του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Δυο – δυο, τις ταινίες δυο δυο...
Ε, λοιπόν, θα το φωνάξω δυνατά: πολύ ωραία πόλη η Λεμεσός, πολύ ωραίο και το φεστιβάλ! Από το Σάββατο που ήρθα μέχρι την Παρασκευή που θα φύγω, θα έχω δει συνολικά 10 ταινίες! Οπότε, ο εγκέφαλος έχει το χρόνο να τις επεξεργαστεί, να τις αφήσει να αναπνεύσουν μέσα μου, να τις εκτιμήσει έτσι όπως πρέπει κι όχι βιαστικά και επιπόλαια, όπως πολύ συχνά συμβαίνει στα μεγάλα φεστιβάλ, όπου βλέπουμε και πέντε και έξι και εφτά ταινίες ημερησίως (ορός στη φλέβα, απαραίτητος!). Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που όλες οι ταινίες που έχω δει εδώ ως τώρα (μένουν δύο, οι σημερινές, της Πέμπτης) μου έχουν αρέσει από πολύ έως πάρα πολύ! Προφανώς παίζει ρόλο και η επιλογή από την καλλιτεχνική επιτροπή. Μπράβο σε όλους! Την ίδια στιγμή στην Αθήνα βγαίνουν αυτήν την Πέμπτη 21 Απριλίου: 11 (έντεκα!!!) ταινίες πρώτης προβολής, δύο ελληνικές ταινίες πρώτης προβολής (από το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) που θα προβληθούν σε ειδικές προβολές σε έναν κινηματογράφο τη Δευτέρα και την Τετάρτη κι ένα ντοκιμαντέρ που θα κάνει μία (;), δύο (;) προβολές στο πλαίσιο του Cinedoc! Χριστιανοί (μιας που πλησιάζει και Πάσχα) πόσες ταινίες θα δουν οι άνθρωποι βρε;;;;
Τα προβλήματα με το φεστιβάλ εδώ στην Κύπρο είναι άλλα. Πχ, προσωπικά δεν βρήκα άκρη πώς να διαπιστευθώ επισήμως και πήρα free pass μέσω τηλεφωνήματος στο Ριάλτο – δεν υπάρχει δηλαδή κάτι σαν γραφείο τύπου ή δεν το πήρα χαμπάρι (τότε φταίω). Επίσης, το βιβλίο του φεστιβάλ είναι πολύ επεξηγηματικό και γεμάτο πληροφορίες – μ@λ@κία που δεν το ανακάλυψα νωρίτερα κι έψαχνα επί ώρες στο διαδίκτυο για να βρω πληροφορίες για τις ταινίες για τις οποίες έγραφα – όντως η κροατική ταινία «Sve najbolje» λοιπόν έκανε στο φεστιβάλ την παγκόσμια πρεμιέρα της! Το κυριότερο πρόβλημα, όμως, είναι η μη έλευση κοινού στην αίθουσα. Δεν ξέρω τι γίνεται στη Λευκωσία, στην οποία λαμβάνει χώρα παράλληλα το φεστιβάλ, εδώ στη Λεμεσό, όμως, το Ριάλτο, μια αίθουσα άντε 300 θέσεων το πολύ, δεν γεμίζει ποτέ! Κι ενώ παρέχεται η δυνατότητα στους φοιτητές να μπαίνουν σε όλες τις προβολές δωρεάν! Εδώ, πχ, παίχτηκε το SMAC του Κύπριου Ηλία Δημητρίου και δεν ήταν γεμάτο ούτε το μισό θέατρο. Κρίμα. Αν μπορώ να πω κάτι στους διοργανωτές είναι του χρόνου να διαφημίσουν πιο πολύ το φεστιβάλ, να μιλήσουν με τη διεύθυνση του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου της Λεμεσού, να το κάνουν πιο θελκτικό. Όρεξη έχουν, πολύ καλές επιλογές κάνουν, ε, ας τις βλέπει και ο κόσμος. Βέβαια, στην εξίσωση αυτή, θα πρέπει και ο κόσμος να θέλει, έτσι; Ας πάμε στις δύο ταινίες της ανταπόκρισής μας.
Τα προβλήματα με το φεστιβάλ εδώ στην Κύπρο είναι άλλα. Πχ, προσωπικά δεν βρήκα άκρη πώς να διαπιστευθώ επισήμως και πήρα free pass μέσω τηλεφωνήματος στο Ριάλτο – δεν υπάρχει δηλαδή κάτι σαν γραφείο τύπου ή δεν το πήρα χαμπάρι (τότε φταίω). Επίσης, το βιβλίο του φεστιβάλ είναι πολύ επεξηγηματικό και γεμάτο πληροφορίες – μ@λ@κία που δεν το ανακάλυψα νωρίτερα κι έψαχνα επί ώρες στο διαδίκτυο για να βρω πληροφορίες για τις ταινίες για τις οποίες έγραφα – όντως η κροατική ταινία «Sve najbolje» λοιπόν έκανε στο φεστιβάλ την παγκόσμια πρεμιέρα της! Το κυριότερο πρόβλημα, όμως, είναι η μη έλευση κοινού στην αίθουσα. Δεν ξέρω τι γίνεται στη Λευκωσία, στην οποία λαμβάνει χώρα παράλληλα το φεστιβάλ, εδώ στη Λεμεσό, όμως, το Ριάλτο, μια αίθουσα άντε 300 θέσεων το πολύ, δεν γεμίζει ποτέ! Κι ενώ παρέχεται η δυνατότητα στους φοιτητές να μπαίνουν σε όλες τις προβολές δωρεάν! Εδώ, πχ, παίχτηκε το SMAC του Κύπριου Ηλία Δημητρίου και δεν ήταν γεμάτο ούτε το μισό θέατρο. Κρίμα. Αν μπορώ να πω κάτι στους διοργανωτές είναι του χρόνου να διαφημίσουν πιο πολύ το φεστιβάλ, να μιλήσουν με τη διεύθυνση του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου της Λεμεσού, να το κάνουν πιο θελκτικό. Όρεξη έχουν, πολύ καλές επιλογές κάνουν, ε, ας τις βλέπει και ο κόσμος. Βέβαια, στην εξίσωση αυτή, θα πρέπει και ο κόσμος να θέλει, έτσι; Ας πάμε στις δύο ταινίες της ανταπόκρισής μας.
Το «SMAC» (που αναλύεται σε Second Mitochondrial Activator of Caspases) του Ηλία Δημητρίου, είναι άλλη μία ταινία που προβλήθηκε στο περασμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, δεν την είδαμε εκεί και την είδαμε εδώ! Οπότε, όσοι με διαβάζετε αυτήν τη στιγμή κι έχετε δει τις ταινίες αυτές στη Θεσσαλονίκη πιθανόν να με σιχτιρίζετε – άδικο έχετε; Είναι αυτό που έλεγα παραπάνω, όμως (να υπερασπιστώ κι εγώ τον εαυτό μου, ε;): σε ένα μεγάλο φεστιβάλ βλέπεις πολλές ταινίες, δεν μπορείς να τις αφομοιώσεις κατά πως πρέπει και ΔΕΝ βλέπεις πολύ περισσότερες! Λυπάμαι πολύ που δεν είδα αυτήν την ταινία στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης! Γιατί είναι μια σπουδαία, πραγματικά ταινία! Μια ταινία που, όπως μας εξομολογήθηκε ο Ελληνοκύπριος σκηνοθέτης μετά το πέρας της προβολής βασίζεται σε προσωπικά του βιώματα. Στην αίθουσα βρισκόταν πολλοί συμμαθητές του αλλά και η μητέρα του σκηνοθέτη, που όπως και η πρωταγωνίστρια της ταινίας, παλεύει με τον καρκίνο – και φορούσε και σκουφάκι! Πολύ συγκινητική ταινία, πολύ συγκινητική προβολή, εύγε!
Η υπόθεση: Η Ελένη είναι μια μεσήλικη προϊσταμένη σε τράπεζα στην Αθήνα της κρίσης. Μόλις έχει χωρίσει και συνάμα μαθαίνει πως ο καρκίνος που νόμιζε πως είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία και είχε θεραπευτεί από αυτόν, επιστρέφει δριμύτερος, με την πρόγνωση να μην είναι ιδιαίτερα καλή. Καθώς η γυναίκα καλείται να αντιμετωπίσει την αρρώστια, στην καθημερινότητά της τρυπώνει ο Αντρέας, ο άστεγος που κοιμάται στο πλατύσκαλο της πολυκατοικίας της. Η Ελένη είναι επιφυλακτική απέναντί του αρχικά, όμως η αρρώστια και η μοναξιά της την κάνουν να επανεξετάσει τη σχέση της με τον κόσμο και με τον εαυτό της. Σιγά σιγά οι δύο άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι ανοίγονται ο ένας στον άλλο αποκαλύπτοντας μυστικά από το παρελθόν τους, τραύματα που δεν λένε να επουλωθούν, ενώ προστίθενται και καινούργια. Παράλληλα, η Ελένη προσπαθώντας να κρατηθεί από κάπου, έρχεται σε επαφή με μία ομάδα Αφρικανών μεταναστών που ζουν στο υπόγειο της πολυκατοικίας, οι οποίοι την ενθαρρύνουν να εγκαταλείψει τις χημειοθεραπείες και να ακολουθήσει μια εναλλακτική θεραπεία που σχετίζεται με τις ευεργετικές ιδιότητες της SMAC.
Η άποψή μας: Πόσο εξαιρετική μπορεί να είναι μια κινηματογραφική ταινία όταν βασίζεται σε απλά αλλά στέρεα υλικά, έτσι; Ο Ηλίας Δημητρίου, στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, μετά το «Fish'n'chips» (2011) πιάνει πολύ μεγάλη επίδοση. Βασίζεται σε ένα στιβαρό σενάριο, σε μια λειτουργικότατη σκηνοθεσία χωρίς φιοριτούρες και δηθενιές και σε δύο καταπληκτικές ερμηνείες! Ο Γιάννης Κοκιασμένος, παρότι ερασιτέχνης ηθοποιός, πιάνει την ουσία του ρόλου του Ανδρέα και είναι απίστευτος. Εκείνη όμως για την οποία δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψουμε την ερμηνεία της είναι η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη! Ουάου! Είναι η Ελένη, είναι τέλεια, είναι άψογη σε όλες τις μεγάλες δραματικές σκηνές και σε όλες τις μικρές σκηνές, εκεί που τα πάντα κρίνονται στη λεπτομέρεια! Μια αδιόρατη κίνηση του χεριού, ένα ντροπαλό χαμόγελο, ένα σπάσιμο στη φωνή, ένα βλέμμα που λέει τόσο πολλά, όσα χίλιες λέξεις! Και κάθε σκηνή που μοιράζεται με τον Κοκιασμένο σε κρατάει με κομμένη την ανάσα! Μπραβο και πάλι μπράβο.
Ο Δημητρίου εισδύει στα έγκατα της ψυχής αυτής της γυναίκας για να αποκαλύψει πως όχι, δεν είναι ο θάνατος που τόσο πολύ φοβάται, μα η μοναξιά. Το σενάριό του επικεντρώνεται στην Ελένη και στη σχέση της με τον Ανδρέα. Αλλά διακριτικά, έτσι όπως πρέπει, η ταινία κάνει και το κοινωνικό της σχόλιο. Ο Ανδρέας βρέθηκε άστεγος ενώ ήταν εργολάβος οικοδομών που λόγω κρίσης έχασε πέρα από την περιουσία του και την οικογένειά του! Όταν το αμάξι της Ελένης δεν παίρνει μπρος εκτός από τον Ανδρέα αυτοί που βοηθάνε είναι μετανάστες. Ο ορθολογισμός της Ελένης ψάχνει αποκούμπι στον πνευματισμό των Αφρικανών – και ο ρόλος του Αφρικάνου φοιτητή ιατρικής είναι κομβικής σημασίας. Δεν ξέρω τι μπορεί να κάνει το SMAC, αν όντως ενεργοποιώντας το - με όποιον τρόπο - μπορείς ουσιαστικά να θεραπεύσεις τον καρκίνο, αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι έμαθα γι' αυτό μέσω της ταινίας. Και ο σκηνοθέτης είναι πολύ προσεκτικός στο χειρισμό του: δεν θέλει να δημιουργήσει ελπίδες στους καρκινοπαθείς ανά τον κόσμο – απλά δείχνει πως ίσως να υπάρχει και κάτι άλλο πέρα από τις αναγνωρισμένες από τη δυτική ιατρική κλασικές χημειοθεραπείες. Το επίσης καταπληκτικό είναι πως δεν ξέρεις που θα καταλήξει η ταινία. Δεν είναι κλισεδιάρικη, δεν βαδίζει στην πεπατημένη, κρατάει το ενδιαφέρον του θεατή μέχρι το τέλος γιατί δεν ξέρεις πως θα αντιδράσουν οι πρωταγωνιστές της ταινίας. Παράλληλα, τα αλλεπάλληλα στοιχεία που δεν γνωρίζουμε από την αρχή ως θεατές μας αποκαλύπτονται αργά αλλά σταθερά, έτσι όπως πρέπει.
Μικρό ψεγάδι η ερμηνεία του πιτσιρικά (γιου στην πραγματικότητα της Ανδρεαδάκη, που υποδύεται τον γιο του Κοκιασμένου) και το φινάλε – αυτό με την τριπλή θριαμβευτική λούπα στην εμφάνιση της Ελένης στον εργασιακό της χώρο – μιας γυναίκας αποφασισμένης να νικήσει. Πάρα πολύ καλή ταινία την οποία συστήνουμε ανεπιφύλακτα – και θα βγει κανονικά στις αίθουσες την Πέμπτη 5/5, τουλάχιστον στην Αθήνα. Και να φανταστεί κανείς πως ο Δημητρίου αρχικά ήθελε να κάνει ένα ντοκιμαντέρ για έναν άστεγο, που τελικά δεν έβαλε μέσα στο σπίτι του, μετά έπεσε το μαύρο στην ΕΡΤ, μετά είχε προβλήματα με την υγεία του, τα οποία υπερνίκησε και μετά προέκυψε αυτή η ταινία. Και πάλι συγχαρητήρια!
Το «Maintenant ils peuvent venir» (με αγγλικό τίτλο «Let Them Come») του Salem Brahimi (όπως και το «Smac») προβάλλεται στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ. Και το φινάλε της ταινίας είναι από τα πιο συγκλονιστικά που έχω δει τα τελευταία χρόνια! Κι επειδή δεν πρόκειται κατά πως φαίνεται να προβληθεί ποτέ εμπορικά στην Ελλάδα, θα σας το αποκαλύψω εκεί που λέω την άποψή μου. Θα κάνω spoiler δηλαδή! Μια ταινία για την Αλγερία που, πολύ φοβάμαι, πάει να έχει αναλογίες με αυτό που έρχεται με γοργά βήματα στην Ελλάδα. Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του σκηνοθέτη μετά από δύο ντοκιμαντέρ. Προβλήθηκε στο περασμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες» (ας μην ξαναλέμε τα ίδια ρε παιδιά, πού να τις προλάβεις όλες τις ταινίες, δηλαδή, έλεος!). Κι έχει και ελληνικό χρώμα η ταινία, καθώς διευθυντής φωτογραφίας είναι ο Λεωνίδας Αρβανίτης, μοντέρ ο Γιώργος Λαμπρινός και η παραγωγή είναι της Michèle Ray-Gavras, συζύγου του Κώστα Γαβρά. Και ξέρουμε τι σημαίνει ο συνδυασμός Αλγερίας και Γαβρά, έτσι;
Η υπόθεση: Στα τέλη της δεκαετίας του '80 τα είδωλα του παρελθόντος παραπαίουν στην Αλγερία, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο. Ο κομουνισμός πνέει τα λοίσθια. Η Αλγερία κάνει εισαγωγή νέων ειδώλων. Ποιο θα υπερισχύσει; Ο καπιταλισμός του ΔΝΤ ή ο ισλαμισμός του Αφγανιστάν και της Σαουδικής Αραβίας; Ο Νουρεντίν είναι ένας δημόσιος υπάλληλος με λογοτεχνικές ανησυχίες. Χωρίζει από την αγαπημένη του, η οποία βλέποντας μπροστά, εγκαταλείπει τη χώρα για να πάει στη Γαλλία – εκείνος όμως δεν τον ακολουθεί. Ακολουθεί, όμως, χωρίς αντίσταση τις επιταγές της αυταρχικές μητέρας του. Τον βάζει να παντρευτεί την όμορφη Γιασμίνα και σε λίγο φέρνει στον κόσμο ένα παιδί, τον Καμέλ. Ο Νουρεντίν δεν ζει τη ζωή που θα ήθελε. Και τα πράγματα χειροτερεύουν: η μητέρα του πεθαίνει, ο ίδιος χωρίζει και η χώρα βυθίζεται στη βία των φονταμενταλιστών. Ψάχνοντας να κρατηθεί από κάπου θα τα ξαναβρεί με την Γιασμίνα και θα κάνουν και δεύτερο παιδάκι, ένα κοριτσάκι αυτήν τη φορά. Ο παραλογισμός, όμως, και η βαρβαρότητα είναι μόλις ένα βήμα μακριά...
Η άποψή μας: Η ταινία αφιερώνεται από τον σκηνοθέτη στους 200 χιλιάδες Αλγερινούς, κυρίως παιδιά και γυναίκες, που σφαγιάστηκαν από τους Ισλαμιστές μέσα σε μια από τις πιο άγριες δεκαετίες που έζησε ο τόπος, από το 1989 έως το 1998! Πολύ πριν τον Isis, πολύ πριν από την Αλ Κάιντα ακόμα! Μια χώρα που πάλεψε να διώξει τους Γάλλους αποικιοκράτες, στράφηκε στον σοσιαλισμό, πολεμήθηκε από το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο (καλά, σαν Κνίτης γράφω εδώ, αλλά αυτή είναι η αλήθεια), στράφηκε στο ΔΝΤ για να «σωθεί» οικονομικά, πολλά πολλά χρόνια πριν από το δικό μας Καστελόρριζο. Και το ΔΝΤ άφησε καμμένη γη! Κατέστρεψε τη χώρα, ρήμαξε την οικονομία και οδήγησε τους κατοίκους της στη φτωχοποίηση. Έλειψαν από τρόφιμα (όπως η παρμεζάνα, όπως αστειεύονται δύο από τους κεντρικούς χαρακτήρες της ταινίας) μέχρι φάρμακα (ινσουλίνη για τον διαβήτη). Κάτι σας θυμίζει όλο αυτό, έτσι; Όχι σε τόοοοσο δραματική κατάσταση, αλλά... Δυστυχώς, όπως επανειλημμένα έχει δείξει η ιστορία, η φτωχοποίηση δεν οδηγεί σε ριζοσπαστικοποίηση αλλά σε... ηλιθιότητα! Έτσι, στα αραβικά κράτη άνθησε ο φονταμενταλισμός. Έτσι, στην Ευρώπη επωάζεται το αυγό του φιδιού. Ισλαμοποίηση από τη μια μεριά, φασιστοποίηση από την άλλη. Βαρβαρότητα όπως και να έχει.
Η ταινία έχει τα προβληματάκια της. Για χάριν της οικονομίας στην αφήγηση, πολλά πράγματα που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας αφήνονται είτε ανολοκλήρωτα είτε προσπερνιούνται. Αλλά το βάθος, η ουσία είναι συγκλονιστικά! Άνθρωποι που χρησιμοποιούν το μυαλό τους αντιμετωπίζουν αρχικά τον φονταμενταλισμό με χιούμορ, σαν ένα κακό αστείο. Μετά, θεωρούν ότι το κοσμικό κράτος έχει τον τρόπο να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο. Μετά, στηρίζουν τις ελπίδες τους στο στρατό. Και μετά έρχεται ο πανικός! Πως αλλιώς όταν καθημερινά οι φονταμενταλιστές κόβουν κεφάλια «απίστων»; Μουσουλμάνων δηλαδή που απλώς δεν είναι φανατικοί, που πιστεύουν ότι η θρησκεία τους δεν τους απαγορεύει να ζουν, να αγαπούν και να ελπίζουν. Το φινάλε έχει μια χροιά ίσως υπερβολική αλλά είναι, όπως είπα, συγκλονιστικό! Ο Νουρεντίν κάπου στην αρχή της ταινίας, σώζει «αναγκαστικά» έναν άνθρωπο που είχε πέσει σε διαβητικό κώμα! Ο συγκεκριμένος μετεξελίσσεται σε μέγα σφαγέα φονταμενταλιστή. Κι όταν ο Νουρεντίν παγιδεύεται από φονταμενταλιστές μόνος του, με την κορούλα του, σε ένα χωριό, βραδιάτικα, καθώς έχει χαλάσει το αυτοκίνητό του, προσπαθώντας να σώσει την κορούλα του από το να δει την φρίκη και τον επερχόμενο και αδιαμφισβήτητο θάνατό τους, τη σφίγγει τόσο πολύ που την πνίγει στην αγκαλιά του. Κυριολεκτικά. Ανατριχιαστικό. Σοκαριστικό. Αλλά αληθινό γαμώτο.
Η υπόθεση: Η Ελένη είναι μια μεσήλικη προϊσταμένη σε τράπεζα στην Αθήνα της κρίσης. Μόλις έχει χωρίσει και συνάμα μαθαίνει πως ο καρκίνος που νόμιζε πως είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία και είχε θεραπευτεί από αυτόν, επιστρέφει δριμύτερος, με την πρόγνωση να μην είναι ιδιαίτερα καλή. Καθώς η γυναίκα καλείται να αντιμετωπίσει την αρρώστια, στην καθημερινότητά της τρυπώνει ο Αντρέας, ο άστεγος που κοιμάται στο πλατύσκαλο της πολυκατοικίας της. Η Ελένη είναι επιφυλακτική απέναντί του αρχικά, όμως η αρρώστια και η μοναξιά της την κάνουν να επανεξετάσει τη σχέση της με τον κόσμο και με τον εαυτό της. Σιγά σιγά οι δύο άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι ανοίγονται ο ένας στον άλλο αποκαλύπτοντας μυστικά από το παρελθόν τους, τραύματα που δεν λένε να επουλωθούν, ενώ προστίθενται και καινούργια. Παράλληλα, η Ελένη προσπαθώντας να κρατηθεί από κάπου, έρχεται σε επαφή με μία ομάδα Αφρικανών μεταναστών που ζουν στο υπόγειο της πολυκατοικίας, οι οποίοι την ενθαρρύνουν να εγκαταλείψει τις χημειοθεραπείες και να ακολουθήσει μια εναλλακτική θεραπεία που σχετίζεται με τις ευεργετικές ιδιότητες της SMAC.
Η άποψή μας: Πόσο εξαιρετική μπορεί να είναι μια κινηματογραφική ταινία όταν βασίζεται σε απλά αλλά στέρεα υλικά, έτσι; Ο Ηλίας Δημητρίου, στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, μετά το «Fish'n'chips» (2011) πιάνει πολύ μεγάλη επίδοση. Βασίζεται σε ένα στιβαρό σενάριο, σε μια λειτουργικότατη σκηνοθεσία χωρίς φιοριτούρες και δηθενιές και σε δύο καταπληκτικές ερμηνείες! Ο Γιάννης Κοκιασμένος, παρότι ερασιτέχνης ηθοποιός, πιάνει την ουσία του ρόλου του Ανδρέα και είναι απίστευτος. Εκείνη όμως για την οποία δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψουμε την ερμηνεία της είναι η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη! Ουάου! Είναι η Ελένη, είναι τέλεια, είναι άψογη σε όλες τις μεγάλες δραματικές σκηνές και σε όλες τις μικρές σκηνές, εκεί που τα πάντα κρίνονται στη λεπτομέρεια! Μια αδιόρατη κίνηση του χεριού, ένα ντροπαλό χαμόγελο, ένα σπάσιμο στη φωνή, ένα βλέμμα που λέει τόσο πολλά, όσα χίλιες λέξεις! Και κάθε σκηνή που μοιράζεται με τον Κοκιασμένο σε κρατάει με κομμένη την ανάσα! Μπραβο και πάλι μπράβο.
Ο Δημητρίου εισδύει στα έγκατα της ψυχής αυτής της γυναίκας για να αποκαλύψει πως όχι, δεν είναι ο θάνατος που τόσο πολύ φοβάται, μα η μοναξιά. Το σενάριό του επικεντρώνεται στην Ελένη και στη σχέση της με τον Ανδρέα. Αλλά διακριτικά, έτσι όπως πρέπει, η ταινία κάνει και το κοινωνικό της σχόλιο. Ο Ανδρέας βρέθηκε άστεγος ενώ ήταν εργολάβος οικοδομών που λόγω κρίσης έχασε πέρα από την περιουσία του και την οικογένειά του! Όταν το αμάξι της Ελένης δεν παίρνει μπρος εκτός από τον Ανδρέα αυτοί που βοηθάνε είναι μετανάστες. Ο ορθολογισμός της Ελένης ψάχνει αποκούμπι στον πνευματισμό των Αφρικανών – και ο ρόλος του Αφρικάνου φοιτητή ιατρικής είναι κομβικής σημασίας. Δεν ξέρω τι μπορεί να κάνει το SMAC, αν όντως ενεργοποιώντας το - με όποιον τρόπο - μπορείς ουσιαστικά να θεραπεύσεις τον καρκίνο, αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι έμαθα γι' αυτό μέσω της ταινίας. Και ο σκηνοθέτης είναι πολύ προσεκτικός στο χειρισμό του: δεν θέλει να δημιουργήσει ελπίδες στους καρκινοπαθείς ανά τον κόσμο – απλά δείχνει πως ίσως να υπάρχει και κάτι άλλο πέρα από τις αναγνωρισμένες από τη δυτική ιατρική κλασικές χημειοθεραπείες. Το επίσης καταπληκτικό είναι πως δεν ξέρεις που θα καταλήξει η ταινία. Δεν είναι κλισεδιάρικη, δεν βαδίζει στην πεπατημένη, κρατάει το ενδιαφέρον του θεατή μέχρι το τέλος γιατί δεν ξέρεις πως θα αντιδράσουν οι πρωταγωνιστές της ταινίας. Παράλληλα, τα αλλεπάλληλα στοιχεία που δεν γνωρίζουμε από την αρχή ως θεατές μας αποκαλύπτονται αργά αλλά σταθερά, έτσι όπως πρέπει.
Μικρό ψεγάδι η ερμηνεία του πιτσιρικά (γιου στην πραγματικότητα της Ανδρεαδάκη, που υποδύεται τον γιο του Κοκιασμένου) και το φινάλε – αυτό με την τριπλή θριαμβευτική λούπα στην εμφάνιση της Ελένης στον εργασιακό της χώρο – μιας γυναίκας αποφασισμένης να νικήσει. Πάρα πολύ καλή ταινία την οποία συστήνουμε ανεπιφύλακτα – και θα βγει κανονικά στις αίθουσες την Πέμπτη 5/5, τουλάχιστον στην Αθήνα. Και να φανταστεί κανείς πως ο Δημητρίου αρχικά ήθελε να κάνει ένα ντοκιμαντέρ για έναν άστεγο, που τελικά δεν έβαλε μέσα στο σπίτι του, μετά έπεσε το μαύρο στην ΕΡΤ, μετά είχε προβλήματα με την υγεία του, τα οποία υπερνίκησε και μετά προέκυψε αυτή η ταινία. Και πάλι συγχαρητήρια!
Το «Maintenant ils peuvent venir» (με αγγλικό τίτλο «Let Them Come») του Salem Brahimi (όπως και το «Smac») προβάλλεται στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ. Και το φινάλε της ταινίας είναι από τα πιο συγκλονιστικά που έχω δει τα τελευταία χρόνια! Κι επειδή δεν πρόκειται κατά πως φαίνεται να προβληθεί ποτέ εμπορικά στην Ελλάδα, θα σας το αποκαλύψω εκεί που λέω την άποψή μου. Θα κάνω spoiler δηλαδή! Μια ταινία για την Αλγερία που, πολύ φοβάμαι, πάει να έχει αναλογίες με αυτό που έρχεται με γοργά βήματα στην Ελλάδα. Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του σκηνοθέτη μετά από δύο ντοκιμαντέρ. Προβλήθηκε στο περασμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες» (ας μην ξαναλέμε τα ίδια ρε παιδιά, πού να τις προλάβεις όλες τις ταινίες, δηλαδή, έλεος!). Κι έχει και ελληνικό χρώμα η ταινία, καθώς διευθυντής φωτογραφίας είναι ο Λεωνίδας Αρβανίτης, μοντέρ ο Γιώργος Λαμπρινός και η παραγωγή είναι της Michèle Ray-Gavras, συζύγου του Κώστα Γαβρά. Και ξέρουμε τι σημαίνει ο συνδυασμός Αλγερίας και Γαβρά, έτσι;
Η υπόθεση: Στα τέλη της δεκαετίας του '80 τα είδωλα του παρελθόντος παραπαίουν στην Αλγερία, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο. Ο κομουνισμός πνέει τα λοίσθια. Η Αλγερία κάνει εισαγωγή νέων ειδώλων. Ποιο θα υπερισχύσει; Ο καπιταλισμός του ΔΝΤ ή ο ισλαμισμός του Αφγανιστάν και της Σαουδικής Αραβίας; Ο Νουρεντίν είναι ένας δημόσιος υπάλληλος με λογοτεχνικές ανησυχίες. Χωρίζει από την αγαπημένη του, η οποία βλέποντας μπροστά, εγκαταλείπει τη χώρα για να πάει στη Γαλλία – εκείνος όμως δεν τον ακολουθεί. Ακολουθεί, όμως, χωρίς αντίσταση τις επιταγές της αυταρχικές μητέρας του. Τον βάζει να παντρευτεί την όμορφη Γιασμίνα και σε λίγο φέρνει στον κόσμο ένα παιδί, τον Καμέλ. Ο Νουρεντίν δεν ζει τη ζωή που θα ήθελε. Και τα πράγματα χειροτερεύουν: η μητέρα του πεθαίνει, ο ίδιος χωρίζει και η χώρα βυθίζεται στη βία των φονταμενταλιστών. Ψάχνοντας να κρατηθεί από κάπου θα τα ξαναβρεί με την Γιασμίνα και θα κάνουν και δεύτερο παιδάκι, ένα κοριτσάκι αυτήν τη φορά. Ο παραλογισμός, όμως, και η βαρβαρότητα είναι μόλις ένα βήμα μακριά...
Η άποψή μας: Η ταινία αφιερώνεται από τον σκηνοθέτη στους 200 χιλιάδες Αλγερινούς, κυρίως παιδιά και γυναίκες, που σφαγιάστηκαν από τους Ισλαμιστές μέσα σε μια από τις πιο άγριες δεκαετίες που έζησε ο τόπος, από το 1989 έως το 1998! Πολύ πριν τον Isis, πολύ πριν από την Αλ Κάιντα ακόμα! Μια χώρα που πάλεψε να διώξει τους Γάλλους αποικιοκράτες, στράφηκε στον σοσιαλισμό, πολεμήθηκε από το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο (καλά, σαν Κνίτης γράφω εδώ, αλλά αυτή είναι η αλήθεια), στράφηκε στο ΔΝΤ για να «σωθεί» οικονομικά, πολλά πολλά χρόνια πριν από το δικό μας Καστελόρριζο. Και το ΔΝΤ άφησε καμμένη γη! Κατέστρεψε τη χώρα, ρήμαξε την οικονομία και οδήγησε τους κατοίκους της στη φτωχοποίηση. Έλειψαν από τρόφιμα (όπως η παρμεζάνα, όπως αστειεύονται δύο από τους κεντρικούς χαρακτήρες της ταινίας) μέχρι φάρμακα (ινσουλίνη για τον διαβήτη). Κάτι σας θυμίζει όλο αυτό, έτσι; Όχι σε τόοοοσο δραματική κατάσταση, αλλά... Δυστυχώς, όπως επανειλημμένα έχει δείξει η ιστορία, η φτωχοποίηση δεν οδηγεί σε ριζοσπαστικοποίηση αλλά σε... ηλιθιότητα! Έτσι, στα αραβικά κράτη άνθησε ο φονταμενταλισμός. Έτσι, στην Ευρώπη επωάζεται το αυγό του φιδιού. Ισλαμοποίηση από τη μια μεριά, φασιστοποίηση από την άλλη. Βαρβαρότητα όπως και να έχει.
Η ταινία έχει τα προβληματάκια της. Για χάριν της οικονομίας στην αφήγηση, πολλά πράγματα που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας αφήνονται είτε ανολοκλήρωτα είτε προσπερνιούνται. Αλλά το βάθος, η ουσία είναι συγκλονιστικά! Άνθρωποι που χρησιμοποιούν το μυαλό τους αντιμετωπίζουν αρχικά τον φονταμενταλισμό με χιούμορ, σαν ένα κακό αστείο. Μετά, θεωρούν ότι το κοσμικό κράτος έχει τον τρόπο να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο. Μετά, στηρίζουν τις ελπίδες τους στο στρατό. Και μετά έρχεται ο πανικός! Πως αλλιώς όταν καθημερινά οι φονταμενταλιστές κόβουν κεφάλια «απίστων»; Μουσουλμάνων δηλαδή που απλώς δεν είναι φανατικοί, που πιστεύουν ότι η θρησκεία τους δεν τους απαγορεύει να ζουν, να αγαπούν και να ελπίζουν. Το φινάλε έχει μια χροιά ίσως υπερβολική αλλά είναι, όπως είπα, συγκλονιστικό! Ο Νουρεντίν κάπου στην αρχή της ταινίας, σώζει «αναγκαστικά» έναν άνθρωπο που είχε πέσει σε διαβητικό κώμα! Ο συγκεκριμένος μετεξελίσσεται σε μέγα σφαγέα φονταμενταλιστή. Κι όταν ο Νουρεντίν παγιδεύεται από φονταμενταλιστές μόνος του, με την κορούλα του, σε ένα χωριό, βραδιάτικα, καθώς έχει χαλάσει το αυτοκίνητό του, προσπαθώντας να σώσει την κορούλα του από το να δει την φρίκη και τον επερχόμενο και αδιαμφισβήτητο θάνατό τους, τη σφίγγει τόσο πολύ που την πνίγει στην αγκαλιά του. Κυριολεκτικά. Ανατριχιαστικό. Σοκαριστικό. Αλλά αληθινό γαμώτο.
Θοδωρής Γιαχουστίδης