του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Τίποτα δεν μας σταματά!
Είναι να μην πάρουμε φόρα. Αν πάρουμε φόρα, φόρα κατηφόρα, ούτε ο Θεός ο ίδιος δεν μας σταματά! Οπότε, σήμερα φτάσαμε στον εντελώς επιθυμητό και αγαπησιάρικο στόχο των πέντε ταινιών μέσα σε μια ημέρα! Πέντε ταινίες που τα είχαν όλα: λεσβιακούς έρωτες και ταξικά παιχνίδια εξαπάτησης και προδοσίας, έναν πιτσιρίκο μαύρο βρικόλακα, μια παρθένα, πρωτοετή φοιτήτρια κτηνιατρικής, vegeterian που όμως είναι βρικόλακας (άρα, δύο ταινίες με βρικόλακες), τον... Ιωσήφ Στάλιν, τον γνωστό «Πατερούλη» και μια ταινία αραβοϊσραηλινής παραγωγής, που δεν κολλάει τόσο στη διένεξη Παλαιστινίων και Εβραίων όσο εστιάζει στις διενέξεις ανάμεσα στα κάθε είδους ζευγάρια.
Βέβαια, όλα αυτά την ίδια στιγμή που στην πόλη κυκλοφορούν εκατοντάδες ένοπλοι αστυνομικοί και στρατός, την ίδια μέρα που διαδηλώσεις σαρώνουν ολόκληρη τη χώρα (όχι τις Κάννες – εδώ οι άνθρωποι χειροκροτούνε μέσα στις αίθουσες όταν βλέπουν το – όντως υπέροχο – βιντεάκι με το σήμα του φεστιβάλ, θα χαλάσουν τη γιορτή;) και στον ίδιο τόπο όπου βλέπεις γυναίκες να φοράνε ρούχα μερικών χιλιάδων ευρώ και αμάξια, ίσως τα πιο ακριβά στον κόσμο αλλά παράλληλα και κλοσάρ να κοιμούνται στους δρόμους, και ζητιάνους, και γυναίκες που θηλάζουν το παιδί τους με απλωμένο χέρι και «καταφερτζήδες». Όλες οι Κάννες μια σκηνή...
Βέβαια, όλα αυτά την ίδια στιγμή που στην πόλη κυκλοφορούν εκατοντάδες ένοπλοι αστυνομικοί και στρατός, την ίδια μέρα που διαδηλώσεις σαρώνουν ολόκληρη τη χώρα (όχι τις Κάννες – εδώ οι άνθρωποι χειροκροτούνε μέσα στις αίθουσες όταν βλέπουν το – όντως υπέροχο – βιντεάκι με το σήμα του φεστιβάλ, θα χαλάσουν τη γιορτή;) και στον ίδιο τόπο όπου βλέπεις γυναίκες να φοράνε ρούχα μερικών χιλιάδων ευρώ και αμάξια, ίσως τα πιο ακριβά στον κόσμο αλλά παράλληλα και κλοσάρ να κοιμούνται στους δρόμους, και ζητιάνους, και γυναίκες που θηλάζουν το παιδί τους με απλωμένο χέρι και «καταφερτζήδες». Όλες οι Κάννες μια σκηνή...
Η μεγάλη ταινία της ημέρας δεν ήταν άλλη από το «The Handmaiden» (Διαγωνιστικό Τμήμα) μέσω της οποίας έχουμε τη θριαμβευτική επιστροφή του Park Chan-wook στην πατρίδα του, την Κορέα, αλλά κυρίως την επιστροφή του στις μεγάλες επιδόσεις, που τις άφησε πίσω του θαρρείς μετά το αριστουργηματικό «Oldboy» (2003). Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο βιβλίο της Sarah Waters «Fingersmith» (που το BBC έχει μετατρέψει σε τηλεοπτική σειρά), απλά η δράση μεταφέρεται στην Κορέα.
Η υπόθεση: 1930. Η Κορέα βρίσκεται υπό ιαπωνική κατοχή. Ένα νεαρό κορίτσι, η Σούκι, προσλαμβάνεται ως υπηρέτρια μιας πλούσιας Γιαπωνέζας κληρονόμου, της Χίντεκο, η οποία ζει απομονωμένη και σχεδόν αποκλεισμένη σε ένα υπέροχο ανάκτορο, μακριά από κατοικημένη περιοχή, μαζί με τον επιβλητικό και αυστηρό θείο της, τον Κουζούκι. Η Σούκι, όμως, κρύβει ένα μυστικό. Στην πραγματικότητα είναι μια κλέφτρα την οποία προσέλαβε ένας απατεώνας, που υποδύεται έναν Γιαπωνέζο κόμη, με στόχο να τον βοηθήσει να αποπλανήσει την Χίντεκο, να την κάνει να τον αρραβωνιασθεί, να της κλέψει την περιουσία και ακολούθως να την κλείσει στο τρελάδικο. Το σχέδιο φαίνεται να βαδίζει έτσι όπως έχει καταστρωθεί. Έως ότου ανάμεσα στη Σούκι κα την Χίντεκο αναπτύσσονται κάποια αναπάντεχα συναισθήματα.
Η άποψή μας: Λατρεύουμε Park Chan-wook. 12 χρόνια μετά τον θρίαμβό του στο ίδιο αυτό φεστιβάλ, όπου τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής για το «Oldboy» (το καλό, όχι το ριμέικ – χλαπάτσα του Spike Lee) γυρίζει με μια ταινία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, αποδεικνύοντας ότι η ύφεση στην καριέρα του με τις ημι-αποτυχίες που ακολούθησαν (γύρισε άλλες τέσσερις ταινίες μεταξύ των δύο φιλμ, ανάμεσά τους και τη «Δίψα» (Thirst, 2009) που και αυτή ασχολούνταν με βρικόλακες – χα!) είναι πλέον παρελθόν. Η ταινία του είναι υπέροχη να τη βλέπεις, φανταστική να την ακούς, σπουδαία να τη νιώθεις, ενδιαφέρουσα να τη σκέφτεσαι. Παραγωγή, διεύθυνση φωτογραφίας, μουσική (του Jo Yeong-wook, εκ των μονίμων συνεργατών του Park, που εδώ μάλλον δημιούργησε το αριστούργημά του), σκηνογραφία, μοντάζ, όλα υψηλότατου επιπέδου. Το μεγάλο ατού του Νοτιοκορεάτη δημιουργού, όμως, πέρα από το στήνει μια εξαιρετική ατμόσφαιρα, είναι η ικανότητά του στο storytelling. Παρακολουθείς την ταινία – που είναι διάρκειας σχεδόν δυόμιση ωρών – και δεν υπάρχει ούτε ένα λεπτό το οποίο να σε κάνει να βαριέσαι.
Χωρισμένη σε τρία κεφάλαια, η ταινία κάνει τον θεατή να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του σε κάθε επόμενο κεφάλαιο σε σχέση με το προηγούμενο! Γιατί βλέπουμε την ιστορία ιδωμένη μέσα από το μάτι ενός άλλου από τους τρεις βασικούς ήρωες της ταινίας. Γιατί όσα θεωρούσαμε δεδομένα μέχρι κάποια στιγμή, ανατρέπονται. Γιατί οι εκπλήξεις διαδέχονται η μία την άλλη. Οι ερωτικές σκηνές είναι και μπόλικες και αισθητικά υπέροχες. Δεν έχουμε περίπτωση «Ιστορίας της Αντέλ», δεν υπάρχει εκείνος ο άγριος ρεαλισμός εδώ, αλλά ο μπαγάσας ο σκηνοθέτης βγάζει ερωτισμό μην ξεπέφτοντας ποτέ στο όριο του soft porno, που θα του χαντάκωνε το φιλμ. Οι ερωτικές σκηνές των δύο γυναικών είναι έξοχα ενταγμένες μέσα στο φιλμικό σώμα. Και οι αναγνώσεις ερωτικών περιπτύξεων στην «ιδιαίτερη», γεμάτη βιβλία της ερωτικής λογοτεχνίας, βιβλιοθήκη του θείου είναι άκρως ερεθιστικές. Χορταστικό, εξωστρεφές σινεμά, που κάνει και τις νύξεις του για την αιώνια κόντρα και έχθρα μεταξύ Γιαπωνέζων και Κορεατών. Η απάντηση του Park πάντως σε κάθε ερώτημα είναι: «Κάντε έρωτα κι όχι πόλεμο». Κι αφού ο «πόλεμος» είναι για τα αγοράκια, ο «έρωτας» είναι για τα κοριτσάκια. Από τις καλύτερες ταινίες που είδαμε ως τώρα στις Κάννες.
Και περνάμε τώρα στις δύο «βαμπιρικές» ταινίες που έτυχε να δούμε μέσα στην ημέρα. Πρώτα στη σοβαρή κι έπειτα στη χαβαλετζίδικη. To «The Transfiguration» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Νεοϋορκέζου Michael O'Shea, βρέθηκε από το πουθενά στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα», ακούγονταν πολύ καλά πράγματα πριν δούμε την ταινία, όταν την είδαμε, όμως... δαγκωθήκαμε!
Η υπόθεση: Ο Μάιλο είναι ένας παράξενος έφηβος. Αφροαμερικάνος, ζει σε μια υποβαθμισμένη περιοχή της Νέας Υόρκης μαζί με τον βετεράνο του Αφγανιστάν αδελφό του. Η μητέρα του αυτοκτόνησε όταν ο Μάιλο ήταν μικρότερος και ο πατέρας του δεν υπάρχει πουθενά. Το παρουσιαστικό του και η παραξενιά του τον κάνουν να πέφτει θύμα bullying. Ο ίδιος δεν δείχνει να ενοχλείται. Έχει μια συλλογή από βιντεοταινίες (!) όλες με θέμα τα βαμπίρ και του αρέσει να βλέπει βιντεάκια στο ίντερνετ από σφαγές ζώων, βασανισμούς κτλ. Ο Μάιλο είναι βρικόλακας. Του αρέσει να πίνει ανθρώπινο αίμα και να αφήνει πίσω του πτώματα. Δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Όταν γνωρίσει μια νεαρή λευκή κοπέλα με τα δικά της προβλήματα, τη Σόφι, τα πράγματα θα πάρουν μια διαφορετική τροπή για τον Μάιλο.
Η άποψή μας: Άλλη μια ταινία με βαμπίρ λοιπόν. Με το... βαμπίρ στον πρωταγωνιστικό ρόλο να έχει υπαρξιακά προβλήματα! Δηλώνει ανά πάσα ώρα και στιγμή ότι δεν του αρέσουν οι ταινίες τύπου «Λυκόφως» γιατί δεν είναι ρεαλιστικές. Γενικά, επιμένει στον ρεαλισμό. Οι βρικόλακες, εξομολογείται στη Σόφι, χωρίς να της αποκαλύπτει πως ο ίδιος είναι τέτοιος, μπορούν να κυκλοφορούν τη μέρα, μπορούνε να φάνε άνετα σκόρδο και μάλλον καμία θρησκεία με τα σύμβολά της δεν μπορεί να τους κάνει κακό! Η σχέση του με τη νεαρή κοπέλα είναι ότι πιο φυσιολογικό έχει στη ζωή του ο μικρός. Και καθώς δεν του έχει ξανατύχει κάτι τέτοιο, δεν ξέρει πως να συμπεριφερθεί κι είναι αρκετές εκείνες οι στιγμές στις οποίες παραφέρεται.
Έξυπνη η ιδέα του σκηνοθέτη, καλή η σύλληψη, χρειάζεται όμως και εκτέλεση. Ας πούμε, ο μικρός, θεωρεί ότι μια από τις καλύτερες και πιο ρεαλιστικές ταινίες με βαμπίρ που έχει γυριστεί είναι το σουηδικό «Άσε το κακό να μπει». Κι έχει δίκιο! Γιατί εκεί ο σκηνοθέτης, επιλέγοντας arty προσέγγιση, ανέδειξε το θέμα του με τρόπο υποβλητικό, με δεύτερα επίπεδα ανάγνωσης, με πολύ καλύτερη σκηνοθεσία και με περισσότερη ένταση. Εδώ έχουμε να κάνουμε με τα κακά του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά. Δεν υπάρχει ένταση, δεν υπάρχει... ζωντάνια, δεν υπάρχει κάτι για να κρατήσει τον θεατή στο να παρακολουθεί την ταινία. Ίσα – ίσα, ο σκηνοθέτης σε κάποιο σημείο κάνει μια επιλογή από αυτές που κάνουν «τζιζ» στο σινεμά και οι θεατές της μισής τουλάχιστον αίθουσας Debussy βρήκαν την αφορμή για να την «κάνουν» με ελαφρά πηδηματάκια. Ευτυχώς, στο φινάλε, ο σκηνοθέτης δίνει στον αντιήρωά του την ευκαιρία να δικαιολογήσει όλα όσα κάνει. Η φράση – κλειδί είναι: «Όταν με την ύπαρξή σου δεν μπορείς παρά μόνο κακό να κάνεις, τότε είναι καλύτερα να μην υπάρχεις». Μέχρι να φτάσει σ' αυτό το σημείο, όμως, οι επιλογές του σκηνοθέτη δεν δικαιώνονται. Γιατί ο μικρός είναι αφροαμερικάνος; Από πού κόλλησε την αρρώστια; Γιατί η ταινία είναι τοποθετημένη στη συγκεκριμένη φτωχογειτονιά; Είναι επιλογές σημαντικές που ο σκηνοθέτης δεν τις στηρίζει κάπου. Απλώς, τις βάζει για να χτίσει το οικοδόμημά του. Δυστυχώς, βαρετό και το χειρότερο, όχι ρεαλιστικό! Ευτυχώς, είπαμε, το φινάλε δίνει μια αίσθηση κάθαρσης, γιατί αν δεν υπήρχε ούτε αυτό, κλάφτα Χαράλαμπε...
Η έλλειψη αυτοπεποίθησης που επιδεικνύει ο Michael O'Shea είναι το αδύνατο σημείο της προηγούμενης ταινίας. Η τεράστια αυτοπεποίθηση που δείχνει η Γαλλίδα συνάδελφός του, Julia Ducournau, στο δικό της σκηνοθετικό ντεμπούτο σε μεγάλου μήκους ταινία, ονόματι «Grave» (γαλλιστί) ή «Raw» (αγγλιστί) είναι το δικό της μεγάλο ατού. Όπως και το γεγονός ότι δεν παίρνει και πολύ την ταινία της στα σοβαρά, παίρνοντάς την πολύ στα σοβαρά! Φαίνεται αντιφατικό αλλά δεν είναι: η ταινία θα λατρευτεί από τους φίλους των ταινιών τρόμου ακριβώς επειδή προσφέρει αυτό που θέλουν: αίμα, σάρκα, σεξ, πλάκα και καθόλου, μα καθόλου σοβαροφάνεια. Η ταινία συμμετέχει στο τμήμα «Εβδομάδα της Κριτικής» και διεκδικεί τη Χρυσή Κάμερα. Καθόλου εντύπωση δεν θα μου κάνει αν την κατακτήσει κιόλας!
Η υπόθεση: Η Τζαστίν είναι μια νεαρή έφηβη, πολύ έξυπνη για την ηλικία της. Έχει περάσει σε μια ονομαστή κτηνιατρική σχολή της Γαλλίας, όπου ήδη φοιτά η μεγαλύτερη αδελφή της και στην οποία την οδηγούν οι γονείς της. Η Τζαστίν είναι βετζετέριαν: δεν τρώει κρέας. Έτσι της το επέβαλαν οι γονείς της, έτσι το συνήθισε. Στη σχολή γίνονται διάφορες τελετές υποδοχής των πρωτοετών: ουσιαστικά οι παλιοί τους ξεφτιλίζουν και τους συμπεριφέρονται σαν πιονάκια. Αυτό επιτάσσει η παράδοση. Η Τζαστίν φαίνεται στοχοπροσηλωμένη. Δεν της αρέσουν τα πάρτι και η ελευθεριότητα. Είναι παρθένα. Ο συγκάτοικός της είναι γκέι. Και η ίδια το μόνο που θέλει είναι να διαβάζει. Όταν στο πλαίσιο μιας τελετής μια μέρα αναγκαστεί να φάει κρέας, όλα θα αλλάξουν για την Τζαστίν. Και θα καταλάβει γιατί οι γονείς της επέμεναν τόσο πολύ στο να απέχει από το καταναλώνει σάρκα...
Η άποψή μας: Μιλάμε για ταινιάρα, έτσι; Δεν θεωρώ τον εαυτό μου οπαδό των ταινιών τρόμου. Σπανίως γουστάρω τέτοιες ταινίες. Με αυτήν όμως το καταδιασκέδασα. Η Julia Ducournau ξεκινάει με φόρα την ταινία της και δεν σταματάει ούτε λεπτό να σε κρατάει με το βλέμμα καρφωμένο στα πλάνα της! Ξέρει πότε πρέπει να σπιντάρει και πότε να χαλαρώσει το ρυθμό. Ξέρει πότε πρέπει να μας αποκαλύψει πράγματα – και το τρελό είναι πως από την αρχή φανταζόμαστε τι περίπου θα συμβεί, αλλά το σενάριο και η σκηνοθεσία της Ducournau προσπερνούν τον σκόπελο και ενθουσιάζουν!
Με αναφορές από τη «Suspiria» του Argento (εκεί, αντί για κτηνιατρική είχαμε σχολή χορού) και το «Carrie» του De Palma (με τη σκηνή του αίματος που χύνεται πάνω στους πρωτοετείς), η σκηνοθέτιδα προφανώς και δεν ανακαλύπτει την πυρίτιδα, αλλά κατορθώνει όλες τις οι αναφορές να είναι χωνεμένες και το τελικό προϊόν να έχει την ολόδική της σφραγίδα. Μεγάλη η τύχη της να πέσει στα χέρια της κι ένα υποκριτικό πολυεργαλείο όπως η Garance Marillier, που υποδύεται την Τζαστίν. Η κοπέλα είναι θεά! Σε πείθει ότι είναι το πιο καλό, το πιο υπάκουο, το πιο πειθήνιο παιδί του κόσμου τη μια στιγμή και την άλλη γίνεται μαινάδα που γ@μ@ει δαιμονισμένα και δεν διστάζει, όταν πια δοκιμάζει κρέας και καταλαβαίνει πως τρελαίνεται γι' αυτό, να... φάει το κομμένο δάχτυλο της αδελφής της! Η οποία αδελφή (την υποδύεται η Ella Rumpf) είναι επίσης σπουδαία και μαζί συνθέτουν ένα πρώτης τάξεως δίδυμο. Από τη μουσική υπόκρουση μέχρι τη διεύθυνση φωτογραφίας όλα είναι εξαιρετικά. Και νομίζω πως έχω και τον κατάλληλο ελληνικό τίτλο για την ταινία: «Το λιγουρεύεσαι;». Γιατί «grave» πέρα από τάφος στα αγγλικά σημαίνει και «λιγούρα». Και πόσο καλά ταιριάζει με την χαρακτηριστική φράση του Αδώνιδος, ε; Τρομερή ταινία, απίστευτο φαν, εννοείται πως δεν είναι για όλους – πολύ αίμα, πολλά σπλάχνα, χυμένα μυαλά, σπλατεριά που τα δείχνει όλα ρε παιδί μου, οπότε ας το πούμε έτσι, ο γενικός πληθυσμός δεν είναι για να δει το φιλμ. Όσοι όμως γουστάρουν τρόμο, απλά θα προσκυνήσουν!
Σε πολύ πιο ήσυχα πράγματα, θα σας μιλήσουμε για την ισραηλινή παραγωγή «Omor shakhsiya» (Personal Affairs) της Maha Haj, από το τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα». Η Haj είχε την καλλιτεχνική διεύθυνση σε πολλές από τις ταινίες του Elia Suleiman. Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της – ναι, πολλές ταινίες εδώ στις Κάννες αποτελούν παρθενικές προσπάθειες για τους δημιουργούς τους – κι απ' ότι φαίνεται, μάλλον θα δούμε πολύ καλά πράγματα στο μέλλον από τη συγκεκριμένη.
Η υπόθεση: Ο Σαλέχ και η Ναμπίλα είναι ένα γηραιό παντρεμένο ζευγάρι που έχει ξεχάσει πόσα χρόνια είναι παντρεμένο. Είναι Παλαιστίνιοι και ζουν στη Ναζαρέτ. Ο Σαλέχ εκνευρίζεται από την αδιαφορία της Ναμπίλα, η οποία όλο πλέκει ή βλέπει σαπουνόπερες. Οι δυο τους έχουν αποκτήσει τρία παιδιά, που ζουν τις δικές τους ζωές. Ο Χισάμ έχει πάρει το δρόμο της μετανάστευσης και τους καλεί τρεις και λίγο να πάνε να τον επισκεφτούν στη Σουηδία όπου διαμένει. Ο Τάρεκ είναι ένας μορφονιός που βγαίνει με τη Μαϊσα εδώ και τρεις μήνες αλλά δεν γουστάρει με την καμία να επισημοποιήσει τη σχέση τους. Και η Σαμάρ ζει με τον μηχανοδηγό σύζυγό της, Τζορτζ, στη Ραμάλα, είναι έγκυος και φροντίζουν και τη γιαγιά της, η οποία πέρα από γεροντική άνοια πάσχει και από διαβήτη. Μικρές και μεγάλες στιγμές, χαρές και απογοητεύσεις, αυτή είναι η ζωή για όλους...
Η άποψή μας: Δεν στερείται προτερημάτων τούτη η δραματική κωμωδία. Κυλάει ήσυχα, έχει μπόλικο χιούμορ, στο κέντρο της κάμερας βρίσκονται οι άνθρωποι και τα προβλήματά τους και κάνει και τις νύξεις της στην αιώνια διένεξη Ισραηλινών και Παλαιστινίων, χωρίς όμως να γίνεται διδακτική ή στρατευμένη. Αυτό που θέλει να το πει η σκηνοθέτιδα το λέει και το λέει καλά. Έτσι κι αλλιώς έχει δανειστεί πολλά στοιχεία από το δάσκαλό της, τον Elia Suleiman. Μιλάει για πολλά η ταινία. Για την κούραση που σίγουρα προκαλεί ένας μακροχρόνιος γάμος, ο οποίος έχει πάψει προ πολλού να εξυπηρετεί το σκοπό του. Για τη μετανάστευση: ας μη γελιόμαστε – όντως, όπου γης, πατρίς, αλλά σε μια άλλη χώρα είσαι πάντα ξένος. Για τις επιθυμίες και πως αυτές μπορούν να πραγματοποιηθούν: ο Τζορτζ θέλει πολύ να δει τη θάλασσα. Επειδή, όμως, οι Ισραηλινοί έχουν σκληρούς κανόνες και ουσιαστικά απαγορεύουν στους Παλαιστίνιους να ταξιδεύουν όπου θέλουν, κάτι τέτοιο είναι αδύνατον.
Φανταστείτε τη χαρά του Τζορτζ όταν ένα αμερικάνικο κινηματογραφικό συνεργείο τον βλέπει και τον καλεί για γυρίσματα στη Χάιφα, άρα σε μέρος που έχει θάλασσα! «Εμείς κάνουμε κουμάντο και σε αυτήν τη χώρα, έτσι;» λέει η Αμερικανίδα παραγωγός. Η πιο δυναμική σκηνή είναι εκείνη του τσακωμού ανάμεσα στον Τάρεκ και τη Μάισα όταν σε ισραηλινό μπλόκο την παρουσιάζει ως φίλη του. Η Μάισα (η πανέμορφη Maisa Abd Elhadi στο ρόλο) τα παίρνει στο κρανίο. Ούτε το μέρος ούτε και η στιγμή είναι κατάλληλη. Οι Ισραηλινοί τους συλλαμβάνουν για τρομοκράτες (!!!) και μέσα στο κελί εκτυλίσσεται η πιο αγαπησιάρικη σκηνή, με τους δύο εν δυνάμει εραστές να χορεύουν ταγκό αδιαφορώντας για τα μάτια των «εχθρών» που τους παρακολουθούν πίσω από τα φιμέ τζάμια. Είπαμε, γλυκιά ταινία. Αλλά ως εκεί.
Και η τελευταία ταινία με την οποία θα κλείσουμε την ποταμιαία μας σημερινή ανταπόκριση αποτέλεσε μεγάλη απογοήτευση. Η τρίτη σκηνοθετική απόπειρα της αγαπημένης ηθοποιού Fanny Ardant είναι δυστυχώς μια μεγάλη αποτυχία. Ονομάζεται «Le divan de Staline» και το σενάριο βασίζεται στο ομώνυμο best seller του Jean-Daniel Baltassat. Την είδαμε στο Μάρκετ. And it goes like this:
Η υπόθεση: 1950. Ένας καλλιτέχνης καλείται να ετοιμάσει ένα μνημείο για τον Στάλιν. Εντωμεταξύ ο Στάλιν, ο μεγάλος πατερούλης, παρακολουθεί τους πάντες και τα πάντα, το παίζει καλός, γίνεται κακός και διηγείται τα όνειρά του σαν παιχνίδι σε μια γυναίκα, η οποία είναι διχασμένη ανάμεσα σε εκείνον και τον καλλιτέχνη. Η ιδιαιτερότητα των συζητήσεων είναι πως αυτές λαμβάνουν χώρα πάνω στο κρεβάτι που χρησιμοποιούσε για τις ψυχαναλύσεις του ο Φρόιντ, κρεβάτι που βρέθηκε στην κατοχή του Στάλιν...
Η άποψή μας: Αυτό είναι πολύ κακό σινεμά. Παλιομοδίτικο με την κακή έννοια. Χωρίς σενάριο. Με θεατρική δομή. Με... ομίχλες παντού. Με τον Gérard Depardieu να κάνει ότι μπορεί ως Στάλιν αλλά να εξαντλείται υποκριτικά σε φωνές και μορφασμούς. Με την γυναίκα του Polanski, Emmanuelle Seigner, να δείχνει για άλλη μια φορά πως ναι, είναι γυναικάρα αλλά όχι, ηθοποιός δεν είναι (εκτός εξαιρέσεων). Ένα βαρετό, βαρετό και αντιδραστικό πράγμα. Κρίμα.
Θοδωρής Γιαχουστίδης