του Pablo Fendrik. Με τους Gael Garcia Bernal, Alice Braga, Claudio Tolcachir, Chico Diaz, Jorge Sesan, Julian Tello, Ivan Steinhardt
Τάνγκο Γουέστερν
του zerVo (@moviesltd)
Ενδιαφέρουσα η έμπνευση. Τσιμπάς ολόκληρη την συλλογιστική ενός αγριεμένου πιστολιδιού μεταξύ καμπόηδων, κακών, ανήθικων, διεφθαρμένων και φυσικά πανίσχυρων από την μια μεριά του ζυγού και των καλών, απλοϊκών, λιτής καθημερινότητας, δεδομένα ανίσχυρων πολιτών από την απέναντι και αντί να το τυλίξεις στο συνηθισμένο bubble wrap του σκονισμένου κι ερημικού Φαρ Ουέστ, σου περνά από τον νου να το ταξιδέψεις στο καταπράσινο φόντο των επαρχιών του τόπου σου. Ως εδώ όλα βαίνουν καλώς στην σκέψη, άντε να αποδεχτούμε και στην εκτέλεση. Όλα τα υπόλοιπα, τα περιττά, περί τιγρίσιας ψυχής, που ξυπνάει και σαρώνει τα πάντα στο διάβα της, άμα νιώσει την καυτή ανάσα του κινδύνου σιμά της, τι τα ήθελες, αγαπητέ μου Αργεντινέζε?
Τίποτα δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στις φονικές ορέξεις της πάνοπλης συμμορίας του αιμοσταγούς Ταρκίνιο, που υπό την απειλή του τουφεκιού και της χατζάρας, πείθει τους τρομαγμένους αγρότες της απόκρημνης ζώνης στις όχθες του Αμαζονίου να του παραδώσουν τους τίτλους ιδιοκτησίας των περιουσιών τους. Επόμενη στάση των μανιασμένων γκάνγκστερς, η απομονωμένη φτωχική φάρμα των καπνών του γέρο Ζοάο, που την φροντίζει για χρόνια με την βοήθεια της όμορφης κόρης του Βάνια και του παραγιού του Γιάρα. Οι πιθανότητες επιβίωσης από την επίθεση των πολυπληθέστερων κακοποιών είναι μηδενικές. Προς μεγάλη τους έκπληξη, όμως, μέσα από τις φυλλωσιές της ζούγκλας θα εμφανιστεί, ταλαιπωρημένος, αλλά και πανέτοιμος για μάχη, ο Κάι, ένας μοναχικός άντρας, που θα υποσχεθεί να τους βοηθήσει, ακόμη κι αν χρειαστεί να το πληρώσει με την ζωή του.
Οι φίλοι του γουέστερν, πρέπει το συγκεκριμένο πλοτ να το έχουν αποστηθίσει πια, εφόσον το έχουν παρακολουθήσει σε διαφορετικές βερσιόν, δεκάδες - για να μην πω εκατοντάδες - φορές. Άριστο στον πόλεμο αλλά και λιγομίλητο παλικάρι, σώζει από τα νύχια του οχτρού, φουκαριάρη και την φαμίλια του, ορέγεται θυγατέρα (ή έστω ανιψιά) που ενδέχεται να είναι ταγμένη αλλού, έρως χτυπά με βέλη λίγο πριν επικρατήσει ο χαμός και το φινάλε λίγο πολύ, για να μην το αποκαλύψω και χαλάσω την έκπληξη, αναμενόμενο. Στην παρούσα περίπτωση του προερχόμενου από την χώρα της Πάμπας και του Τάνγκο σπαγγέτι, η εναλλαγή έχει να κάνει πιότερο με την αισθητική της κινηματογράφησης, που τείνει σε πιο Deliverance καταστάσεις.
Δηλαδή οι κακίστροι, δεν είναι τίποτα περισσότερο από εξελιγμένοι ιθαγενείς, με μηδενική ηθική και έλεος για την ζωή του συνανθρώπου τους, ώστε να μην διστάζουν ακόμη και να προβούν σε πρωτοφανείς αγριότητες επιπέδου τζιχαντιστών χαλιφατζίδων. Έστω κι έτσι το πρόγραμμα μια χαρά κρατεί στην σύνταξη του εργακίου, με τον μελαχρινό μορφονιό να επιδεικνύει σε πρώτη ζήτηση ζυγισμένους κοιλιακούς και την κορασίδα να τινάζει το μαλλάκι, πάνω από τους γυμνούς μηρούς για να αποκτήσει το θρίλερ και το ρομάντζο που του αντιστοιχεί. Κι ενώ ο κακός χαμός πίσω από την πυκνή βλάστηση οσονούπω έρχεται, νά' σου το, το Ζωντανό με τις νυχάρες και τις δοντάρες, να σου φτιάχνει την ανατροπή, του ντεμέκ συμβολισμού, περί του θηρίου που κρύβουμε άπαντες στην ψυχή και τα συναφή ηρωικά. Μάλλον από το τσιγάρο που έστριψε ο loner, με αγνότατα υλικά, ενδιαμέσως του πανικού, πρέπει να άρπαξε ρουφηξιά και ο σεναριογράφος. Δεν εξηγείται αλλιώς...
Ευτυχώς κάτι παρόμοιο δεν συνέβη με τον διευθυντή της φωτογραφίας, που έχει κάνει εξαιρετική εργασία, όσο το έργο εκτυλίσσεται πλάι στον Άμαζον, με τις πολυχρωμίες να κλέβουν - thank God - την ματιά από τις φρικαλεότητες, σε αντίθεση με τα πανδύσκολα πλάνα του φινάλε, όπου τα πάντα χάνονται μέσα στην αιθαλομίχλη της πυρκαγιάς του προκαλύμματος. Φωτιά που δικαιολογεί, εν μέρει και τον εγγλέζικο τίτλο του φιλμ - The Burning - σε αντίθεση με την εγχώρια Lost In Translation, μετάφραση της μαρκίζας, που ακόμη δεν έχω καταφέρει να την επεξηγήσω.
Σε αυτή λοιπόν την εναλλακτικής μορφής Duel, καραμπίνας και ντεμοντέ μπιστολιδιου, ο πρωταγωνιστής Gael Garcia Bernal κάνει ότι περνά από το χέρι του για να διατηρήσει το γενικό λέβελ, σε ένα ύψος αντάξιο της αναμφισβήτητης ικανότητας του. Το μεγάλο προσόν του Μεχικάνου ηθοποιού όμως είναι ο γοργός ρυθμός στις ατάκες και η γοητευτικά ακατάσχετη αλεγκρία του κι εφόσον εδώ του την στερείς για να τον απεικονίσεις σαν Jungle Lucky Luke, τον χάνεις. Όχι ολοσχερώς, αλλά πέραν του μέσου, μερικώς. Το κορίτσι δίπλα του, άνευρο και άχαρα εκδηλωτικό, δεν μοιάζει να έχει ιδιαίτερη σχέση με την υποκριτική. Μάλλον θα το υποκίνησε καμία θεία του να ασχοληθεί με το σπορ, ένεκα της τεράστιας φήμης της στα μέρη της Μπραζίου, αλλά από τάλαντο ελάχιστο και τελικώς (μετά από δέκα χρόνια που το παλεύει) δεν...
Το El Ardor, συμπερασματικά δεν είναι μια καλή ταινία. Δικαίως είδε την πλάτη του υπερβολικά ποιοτικότερου Relatos Salvajes στην κόντρα για την best movie της Αρχεντίνας κατά την περσινή σεζόν, ως μη έχουσα τελικώς κάτι να αφήσει στην μνήμη, κατόπιν της ανάγνωσης της. Μια αξιοπρεπής ιδέα, δυο σωστά στησίματα της κάμερας στο πρωινό φως, μια τελική σεκάνς πολιορκίας και κάποιες σκόρπιες στον αέρα μεταφορές, δεν πείθουν ποτέ, πως πρόκειται για ένα εναλλακτικό γουέστερν, έστω ανεκτής ποιότητας.
Οι φίλοι του γουέστερν, πρέπει το συγκεκριμένο πλοτ να το έχουν αποστηθίσει πια, εφόσον το έχουν παρακολουθήσει σε διαφορετικές βερσιόν, δεκάδες - για να μην πω εκατοντάδες - φορές. Άριστο στον πόλεμο αλλά και λιγομίλητο παλικάρι, σώζει από τα νύχια του οχτρού, φουκαριάρη και την φαμίλια του, ορέγεται θυγατέρα (ή έστω ανιψιά) που ενδέχεται να είναι ταγμένη αλλού, έρως χτυπά με βέλη λίγο πριν επικρατήσει ο χαμός και το φινάλε λίγο πολύ, για να μην το αποκαλύψω και χαλάσω την έκπληξη, αναμενόμενο. Στην παρούσα περίπτωση του προερχόμενου από την χώρα της Πάμπας και του Τάνγκο σπαγγέτι, η εναλλαγή έχει να κάνει πιότερο με την αισθητική της κινηματογράφησης, που τείνει σε πιο Deliverance καταστάσεις.
Δηλαδή οι κακίστροι, δεν είναι τίποτα περισσότερο από εξελιγμένοι ιθαγενείς, με μηδενική ηθική και έλεος για την ζωή του συνανθρώπου τους, ώστε να μην διστάζουν ακόμη και να προβούν σε πρωτοφανείς αγριότητες επιπέδου τζιχαντιστών χαλιφατζίδων. Έστω κι έτσι το πρόγραμμα μια χαρά κρατεί στην σύνταξη του εργακίου, με τον μελαχρινό μορφονιό να επιδεικνύει σε πρώτη ζήτηση ζυγισμένους κοιλιακούς και την κορασίδα να τινάζει το μαλλάκι, πάνω από τους γυμνούς μηρούς για να αποκτήσει το θρίλερ και το ρομάντζο που του αντιστοιχεί. Κι ενώ ο κακός χαμός πίσω από την πυκνή βλάστηση οσονούπω έρχεται, νά' σου το, το Ζωντανό με τις νυχάρες και τις δοντάρες, να σου φτιάχνει την ανατροπή, του ντεμέκ συμβολισμού, περί του θηρίου που κρύβουμε άπαντες στην ψυχή και τα συναφή ηρωικά. Μάλλον από το τσιγάρο που έστριψε ο loner, με αγνότατα υλικά, ενδιαμέσως του πανικού, πρέπει να άρπαξε ρουφηξιά και ο σεναριογράφος. Δεν εξηγείται αλλιώς...
Ευτυχώς κάτι παρόμοιο δεν συνέβη με τον διευθυντή της φωτογραφίας, που έχει κάνει εξαιρετική εργασία, όσο το έργο εκτυλίσσεται πλάι στον Άμαζον, με τις πολυχρωμίες να κλέβουν - thank God - την ματιά από τις φρικαλεότητες, σε αντίθεση με τα πανδύσκολα πλάνα του φινάλε, όπου τα πάντα χάνονται μέσα στην αιθαλομίχλη της πυρκαγιάς του προκαλύμματος. Φωτιά που δικαιολογεί, εν μέρει και τον εγγλέζικο τίτλο του φιλμ - The Burning - σε αντίθεση με την εγχώρια Lost In Translation, μετάφραση της μαρκίζας, που ακόμη δεν έχω καταφέρει να την επεξηγήσω.
Σε αυτή λοιπόν την εναλλακτικής μορφής Duel, καραμπίνας και ντεμοντέ μπιστολιδιου, ο πρωταγωνιστής Gael Garcia Bernal κάνει ότι περνά από το χέρι του για να διατηρήσει το γενικό λέβελ, σε ένα ύψος αντάξιο της αναμφισβήτητης ικανότητας του. Το μεγάλο προσόν του Μεχικάνου ηθοποιού όμως είναι ο γοργός ρυθμός στις ατάκες και η γοητευτικά ακατάσχετη αλεγκρία του κι εφόσον εδώ του την στερείς για να τον απεικονίσεις σαν Jungle Lucky Luke, τον χάνεις. Όχι ολοσχερώς, αλλά πέραν του μέσου, μερικώς. Το κορίτσι δίπλα του, άνευρο και άχαρα εκδηλωτικό, δεν μοιάζει να έχει ιδιαίτερη σχέση με την υποκριτική. Μάλλον θα το υποκίνησε καμία θεία του να ασχοληθεί με το σπορ, ένεκα της τεράστιας φήμης της στα μέρη της Μπραζίου, αλλά από τάλαντο ελάχιστο και τελικώς (μετά από δέκα χρόνια που το παλεύει) δεν...
Το El Ardor, συμπερασματικά δεν είναι μια καλή ταινία. Δικαίως είδε την πλάτη του υπερβολικά ποιοτικότερου Relatos Salvajes στην κόντρα για την best movie της Αρχεντίνας κατά την περσινή σεζόν, ως μη έχουσα τελικώς κάτι να αφήσει στην μνήμη, κατόπιν της ανάγνωσης της. Μια αξιοπρεπής ιδέα, δυο σωστά στησίματα της κάμερας στο πρωινό φως, μια τελική σεκάνς πολιορκίας και κάποιες σκόρπιες στον αέρα μεταφορές, δεν πείθουν ποτέ, πως πρόκειται για ένα εναλλακτικό γουέστερν, έστω ανεκτής ποιότητας.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 10 Μαρτίου 2016 από την Strada Films
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική