του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Σώζοντας τον κόσμο, γατάκια!
Δεν ξέρω αν η ανάρτηση της κ. Χριστίνας Ταχιάου στο fb, που κάνει τη γύρα του διαδικτύου, σχετικά με τον κ. Θεοδωράκη, ο οποίος τη... γείωσε σε τηλεφωνική της κλήση, για να σώσει ένα... γατάκι είναι αληθινή ή προϊόν ευφάνταστων χαβαλετζήδων – πειραχτηριών, αλλά αν είναι αυθεντική... oh my God, που λένε και οι φίλοι μας οι Κύπριοι! Η πραγματική αποθέωση του Τίποτε! Ας ερχόταν να τα βάλει με τον γάτο που κατέβασε από δέντρο ο κ. Χρίστος Κυριάκου, της Mobipetz. Ένας τεράστιος αρσενικός γάτος, που του επιτέθηκαν δύο σκύλοι και τον ξέσκισαν. Τρομοκρατημένος και για να σωθεί ανέβηκε σε δέντρο και δεν κατέβαινε με τίποτε, με κίνδυνο να αποδημήσει εις Κύριον λόγω της αιμορραγίας. Κι όμως, ο άνθρωπος, παρά τα προβλήματα και φορώντας ειδικά γάντια, τα κατάφερε, έχοντας σουβενίρ δύο σημάδια από τα δόντια και τις σιαγώνες του φοβισμένου... γατούλη! Γενικώς, αυτό που βλέπω στη Λεμεσό, μιας που δεν θα μπορούσε να μας δώσει καλύτερη πάσα η κ. Ταχιάου, είναι πολλά αδέσποτα γατιά και κανένα – επαναλαμβάνω, κανένα! – αδέσποτο σκυλί! Οι Λεμεσιανοί είναι φοβερά φιλόζωοι από τη μια, αλλά δεν λείπουν και τα καθίκια (excuse my french) που τη βρίσκουν βασανίζοντας ή οδηγώντας στο θάνατο ζωάκια που δεν τους φταίνε σε τίποτε. Μεγάλη ιστορία... Οπότε, ας πάμε και στις δύο ταινίες που είδαμε την Κυριακή.
Το «Peur de rien» (με αγγλικό τίτλο «Parisienne») της Danielle Arbid προβάλλεται στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ, Glocal Images. Αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί η γεννημένη στη Βηρυτό, Λιβανέζα δημιουργός, υπογράφοντας και το σενάριο, το οποίο είναι εν πολλοίς και στην ουσία του αυτοβιογραφικό. Η ταινία ξεκίνησε την καριέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Τορόντο, προβλήθηκε στο φεστιβάλ του Ντουμπάι, στο φεστιβάλ ευρωπαϊκών ταινιών Les Arcs κι έφτασε έως τη Λεμεσό, αφού έκανε την εμπορική της πρεμιέρα στη Γαλλία στις αρχές Φεβρουαρίου.
Η υπόθεση: 1993. Η Λίνα είναι μια πανέμορφη 18χρονη κοπέλα που φτάνει από τη Βηρυτό, η οποία προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές της από τον πόλεμο που βίωσε, στα προάστια του Παρισιού, όπου έχει πάει για να σπουδάσει. Φιλοξενείται στο σπίτι της θείας της, όταν ο θείος της, όμως, πάει να τη βιάσει, το σκάει και περιφέρεται στους δρόμους. Μόνη σε μια τεράστια μεγαλούπολη, θα προσπαθήσει να διαχειριστεί τη μοναξιά της, τον ερωτισμό της, την ανάγκη της για ανθρώπινη επαφή, την ανάγκη της για μάθηση, περιμένοντας να πάρει και την απαραίτητη άδεια παραμονής, που λόγω γραφειοκρατίας, αργεί πολύ. Θα δημιουργήσει φιλίες, θα τις χαλάσει, θα γνωρίσει εραστές, θα έρθει σε επαφή με βασιλόφρονες, ρατσιστές, ακροαριστερούς και αναρχικούς. Και θα μεγαλώσει. Και θα ωριμάσει. Παρά τις πάμπολλες αναποδιές που θα βρει μπροστά της. Με μία λέξη: θα ζήσει.
Η άποψή μας: Θα πρέπει να με συγχωρέσετε αλλά σε σχέση με αυτήν την ταινία δεν θα είμαι αντικειμενικός. Όχι ότι είμαι και ποτέ: οι κριτικές μου (ο Θεός να τις κάνει) είναι περισσότερο οι απόψεις μου στο κατά πόσο με «έπιασε» μια ταινία. Εντάξει, αν είναι κακοφτιαγμένη μια ταινία, κατασκευαστικά, υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια για να το θέσεις ως ζήτημα. Όμως, ευτυχώς ή δυστυχώς, η ματιά πάνω σε ένα έργο τέχνης είναι υποκειμενικό. Τεράστια συζήτηση, το ξέρω, οπότε σταματώ εδώ. Για να τονίσω πως ερωτεύθηκα (πλατωνικώ τω τρόπω) την πρωταγωνίστρια. Η πρωτοεμφανιζόμενη Manal Issa, που υποδύεται τη Λίνα, είναι ένα από τα πιο όμορφα πλάσματα που κυκλοφορούν στον πλανήτη γη! Τι θείο πλάσμα! Τι βλέμμα! Τι χείλη! Τι ανατολίτικη ομορφιά! Τι σώμα! Τι χυμοί! Εντάξει, παραληρώ, σταματήστε με!
Η κοπέλα κυριολεκτικά μαγνητίζει το βλέμμα των αρρένων θεατών – μην σας πω και των θηλέων (sic). Η παρουσία της σε κάθε στιγμή της ταινίας, σε κάθε κομμάτι, είτε κλαίγοντας από απελπισία είτε χαμογελώντας από έρωτα είτε γελώντας με αισιοδοξία δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα! Μπορείς λοιπόν να αδικήσεις την ταινία εξαιτίας της ή να την αποθεώσεις για τον ίδιο λόγο! Εντάξει, συνήλθα: θα μιλήσω και για την ταινία! Αυτό που κάνει η σκηνοθέτιδα είναι να προσφέρει μια φέτα ζωής. Βλέπουμε τις περιπέτειες της Λίνας. Μιας μετανάστριας που προσπαθεί να προσαρμοστεί. Μιας κοπέλας που γίνεται γυναίκα. Ενός καθαρού μυαλού που μαθαίνει να αγαπάει να μαθαίνει! Που ξεκινάει να σπουδάσει Οικονομικά αλλά γοητεύεται από την διδασκαλία μιας καθηγήτριας περί Ιστορίας της Τέχνης κι ενός καθηγητή που διδάσκει Λογοτεχνία. Το πρώτο μάθημα περί της οντολογικής ανάγκης για την ύπαρξη του Άσχημου είναι από τις κορυφαίες της ταινίας.
Η βοήθεια που λαμβάνει, αυτή, μια μετανάστρια από το Λίβανο, από μια βασιλικιά, που τα έχει με έναν ναζί, βγάζει γέλιο, περνώντας παράλληλα τα απαραίτητα μηνύματα. Μέσα στην ατυχία της η Λίνα είναι τυχερή: η καραμπόλα των σχέσεών της την οδηγεί κοντά στην πολυπόθητη παραμονή της στη Γαλλία. Αλλά όλα κρίνονται από μια υπογραφή, από την απόκτηση ενός καλού δικηγόρου, από τυχαιότητες. Το σάουντρακ είναι σπουδαίο (με σκηνές από συναυλία του Frank Black των Pixies στο Παρίσι, με αναφορές στους Les Négresses Vertes και τους Pogues, γενικώς, ψαγμένο κι όχι στην τύχη αφημένο). Και προσωπικά χάρηκα που είδα μια αγαπημένη ηθοποιό, την Elina Löwensohn, σε έναν μικρούλη ρόλο προς το φινάλε της ταινίας. Ο ορισμός της καλής ταινίας, την οποία μπορεί να παρακολουθήσει το κοινό, να γελάσει, να συγκινηθεί, να νιώσει χωρίς να πιέζεται από διδακτισμούς και στρυφνή ατζέντα θυμάτων. Θετικό πρόσημο, σαφώς.
Το «À peine j'ouvre les yeux» (με αγγλικό τίτλο «As I Open My Eyes») της Leyla Bouzid προβάλλεται στο τμήμα Viewfinder. Και με έναν μίνι απολογισμό, είναι η τρίτη από τις τέσσερις ταινίες που έχω δει έως τώρα στη Λεμεσό που: α) είναι σκηνοθετημένη από γυναίκα, β) έχει δυνατές, γυναίκες πρωταγωνίστριες σε πρώτο πλάνο και γ) είναι γαλλικές παραγωγές! Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Leyla Bouzid έκανε το... κινηματογραφικό του ντεμπούτο στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας (στο τμήμα Venice Days), πήρε το βραβείο της ένωσης κριτικών FIPRESCI στο φεστιβάλ της Καρθαγένης, στην Τυνησία και συμμετείχε σε πολλά ακόμα φεστιβάλ.
Η υπόθεση: Τύνιδα, καλοκαίρι 2010. Η Φάρα είναι μια 18χρονη κοπέλα που περνάει στις εισαγωγικές εξετάσεις. Όλοι περιμένουν πως θα επιλέξει να σπουδάσει ιατρική, εκείνη όμως προτιμά τη μουσικολογία. Η οικογένειά της είναι αρκετά ευκατάστατη ώστε να διαθέτει οικιακή βοηθό, κι ας είναι ο πατέρας της μακριά, σε άλλη πόλη, χωρίς να μπορεί να πάρει μετάθεση, καθώς δεν έχει υπογράψει για να γίνει μέλος του «κόμματος», της κυβερνούσας δικτατορίας του Μπεν Αλί δηλαδή, στην εξουσία για 26 ολόκληρα χρόνια. Η Φάρα είναι τραγουδίστρια ροκ συγκροτήματος, ερωτευμένη και σε σχέση με τον ηγέτη του γκρουπ, τον Μπορέν. Οι στίχοι των τραγουδιών παραείναι επαναστατικοί για τα γούστα της κυβέρνησης. Ένας πρώην γνωστός (;) της Χαγιέτ, μητέρας της Φάρα, την προειδοποιεί ότι η κόρη της έχει μπλέξει και πως τα πράγματα είναι επικίνδυνα. Η Χαγιέτ θα προσπαθήσει να προστατέψει την κόρη της με πολύ αυταρχικό τρόπο. Πώς θα αντιδράσει η Φάρα;
Η άποψή μας: Η ταινία μας μεταφέρει στην πρωτεύουσα της Τυνησίας, λίγους μήνες πριν ξεσπάσει η λεγόμενη «Επανάσταση των γιασεμιών», η οποία έριξε τον δικτάτορα Μπεν Αλί από την εξουσία και σηματοδότησε την απαρχή της «Αραβικής Άνοιξης». Πέντε χρόνια μετά, βεβαίως, τα πράγματα δεν φαίνεται να έχουν αλλάξει προς το καλύτερο, αλλά αυτό δεν είναι το θέμα τούτης της ταινίας. Τούτη η ταινία είναι ταυτόχρονα ένα coming of age φιλμ, μια ταινία για τη σχέση μητέρας – κόρης, μια ματιά σε μια κοινωνία βαθιά συντηρητική και ένα είδος μουσικού ντοκιμαντέρ, καθώς πολύ μεγάλο τμήμα από τη διάρκεια της ταινίας καλύπτεται από την ερμηνεία εξαιρετικών, είναι η αλήθεια, τραγουδιών, πρωτόγνωρων για τα αυτιά μας, καθώς συνδυάζουν Αραβικά ακούσματα με τη ροκ και μερικούς πολύ δυνατούς, πολιτικά φορτισμένους στίχους.
Η σκηνοθέτιδα έχει φοβερή αυτοπεποίθηση και φέρει εις πέρας το δύσκολο εγχείρημά της. Κυρίως, μας συστήνει μια κοινωνία που δείχνει (ή μήπως είναι;) πιο συντηρητική ακόμα και από την ελληνική κοινωνία. Ναι, γιατί στην Τύνιδα τότε (δεν ξέρω για τώρα) υπήρχαν καφενεία μόνο για άντρες και η παρουσία μιας γυναίκας εκεί προκαλούσε το λιγότερο αναστάτωση. Ναι, γιατί ακόμα και οι πιο προοδευτικοί από τους άντρες εκεί, όπως ο αρχηγός του συγκροτήματος, θέλει να επωφεληθεί από την «ελευθεριότητα» αλλά δεν δέχεται η κοπέλα του να χορεύει δημοσίως και να τραβάει τα αντρικά βλέμματα – είναι αιτία χωρισμού αυτό! Ναι, γιατί αν δεν ήσουν γραμμένος στο κόμμα του δικτάτορα δεν μπορούσες να απολαύσεις προνόμια (χμ...). Ναι, γιατί υπήρχε στημένος ένας ολόκληρος κρατικός μηχανισμός που παρακολουθούσε τους πολίτες, οι οποίοι ζούσαν μέσα στο φόβο, καθώς δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν ποιοι είναι οι χαφιέδες.
Ενδιαφέρουσα ταινία με εξαιρετικό σάουντρακ (τα ιδιαίτερα αυτά τραγούδια σου μένουν στη μνήμη) με πολύ καλή ερμηνεία από την νεαρή πρωτοεμφανιζόμενη πρωταγωνίστρια Baya Medhaffer, αλλά κυρίως από την εξαιρετική, δυναμική, υπέροχη Ghalia Benali, στο ρόλο της μητέρας της.
Η υπόθεση: 1993. Η Λίνα είναι μια πανέμορφη 18χρονη κοπέλα που φτάνει από τη Βηρυτό, η οποία προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές της από τον πόλεμο που βίωσε, στα προάστια του Παρισιού, όπου έχει πάει για να σπουδάσει. Φιλοξενείται στο σπίτι της θείας της, όταν ο θείος της, όμως, πάει να τη βιάσει, το σκάει και περιφέρεται στους δρόμους. Μόνη σε μια τεράστια μεγαλούπολη, θα προσπαθήσει να διαχειριστεί τη μοναξιά της, τον ερωτισμό της, την ανάγκη της για ανθρώπινη επαφή, την ανάγκη της για μάθηση, περιμένοντας να πάρει και την απαραίτητη άδεια παραμονής, που λόγω γραφειοκρατίας, αργεί πολύ. Θα δημιουργήσει φιλίες, θα τις χαλάσει, θα γνωρίσει εραστές, θα έρθει σε επαφή με βασιλόφρονες, ρατσιστές, ακροαριστερούς και αναρχικούς. Και θα μεγαλώσει. Και θα ωριμάσει. Παρά τις πάμπολλες αναποδιές που θα βρει μπροστά της. Με μία λέξη: θα ζήσει.
Η άποψή μας: Θα πρέπει να με συγχωρέσετε αλλά σε σχέση με αυτήν την ταινία δεν θα είμαι αντικειμενικός. Όχι ότι είμαι και ποτέ: οι κριτικές μου (ο Θεός να τις κάνει) είναι περισσότερο οι απόψεις μου στο κατά πόσο με «έπιασε» μια ταινία. Εντάξει, αν είναι κακοφτιαγμένη μια ταινία, κατασκευαστικά, υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια για να το θέσεις ως ζήτημα. Όμως, ευτυχώς ή δυστυχώς, η ματιά πάνω σε ένα έργο τέχνης είναι υποκειμενικό. Τεράστια συζήτηση, το ξέρω, οπότε σταματώ εδώ. Για να τονίσω πως ερωτεύθηκα (πλατωνικώ τω τρόπω) την πρωταγωνίστρια. Η πρωτοεμφανιζόμενη Manal Issa, που υποδύεται τη Λίνα, είναι ένα από τα πιο όμορφα πλάσματα που κυκλοφορούν στον πλανήτη γη! Τι θείο πλάσμα! Τι βλέμμα! Τι χείλη! Τι ανατολίτικη ομορφιά! Τι σώμα! Τι χυμοί! Εντάξει, παραληρώ, σταματήστε με!
Η κοπέλα κυριολεκτικά μαγνητίζει το βλέμμα των αρρένων θεατών – μην σας πω και των θηλέων (sic). Η παρουσία της σε κάθε στιγμή της ταινίας, σε κάθε κομμάτι, είτε κλαίγοντας από απελπισία είτε χαμογελώντας από έρωτα είτε γελώντας με αισιοδοξία δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα! Μπορείς λοιπόν να αδικήσεις την ταινία εξαιτίας της ή να την αποθεώσεις για τον ίδιο λόγο! Εντάξει, συνήλθα: θα μιλήσω και για την ταινία! Αυτό που κάνει η σκηνοθέτιδα είναι να προσφέρει μια φέτα ζωής. Βλέπουμε τις περιπέτειες της Λίνας. Μιας μετανάστριας που προσπαθεί να προσαρμοστεί. Μιας κοπέλας που γίνεται γυναίκα. Ενός καθαρού μυαλού που μαθαίνει να αγαπάει να μαθαίνει! Που ξεκινάει να σπουδάσει Οικονομικά αλλά γοητεύεται από την διδασκαλία μιας καθηγήτριας περί Ιστορίας της Τέχνης κι ενός καθηγητή που διδάσκει Λογοτεχνία. Το πρώτο μάθημα περί της οντολογικής ανάγκης για την ύπαρξη του Άσχημου είναι από τις κορυφαίες της ταινίας.
Η βοήθεια που λαμβάνει, αυτή, μια μετανάστρια από το Λίβανο, από μια βασιλικιά, που τα έχει με έναν ναζί, βγάζει γέλιο, περνώντας παράλληλα τα απαραίτητα μηνύματα. Μέσα στην ατυχία της η Λίνα είναι τυχερή: η καραμπόλα των σχέσεών της την οδηγεί κοντά στην πολυπόθητη παραμονή της στη Γαλλία. Αλλά όλα κρίνονται από μια υπογραφή, από την απόκτηση ενός καλού δικηγόρου, από τυχαιότητες. Το σάουντρακ είναι σπουδαίο (με σκηνές από συναυλία του Frank Black των Pixies στο Παρίσι, με αναφορές στους Les Négresses Vertes και τους Pogues, γενικώς, ψαγμένο κι όχι στην τύχη αφημένο). Και προσωπικά χάρηκα που είδα μια αγαπημένη ηθοποιό, την Elina Löwensohn, σε έναν μικρούλη ρόλο προς το φινάλε της ταινίας. Ο ορισμός της καλής ταινίας, την οποία μπορεί να παρακολουθήσει το κοινό, να γελάσει, να συγκινηθεί, να νιώσει χωρίς να πιέζεται από διδακτισμούς και στρυφνή ατζέντα θυμάτων. Θετικό πρόσημο, σαφώς.
Το «À peine j'ouvre les yeux» (με αγγλικό τίτλο «As I Open My Eyes») της Leyla Bouzid προβάλλεται στο τμήμα Viewfinder. Και με έναν μίνι απολογισμό, είναι η τρίτη από τις τέσσερις ταινίες που έχω δει έως τώρα στη Λεμεσό που: α) είναι σκηνοθετημένη από γυναίκα, β) έχει δυνατές, γυναίκες πρωταγωνίστριες σε πρώτο πλάνο και γ) είναι γαλλικές παραγωγές! Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Leyla Bouzid έκανε το... κινηματογραφικό του ντεμπούτο στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας (στο τμήμα Venice Days), πήρε το βραβείο της ένωσης κριτικών FIPRESCI στο φεστιβάλ της Καρθαγένης, στην Τυνησία και συμμετείχε σε πολλά ακόμα φεστιβάλ.
Η υπόθεση: Τύνιδα, καλοκαίρι 2010. Η Φάρα είναι μια 18χρονη κοπέλα που περνάει στις εισαγωγικές εξετάσεις. Όλοι περιμένουν πως θα επιλέξει να σπουδάσει ιατρική, εκείνη όμως προτιμά τη μουσικολογία. Η οικογένειά της είναι αρκετά ευκατάστατη ώστε να διαθέτει οικιακή βοηθό, κι ας είναι ο πατέρας της μακριά, σε άλλη πόλη, χωρίς να μπορεί να πάρει μετάθεση, καθώς δεν έχει υπογράψει για να γίνει μέλος του «κόμματος», της κυβερνούσας δικτατορίας του Μπεν Αλί δηλαδή, στην εξουσία για 26 ολόκληρα χρόνια. Η Φάρα είναι τραγουδίστρια ροκ συγκροτήματος, ερωτευμένη και σε σχέση με τον ηγέτη του γκρουπ, τον Μπορέν. Οι στίχοι των τραγουδιών παραείναι επαναστατικοί για τα γούστα της κυβέρνησης. Ένας πρώην γνωστός (;) της Χαγιέτ, μητέρας της Φάρα, την προειδοποιεί ότι η κόρη της έχει μπλέξει και πως τα πράγματα είναι επικίνδυνα. Η Χαγιέτ θα προσπαθήσει να προστατέψει την κόρη της με πολύ αυταρχικό τρόπο. Πώς θα αντιδράσει η Φάρα;
Η άποψή μας: Η ταινία μας μεταφέρει στην πρωτεύουσα της Τυνησίας, λίγους μήνες πριν ξεσπάσει η λεγόμενη «Επανάσταση των γιασεμιών», η οποία έριξε τον δικτάτορα Μπεν Αλί από την εξουσία και σηματοδότησε την απαρχή της «Αραβικής Άνοιξης». Πέντε χρόνια μετά, βεβαίως, τα πράγματα δεν φαίνεται να έχουν αλλάξει προς το καλύτερο, αλλά αυτό δεν είναι το θέμα τούτης της ταινίας. Τούτη η ταινία είναι ταυτόχρονα ένα coming of age φιλμ, μια ταινία για τη σχέση μητέρας – κόρης, μια ματιά σε μια κοινωνία βαθιά συντηρητική και ένα είδος μουσικού ντοκιμαντέρ, καθώς πολύ μεγάλο τμήμα από τη διάρκεια της ταινίας καλύπτεται από την ερμηνεία εξαιρετικών, είναι η αλήθεια, τραγουδιών, πρωτόγνωρων για τα αυτιά μας, καθώς συνδυάζουν Αραβικά ακούσματα με τη ροκ και μερικούς πολύ δυνατούς, πολιτικά φορτισμένους στίχους.
Η σκηνοθέτιδα έχει φοβερή αυτοπεποίθηση και φέρει εις πέρας το δύσκολο εγχείρημά της. Κυρίως, μας συστήνει μια κοινωνία που δείχνει (ή μήπως είναι;) πιο συντηρητική ακόμα και από την ελληνική κοινωνία. Ναι, γιατί στην Τύνιδα τότε (δεν ξέρω για τώρα) υπήρχαν καφενεία μόνο για άντρες και η παρουσία μιας γυναίκας εκεί προκαλούσε το λιγότερο αναστάτωση. Ναι, γιατί ακόμα και οι πιο προοδευτικοί από τους άντρες εκεί, όπως ο αρχηγός του συγκροτήματος, θέλει να επωφεληθεί από την «ελευθεριότητα» αλλά δεν δέχεται η κοπέλα του να χορεύει δημοσίως και να τραβάει τα αντρικά βλέμματα – είναι αιτία χωρισμού αυτό! Ναι, γιατί αν δεν ήσουν γραμμένος στο κόμμα του δικτάτορα δεν μπορούσες να απολαύσεις προνόμια (χμ...). Ναι, γιατί υπήρχε στημένος ένας ολόκληρος κρατικός μηχανισμός που παρακολουθούσε τους πολίτες, οι οποίοι ζούσαν μέσα στο φόβο, καθώς δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν ποιοι είναι οι χαφιέδες.
Ενδιαφέρουσα ταινία με εξαιρετικό σάουντρακ (τα ιδιαίτερα αυτά τραγούδια σου μένουν στη μνήμη) με πολύ καλή ερμηνεία από την νεαρή πρωτοεμφανιζόμενη πρωταγωνίστρια Baya Medhaffer, αλλά κυρίως από την εξαιρετική, δυναμική, υπέροχη Ghalia Benali, στο ρόλο της μητέρας της.
Θοδωρής Γιαχουστίδης