14ες Κινηματογραφικές Μέρες Κύπρου 2016 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

Κι όμως, τα Βαλκάνια μεγαλουργούν κινηματογραφικά

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα τμήματα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι το «Ματιές στα Βαλκάνια», που έχει στήσει με πολύ κόπο, μεράκι και αγάπη ο αδιαμφισβήτητα πετυχημένος στη θέση του, Δημήτρης Κερκινός. Ναι ρε φίλε, η χιλιοταλαιπωρημένη αυτή χερσόνησος του Αίμου δίνει πολύ αξιόλογα δείγματα γραφής τα τελευταία χρόνια. Και είναι άδικο, κατά την άποψή μας, το γεγονός ότι κατά κύριο λόγο οι Ρουμάνοι κερδίζουν τη μερίδα του λέοντος σε ότι αφορά την προσοχή των μεγάλων κινηματογραφικών φεστιβάλ επάνω τους. Όχι ότι δεν το αξίζουν, αλλά υπάρχουν, κατά πως φαίνεται κι άλλες ακμάζουσες κινηματογραφίες στη γειτονιά μας. Για δυο βαλκανικές ταινίες θα μιλήσουμε εδώ σήμερα λοιπόν. Τη μία την είδαμε τη Δευτέρα (ακολούθησε προβολή του «Αστακού» - να τα λέμε κι αυτά) και την άλλη την είδαμε την Τρίτη (ακολούθησε η προβολή του «Ο γιος του Σαούλ», η ταινία που ψηφίστηκε ως η καλύτερη για το 2015 από την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου.

Silent TIFF 2015

Το «Sve najbolje» (με αγγλικό τίτλο «All the Best») της Snjezana Tribuson, σε δικό της σενάριο, είναι κροατικής παραγωγής. Είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί η 59χρονη σκηνοθέτιδα. Και μετά από πολύ ψάξιμο στο διαδίκτυο, παίρνω την πρωτοβουλία να γράψω ότι η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της εδώ στην Κύπρο! Άτσα, μεγαλεία!

Η υπόθεση: Χειμώνας στο Ζάγκρεμπ. Η πόλη ετοιμάζεται για τα Χριστούγεννα. Η Βερίκα δουλεύει σε ζαχαροπλαστείο. Είναι μια χαμογελαστή, μοναχική γυναίκα, της οποίας η αδελφή βρίσκεται στο νοσοκομείο καθώς δέχεται θεραπεία για τον καρκίνο που την ταλανίζει. Στο νοσοκομείο η Βερίκα θα γνωρίσει έναν μπογιατζή και θα πιστέψει πως οι μέρες της μοναξιάς της φτάνουν στο τέλος τους. Στο ζαχαροπλαστείο που δουλεύει, θα γνωρίσει τον Μάρτιν, έναν διάσημο Ισπανό τενόρο, ο οποίος βρίσκεται στην πόλη για το ανέβασμα του Ντον Τζιοβάνι στην Όπερα του Ζάγκρεμπ. Ο Μάρτιν μόλις έχει χωρίσει. Έχει κάνει όμως το... εμβόλιο της γρίπης και είναι ο μοναδικός από το θίασο που δεν πέφτει θύμα της ίωσης που παίρνει διαστάσεις επιδημίας στην πόλη.

Η συμπρωταγωνίστριά του δεν μπορεί να συνεχίσει. Η Μπρανκίτσα είναι επίσης τραγουδίστρια της όπερας. Ο σύζυγός της, της ανακοινώνει ότι χωρίζουν κι εκείνη αποφασίζει να μετακομίσει από τη Γερμανία όπου ζούσε και να αποσυρθεί στη φάρμα του χήρου πατέρα της προκειμένου να αποφύγει για κάμποσο καιρό τα φώτα της δημοσιότητας. Ο διευθυντής της όπερας την παρακαλεί να πάρει το ρόλο της άρρωστης συναδέλφου της. Καθώς πλησιάζουμε προς τα Χριστούγεννα, μια στρατιά από κατσαρίδες, ένα δοχείο με δηλητηριασμένα γλυκά, φρεσκοστημένοι χυμοί παντζαριού και μια όπερα θα φέρουν πολλούς από αυτούς τους ανθρώπους κοντά μεταξύ τους...

Η άποψή μας: Αυτή λοιπόν είναι μια πολύ καλή, λαϊκή και φεστιβαλική συνάμα, ευχάριστη ρομαντική κωμωδία. Μια ταινία που αν είχε πρωταγωνιστές διάσημους χολιγουντιανούς σταρ θα ξέσκιζε στα ταμεία! Καθώς όμως είναι γυρισμένη στην Κροατία, ίσως παιχτεί σε μερικά φεστιβάλ, σίγουρα θα κάνει επιτυχία στη χώρα της αλλά δεν πρόκειται να παιχτεί πουθενά αλλού. Δηλαδή, τι καλύτερο έχουν οι γαλλικές ταινίες που κατά κόρον μας παρουσιάζουν οι εγχώριες εταιρίες διανομής; Απλά, έτσι όπως έχουν φτάσει τα πράγματα στο χώρο του κινηματογράφου, ο πολύς κόσμος στη χώρα μας πηγαίνει πλέον μόνον σε ταινίες – γεγονότα. Το ίδιο συμβαίνει παντού, δυστυχώς. Και είναι αλήθεια: τι να πρωτοδεί κανείς; Μπορεί το εισιτήριο για τον κινηματογράφο να τιμάται τόσο χαμηλά που να είναι ακόμα από τις πιο φτηνές μορφές διασκέδασης, αλλά η κρίση και το downloading αφήνει τον κόσμο στα σπίτια του. Anyway...

Η ταινία σε κάνει να γελάς, σε μερικές σκηνές πολύ δυνατά, αλλά ουσιαστικά αποτελεί μια κινηματογραφική μελέτη για την μοναξιά. Ο τρόπος που οι διάφορες ιστορίες συναντούν και τέμνουν η μία την άλλη θυμίζει... Iñárritu, μόνο που στο φιλμικό κόσμο του Μεξικάνου σκηνοθέτη, τα πάντα θα οδηγούσαν στο θάνατο. Όχι ότι εδώ δεν... αποφεύγεται. Πανέξυπνα, η σκηνοθέτιδα, σε δύο κρίσιμες σκηνές, δείχνει στο περιθώριο της δράσης, δύο ανθρώπους να πεθαίνουν, μόνοι: ο ένας πυροβολώντας τον εαυτό του μέσα στο διαμέρισμα όπου ζει και ο άλλος παγώνοντας από κρύο και απουσία ανθρώπινης επικοινωνίας στην άκρη από το παγκάκι στο οποίο βρίσκεται. Ωραίος χαρακτήρας ο τύπος που παίζει τον ερωτύλο βαφέα (αυτός και ο... χυμός από παντζάρι ως ενισχυτικό του ανοσοποιητικού συστήματος είναι τα δύο στοιχεία που συνδέουν τις δύο ταινίες με τις οποίες ασχολούμαστε σε τούτη την ανταπόκριση!), οι σκηνές της όπερας είναι έξυπνα σκηνοθετημένες, το κλείδωμα της ζαχαροπλάστριας στο μπάνιο της προκαλεί γέλιο μέσα στην τραγωδία της και το φινάλε δεν θα μπορούσε παρά να είναι ένα χάπι έντ.

Η ταινία πήρε γερό χειροκρότημα από το κοινό των 50 – 60 ατόμων που έφτασε στο Ριάλτο για να την παρακολουθήσει. Και λέμε ότι τα πράγματα στην Ελλάδα είναι τραγικά. Θα προσπαθήσω να πάω σε πολυσινεμά στη Λεμεσό για να δω αν οι Λεμεσιανοί δεν πηγαίνουν στο φεστιβάλ ή δεν πάνε σινεμά γενικότερα... Και είναι κρίμα για το φεστιβάλ, καθώς τουλάχιστον σε ότι αφορά την επιλογή των ταινιών, αποδεικνύεται ιδιαιτέρως υψηλού επιπέδου!

Our Little Sister TIFF 2015

Το «Nasa svakodnevna prica» (με αγγλικό τίτλο «Our Everyday Life») της Ines Tanovic (όπως και η ταινία από την Κροατία) προβάλλεται στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ. Άλλη μια ταινία από τα Βαλκάνια, λοιπόν, άλλη μια ταινία από γυναίκα σκηνοθέτιδα! Από τις έξι που έχω δει έως τώρα στο φεστιβάλ, οι πέντε είναι σκηνοθετημένες από γυναίκες. Τούτη αποτέλεσε την επίσημη πρόταση της Βοσνίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ και πήρε μέρος σε διάφορα φεστιβάλ, όπως και στο περασμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου δεν την είδαμε (ντροπή μας) στο τμήμα «Ματιές στα Βαλκάνια», βεβαίως βεβαίως...

Η υπόθεση: Σαράγεβο. Ο 40χρονος Σάσα, βετεράνος του πολέμου, προσπαθεί να συμβιβαστεί με την ανεπίλυτη πολιτική κατάσταση και την οικονομική δυσπραγία της μεταπολεμικής Βοσνίας. Χωρισμένος, ζει με τον πατέρα του και τη μητέρα του, σε μια κατάσταση φαινομενικής απάθειας. Η αδελφή του, η Σενάντα, ζει στη Λουμπλιάνα, φυγαδευμένη από τους δικούς της όταν ξέσπασε ο πόλεμος στη Βοσνία. Ο εραστής της φεύγει μακρινό ταξίδι ενώ εκείνη έχει μείνει έγκυος. Ο πατέρας τους, ο Μοχάμεντ, είναι πρόεδρος μιας επιχείρησης που δημιούργησε μόνος του αλλά τα golden boys της πατρίδας του, του δείχνουν την πόρτα της εξόδου. Ο Μοχάμεντ κατηγορεί τον Σάσα ότι κρύβεται πίσω από το μεταπολεμικό στρες για να μην κάνει τίποτε. Η κόντρα των δύο αντρών στεναχωρεί τη σύζυγο του Μοχάμεντ και μητέρα του Σάσα, τη Μαρία. Η αποκάλυψη ότι η Μαρία πάσχει από πολύ σοβαρή ασθένεια θα λειτουργήσει ως καταλύτης στην οικογένειά της.

Η άποψή μας: «Γιατί πιστεύεις ότι πρέπει να φέρνουμε στον κόσμο παιδιά, σε αυτό το χάος;» ρωτάει με πραγματική απογοήτευση στη φωνή του ο Σάσα στον πατέρα του, όταν εκείνος τον παροτρύνει να παντρευτεί και να κάνει παιδί. «Επειδή τα παιδιά είναι τα μόνα που μπορούν να νικήσουν αυτό το χάος», του απαντά ο Μοχάμεντ. Οι κυνικοί από τους αναγνώστες μπορούν να χλευάσουν ελεύθερα, αλλά τούτη είναι η πιο συγκινητική και συνάμα η κορυφαία σκηνή της ταινίας. Πολύ κοντά της είναι μια άλλη, πάλι με τον πατέρα και τον γιο πρωταγωνιστές, στη μπανιέρα του σπιτιού τους, όπου ο γιος καθαρίζει ένα ολόκληρο τσουβάλι από κόκκινες πιπεριές, με τις οποίες η μητέρα του θέλει να φτιάξει μια λιχουδιά ονόματι ajvar, που λατρεύει η κόρη της (σημείωση: όντως, φαίνεται λαχταριστό!).

Δυο γενιές σε αντιπαράθεση, δυο γενιές που έχουν δίκιο και οι δύο! Τούτη η ταινία, λοιπόν, είναι ένα οικογενειακό δράμα, που επίσης αν είχε γυριστεί από χολιγουντιανό στούντιο, με μεγάλους αστέρες στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, θα έκανε πάταγο. Στην πρώτη της σκηνοθετική δουλειά σε ταινία μεγάλου μήκους, η Ines Tanovic μεταφέρει με τη δέουσα σοβαρότητα το δικό της σενάριο στη μεγάλη οθόνη. Λίγο της ξεφεύγει το μοντάζ και κάποιες σκηνές αλλάζουν τη σκυτάλη μεταξύ τους λίγο... τραχειά, αλλά κατά τα άλλα έχουμε ένα ενήλικο δράμα, με χαρακτήρες γραμμένους με βάθος, που δείχνουν να έχουν ξεπεράσει τον πόλεμο, αλλά εκείνος τους έχει αφήσει τα σημάδια του – ψυχικά περισσότερο, αλλά και σωματικά. Όταν ο Σάσα ρωτάει την ξενιτεμένη στις ΗΠΑ παλιά μαθήτρια της καθηγήτριας μητέρας του, Λέιλα, γιατί είναι τόσο παθιασμένη με τον πόλεμο στη Βοσνία (τον οποίο δεν βίωσε η ίδια, όντας μακριά) και μαζεύει φωτογραφικό υλικό, εκείνη του απαντά: «για να δω πώς μπορέσατε να μην τρελαθείτε κατά τη διάρκειά του». Και ο Σάσα της ανταπαντά: «Και ποιος σου είπε ότι δεν τρελαθήκαμε;». Χαμηλών ημιτόνων ταινία, που έχει πολλά να πει.

Θοδωρής Γιαχουστίδης

14ες Κινηματογραφικές Μέρες Κύπρου 2016 Live