της Anna Muylaert. Με τους Regina Case, Camila Mardila, Michel Joelsas, Karine Teles, Lourenco Mutarelli, Helena Albergaria
"Τι ώρα πίσω;"
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Μπραζιλέιρο!
Στη Βραζιλία μιλάνε πορτογαλικά ή πορτογαλέζικα εις την μαλλιαρήν! Εγώ πορτογαλικά δεν γνωρίζω (μεταξύ πολλών, πολλών άλλων...). Βάζοντας λοιπόν τον πρωτότυπο τίτλο τούτης της ταινίας, Que Horas Ela Volta?, στην αυτόματη μετάφραση του google μου έβγαλε το «Τι ώρα πίσω;». Προφανώς, ετούτη είναι μια μετάφραση από το Lidl, αλλά, χμ, τώρα που το ξανασκέφτομαι, αφήνει πολλά σημειολογικά υπονοούμενα, έτσι δεν είναι; Επειδή, όμως, η στιγμή που γράφεται τούτο το κείμενο είναι πολύ αργά το βράδυ, σιγά μην μπω στη διαδικασία να προσπαθήσω να ερμηνεύσω. Πφφ, ρίχνω άδεια για να πιάσω γεμάτα. Τα κατάφερα; Άντε, για να γλυτώσουμε το σασπένς, εντέλει διάβασα ότι ο τίτλος σημαίνει «τι ώρα θα γυρίσει εκείνη πίσω;». Και το λέει τόσο ο νεαρός Φαμπίνιο αναφερόμενος στη μητέρα του όσο και η Τζέσικα αναφερόμενη στη δική της μητέρα, όταν εκείνη αναγκάστηκε να φύγει για το Σάο Πάολο. Θα ξεδιαλύνουν όλα στην υπόθεση, το υπόσχομαι...
Αυτή είναι η 4η μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί η Anna Muylaert. Η ταινία ξεκίνησε την καριέρα της στο κινηματογραφικό φεστιβάλ του Σάντανς του 2015, στο οποίο η πρωταγωνίστριά της, Regina Case, τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας στο τμήμα «Σινεμά του Κόσμου». Ακολούθησε το φεστιβάλ Βερολίνου του 2015, όπου συμμετείχε στο τμήμα «Πανόραμα», στο οποίο κέρδισε το βραβείο κοινού! Γενικώς, προβλήθηκε σε κάμποσα φεστιβάλ, κερδίζοντας διάφορα βραβεία ενώ παίχτηκε και στο περασμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες». Να σημειώσουμε πως η ταινία αποτέλεσε την υποψηφιότητα της Βραζιλίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Η υπόθεση: Η Βαλ αφήνει την κόρη της Τζέσικα στα χέρια της γιαγιάς και πηγαίνει στο Σάο Πάολο για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός σε ένα μεγαλοαστικό σπίτι και να αναλάβει τη φροντίδα του μικρού γιου της οικογένειας, Φαμπίνιο. 13 χρόνια μετά, η Βαλ έχει μεν κάνει κομπόδεμα, αλλά αισθάνεται τύψεις για την κόρη που άφησε πίσω της. Ξαφνικά, η κόρη της, Τζέσικα, ανακοινώνει ότι πρόκειται να έρθει στο Σάο Πάολο για να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις. Κι όχι σε όποια όποια σχολή αλλά στην περίφημη Σχολή Αρχιτεκτονικής στη βραζιλιανική μεγαλούπολη, τη FAU (Faculdade de Arquitetura e Urbanismo), στην οποία το να περάσει κανείς αποτελεί πραγματικό άθλο, καθώς μόνο λίγοι κι εκλεκτοί τα καταφέρνουν.
Οι εργοδότες την υποδέχονται αρχικά εγκάρδια και της προτείνουν αμέσως να μείνει μαζί τους. Εξάλλου, η Βαλ είναι «μέλος της οικογένειας», αφού ήταν εκείνη που ουσιαστικά μεγάλωσε τον γιο τους. Όμως, η συμβίωση μάνας και κόρης, μετά από 13 χρόνια απουσίας, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Και η Μπάρμπαρα, η αφεντικίνα της Βαλ, αρχίζει να εκνευρίζεται με το ελεύθερο πνεύμα και την αυτοπεποίθηση της φτωχιάς μα πανέξυπνης Τζέσικα.
Η άποψή μας: Ιδού λοιπόν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον παράδειγμα του πώς μια ταινία καθ' όλα εμπορική και προσβάσιμη από τον πολύ κόσμο – παρά το γεγονός ότι έχει πάνω της τη στάμπα της «φεστιβαλικής» – μπορεί να λέει με εύληπτο και «λαϊκό» τρόπο τα πολύ σημαντικά που έχει να μοιραστεί με το κοινό της. Σε πρώτο επίπεδο αυτό που βλέπουμε θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για μια από εκείνες τις βραζιλιάνες τηλεοπτικές σειρές, που κάποτε έσκιζαν στην ελληνική τηλεόραση «χτυπώντας» μεγάλα νούμερα τηλεθέασης. Γυναίκα εγκαταλείπει το παιδί της στη γιαγιά του προκειμένου να βγάλει λεφτά ως οικιακή βοηθός και να εξασφαλίσει σε εκείνο το παιδί ένα καλύτερο μέλλον! Και πιάνει δουλειά στα αντίστοιχα βόρεια προάστια (ή το Πανόραμα αν προτιμάτε) του Σάο Πάολο, σε ένα τεράστιο σπίτι, με πισίνα και τα σχετικά, όπου ζει, οικότροφη, σε καμαρούλα μια σταλιά. Ο άντρας της οικογένειας ήταν καλλιτέχνης αλλά τα εγκατέλειψε όταν παντρεύτηκε, η σύζυγος αυξάνει διαρκώς την οικογενειακή περιουσία και ο γιος δείχνει ένας καλόβουλος, όμορφος έφηβος, που το μόνο που τον νοιάζει είναι να καταπολεμά τη βαρεμάρα του καπνίζοντας «χόρτο» και να προβληματίζεται αν θα μείνει για πάντα παρθένος!
Στο πλαίσιο αυτό λειτουργεί η Βαλ: είναι αυτή που φροντίζει για το φαγητό, κάνει αστεία με τα αφεντικά της χωρίς ποτέ να περνάει τα εσκαμμένα και η μόνη ουσιαστική, ανθρώπινη επαφή της, πέρα από μια συνάδελφό της, είναι ο Φαμπίνιο. Σε αυτόν δίνει όλη τη φροντίδα που δεν μπορεί να δώσει στην βιολογική της κόρη! Ο Φαμπίνιο στη Βαλ βλέπει τη μητέρα του, μιας που η βιολογική του μάνα είναι απόμακρη και μονίμως απασχολημένη. Η «παρά φύση» και κατά συνθήκη ψευδής αυτή ασταθής ισορροπία διαταράσεται με την έλευση της κόρης της Βαλ. Η Τζένιφερ είναι νέα, είναι ωραία, είναι δυναμική, είναι διεκδικητική. Δεν της αρκούν αυτά που τις δίνονται «ανάλογα με τη θέση της» - θέλει περισσότερα, αυτά που μπορεί να τις ανήκουν. Η πάλη των τάξεων σε μια σχεδόν σαπουνόπερα! Καταπληκτικό!
Η ταινία βγάζει μπόλικο γέλιο (ιδίως οι προσπάθειες του πλούσιου αφεντικού της Βαλ να φλερτάρει με την κόρη της είναι πολύ αστείες) και περνάει την αντιπαράθεση πλούσιων – φτωχών χωρίς να την υπερτονίζει ή να την μελοδραματοποιεί. Ένα παγωτό σπέσιαλ «του Φαμπίνιο» λειτουργεί μια χαρά ως σύμβολο εργατικής διεκδίκησης – μη γελάτε καθόλου! Μια βουτιά στην πισίνα από την Τζένιφερ ταράζει τα νερά, νευριάζει τη Μπάρμπαρα η οποία αδειάζει την πισίνα επειδή, λέει, μπήκε εκεί αρουραίος! Οι φτωχοί είναι ανεκτοί, μέχρι και διασκεδαστικοί από τους πλούσιους, αρκεί να «ξέρουν τη θέση τους». Να μην κάνουν καμία προσπάθεια για να αλλάξουν το status quo.
'Η Βαλ (πολύ φυσική και σπουδαία η ερμηνεία της Regina Case) σιγά σιγά, με την επαφή της με την επαναστάτρια φύσει και θέσει κόρη της, αλλάζει, συνειδητοποιείται, καταλαβαίνει. Και βέβαια, μπορεί να φαίνεται παρωχημένο, αλλά ναι, η γνώση είναι βασικό εργαλείο για την ενίσχυση και την ενδυνάμωση και την αφύπνιση της εργατικής τάξης. Πάντως, υπάρχουν και κανά δύο ερωτήματα που αφήνονται στο σκοτάδι, χωρίς να βοηθούν την ταινία. Γιατί ζητάει συγνώμη στη Βαλ το αφεντικό της όταν βρίσκεται στο κρεβάτι του πόνου; Και κυρίως, τι χάλασε τη σχέση της Τζένιφερ με τον πατέρα της; Μήπως έχει σχέση με την... έκπληξη που κρατάει ως επτασφράγιστο μυστικό; Όπως και να 'χει, όμορφη ταινία, που λέει πολύ δυνατά πράγματα χωρίς να τα «φωνάζει».
Η υπόθεση: Η Βαλ αφήνει την κόρη της Τζέσικα στα χέρια της γιαγιάς και πηγαίνει στο Σάο Πάολο για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός σε ένα μεγαλοαστικό σπίτι και να αναλάβει τη φροντίδα του μικρού γιου της οικογένειας, Φαμπίνιο. 13 χρόνια μετά, η Βαλ έχει μεν κάνει κομπόδεμα, αλλά αισθάνεται τύψεις για την κόρη που άφησε πίσω της. Ξαφνικά, η κόρη της, Τζέσικα, ανακοινώνει ότι πρόκειται να έρθει στο Σάο Πάολο για να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις. Κι όχι σε όποια όποια σχολή αλλά στην περίφημη Σχολή Αρχιτεκτονικής στη βραζιλιανική μεγαλούπολη, τη FAU (Faculdade de Arquitetura e Urbanismo), στην οποία το να περάσει κανείς αποτελεί πραγματικό άθλο, καθώς μόνο λίγοι κι εκλεκτοί τα καταφέρνουν.
Οι εργοδότες την υποδέχονται αρχικά εγκάρδια και της προτείνουν αμέσως να μείνει μαζί τους. Εξάλλου, η Βαλ είναι «μέλος της οικογένειας», αφού ήταν εκείνη που ουσιαστικά μεγάλωσε τον γιο τους. Όμως, η συμβίωση μάνας και κόρης, μετά από 13 χρόνια απουσίας, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Και η Μπάρμπαρα, η αφεντικίνα της Βαλ, αρχίζει να εκνευρίζεται με το ελεύθερο πνεύμα και την αυτοπεποίθηση της φτωχιάς μα πανέξυπνης Τζέσικα.
Η άποψή μας: Ιδού λοιπόν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον παράδειγμα του πώς μια ταινία καθ' όλα εμπορική και προσβάσιμη από τον πολύ κόσμο – παρά το γεγονός ότι έχει πάνω της τη στάμπα της «φεστιβαλικής» – μπορεί να λέει με εύληπτο και «λαϊκό» τρόπο τα πολύ σημαντικά που έχει να μοιραστεί με το κοινό της. Σε πρώτο επίπεδο αυτό που βλέπουμε θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για μια από εκείνες τις βραζιλιάνες τηλεοπτικές σειρές, που κάποτε έσκιζαν στην ελληνική τηλεόραση «χτυπώντας» μεγάλα νούμερα τηλεθέασης. Γυναίκα εγκαταλείπει το παιδί της στη γιαγιά του προκειμένου να βγάλει λεφτά ως οικιακή βοηθός και να εξασφαλίσει σε εκείνο το παιδί ένα καλύτερο μέλλον! Και πιάνει δουλειά στα αντίστοιχα βόρεια προάστια (ή το Πανόραμα αν προτιμάτε) του Σάο Πάολο, σε ένα τεράστιο σπίτι, με πισίνα και τα σχετικά, όπου ζει, οικότροφη, σε καμαρούλα μια σταλιά. Ο άντρας της οικογένειας ήταν καλλιτέχνης αλλά τα εγκατέλειψε όταν παντρεύτηκε, η σύζυγος αυξάνει διαρκώς την οικογενειακή περιουσία και ο γιος δείχνει ένας καλόβουλος, όμορφος έφηβος, που το μόνο που τον νοιάζει είναι να καταπολεμά τη βαρεμάρα του καπνίζοντας «χόρτο» και να προβληματίζεται αν θα μείνει για πάντα παρθένος!
Στο πλαίσιο αυτό λειτουργεί η Βαλ: είναι αυτή που φροντίζει για το φαγητό, κάνει αστεία με τα αφεντικά της χωρίς ποτέ να περνάει τα εσκαμμένα και η μόνη ουσιαστική, ανθρώπινη επαφή της, πέρα από μια συνάδελφό της, είναι ο Φαμπίνιο. Σε αυτόν δίνει όλη τη φροντίδα που δεν μπορεί να δώσει στην βιολογική της κόρη! Ο Φαμπίνιο στη Βαλ βλέπει τη μητέρα του, μιας που η βιολογική του μάνα είναι απόμακρη και μονίμως απασχολημένη. Η «παρά φύση» και κατά συνθήκη ψευδής αυτή ασταθής ισορροπία διαταράσεται με την έλευση της κόρης της Βαλ. Η Τζένιφερ είναι νέα, είναι ωραία, είναι δυναμική, είναι διεκδικητική. Δεν της αρκούν αυτά που τις δίνονται «ανάλογα με τη θέση της» - θέλει περισσότερα, αυτά που μπορεί να τις ανήκουν. Η πάλη των τάξεων σε μια σχεδόν σαπουνόπερα! Καταπληκτικό!
Η ταινία βγάζει μπόλικο γέλιο (ιδίως οι προσπάθειες του πλούσιου αφεντικού της Βαλ να φλερτάρει με την κόρη της είναι πολύ αστείες) και περνάει την αντιπαράθεση πλούσιων – φτωχών χωρίς να την υπερτονίζει ή να την μελοδραματοποιεί. Ένα παγωτό σπέσιαλ «του Φαμπίνιο» λειτουργεί μια χαρά ως σύμβολο εργατικής διεκδίκησης – μη γελάτε καθόλου! Μια βουτιά στην πισίνα από την Τζένιφερ ταράζει τα νερά, νευριάζει τη Μπάρμπαρα η οποία αδειάζει την πισίνα επειδή, λέει, μπήκε εκεί αρουραίος! Οι φτωχοί είναι ανεκτοί, μέχρι και διασκεδαστικοί από τους πλούσιους, αρκεί να «ξέρουν τη θέση τους». Να μην κάνουν καμία προσπάθεια για να αλλάξουν το status quo.
'Η Βαλ (πολύ φυσική και σπουδαία η ερμηνεία της Regina Case) σιγά σιγά, με την επαφή της με την επαναστάτρια φύσει και θέσει κόρη της, αλλάζει, συνειδητοποιείται, καταλαβαίνει. Και βέβαια, μπορεί να φαίνεται παρωχημένο, αλλά ναι, η γνώση είναι βασικό εργαλείο για την ενίσχυση και την ενδυνάμωση και την αφύπνιση της εργατικής τάξης. Πάντως, υπάρχουν και κανά δύο ερωτήματα που αφήνονται στο σκοτάδι, χωρίς να βοηθούν την ταινία. Γιατί ζητάει συγνώμη στη Βαλ το αφεντικό της όταν βρίσκεται στο κρεβάτι του πόνου; Και κυρίως, τι χάλασε τη σχέση της Τζένιφερ με τον πατέρα της; Μήπως έχει σχέση με την... έκπληξη που κρατάει ως επτασφράγιστο μυστικό; Όπως και να 'χει, όμορφη ταινία, που λέει πολύ δυνατά πράγματα χωρίς να τα «φωνάζει».
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 14 Απριλίου 2016 από την Feelgood Ent.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική