλλά τόσο προβλέψιμο και τόσο φτιαγμένο by the books, που δεν κρύβει καμία έκπληξη. Μιλάμε για το «Loving».
Η υπόθεση: Ιούνιος 1958. Ο Ρίτσαρντ Λάβινγκ κάνει πρόταση γάμου στην αγαπημένη του Μίλντρεντ σε ένα χωράφι της Βιρτζίνια όπου ζουν, σε ένα σημείο όπου σκέφτεται να χτίσει το σπίτι στο οποίο θα στεγάσουν την ευτυχία τους. Η Μίλντρεντ δέχεται και οι δυο τους φεύγουν για την Ουάσινγκτον όπου και παντρεύονται. Αμά τη επιστροφή τους, όμως, ένα βράδυ, η αστυνομία κάνει έφοδο εκεί που διαμένουν και τους συλλαμβάνει. Ποιο είναι το έγκλημά τους; Ο Ρίτσαρντ είναι λευκός και η Μίλντρεντ αφροαμερικάνα (και ολίγον τι Τσερόκι). Και γάμος μεταξύ λευκών και αφροαμερικάνων απαγορευόταν σύμφωνα με τους νόμους της Βιρτζίνια. Φυλακίζονται και ο δικαστής τους θέτει το δίλημμα: ή θα φύγουν από την πολιτεία για 25 χρόνια (!) ή θα φυλακιστούν για ένα χρόνο. Το ζευγάρι αποφασίζει να φύγει. Γεννιούνται τα παιδιά τους, μεγαλώνουν, αλλά η Μίλντρεντ θέλει να επιστρέψει. Και το ζευγάρι γυρίζει. Ένας ολόκληρος δικαστικός αγώνας ξεκινά προκειμένου να καταφέρουν να κατοχυρώσουν το αναφέρετο δικαίωμά τους να ζήσουν μαζί και ελεύθεροι εκεί όπου οι ίδιοι επιθυμούν...
Η άποψή μας: Η ταινία βασίζεται σε πραγματική ιστορία. Μάλιστα, έχει καταγραφεί και σε ένα ντοκιμαντέρ και συγκεκριμένα το «The Loving Story» (2011) της Nancy Buirski. Γενικά η υπόθεση ξεσήκωσε μεγάλο ντόρο στην εποχή της: ο Λευκός Οίκος έδειξε ενδιαφέρον και το περιοδικό Life έκανε ένα φωτογραφικό ρεπορτάζ που είχε τον εύγλωττο τίτλο «The Crime of Being Married». Μέχρι εδώ όλα καλά. Ο Jeff Nichols επιλέγει να μεταφέρει την πραγματική αυτή ιστορία ως μια ιστορία μυθοπλασίας, σαν να μην έγιναν όλα αυτά. Ως ένα δράμα που αξίζει τον κόπο να ειπωθεί γιατί έχει ενδιαφέρον. Κι αυτό το δεχόμαστε και μάλιστα ως κάτι έξυπνο: ο σκηνοθέτης δεν θέλει να κάνει μια από τις ντεμέκ στρατευμένες ταινίες αλά Χόλιγουντ αλλά να διηγηθεί μια ενδιαφέρουσα μικρή ιστορία που θέλει να τη μοιραστεί με τους θεατές του.
Μόνο που... παραείναι ευγενικός! Παραείναι χαμηλόφωνος. Ψιθυρίζει την ιστορία ούτε καν την αφηγείται με στεντόρεια φωνή. Διάολε, δεν υπάρχουν κακοί στην ταινία! Μόνο ο σερίφης τον οποίο υποδύεται ο Marton Csokas βγάζει μια άκαμπτη συμπεριφορά αλλά και πάλι δεν νιώθουμε ότι μισεί το ζευγάρι για αυτό που έκανε. Απλώς, εφαρμόζει τον νόμο. Εδώ καλά καλά δεν αναφέρεται ποιος «κάρφωσε» το ζευγάρι στην αστυνομία! Δηλαδή, ρουφιάνοι υπήρχαν, οδήγησαν ένα ζευγάρι στη φυλακή, με τη γυναίκα έγκυο παρακαλώ, και δεν κατονομάζεται! Η προσέγγιση αυτή του Nichols οδηγεί την ταινία σε χαμηλά ημιτόνια. Σε ένα φλατ πράγμα, γεμάτο ακαδημαϊσμό, που δεν διαθέτει καμία στιγμή ρίσκου, καμία στιγμή έκθεσης, καμία στιγμή αμφιβολίας από μέρους του θεατή, κάτι που ήταν σήμα κατατεθέν για το «Καταφύγιο». Όντας γνωστή η ιστορία και μην κρύβοντας καμία έκπληξη σε ότι αφορά την έκβαση θεωρούμε ότι ο Nichols έπρεπε να ζεστάνει τα πράγματα, να τα ζωντανέψει, να τα κάνει πιο ενδιαφέροντα. Αυτός ακόμα και το ερωτευμένο ζευγάρι το δείχνει ως ένα κανονικό ζευγάρι που έτυχε να μπει στο στόχαστρο του νόμου. Τέλος πάντων, σίγουρα καλοφτιαγμένη ταινία με ενδιαφέρουσα, αλλά υποτονική ερμηνεία από τον Edgerton. Εκείνη που κερδίζει τις εντυπώσεις είναι η Ruth Negga, στο ρόλο της Μίλντρεντ. Κλασικά, μικρό πέρασμα από την ταινία κάνει και ο Michael Shannon. Ο Nichols δείχνει πως του αρέσει να συνεργάζεται με τους ίδιους πάνω κάτω ανθρώπους. Ας ελπίσουμε ότι θα γυρίσει στον παλιό καλό εαυτό του και να μην μετατραπεί σε έναν ανθυπο-Spielberg.
Ο David Mackenzie από την άλλη είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση σκηνοθέτη. Ο Σκοτσέζος δημιουργός μπορεί να έχει αποδείξει στην καριέρα του ότι είναι ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο, αλλά το καλύτερό του είναι πάρα πολύ καλό. Με την ταινία του «Hell ro High Water» περνάει για πρώτη φορά από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και πηγαίνει στο Τέξας για να πει μια ενδιαφέρουσα ιστορία, σε μια ταινία που συμμετέχει στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα».
Η υπόθεση: Ο Τόμπι και ο Τάνερ είναι δύο αδέλφια. Ο μεγάλος αδελφός, ο Τάνερ, έχει κάνει χρόνια φυλακή. Ο Τόμπι από την άλλη είναι παντρεμένος, χωρισμένος κι έχει να δει τα παιδιά του πάνω από ένα χρόνο, καθώς πέρα όλων των άλλων, δεν έχει χρήματα για να πληρώσει διατροφή. Καθώς πλησιάζει η ημερομηνία που η τράπεζα θα τους πάρει το οικογενειακό ράντζο όπου έχουν βρει πετρέλαιο, καθώς δεν έχουν χρήματα για να αποπληρώσουν τα δάνειά τους, τα δύο αδέλφια καταστρώνουν ένα έξυπνο σχέδιο: να «χτυπάνε» υποκαταστήματα της συγκεκριμένης τράπεζας σε όλο το Τέξας, να τα ληστεύουν δηλαδή, κι αφού μαζέψουν το ποσό που απαιτείται, να ξεχρεώσουν το δάνειο και να σταματήσουν. Ξοπίσω τους θα βρεθεί ένας Ρέιντζερ που βρίσκεται τρεις βδομάδες μακριά από τη συνταξιοδότηση, ο Μάρκους και ο συνεργάτης του – κι αυτός που δέχεται τα διαρκή πειράγματά του – ο μισός Ινδιάνος Αλμπέρτο.
Η άποψή μας: Εδώ μάλιστα, έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που σε κρατάει τόσο σε ότι αφορά το σασπένς όσο και με τα ηθικά διλήμματα με τα οποία μας φέρνει ως θεατές αντιμέτωπους. Αν το έπος των αδελφών Κοέν με την ανάλογη (περίπου δηλαδή) θεματική είχε τον τίτλο «No Country for Old Men» ετούτη η ταινία θα μπορούσε να ονομάζεται «No Country for Poor Guys». Πολύ έξυπνα ο Mackenzie κάνει το κοινωνικό του σχόλιο χωρίς καθόλου διδακτικό ύφος. Αρκούν οι επιγραφές στις άκρες των highways: «έχετε χρέος;», «θέλετε χρήματα;» και τέτοια, δίπλα σε πόλεις και χωριά κατεστραμμένες από μια οικονομία που ενδιαφέρεται μόνο για το κέρδος των μεγάλων επιχειρήσεων και των τραπεζών κι έχει χεσμένους του μεσο- και μικροαστούς αλλά και τους εργάτες της γης, τους white trash, αυτούς που κάποτε βγάζανε χρήματα με έντιμο τρόπο, έχοντας δουλειά και πλέον έχουν μπει στο περιθώριο. Ως θεατές δεν μπορούμε παρά να υποστηρίζουμε τους «κακούς». Γιατί αυτοί οι κακοί δεν γεννήθηκαν τέτοιοι. Έγιναν τέτοιοι. Γιατί τους ανάγκασαν οι τράπεζες, οι πραγματικοί κακοί της ιστορίας. Ή λοιπόν αντιστέκεσαι – κι ένας τρόπος είναι η παρανομία, όπως και να το κάνουμε – ή γίνεσαι λίπασμα αυτοκτονώντας ή περιθωριοποιείσαι.
Σε ότι αφορά τη δράση αυτή καθαυτή, ο Mackenzie σκηνοθετεί ωσάν να ζούσε στην Αμερική και δει στο Νότο της, στο Τέξας, μια εντελώς ιδιάζουσα πολιτεία δηλαδή, από γεννησιμιού του. Οι σκηνές κυνηγητού με τα αυτοκίνητα είναι πάρα πολύ καλά γυρισμένες, οι σκηνές των ληστειών επίσης, υπάρχει ένταση, υπάρχει ρυθμός, υπάρχει πάθος, υπάρχει ένα καλογραμμένο σενάριο από τον Taylor Sheridan (που υπέγραφε και το σενάριο για το «Sicario») και υπάρχουν και πάρα πολύ καλές ερμηνείες. Ο Chris Pine δείχνει πως δεν είναι απλά ένα ακόμα όμορφο αγόρι στο Χόλιγουντ. Η ερμηνεία του είναι χαμηλότονη, ειλικρινής, γλυκιά, το ακριβώς αντίθετο δηλαδή από εκείνη του Ben Foster που υποδύεται τον αδελφό του με πραγματική τρέλα, τέρμα τα γκάζια και μια περίεργη αίσθηση του δικαίου. Πείθουν ως αδέλφια κι αυτό είναι πολύ σημαντικό για την αξιοπιστία της ταινίας. Ο Jeff Bridges στο ρόλο του Ρέιντζερ, ε, τι να πούμε για τον άνθρωπο. Απίστευτος. Και ατακαδόρος. Γενικά, παρά το σκοτεινό του θέμα, το φιλμ δεν έχει κανένα πρόβλημα να έχει και χιούμορ! Αυτό προκύπτει κατά βάση μέσω των ατακών – προσβολών που ρίχνει ο Bridges στον συνεργάτη του, αλλά με κορυφαία κωμική σκηνή εκείνη μέσα στο dinner όπου η γραία σερβιτόρα ουσιαστικά επιβάλλει στους δύο συνεργάτες τι θα παραγγείλουν! Η μουσική των Nick Cave και Warren Ellis είναι ένα ακόμα plus σε τούτο το ελεγειακό νεο-γουέστερν που τελειώνει με... ισοπαλία. Στον τελικό διάλογο ανάμεσα στον Bridges και τον Pine η κάθε πλευρά παρουσιάζει τα επιχειρήματά της και ο θεατής καλείται να πάρει την τελική του απόφαση για το ποιος είναι ο δικαιωμένος από όλη αυτήν την ιστορία ανεξαρτήτως των νόμιμων ή μη νόμιμων μέσων που χρησιμοποίησε. Μια πραγματικά πολύ καλή ταινία.
51 ολόκληρα χρόνια έχουν περάσει από τότε που ο 77χρονος Marco Bellocchio γύριζε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, το σπουδαίο «Γροθιές στην τσέπη» (I pugni in tasca, 1965). Φέτος συμμετέχει με την 23η μεγάλου μήκους ταινία της καριέρας του στο τμήμα «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών». Τίτλος της: «Fai bei sogni» ή «Sweet Dreams». Η αλήθεια είναι πως ο Bellocchio έχει πλέον μεγαλώσει. Πολύ.
Η υπόθεση: Τορίνο, 1969. Η ειδυλλιακή παιδική ηλικία του 9χρονου Μάσιμο κατακρημνίζεται από το μυστηριώδη θάνατο της μητέρας του. Κανένας δεν του εξηγεί πως έγινε. Και ο πιτσιρικάς αρνείται να δεχτεί αυτήν τη βίαια απώλεια, ακόμα και όταν ο παπάς του λέει πως η μητέρα του βρίσκεται πλέον στον παράδεισο. Χρόνια αργότερα, κατά τη δεκαετία του '90, ο Μάσιμο έχει γίνει ένας αναγνωρισμένος δημοσιογράφος. Μετά την παραμονή του στη Βοσνία όπου κατέγραφε τα τεκταινόμενα στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας και ιδιαίτερα όσα έλαβαν χώρα στο Σεράγιεβο, αρχίζει να υποφέρει από κρίσεις πανικού. Καθώς ετοιμάζεται να πουλήσει το διαμέρισμα των γονέων του ο Μάσιμο αναγκάζεται να ξαναζήσει το τραυματικό παρελθόν του. Η Ελίζα, μια γιατρός με κατανόηση μπορεί να βοηθήσει τον τσακισμένο ψυχολογικά Μάσιμο να ανοιχτεί επιτέλους και να αντιμετωπίσει τα παιδικά του τραύματα.
Η άποψή μας: Οι άντρες του ευρωπαϊκού νότου έχουμε μια ιδιαίτερη σχέση με τη μητέρα μας. Οι Ιταλοί είναι οι πιο διάσημοι «μαμάκηδες». Λατρεύουν τις μητέρες τους μέχρι τα βαθιά τους γεράματα! Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι λίγο αντεστραμμένα: οι Ελληνίδες μάνες λατρεύουν τους γιους τους. Ανησυχούν όταν βγαίνουν έξω και περιμένουν να επιστρέψει ο κανακάρης τους σπίτι ακόμα κι αν είναι 40 και 5ο ετών ο κανακάρης! «Μπουφάν να βάλεις», σου λέει, «Δεν σε ταΐζουν εκεί που είσαι;» σε ρωτάει ντεμέκ από ενδιαφέρον. Ε, λοιπόν, αυτήν την ιδιαίτερη σχέση μητέρας και γιου αλά ιταλικά σκιαγραφεί εδώ ο Bellocchio. Μόνο που το... παρακάνει! Μια ταινία 134 λεπτών όπου ο βασικός πρωταγωνιστής δεν μπορεί να ξεπεράσει τον χαμό της μητέρας του;
Too much! Υπάρχουν σκηνές που έχουν ενδιαφέρον, όπως εκείνη όπου μητέρα και γιος χορεύουν twist ή που παρακολουθούν μαζί τηλεόραση αλλά το χαλαρό δέσιμο τους και η φλυαρία δεν λειτουργούν υπέρ της ταινίας. Εκείνο που σίγουρα λειτουργεί υπέρ της ταινίας είναι η υπέροχη παρουσία της Berenice Bejo. Κάθε φορά που εμφανίζεται στη μεγάλη οθόνη (και δυστυχώς είναι λίγες σε σχέση με ολόκληρη την ταινία) το πράγμα αποκτά ενδιαφέρον. Βέβαια, και πάλι είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως ένας τέτοιος ζεστός και τρυφερός άνθρωπος θα μπορούσε ποτέ να βρει ενδιαφέρονται έναν μονίμως μουτρωμένο, καταθλιπτικό και γκρινιάρη άντρα. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα. Ο Bellocchio λοιπόν δεν έκανε το θαύμα του. Να σημειώσουμε κλείνοντας πως το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο ομώνυμο best seller στην Ιταλία του Massimo Gramellini.
Και κλείνουμε τη σημερινή μας ανταπόκριση με μια ταινία από το Μάρκετ. Πρόκειται για το φιλμ «El ciudadano ilustre» (The Distinguished Citizen) των Gastón Duprat, Mariano Cohn, μια ταινία αργεντίνικης παραγωγής που φέρνει στο νου κάτι από το «Κυνήγι» του Thomas Vinterberg αλλά και από τον «Βασιλιά» του Νίκου Γραμματικού, σε πιο χαλαρούς τόνους πάντως.
Η υπόθεση: Ο Ντανιέλ Μαντοβάνι είναι ένας συγγραφέας παγκοσμίου φήμης, την οποία επικυρώνει με τη βράβευσή του με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Τα βιβλία του πουλάνε τρελά και καθημερινά δέχεται δεκάδες προσκλήσεις για συνεντεύξεις (τηλεοπτικές, ραδιοφωνικές, γραπτές), για παρουσίαση σε διάφορες εκδηλώσεις τόσο φιλανθρωπικού όσο και κοσμικού χαρακτήρα, για ομιλίες σε πανεπιστήμια ανά τον κόσμο. Ο ίδιος όμως είναι μοναχικός άνθρωπος και προτιμά να βρίσκεται στο ησυχαστήριο του, στη Βαρκελώνη. Τη μόνη παρέα που ανέχεται είναι αυτή της ιδιαιτέρας βοηθού του. Κάποια μέρα τον περιμένει μια έκπληξη: τον καλούν να τον τιμήσουν από την γενέτειρά του, μια μικρή πόλη στην Αργεντινή. Ενώ αρχικά αρνείται την πρόσκληση εντέλει αποφασίζει να κάνει το μεγάλο ταξίδι. Εξάλλου, η γενέτειρά του πάντα αποτελούσε πηγή έμπνευσης για τα βιβλία του κι έχει να την επισκεφτεί για πάρα πολλές δεκαετίες. Μόνο που τα πράγματα εντέλει δεν του πάνε ακριβώς έτσι όπως τα περίμενε.
Η άποψή μας: Το αργεντίνικο σινεμά, γενικά το σινεμά της λατινικής Αμερικής είναι από τα πιο δημιουργικά και ενδιαφέροντα αυτή τη στιγμή. Στην Αργεντινή παράγονται ταινίες που απευθύνονται στο μεγάλο κοινό υπάρχουν όμως και καλλιτεχνικά δημιουργήματα υψηλής αισθητικής αξίας. Τούτη η ταινία είναι εμπορική: δεν είναι τυχαίο ότι τη διανομή της έχει αναλάβει το αργεντίνικο τμήμα της Ντίσνεϊ για την ίδια τη χώρα. Αυτό όμως πλέον δεν αποτελεί κριτήριο για να κρίνουμε μια ταινία. Αυτό αποτελεί απλώς μια επιπλέον πληροφορία. Γιατί η ταινία είναι καλή. Πολύ καλή μάλιστα. Ο βασικός χαρακτήρας, ο Ντανιέλ Μαντοβάνι, σε κανένα σημείο του φιλμ δεν αποκαλύπτει τον πραγματικό του εαυτό. Είναι αυτά που λέει; Είναι αυτά που γράφει; Ή απλά υποδύεται ρόλο; Ας πούμε, ο λόγος που εκφωνεί μετά τη βράβευσή του από τη Σουηδική Ακαδημία με το βραβείο Νόμπελ, δείχνει έναν άνθρωπο που δεν τον ενδιαφέρουν οι βραβεύσεις, έναν αντισυμβατικό τύπο, χορτάτο, που τον νοιάζουν πολύ πιο σημαντικά πράγματα από γιορτές και παράτες. Ισχύει; Ή το παίζει;
Γιατί όταν φτάνει στη γενέτειρά του μέχρι και σε πυροσβεστικό άρμα θα ανεβεί, ωσάν... ποδοσφαιριστής για να χαιρετίσει τους συμπολίτες του που έχουν βγει στους δρόμους (καλά, μην φαντάζεστε πλήθος – από τις έξυπνες και αστείες σκηνές της ταινίας) για να τον προϋπαντήσουν. Στη γενέτειρά του θα συναντήσει ξανά το μεγάλο του έρωτα, μια γυναίκα παντρεμένη με παιδί πια. Ο άντρας της ήταν φίλος με τον Ντανιέλ και θέλει να τα πάνε καλά. Η κόρη... μεγάλη ιστορία. Τα πράγματα στραβώνουν όταν ένας γιατρός που βλέπει τον πίνακά του να απορρίπτεται από κριτική επιτροπή στην οποία προεδρεύει τιμής ένεκεν ο Ντανιέλ, τον κατηγορεί ότι ουσιαστικά είναι ατάλαντος και πως κλέβει τις πραγματικές ιστορίες των συμπολιτών του για να βγάλει χρήματα. Η ένταση κλιμακώνεται και το φινάλε (μπορεί και να) είναι τραγικό. Οι δύο σκηνοθέτες παρουσιάζουν τον κόσμο της διανόησης μέσω του ήρωά τους ως λίγο ψεύτικο, λίγο δήθεν, αλλά ανθρώπινο, γεμάτο ανάγκες, λάθη, πάθη και ιδιαιτερότητες. Πάρα πολύ καλό φιλμ, που, για να καταλάβετε πόσο μπροστά είμαστε, θα βγει στις αίθουσες της Αργεντινής στις 18 Σεπτεμβρίου του 2016. Γατάκια!
Θοδωρής Γιαχουστίδης