του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Εμείς για αλλού κινήσαμε για αλλού κι αλλού η ζωή μας πάει
"Ζούμε τις μικρές μας ιστορίες
στο κέντρο και τις συνοικίες
όνειρα μεθυσμένα σχέδια ματαιωμένα
τηλέφωνα απεγνωσμένα"
Ωραία τα λέγανε οι αδελφοί Κατσιμίχα, έτσι; Τι ιστορίες έχει να διηγηθεί ο καθένας μας. Ακόμα κι εκείνες που μοιάζουν με αυτές που αφηγούνται οι στίχοι ενός άλλου τραγουδιού, που ερμηνεύει ο Αγγελάκας:
"Ήταν κάποιος που δεν ήξερε καμιά ιστορία κι όλο έλεγε:
Ξέρω πολλές ιστορίες.
Μια απ’ αυτές λέει πως
Ήταν κάποιος που δεν ήξερε καμιά ιστορία"
Με αυτά και μ' αυτά αντί προλόγου (η αφήγηση ιστοριών είναι η βάση κάθε Τέχνης, πόσο μάλλον της Έβδομης, σωστά;), προχωράμε στο... παρασύνθημα. 14ες Κινηματογραφικές Μέρες Κύπρου. Ένα φεστιβάλ κινηματογράφου που διεξάγεται ταυτόχρονα και παράλληλα στη Λευκωσία (στον κινηματογράφο Ζήνα) και στη Λεμεσό (στο θέατρο Ριάλτο). Αυτή είναι η πρώτη μας ανταπόκριση από τη Λεμεσό! Τη νοτιότερη πόλη της Ευρώπης! Με τουλάχιστον 15 χιλιόμετρα ακτογραμμή! Μια σύγχρονη πόλη, όμορφη, με καλοφτιαγμένους δρόμους, με εμφανή σημάδια από την κρίση (που πέρασε;), με πάρα πολλά σπορτς μπαρ, με δεξιοτίμονη οδήγηση (τα σημάδια και τα υπολείμματα της Βρετανικής Κοινοπολιτείας) με πολύ νεαρόκοσμο και με όχι τόσους πολλούς σινεφίλ κατά πως φαίνεται. Θα επανέλθουμε στα... τουριστικά προσεχώς, αλλά έχουμε να μιλήσουμε και για ταινίες, έτσι;
Λοιπόν, το φεστιβάλ ξεκίνησε την Παρασκευή 15 Απριλίου με την προβολή της ταινίας «Chevalier» της Αθηνάς Ραχήλ-Τσαγγάρη, την οποία βεβαίως έχουμε δει στην Ελλάδα, οπότε δεν χρειάζεται να πούμε κάτι παραπάνω εδώ. Στη δεύτερη μέρα, την πρώτη της παρουσίας μας εδώ, η πρώτη προβολή ήταν εκείνη της ταινίας «Ο πατέρας των παιδιών μου» (Le père de mes enfants, 2010), της Mia Hansen-Løve, που επίσης είδαμε στην Ελλάδα (είχε βγει στις αίθουσες το καλοκαίρι του ΄10). Η προβολή έγινε στο πλαίσιο μίνι αφιερώματος στη σκηνοθέτιδα. Και προχωράμε στις δύο ταινίες μέσω των οποίων κάναμε την παρθενική μας παρουσία στο φεστιβάλ, στο πολύ όμορφο θέατρο Ριάλτο.
στο κέντρο και τις συνοικίες
όνειρα μεθυσμένα σχέδια ματαιωμένα
τηλέφωνα απεγνωσμένα"
Ωραία τα λέγανε οι αδελφοί Κατσιμίχα, έτσι; Τι ιστορίες έχει να διηγηθεί ο καθένας μας. Ακόμα κι εκείνες που μοιάζουν με αυτές που αφηγούνται οι στίχοι ενός άλλου τραγουδιού, που ερμηνεύει ο Αγγελάκας:
"Ήταν κάποιος που δεν ήξερε καμιά ιστορία κι όλο έλεγε:
Ξέρω πολλές ιστορίες.
Μια απ’ αυτές λέει πως
Ήταν κάποιος που δεν ήξερε καμιά ιστορία"
Με αυτά και μ' αυτά αντί προλόγου (η αφήγηση ιστοριών είναι η βάση κάθε Τέχνης, πόσο μάλλον της Έβδομης, σωστά;), προχωράμε στο... παρασύνθημα. 14ες Κινηματογραφικές Μέρες Κύπρου. Ένα φεστιβάλ κινηματογράφου που διεξάγεται ταυτόχρονα και παράλληλα στη Λευκωσία (στον κινηματογράφο Ζήνα) και στη Λεμεσό (στο θέατρο Ριάλτο). Αυτή είναι η πρώτη μας ανταπόκριση από τη Λεμεσό! Τη νοτιότερη πόλη της Ευρώπης! Με τουλάχιστον 15 χιλιόμετρα ακτογραμμή! Μια σύγχρονη πόλη, όμορφη, με καλοφτιαγμένους δρόμους, με εμφανή σημάδια από την κρίση (που πέρασε;), με πάρα πολλά σπορτς μπαρ, με δεξιοτίμονη οδήγηση (τα σημάδια και τα υπολείμματα της Βρετανικής Κοινοπολιτείας) με πολύ νεαρόκοσμο και με όχι τόσους πολλούς σινεφίλ κατά πως φαίνεται. Θα επανέλθουμε στα... τουριστικά προσεχώς, αλλά έχουμε να μιλήσουμε και για ταινίες, έτσι;
Λοιπόν, το φεστιβάλ ξεκίνησε την Παρασκευή 15 Απριλίου με την προβολή της ταινίας «Chevalier» της Αθηνάς Ραχήλ-Τσαγγάρη, την οποία βεβαίως έχουμε δει στην Ελλάδα, οπότε δεν χρειάζεται να πούμε κάτι παραπάνω εδώ. Στη δεύτερη μέρα, την πρώτη της παρουσίας μας εδώ, η πρώτη προβολή ήταν εκείνη της ταινίας «Ο πατέρας των παιδιών μου» (Le père de mes enfants, 2010), της Mia Hansen-Løve, που επίσης είδαμε στην Ελλάδα (είχε βγει στις αίθουσες το καλοκαίρι του ΄10). Η προβολή έγινε στο πλαίσιο μίνι αφιερώματος στη σκηνοθέτιδα. Και προχωράμε στις δύο ταινίες μέσω των οποίων κάναμε την παρθενική μας παρουσία στο φεστιβάλ, στο πολύ όμορφο θέατρο Ριάλτο.
Το «Karatsi» (με αγγλικό τίτλο Losers) του Ivaylo Hristov προβάλλεται στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ, που ευφάνταστα έχει βαφτιστεί Glocal Images Competition. Αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο (και ηθοποιός) Ivaylo Hristov. Το φιλμ έχει πάρει μέρος σε διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ, μεταξύ των οποίων κι εκείνο της Μόσχας, όπου τιμήθηκε με τον Χρυσό Άγιο Γεώργιο, καλύτερης ταινίας! Όπως μας ενημέρωσε ο παραγωγός της ταινίας Assen Vladimirov, που παραβρέθηκε στην προβολή (όπως και ο πρεσβευτής της Βουλγαρίας στην Κύπρο), η ταινία, που άνοιξε την Πρωταπριλιά στη Βουλγαρία τα πάει εξαιρετικά καλά εμπορικά. Και αφού είδαμε την ταινία καταλάβαμε για ποιον λόγο συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Η υπόθεση: Ο Κόκο είναι ένας μαθητής λυκείου σε μια μικρή πόλη της νότιας Βουλγαρίας. Οι γονείς του εργάζονται στην Ελλάδα (!) και ο ίδιος έχει αναλάβει να φροντίζει τη γιαγιά του, που πάσχει από Αλτσχάιμερ, κάτι που αποδεικνύεται πολύ δύσκολη υπόθεση. Ο Κόκο είναι ερωτευμένος με την Έλενα, μια κοπέλα που πηγαίνει στο ίδιο λύκειο με εκείνον. Η όμορφη Έλενα θέλει να γίνει τραγουδίστρια. Δεν έχει γνωρίσει τον πατέρα της και ζει με την αλκοολική μητέρα της, με την οποία δεν τα πάνε καλά, καθώς κάθε βράδυ φέρνει στο σπίτι διάφορους εραστές. Η ζωή των δυο τους θα αλλάξει δυναμική καθώς έχει προγραμματιστεί να δώσει συναυλία ένα γνωστό στη Βουλγαρία ροκ συγκρότημα στην πόλη τους. Οι δύο κολλητοί του Κόκο, ο Γκόσο και ο Πάτσο, θα προσπαθήσουν να του εξασφαλίσουν δύο εισιτήρια για τη συναυλία, προκειμένου να πάει εκεί με την Έλενα, μιας που λεφτά... δεν υπάρχουν. Η ζωή, όμως, παίζει παράξενα παιχνίδια στους χαμένους...
Η άποψή μας: Για πολλοστή φορά επιβεβαιώνεται ο Νόμος του Μέρφι αλλά από την ανάποδη! Μπαίνεις να δεις μια ταινία με μικρές προσδοκίες: δεν ξέρεις τον σκηνοθέτη, δεν γνωρίζεις τους ηθοποιούς, η σύνοψη που έχεις διαβάσει είναι εξόχως περιληπτική και το φιλμ είναι γυρισμένο σε ασπρόμαυρο! Κι όμως, γίνεσαι κοινωνός μιας υπέροχης, μικρής ταινίας, που σε κερδίζει μετά από τίμια μάχη. Της παραδίδεσαι γιατί διαθέτει πολύ δυνατά όπλα: αιχμηρή κοινωνική ματιά, ωραιότατη πρωταγωνίστρια, όμορφη μουσική και τραγούδια, έξυπνες κινηματογραφικές αναφορές και το κυριότερο, χιούμορ, απλόχερο, ευφυές, σαρκαστικό όταν χρειάζεται και αγαπησιάρικο όταν πρέπει. Το μοτίβο με τη γιαγιά που έχει Αλτσχάιμερ δίνει μια σειρά από απίθανα γκαγκ.
Οι δύο φίλοι του Κόκο είναι θυμόσοφοι, μια πολύ νεώτερη και πολύ πιο αφελής αλλά και καίρια (πώς το κατάφερε αυτό ο μπαγάσας ο σκηνοθέτης, που υπογράφει και το σενάριο;) εκδοχή των δύο γέρων από το Μάπετ Σόου! Ατάκες όπως: «Loser: ο άνθρωπος που γεννήθηκε στη Βουλγαρία», περσόνες όπως ο αρχηγός του ροκ συγκροτήματος που βάφεται και εμφανίζεται ως ο Άλεξ του Malcolm McDowell από το «Κουρδιστό πορτοκάλι», ο διευθυντής του λυκείου που θέλει να κατεβάσει από τους τοίχους ένα γνωμικό που γράφει πως τα παιδιά είναι το μέλλον του κόσμου και σιγοτραγουδάει το «Angie» των Rolling Stones, καθώς μικρός ήθελε να μοιάσει του Mick Jagger είναι λίγα μόνο από τα πολλά καλούδια που προσφέρει απλόχερα η ταινία. Όπως και η σκηνή της απόπειρας αυτοκτονίας του Κόκο στις γραμμές του τραίνου: ανατριχιαστική! Ή εκείνη όπου ο Κόκο και οι φίλοι του... ληστεύουν παιδάκια για να βρουν τα χρήματα που χρειάζονται για την αγορά των εισιτηρίων για τη συναυλία.
Και το φινάλε, τι δύναμη ρε παιδιά! Μια πιτσιρίκα που αυτοπροσδιορίζεται ως «κορίτσι» και είχε μια από τις πιο όμορφες σκηνές της ταινίας μαζί με την Έλενα, καθώς σ' αυτή βλέπουν από ψηλά την γκρίζα, άθλια πόλη τους, φεύγει περπατώντας στις γραμμές του τραίνου, αποφασισμένη, πεισμωμένη: όχι λοιπόν, αυτή δεν θα είναι loser, ποτέ! Σπουδαία ταινία, πραγματικά!
Το «L' avenir» (με αγγλικό τίτλο «Things to Come») της Mia Hansen-Løve προβάλλεται στο πλαίσιο του μίνι αφιερώματος στη Γαλλίδα σκηνοθέτιδα, αλλά παράλληλα λαμβάνει και μέρος στο τμήμα του φεστιβάλ που ονομάζεται Viewfinder. Η ταινία συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα της περασμένης Berlinale, όπου και κέρδισε την Αργυρή Άρκτο καλύτερης σκηνοθεσίας. Δεν καταφέραμε να τη δούμε τότε στο παγωμένο Βερολίνο κι έλλαχε να τη δούμε τώρα στην καυτή Λεμεσό!
Η υπόθεση: Η Ναταλί είναι καθηγήτρια φιλοσοφίας σε ένα γαλλικό Λύκειο. Είναι παντρεμένη με τον επίσης ακαδημαϊκό Χάινζ, έχει κάνει δύο παιδιά κι έχει και μια μητέρα που την τυραννά, καθώς διατείνεται ότι πάσχει από κατάθλιψη. Φαίνεται να διάγει μια ευτυχισμένη ζωή, με μόνο αγκαθάκι την κατάσταση της μητέρας της. Λατρεύει τη δουλειά της: θεωρεί τρομερά σημαντικό να βοηθάς παιδιά να μπορούν να μάθουν να σκέφτονται μόνα τους. Τα πράγματα θα αλλάξουν όταν ο σύζυγός της την εγκαταλήψει για μια άλλη γυναίκα. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την εμφάνιση εκ νέου στη ζωή της του αγαπημένου της μαθητή, ο οποίος ποτέ δεν συμβιβάστηκε και γράφει, υποστηρίζοντας όσο πιο έμπρακτα μπορεί τις αναρχικές ιδέες του, θα την ταρακουνήσουν. Η ίδια διατείνεται ότι για πρώτη φορά στη ζωή της είναι πραγματικά ελεύθερη; Μήπως όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει;
Η άποψή μας: Η αλήθεια είναι πως τούτη η ταινία με άφησε μπερδεμένο. Είχε πάρα πολλά πράγματα να αγαπήσεις, όμως, αρκετά από αυτά μπορεί να λειτουργήσουν ως λόγος για να κρατήσεις τις αποστάσεις σου, καθώς στο τσακ είναι για να χαρακτηριστεί η ταινία ελιτίστικη. Στο γενικό της πλαίσιο, το περίγραμμα της ταινίας αφορά μια μεσήλικη γυναίκα που καλείται να μάθει να ζει αλλιώς μετά το χωρισμό της, τον οποίο δεν περίμενε να συμβεί ποτέ. Οκ, όχι και το πιο πρωτότυπο θέμα στον κόσμο κι άπτεται του σεναρίου, των ερμηνειών και της σκηνοθετικής αντιμετώπισης για να αποφανθεί κανείς εντέλει αν αυτό που είδε άξιζε τον κόπο.
Η σκηνοθέτιδα (σύζυγος του Olivier Assayas, που της ρίχνει και 26 χρονάκια, να τα λέμε κι αυτά, τα κουτσομπολίστικα!) υπογράφει και το σενάριο και μεταφέρει κατά κάποιο τρόπο την εμπειρία της από τη δική της ζωή, καθώς μεγάλωσε με γονείς ακαδημαϊκούς. Ο Ρουσό, ο Αντόρνο, ο... Ζίζεκ, ο Γιουναμπόμπερ αποτελούν συνεχείς αναφορές στην ταινία, όπως γενικότερα η Σχολή της Φρανκφούρτης κι άλλοι πολλοί που δεν συγκράτησα τα ονόματά τους. Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα: ok, μακάρι όλοι μας να είχαμε ή να έχουμε εντρυφήσει βαθιά στη φιλοσοφία ώστε πέρα από το να γνωρίζουμε τα ονόματα των φιλοσόφων, να μπορούμε να... προλάβουμε να σκεφτούμε τα φιλοσοφικά θέματα που θέτει η ταινία. Από την καθαρότητα της αλήθειας μέχρι τον ορισμό της ευτυχίας. Όπερ σημαίνει πως μόνο ψυλλιασμένο κοινό μπορεί να παρακολουθήσει τους ιδιαίτερους διαλόγους χωρίς να νευριάσει. Ίσα ίσα, οι ψυλλιασμένοι και οι ανοιχτόμυαλοι θα κάνουν πάρτι με τα διάφορα debate που λαμβάνουν χώρα. Οι υπόλοιποι όμως; Δεν θα βαρεθούν;
Αν δεν μπορείς να «πιάσεις» τις αναφορές, δεν μένεις εκτός ταινίας; Ακόμα και η ταινία που παρακολουθεί η Ναταλί στο σινεμά, κλείνει το μάτι στους επαϊοντες: πόσοι έχουν αλήθεια δει το παρεξηγημένο εν πολλοίς αριστούργημα του Abbas Kiarostami «Γνήσιο αντίγραφο» (Copie conforme, 2010); Ακόμα και ο χοντρός μαύρος γάτος (αυτό θα μπορούσε να λέγεται και κάρμα – κάτι δικά μου...) ονομάζεται... Πανδώρα! Η πρώην κομουνίστρια καθηγήτρια έχει συμβιβαστεί ως αστή και όταν της το επισημαίνει ο αναρχικός μαθητής της, ενοχλείται. Πολύ ωραία όλα αυτά, αλήθεια. Και η πρωταγωνίστρια, η Isabelle Huppert, τι να πούμε γι' αυτήν. Εξαιρετική για ακόμα μια φορά. Ίσως η σπουδαιότερη εν ζωή ηθοποιός στον πλανήτη μας αυτήν τη στιγμή! Και το σάουντρακ είναι πανέξυπνο και υπέροχο ταυτόχρονα και η σκηνοθεσία λειτουργεί αψεγάδιαστα. Μόνη μας ένσταση: μήπως η ταινία απευθύνεται μόνο σε διανοούμενος ή σε όσους νομίζουν ότι είναι διανοούμενοι, δυσκολεύοντας τους υπόλοιπους θεατές; Είναι ένα ρίσκο που η Mia Hansen-Løve παίρνει και φέρνει το όραμά της εις πέρας. Είθε να συναντήσει και το κοινό της.
Θοδωρής Γιαχουστίδης