Ένα Τραγούδι για το Ηλιοβασίλεμα
του Terence Davies. Με τους Agyness Deyn, Peter Mullan, Kevin Guthrie, Jack Greenlees, Douglas Rankine, Ian Pirie
Έρως ανίκατε μάχαν;
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
The evil that men do
Αυτή είναι η 7η μόλις μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας σε 32 χρόνια φιλμογραφίας, που σκηνοθετεί ο ιδιοσυγκρασιακός Terence Davies, μια εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση στο βρετανικό σινεμά! Μάλιστα, για πρώτη φορά στην καριέρα του, κατόρθωσε (!) να γυρίσει μία ταινία μετά από την προηγούμενή του μέσα σε χρονικό διάστημα μόλις ενός έτους! Η τελευταία του ταινία «A Quiet Passion», μια βιογραφία της Αμερικανίδας ποιήτριας Emily Dickinson, προβλήθηκε στη φετινή Berlinale. Και τούτη εδώ, το "Ένα τραγούδι για το ηλιοβασίλεμα" (Sunset Song), έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Τορόντο, τον Σεπτέμβριο του 2015!
Η αλήθεια είναι πως ο Davies ήθελε να μεταφέρει στο σινεμά το μυθιστόρημα του Lewis Grassic Gibbon αμέσως μετά την επιτυχία που γνώρισε η ταινία του «Το τίμημα της αγάπης» (The House of Mirth, 2000), όμως, δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει τότε την απαραίτητη χρηματοδότηση. Η ταινία, μετά την πρεμιέρα της στο Τορόντο, συνέχισε με την ευρωπαϊκή πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, ενώ προβλήθηκε και στα Φεστιβάλ του Λονδίνου, της Στοκχόλμης και του Τουρίνο ανάμεσα σε άλλα πριν βγει στις βρετανικές αίθουσες στα μέσα του περασμένου Δεκεμβρίου. Γυρίσματα για την ταινία, πέρα από τη Σκοτία, έγιναν και στο Λουξεμβούργο και τη Νέα Ζηλανδία.
Η υπόθεση: Βορειοανατολική Σκοτία, ευρύτερη περιοχή του Αμπερντίν, αρχές του 20ου αιώνα. Η οικογένεια Γκάθρι είναι ενδεικτική μιας σκληρής, παραδοσιακής, αγροτικής κοινότητας. Αρχηγός και πάτερ φαμίλιας είναι ο Τζον, ο οποίος είναι υπέρ του σοσιαλισμού και της μόρφωσης αλλά συμπεριφέρεται στα μέλη της οικογένειάς του ως απόλυτος δυνάστης. Η Κρις είναι η μοναδική του κόρη: στο μεταίχμιο ανάμεσα στην εφηβεία και την ενηλικίωση, παρακολουθεί στωικά όσα συμβαίνουν στο σπίτι τους. Ο Τζον φέρεται σχεδόν βάναυσα στο μεγαλύτερο αδελφό της, τον Γουίλ. Η γυναίκα του Τζον, η Τζιν, μετά από τέσσερα παιδιά μένει και πάλι έγκυος, σε δίδυμα αυτήν τη φορά.
Η οικογένεια μετακομίζει σε μεγαλύτερο οίκημα, η Τζιν επιλέγει δραματική έξοδο, ο Γουίλ δεν αντέχει και εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία, τα δύο μικρότερα αδέλφια της Κρις τα αναλαμβάνει η θεία της και εντέλει μένει η θυγατέρα με τον πατέρα της, μόνοι στο αγρόκτημα. Και μετά από ακόμα ένα χτύπημα της μοίρας (ή της τύχης ή βάζει και η Κρις το χέρι της;) η Κρις μένει εντελώς μόνη της. Αποφασίζει να παραμείνει στο αγρόκτημα και να τα βγάλει πέρα χωρίς καμιά έξωθεν βοήθεια, μιας που ο πατέρας της, της άφησε μια σεβαστή περιουσία. Γνωρίζει όμως τον Γιούαν, έναν όμορφο, δυναμικό νέο, με τον οποίο ερωτεύεται και σύντομα παντρεύονται. Και ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος πλησιάζει. Και θα αφήσει με τη σειρά του τα δικά του αδυσώπητα σημάδια στη ζωή της Κρις.
Η άποψή μας: Αυτό που εύκολα μπορεί κανείς να πει παρακολουθώντας την ταινία του Davies είναι ότι πρόκειται για μια ταινία εποχής. Ναι, αλλά ο δημιουργός μέσα σε αυτό το πλαίσιο συμπεριλαμβάνει δεκάδες θέματα, τα οποία αναπτύσσει, άλλα λιγότερο κι άλλα περισσότερο. Και είναι αυτή η «μπουκωτική» του διάθεση ένα από τα προβλήματα της ταινίας. Για να μην παρεξηγηθούμε: αυτή είναι μια καλή ταινία. Αλλά με μερικά πολύ ενδιαφέροντα προβλήματα. Ο σκηνοθέτης λοιπόν μιλάει: Για τον σοσιαλισμό. Για την εκπαίδευση ως μέσο χειραφέτησης και οδηγό για μια δικαιότερη κοινωνία. Για τη δύσκολη θέση των γυναικών στις αρχές του 20ου αιώνα. Για το πέρασμα στην ενηλικίωση μιας νεαρής κοπέλας και το ξύπνημα της σεξουαλικότητας. Για την αιμομιξία. Για τον πόλεμο. Για το τι σημαίνει να είναι κανείς πατριώτης, γενναίος, δειλός, αδύναμος. Για το πως η φρίκη του πολέμου αλλάζει τους ανθρώπους.
Αλλά πάνω από όλα η ταινία μιλάει για την «υπομονή» της γης. Για το γεγονός ότι ενώ όλα τριγύρω αλλάζουνε η γη είναι το μοναδικό σταθερό σημείο αναφοράς. Κι ας ρημάζεται από πολέμους. Κι ας δέχεται πολλάκις πάνω στο «σώμα» της τα σημάδια μιας φύσης, που δεν της φέρεται πάντοτε με τον καλύτερο τρόπο. Ο κύκλος της ζωής μέσα από τη σχέση με τη γη: το φύτεμα του σπόρου, η γέννηση, η ενηλικίωση, η καρποφορία, ο θερισμός, ο θάνατος και φτου και από την αρχή. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί κάμερα 70mm για όλα τα εξωτερικά του – ξέρετε, αυτήν που χρησιμοποίησε και ο Tarantino για τους «Μισητούς οχτώ». Τα πλάνα αυτά είναι εντυπωσιακά σε μεγαλείο αλλά και γεμάτα ποίηση ταυτόχρονα. Γενικά, ο Davies είναι ένας σκηνοθέτης που η σύνθεση των πλάνων του παραπέμπουν στους μεγάλους δασκάλους της ζωγραφικής. Και τα εσωτερικά πλάνα, που είναι γυρισμένα με ψηφιακή κάμερα, είναι εξαιρετικά. Απλά, επαναλαμβάνω, το «πρόβλημα» είναι η υπερφόρτωση. Και πληροφοριών και θεμάτων προς ανάλυση.
Ο Peter Mullan δεν έχει κανένα πρόβλημα να τα βγάλει πέρα με τον καθόλου συμπαθητικό χαρακτήρα που υποδύεται. Η πρωταγωνίστρια της ταινίας, όμως, πέρα από τη γη, είναι η Agyness Deyn στο ρόλο της Κρις. Στα 33 της χρόνια η ψηλόλιγνη Σκοτσέζα μπορεί να μην πείθει ακριβώς για 18χρονη αλλά φέρει εις πέρας το ρόλο της και με το παραπάνω. Οι λάτρεις της κλασικής λογοτεχνίας και του σινεμά του Davies θα ευχαριστηθούν την ταινία. Μια ταινία για ενήλικο κοινό, σαφέστατα. Που, όμως, ίσως να μην είναι ό,τι πρέπει για εκείνους τους θεατές που όταν ακούν «ταινία εποχής» σκέφτονται κατευθείαν τα δαντελένια δράματα των Merchant – Ivory.
ΥΓ 1: Με την ευκαιρία, να αναφέρω ότι ο 88χρονος James Ivory βρίσκεται σε γυρίσματα αυτήν την εποχή, καθώς ετοιμάζει την κινηματογραφική μεταφορά του σεξπιρικού «Richard II».
ΥΓ 2: «When they're not sheep, they're swine» λέει ένας δευτερεύων χαρακτήρας κάποια στιγμή για το λαό. Χοντρό, πολύ χοντρό, έτσι;
Η υπόθεση: Βορειοανατολική Σκοτία, ευρύτερη περιοχή του Αμπερντίν, αρχές του 20ου αιώνα. Η οικογένεια Γκάθρι είναι ενδεικτική μιας σκληρής, παραδοσιακής, αγροτικής κοινότητας. Αρχηγός και πάτερ φαμίλιας είναι ο Τζον, ο οποίος είναι υπέρ του σοσιαλισμού και της μόρφωσης αλλά συμπεριφέρεται στα μέλη της οικογένειάς του ως απόλυτος δυνάστης. Η Κρις είναι η μοναδική του κόρη: στο μεταίχμιο ανάμεσα στην εφηβεία και την ενηλικίωση, παρακολουθεί στωικά όσα συμβαίνουν στο σπίτι τους. Ο Τζον φέρεται σχεδόν βάναυσα στο μεγαλύτερο αδελφό της, τον Γουίλ. Η γυναίκα του Τζον, η Τζιν, μετά από τέσσερα παιδιά μένει και πάλι έγκυος, σε δίδυμα αυτήν τη φορά.
Η οικογένεια μετακομίζει σε μεγαλύτερο οίκημα, η Τζιν επιλέγει δραματική έξοδο, ο Γουίλ δεν αντέχει και εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία, τα δύο μικρότερα αδέλφια της Κρις τα αναλαμβάνει η θεία της και εντέλει μένει η θυγατέρα με τον πατέρα της, μόνοι στο αγρόκτημα. Και μετά από ακόμα ένα χτύπημα της μοίρας (ή της τύχης ή βάζει και η Κρις το χέρι της;) η Κρις μένει εντελώς μόνη της. Αποφασίζει να παραμείνει στο αγρόκτημα και να τα βγάλει πέρα χωρίς καμιά έξωθεν βοήθεια, μιας που ο πατέρας της, της άφησε μια σεβαστή περιουσία. Γνωρίζει όμως τον Γιούαν, έναν όμορφο, δυναμικό νέο, με τον οποίο ερωτεύεται και σύντομα παντρεύονται. Και ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος πλησιάζει. Και θα αφήσει με τη σειρά του τα δικά του αδυσώπητα σημάδια στη ζωή της Κρις.
Η άποψή μας: Αυτό που εύκολα μπορεί κανείς να πει παρακολουθώντας την ταινία του Davies είναι ότι πρόκειται για μια ταινία εποχής. Ναι, αλλά ο δημιουργός μέσα σε αυτό το πλαίσιο συμπεριλαμβάνει δεκάδες θέματα, τα οποία αναπτύσσει, άλλα λιγότερο κι άλλα περισσότερο. Και είναι αυτή η «μπουκωτική» του διάθεση ένα από τα προβλήματα της ταινίας. Για να μην παρεξηγηθούμε: αυτή είναι μια καλή ταινία. Αλλά με μερικά πολύ ενδιαφέροντα προβλήματα. Ο σκηνοθέτης λοιπόν μιλάει: Για τον σοσιαλισμό. Για την εκπαίδευση ως μέσο χειραφέτησης και οδηγό για μια δικαιότερη κοινωνία. Για τη δύσκολη θέση των γυναικών στις αρχές του 20ου αιώνα. Για το πέρασμα στην ενηλικίωση μιας νεαρής κοπέλας και το ξύπνημα της σεξουαλικότητας. Για την αιμομιξία. Για τον πόλεμο. Για το τι σημαίνει να είναι κανείς πατριώτης, γενναίος, δειλός, αδύναμος. Για το πως η φρίκη του πολέμου αλλάζει τους ανθρώπους.
Αλλά πάνω από όλα η ταινία μιλάει για την «υπομονή» της γης. Για το γεγονός ότι ενώ όλα τριγύρω αλλάζουνε η γη είναι το μοναδικό σταθερό σημείο αναφοράς. Κι ας ρημάζεται από πολέμους. Κι ας δέχεται πολλάκις πάνω στο «σώμα» της τα σημάδια μιας φύσης, που δεν της φέρεται πάντοτε με τον καλύτερο τρόπο. Ο κύκλος της ζωής μέσα από τη σχέση με τη γη: το φύτεμα του σπόρου, η γέννηση, η ενηλικίωση, η καρποφορία, ο θερισμός, ο θάνατος και φτου και από την αρχή. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί κάμερα 70mm για όλα τα εξωτερικά του – ξέρετε, αυτήν που χρησιμοποίησε και ο Tarantino για τους «Μισητούς οχτώ». Τα πλάνα αυτά είναι εντυπωσιακά σε μεγαλείο αλλά και γεμάτα ποίηση ταυτόχρονα. Γενικά, ο Davies είναι ένας σκηνοθέτης που η σύνθεση των πλάνων του παραπέμπουν στους μεγάλους δασκάλους της ζωγραφικής. Και τα εσωτερικά πλάνα, που είναι γυρισμένα με ψηφιακή κάμερα, είναι εξαιρετικά. Απλά, επαναλαμβάνω, το «πρόβλημα» είναι η υπερφόρτωση. Και πληροφοριών και θεμάτων προς ανάλυση.
Ο Peter Mullan δεν έχει κανένα πρόβλημα να τα βγάλει πέρα με τον καθόλου συμπαθητικό χαρακτήρα που υποδύεται. Η πρωταγωνίστρια της ταινίας, όμως, πέρα από τη γη, είναι η Agyness Deyn στο ρόλο της Κρις. Στα 33 της χρόνια η ψηλόλιγνη Σκοτσέζα μπορεί να μην πείθει ακριβώς για 18χρονη αλλά φέρει εις πέρας το ρόλο της και με το παραπάνω. Οι λάτρεις της κλασικής λογοτεχνίας και του σινεμά του Davies θα ευχαριστηθούν την ταινία. Μια ταινία για ενήλικο κοινό, σαφέστατα. Που, όμως, ίσως να μην είναι ό,τι πρέπει για εκείνους τους θεατές που όταν ακούν «ταινία εποχής» σκέφτονται κατευθείαν τα δαντελένια δράματα των Merchant – Ivory.
ΥΓ 1: Με την ευκαιρία, να αναφέρω ότι ο 88χρονος James Ivory βρίσκεται σε γυρίσματα αυτήν την εποχή, καθώς ετοιμάζει την κινηματογραφική μεταφορά του σεξπιρικού «Richard II».
ΥΓ 2: «When they're not sheep, they're swine» λέει ένας δευτερεύων χαρακτήρας κάποια στιγμή για το λαό. Χοντρό, πολύ χοντρό, έτσι;
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 10 Μαρτίου 2016 από την One From The Heart
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική