του Θόδωρου Γιαχουστίδη
66η Berlinale: Τρίτη 16 Φεβρουαρίου
Η φτώχεια τρώει τον παρά
Η φτώχεια τρώει τον παρά
Σήμερα είχα λίγο χρόνο παραπάνω κι έκανα μια βόλτα πέρα από το κέντρο του φεστιβάλ που περιλαμβάνει την πλατεία Ποτσντάμερ και το Sony Center ουσιαστικά. Περπάτησα μέχρι την Πύλη του Βραδεμβούργου, έφτασα στο γερμανικό κοινοβούλιο ενώ επισκέφτηκα και το τουλάχιστον αμφιλεγόμενο μνημείο που έχει χτιστεί δίπλα στην οδό Χάνα Αρέντ (και απέναντι από την αμερικάνικη πρεσβεία). Κατά τα άλλα, μια διαπίστωση που έκανα σε σχέση με εννέα χρόνια πριν που είχα έρθει τελευταία φορά στο Βερολίνο: τα πάντα έχουν ακριβύνει! Φτηνά είναι τα πράγματα μόνο στα σούπερ μάρκετ. Το φαγητό το πληρώνεις ακριβά, όπως και τους καφέδες και τα αναψυκτικά. Εδώ χρεώνουν 60 ολόκληρα ευρώ για να βγάλεις τη διαπίστευσή σου ως δημοσιογράφος στο φεστιβάλ! Και φέτος δεν είχαν χρήματα να τυπώσουν καταλόγους, για πρώτη φορά στην ιστορία! Τι σου είναι ο καπιταλισμός ρε παιδί μου...
Σε ότι αφορά τις ταινίες, πιο διασκεδαστική όλων από όσες είδαμε συνεχίζει να είναι το «War on Everyone» και πιο αγαπησιάρικη όλων το «Les premiers les derniers». Τι είδαμε όμως Τρίτη και 16;
Σε ότι αφορά τις ταινίες, πιο διασκεδαστική όλων από όσες είδαμε συνεχίζει να είναι το «War on Everyone» και πιο αγαπησιάρικη όλων το «Les premiers les derniers». Τι είδαμε όμως Τρίτη και 16;
Η μέρα δεν άρχισε άσχημα, καθόλου άσχημα, ίσα ίσα. Το «Aloys» του Ελβετού Tobias Nölle (Panorama Special) αποτέλεσε για τον δημιουργό του ένα πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο στις μεγάλου μήκους ταινίες. Κλασικά, δάνεια και αναφορές υπάρχουν μπόλικες, το όλον όμως είναι και πολύ προσωπικό και πολύ ιδιαίτερο.
Η υπόθεση: Ο Αλόις Άντορν είναι ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ. Οι παρακολουθήσεις είναι το φόρτε του. Τακτοποιεί όλα τα dvd από τις παρακολουθήσεις του και τις βλέπει από καιρό εις καιρό ως χόμπι, ως κάτι που τον ευχαριστεί. Όταν πεθαίνει ο γηραιός πατέρας του, ο Αλόις κινηματογραφεί μέχρι και την κηδεία του. Στεναχωρημένος, γίνεται στουπί και αποκοιμιέται μέσα σε ένα λεωφορείο. Όταν ξυπνάει διαπιστώνει πως τόσο η κάμερά του όσο και οι ταινίες του έχουν κλαπεί! Απελπισμένος και τσαντισμένος, δέχεται ένα τηλεφώνημα από μια νεαρή κοπέλα. Η οποία είναι «υπεύθυνη» για την κλοπή. Γιατί προέβη όμως, σε αυτήν την ενέργεια; Ποια η σχέση της με τον Αλόις; Θα καταφέρει να τον βγάλει από το μοναχικό και μονόχνωτο καβούκι του;
Η άποψή μας: Δεν παλεύεται με τίποτε η μοναξιά. Κι όταν δεν έχεις κάποιον να μοιραστείς τη ζωή σου βρίσκεις άμυνες για να αντέξεις. Αυτό κάνει και ο Αλόις της ταινίας μας. Είναι ένας μοναχικός λύκος. Παραγγέλνει από το κινέζικο για ένα άτομο. Μοναδική του παρέα είναι μία γάτα. Όταν τον αναγνωρίζουν παλιοί συμμαθητές φέρεται απότομα και λέει πως είναι κάποιος άλλος γιατί θεωρεί αυτές τις γνωριμίες ενοχλητικές. Και τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση την παίρνει παρακολουθώντας τις ζωές των άλλων και βλέποντας και ξαναβλέποντας τις ταινίες στις οποίες έχει κάθε υπόθεσή του καταχωρημένη. Εύκολα κανείς στις αρχικές σκηνές βρίσκει συγγένειες με την αριστουργηματική «Συνομιλία» του Κόπολα. Βέβαια, εδώ λείπει εντελώς το οποιοδήποτε πολιτικό σχόλιο. Έχουμε όμως μια υπέροχη σπουδή στη μοναξιά. Γρήγορα λοιπόν η ταινία λες και αλλάζει κατεύθυνση και από δραματικό θρίλερ με μικρές δόσεις χιούμορ, δίνει τη θέση της σε ένα ρομάντζο μαγικού ρεαλισμού. Η κοπέλα στο τηλέφωνο «αναγκάζει» τον Αλόις να βρει ποια είναι. Είναι κάποια που γνωρίζει. Και του δίνει στοιχεία για να την ανακαλύψει. Τα βρύα και οι λειχήνες στον κορμό ενός δέντρου αποτελούν βασικό στοιχείο αναφοράς. Άραγε, θα καταφέρει ο Αλόις να σπάσει τις αλυσίδες με τις οποίες ο ίδιος έχει δέσει τον εαυτό του για να μοιραστεί τη ζωή του με κάποιον άλλο; Ο σκηνοθέτης (και ταυτόχρονα σεναριογράφος) ελέγχει με στιβαρότητα τα εκφραστικά του μέσα και πετυχαίνει να στήσει υπέροχες εικόνες αλλά και να εκμαιεύσει σπουδαίες ερμηνείες τόσο από τον καταξιωμένο Georg Friedrich στο ρόλο του Αλόις όσο και από την πρωτοεμφανιζόμενη Tilde von Overbeck στο ρόλο της κοπέλας που θα αλλάξει τη ζωή του Αλόις. Είναι πολύ δύσκολα να βγει κάποιος από το καβούκι του. Με λίγη θέληση, όμως, και επιμονή αλλά και προσπάθεια από μέρος του άλλου, υπάρχει η δυνατότητα να τα καταφέρει...
Η υπόθεση: Ο Αλόις Άντορν είναι ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ. Οι παρακολουθήσεις είναι το φόρτε του. Τακτοποιεί όλα τα dvd από τις παρακολουθήσεις του και τις βλέπει από καιρό εις καιρό ως χόμπι, ως κάτι που τον ευχαριστεί. Όταν πεθαίνει ο γηραιός πατέρας του, ο Αλόις κινηματογραφεί μέχρι και την κηδεία του. Στεναχωρημένος, γίνεται στουπί και αποκοιμιέται μέσα σε ένα λεωφορείο. Όταν ξυπνάει διαπιστώνει πως τόσο η κάμερά του όσο και οι ταινίες του έχουν κλαπεί! Απελπισμένος και τσαντισμένος, δέχεται ένα τηλεφώνημα από μια νεαρή κοπέλα. Η οποία είναι «υπεύθυνη» για την κλοπή. Γιατί προέβη όμως, σε αυτήν την ενέργεια; Ποια η σχέση της με τον Αλόις; Θα καταφέρει να τον βγάλει από το μοναχικό και μονόχνωτο καβούκι του;
Η άποψή μας: Δεν παλεύεται με τίποτε η μοναξιά. Κι όταν δεν έχεις κάποιον να μοιραστείς τη ζωή σου βρίσκεις άμυνες για να αντέξεις. Αυτό κάνει και ο Αλόις της ταινίας μας. Είναι ένας μοναχικός λύκος. Παραγγέλνει από το κινέζικο για ένα άτομο. Μοναδική του παρέα είναι μία γάτα. Όταν τον αναγνωρίζουν παλιοί συμμαθητές φέρεται απότομα και λέει πως είναι κάποιος άλλος γιατί θεωρεί αυτές τις γνωριμίες ενοχλητικές. Και τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση την παίρνει παρακολουθώντας τις ζωές των άλλων και βλέποντας και ξαναβλέποντας τις ταινίες στις οποίες έχει κάθε υπόθεσή του καταχωρημένη. Εύκολα κανείς στις αρχικές σκηνές βρίσκει συγγένειες με την αριστουργηματική «Συνομιλία» του Κόπολα. Βέβαια, εδώ λείπει εντελώς το οποιοδήποτε πολιτικό σχόλιο. Έχουμε όμως μια υπέροχη σπουδή στη μοναξιά. Γρήγορα λοιπόν η ταινία λες και αλλάζει κατεύθυνση και από δραματικό θρίλερ με μικρές δόσεις χιούμορ, δίνει τη θέση της σε ένα ρομάντζο μαγικού ρεαλισμού. Η κοπέλα στο τηλέφωνο «αναγκάζει» τον Αλόις να βρει ποια είναι. Είναι κάποια που γνωρίζει. Και του δίνει στοιχεία για να την ανακαλύψει. Τα βρύα και οι λειχήνες στον κορμό ενός δέντρου αποτελούν βασικό στοιχείο αναφοράς. Άραγε, θα καταφέρει ο Αλόις να σπάσει τις αλυσίδες με τις οποίες ο ίδιος έχει δέσει τον εαυτό του για να μοιραστεί τη ζωή του με κάποιον άλλο; Ο σκηνοθέτης (και ταυτόχρονα σεναριογράφος) ελέγχει με στιβαρότητα τα εκφραστικά του μέσα και πετυχαίνει να στήσει υπέροχες εικόνες αλλά και να εκμαιεύσει σπουδαίες ερμηνείες τόσο από τον καταξιωμένο Georg Friedrich στο ρόλο του Αλόις όσο και από την πρωτοεμφανιζόμενη Tilde von Overbeck στο ρόλο της κοπέλας που θα αλλάξει τη ζωή του Αλόις. Είναι πολύ δύσκολα να βγει κάποιος από το καβούκι του. Με λίγη θέληση, όμως, και επιμονή αλλά και προσπάθεια από μέρος του άλλου, υπάρχει η δυνατότητα να τα καταφέρει...
Η Kaori Momoi είναι μία από τις καλύτερες ηθοποιούς της Ιαπωνίας. Το απέδειξε για άλλη μια φορά όντας η μία από τις δύο βασικές πρωταγωνίστριες του «Fukushime mon amour» για το οποίο σας μιλήσαμε σε προηγούμενη ανταπόκρισή μας. Στην ταινία «Hee» (Forum), η Momoi εκτός από πρωταγωνίστρια είναι και η σκηνοθέτιδα. Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί. Μάλλον όμως δεν πρέπει να παρατήσει την υποκριτική, γιατί ως σκηνοθέτιδα δεν την βλέπουμε να μακροημερεύει...
Η υπόθεση: Η Αζούσα είναι μια γυναίκα που μένει στο Λος Άντζελες. Επισκέπτεται τακτικά τον ψυχίατρο, δρ. Σανάκα, που τυγχάνει να είναι συμπατριώτης της. Σε μια από τις συνεδρίες, του εξομολογείται πως ευθύνεται ουσιαστικά για το θάνατο των γονέων της, καθώς ένα παιδικό παιχνίδι οδήγεισαι σε πυρκαγιά. Λέει αλήθεια ή μήπως παραλογίζεται; Εκείνη του λέει πως πιστεύει για εκείνον ότι δεν του ταιριάζει η δουλειά κι εκείνος της λέει πως εκείνη δεν είναι τρελή. Μερικά χρόνια αργότερα οι δρόμοι τους συναντιούνται ξανά. Αυτήν τη φορά η πόρνη Αζούσα κατηγορείται για δολοφονία – και πάλι μια πυρκαγιά έχει βασικό ρόλο στην υπόθεση. Είναι εντέλει όντως ψυχικά άρρωστη η Αζούσα; Ήταν παλιότερα; Έχει κάνει όλα αυτά που λέει και για τα οποία την κατηγορούν;
Η άποψή μας: Μερικές φορές είναι καλύτερο οι ηθοποιοί να μένουν σε αυτό που γνωρίζουν καλύτερα. Την υποκριτική. Συμβαίνει εδώ ότι και στους ποδοσφαιριστές. Μεγάλοι ποδοσφαιριστές συνήθως δεν γίνονται καλοί προπονητές, δες πχ τι συμβαίνει με τον Τούντορ. Αντιθέτως, μέτριοι ποδοσφαιριστές, που δεν έκαναν ποτέ καριέρα κλωτσώντας το τόπι κατορθώνουν πολλές φορές θαύματα με την προπονητική. Το ίδιο και οι ηθοποιοί λοιπόν. Η Momoi είναι σπουδαία ηθοποιός. Όμως, η ίδια σκηνοθετεί τον εαυτό της χειρότερα από ότι τη σκηνοθετούν άλλοι. Η ερμηνεία της εδώ αντί να τονίσει το δισυπόστατο του χαρακτήρα που υποδύεται, την αμφιβολία για το αν είναι τρελή, αν το παίζει τρελή, αν δεν ξέρει και η ίδια τι γίνεται, αντί λοιπόν να το περάσει όλο αυτό στον θεατή, εντέλει περνάει μια περσόνα αντιπαθητική, μεταξύ κατατονίας και βαρεμάρας, ντεμέκ τολμηρότητας στο λόγο και το όλον καταρρέει. Γιατί η συγκεκριμένη ταινία βασίζεται στο κατά πόσο γίνεται αποδεκτή η βασική πρωταγωνίστρια. Από τη στιγμή που δεν κάνει το γκελ όλο το υπόλοιπο είναι ανώφελο. Παρά τα μόλις 76 λεπτά της ταινίας κουράζει με τον πολύ της λόγο, την επανάληψη και την κακή ερμηνεία της πρωταγωνίστριας. Κρίμα – btw, πολύ ωραία τα heavy metal ακούσματα που πέφτουν μαζί με τους τίτλους του φινάλε.
Η υπόθεση: Η Αζούσα είναι μια γυναίκα που μένει στο Λος Άντζελες. Επισκέπτεται τακτικά τον ψυχίατρο, δρ. Σανάκα, που τυγχάνει να είναι συμπατριώτης της. Σε μια από τις συνεδρίες, του εξομολογείται πως ευθύνεται ουσιαστικά για το θάνατο των γονέων της, καθώς ένα παιδικό παιχνίδι οδήγεισαι σε πυρκαγιά. Λέει αλήθεια ή μήπως παραλογίζεται; Εκείνη του λέει πως πιστεύει για εκείνον ότι δεν του ταιριάζει η δουλειά κι εκείνος της λέει πως εκείνη δεν είναι τρελή. Μερικά χρόνια αργότερα οι δρόμοι τους συναντιούνται ξανά. Αυτήν τη φορά η πόρνη Αζούσα κατηγορείται για δολοφονία – και πάλι μια πυρκαγιά έχει βασικό ρόλο στην υπόθεση. Είναι εντέλει όντως ψυχικά άρρωστη η Αζούσα; Ήταν παλιότερα; Έχει κάνει όλα αυτά που λέει και για τα οποία την κατηγορούν;
Η άποψή μας: Μερικές φορές είναι καλύτερο οι ηθοποιοί να μένουν σε αυτό που γνωρίζουν καλύτερα. Την υποκριτική. Συμβαίνει εδώ ότι και στους ποδοσφαιριστές. Μεγάλοι ποδοσφαιριστές συνήθως δεν γίνονται καλοί προπονητές, δες πχ τι συμβαίνει με τον Τούντορ. Αντιθέτως, μέτριοι ποδοσφαιριστές, που δεν έκαναν ποτέ καριέρα κλωτσώντας το τόπι κατορθώνουν πολλές φορές θαύματα με την προπονητική. Το ίδιο και οι ηθοποιοί λοιπόν. Η Momoi είναι σπουδαία ηθοποιός. Όμως, η ίδια σκηνοθετεί τον εαυτό της χειρότερα από ότι τη σκηνοθετούν άλλοι. Η ερμηνεία της εδώ αντί να τονίσει το δισυπόστατο του χαρακτήρα που υποδύεται, την αμφιβολία για το αν είναι τρελή, αν το παίζει τρελή, αν δεν ξέρει και η ίδια τι γίνεται, αντί λοιπόν να το περάσει όλο αυτό στον θεατή, εντέλει περνάει μια περσόνα αντιπαθητική, μεταξύ κατατονίας και βαρεμάρας, ντεμέκ τολμηρότητας στο λόγο και το όλον καταρρέει. Γιατί η συγκεκριμένη ταινία βασίζεται στο κατά πόσο γίνεται αποδεκτή η βασική πρωταγωνίστρια. Από τη στιγμή που δεν κάνει το γκελ όλο το υπόλοιπο είναι ανώφελο. Παρά τα μόλις 76 λεπτά της ταινίας κουράζει με τον πολύ της λόγο, την επανάληψη και την κακή ερμηνεία της πρωταγωνίστριας. Κρίμα – btw, πολύ ωραία τα heavy metal ακούσματα που πέφτουν μαζί με τους τίτλους του φινάλε.
Το «Le Fils de Joseph» (Forum) είναι η 6η μεγάλου μήκους ταινία του Eugène Green. Υπάρχουν άνθρωποι που πίνουν νερό στ' όνομά του. Για μας τούτη η ταινία ήταν η πρώτη μας επαφή με το έργο του. Να πούμε ότι μας άφησε και τις καλύτερες εντυπώσεις, θα ήταν ψέματα. Όχι ότι περάσαμε άσχημα παρακολουθώντας την αλλά, να, το θέλαμε το όλο κάπως καλύτερο.
Η υπόθεση: Παρίσι, καλοκαίρι. Ο Βενσάν είναι ένας 15χρονος έφηβος που δεν βρίσκει ησυχία μέσα του. Δεν του αρέσει να βασανίζει ποντίκια, όπως κάνουν κάποιοι συμμαθητές του. Ούτε θέλει να βγάλει χρήματα πουλώντας το σπέρμα του, όπως του προτείνει ένας φίλος του. Αυτό που θέλει περισσότερο απ' όλα είναι να μάθει ποιος είναι ο πατέρας του, κάτι που η μητέρα του, η Μαρία, αρνείται πεισματικά να του αποκαλύψει, για να μην τον πληγώσει. Αποφασισμένος περισσότερο από ποτέ, ο Βενσάν διεξάγει έρευνα, η οποία τον οδηγεί σε έναν διάσημο εκδότη βιβλίων, που έχει όμως πολύ αντιπαθητικό χαρακτήρα. Ο εκδότης, όμως, έχει έναν αδελφό, τον Ιωσήφ, που είναι το ακριβώς αντίθετό του: καλοσυνάτος και συμπαθέστατος. Ο Βενσάν γίνεται φίλος με τον Ιωσήφ και προσπαθεί να τον κάνει να συναντηθεί με τη μητέρα του.
Η άποψή μας: Χριστιανική παραβολή σε εντελώς σύγχρονο πλαίσιο: αυτή με μια γραμμή είναι όλη η ουσία τούτης της ταινίας. Που άλλοτε κατορθώνει και γίνεται αρκούντως αστεία (όπως με το φίλο του Βενσάν που τον προτρέπει να πουλήσει το σπέρμα του, να γίνουν συνέταιροι, γιατί δεν προλαβαίνει) και άλλοτε απλά παγιδεύεται μέσα στην έξυπνη ιδέα πάνω στην οποία στηρίζεται, η οποία όμως ποτέ δεν γίνεται ολοκληρωμένη ταινία αξιώσεων. Ο τρόπος εκφοράς του λόγου είναι ιδιαίτερος και υποτίθεται ότι προσφέρει κάτι παραπάνω στο όλο fun της κατάστασης αλλά δεν... Κρίμα στο πραγματικά αξιόλογο καστ, με την Natacha Régnier στο ρόλο της Μαρίας, τον Mathieu Amalric στο ρόλο του αντιπαθητικού εκδότη και την Maria de Medeiros στο ρόλο μιας χαμένης στο διάστημα δημοσιογράφου, που ντεμέκ είναι ειδική στη λογοτεχνία, η οποία πιστεύει πως ο Προυστ ζει ακόμα και πως θα του κάνει συνέντευξη. Ιλαρότης, ναι, αλλά το όλο φαντάζει ως μια χαμένη ευκαιρία για κάτι πραγματικά αστείο και γιατί όχι, μπόλικα βλάσφημο.
Η υπόθεση: Παρίσι, καλοκαίρι. Ο Βενσάν είναι ένας 15χρονος έφηβος που δεν βρίσκει ησυχία μέσα του. Δεν του αρέσει να βασανίζει ποντίκια, όπως κάνουν κάποιοι συμμαθητές του. Ούτε θέλει να βγάλει χρήματα πουλώντας το σπέρμα του, όπως του προτείνει ένας φίλος του. Αυτό που θέλει περισσότερο απ' όλα είναι να μάθει ποιος είναι ο πατέρας του, κάτι που η μητέρα του, η Μαρία, αρνείται πεισματικά να του αποκαλύψει, για να μην τον πληγώσει. Αποφασισμένος περισσότερο από ποτέ, ο Βενσάν διεξάγει έρευνα, η οποία τον οδηγεί σε έναν διάσημο εκδότη βιβλίων, που έχει όμως πολύ αντιπαθητικό χαρακτήρα. Ο εκδότης, όμως, έχει έναν αδελφό, τον Ιωσήφ, που είναι το ακριβώς αντίθετό του: καλοσυνάτος και συμπαθέστατος. Ο Βενσάν γίνεται φίλος με τον Ιωσήφ και προσπαθεί να τον κάνει να συναντηθεί με τη μητέρα του.
Η άποψή μας: Χριστιανική παραβολή σε εντελώς σύγχρονο πλαίσιο: αυτή με μια γραμμή είναι όλη η ουσία τούτης της ταινίας. Που άλλοτε κατορθώνει και γίνεται αρκούντως αστεία (όπως με το φίλο του Βενσάν που τον προτρέπει να πουλήσει το σπέρμα του, να γίνουν συνέταιροι, γιατί δεν προλαβαίνει) και άλλοτε απλά παγιδεύεται μέσα στην έξυπνη ιδέα πάνω στην οποία στηρίζεται, η οποία όμως ποτέ δεν γίνεται ολοκληρωμένη ταινία αξιώσεων. Ο τρόπος εκφοράς του λόγου είναι ιδιαίτερος και υποτίθεται ότι προσφέρει κάτι παραπάνω στο όλο fun της κατάστασης αλλά δεν... Κρίμα στο πραγματικά αξιόλογο καστ, με την Natacha Régnier στο ρόλο της Μαρίας, τον Mathieu Amalric στο ρόλο του αντιπαθητικού εκδότη και την Maria de Medeiros στο ρόλο μιας χαμένης στο διάστημα δημοσιογράφου, που ντεμέκ είναι ειδική στη λογοτεχνία, η οποία πιστεύει πως ο Προυστ ζει ακόμα και πως θα του κάνει συνέντευξη. Ιλαρότης, ναι, αλλά το όλο φαντάζει ως μια χαμένη ευκαιρία για κάτι πραγματικά αστείο και γιατί όχι, μπόλικα βλάσφημο.
Τελευταία προβολή για την Τρίτη και ξεκάθαρα η πιο ενδιαφέρουσα ταινία της ημέρας ήταν το «The End» του Guillaume Nicloux. Ενός σκηνοθέτη που η τελευταία του ταινία την οποία παρακολουθήσαμε στις αίθουσες στη χώρα μας ήταν 9 χρόνια πίσω, το «Κλειδί» (Le clef) με τον Guillaume Canet. Ενός σκηνοθέτη που οι ταινίες του είναι αν μη τι άλλο, ξεχωριστές. Και κάθε άλλο παρά αδιάφορες.
Η υπόθεση: Γαβγίσματα. Ένας υπέρβαρος, μεσήλικας, μοναχικός άνθρωπος ξυπνάει φορώντας μόνο το μποξεράκι. Η υπερμεγέθης κοιλιά του ξεχωρίζει. Τρώει πρωινό, ταΐζει τον σκύλο του και μαζί ξεκινάνε για το κοντινό δάσος. Πηγαίνουν για κυνήγι λαγού. Αρχικά, όλα βαίνουν καλώς. Κάποια στιγμή, όμως, το σκυλί εξαφανίζεται. Το κινητό του κυνηγού δεν έχει σήμα. Αποπροσανατολισμένος, δεν ξέρει πως να βγει από το δάσος. Αποκαμωμένος, αγκομαχώντας, πεινασμένος, βρίζει και μεμψιμοιρεί, καθώς νιώθει ότι ζει έναν εφιάλτη. Κοιμάται και την επόμενη μέρα αντιλαμβάνεται πως κάποιος του έχει κλέψει το όπλο του. Συναντά μαύρους σκορπιούς! Βλέπει έναν νεαρό ως σανίδα σωτηρίας αλλά κάθε άλλο παρά τον βοηθά εκείνος. Το δεύτερο βράδυ εμφανίζεται μπροστά του μια ολόγυμνη γυναίκα! Δεν του μιλάει. Μαζί πλέον, οι δυο τους, περπατούν εις το δάσος αναζητώντας διέξοδο. Θα τη βρουν; Και ποιο θα είναι το τέλος;
Η άποψή μας: Έχουν περάσει 40 χρόνια από τότε που βγήκε στις αίθουσες το αριστούργημα του Bernardo Bertolucci «1900», στο οποίο πρωταγωνιστές ήταν ο Roberd De Niro και ο Gérard Depardieu. 40 χρόνια μετά, ο De Niro είναι ένας αξιοσέβαστος ηθοποιός, που δεν δικαιώματα για κουτσομπολιά στην προσωπική του ζωή αλλά γυρίζει τη μία μαλακία μετά την άλλη! Από την άλλη, ο Depardieu πρέπει να έχει σκατά στο κεφάλι του! Παλιοχαρακτήρας, φιλοχρήματος, μέθυσος, ρατσιστής, κι όμως, οι κινηματογραφικές του επιλογές είναι ως επί το πλείστον άριστες! Παίρνοντας και πολύ μεγάλα ρίσκα, έτσι; Με τίποτε ο De Niro δεν θα έπαιζε το συγκεκριμένο ρόλο σε αυτήν την ταινία. Κι αν τον έπαιζε δεν θα τον έπαιζε με τον μαγικό τρόπο που τον παίζει ο Depardieu. Αυτό το τέρας της υποκριτικής που χρησιμοποιεί ακόμα και το παραμορφωμένο από τα πολλά κιλά σώμα του για να βγάλει συναίσθημα. Έχοντας τη μορφή ταινίας μυστηρίου τούτο εδώ το καλλιτέχνημα δεν είναι παρά μία σπουδή για τον σύγχρονο άνθρωπο. Όπως θα έλεγε και ο κόκκορας του Αρκά «Θέλω να βγω από το ψυχολογικό μου αδιέξοδο αλλά δεν θυμάμαι από που μπήκα»!
Εντελώς υπαρξιακό θρίλερ με όλες τις αναζητήσεις που συνακόλουθα κουμπώνουν επάνω του. Η ζωή είναι ένα παράξενο, μπερδεμένο δάσος. Χωρίς σκύλο, χωρίς κινητό, χωρίς όπλο, χωρίς «πολιτισμό» μένουμε γυμνοί, αντιμέτωποι με τα αρχέγονα ένστικτά μας. Η νέα γενιά δεν βοηθάει, ούτε καν με αντίτιμο. Και το μέλλον είναι μια γυμνή, τρομαγμένη, βιασμένη (;) γυναίκα, που δεν ξέρεις πως θα αντιδράσει. Ή μήπως το μέλλον έχει ήδη τελειώσει και το τέλος είναι ήδη εδώ; Σπουδαία ταινία όχι για όλους, με ένα φινάλε εκρηκτικό και εντέλει αυτοκτονικό. Ναι, τα καλά πράγματα προκύπτουν εκεί απ' όπου δεν τα περιμένεις. Άντε να δούμε τι μας επιφυλάσσει η αυριανή, τελευταία για μας ημέρα ενός αγαπημένου φεστιβάλ, που από ταινίες πάντως δεν τα πάει και τόοοοσο καλά.
Η υπόθεση: Γαβγίσματα. Ένας υπέρβαρος, μεσήλικας, μοναχικός άνθρωπος ξυπνάει φορώντας μόνο το μποξεράκι. Η υπερμεγέθης κοιλιά του ξεχωρίζει. Τρώει πρωινό, ταΐζει τον σκύλο του και μαζί ξεκινάνε για το κοντινό δάσος. Πηγαίνουν για κυνήγι λαγού. Αρχικά, όλα βαίνουν καλώς. Κάποια στιγμή, όμως, το σκυλί εξαφανίζεται. Το κινητό του κυνηγού δεν έχει σήμα. Αποπροσανατολισμένος, δεν ξέρει πως να βγει από το δάσος. Αποκαμωμένος, αγκομαχώντας, πεινασμένος, βρίζει και μεμψιμοιρεί, καθώς νιώθει ότι ζει έναν εφιάλτη. Κοιμάται και την επόμενη μέρα αντιλαμβάνεται πως κάποιος του έχει κλέψει το όπλο του. Συναντά μαύρους σκορπιούς! Βλέπει έναν νεαρό ως σανίδα σωτηρίας αλλά κάθε άλλο παρά τον βοηθά εκείνος. Το δεύτερο βράδυ εμφανίζεται μπροστά του μια ολόγυμνη γυναίκα! Δεν του μιλάει. Μαζί πλέον, οι δυο τους, περπατούν εις το δάσος αναζητώντας διέξοδο. Θα τη βρουν; Και ποιο θα είναι το τέλος;
Η άποψή μας: Έχουν περάσει 40 χρόνια από τότε που βγήκε στις αίθουσες το αριστούργημα του Bernardo Bertolucci «1900», στο οποίο πρωταγωνιστές ήταν ο Roberd De Niro και ο Gérard Depardieu. 40 χρόνια μετά, ο De Niro είναι ένας αξιοσέβαστος ηθοποιός, που δεν δικαιώματα για κουτσομπολιά στην προσωπική του ζωή αλλά γυρίζει τη μία μαλακία μετά την άλλη! Από την άλλη, ο Depardieu πρέπει να έχει σκατά στο κεφάλι του! Παλιοχαρακτήρας, φιλοχρήματος, μέθυσος, ρατσιστής, κι όμως, οι κινηματογραφικές του επιλογές είναι ως επί το πλείστον άριστες! Παίρνοντας και πολύ μεγάλα ρίσκα, έτσι; Με τίποτε ο De Niro δεν θα έπαιζε το συγκεκριμένο ρόλο σε αυτήν την ταινία. Κι αν τον έπαιζε δεν θα τον έπαιζε με τον μαγικό τρόπο που τον παίζει ο Depardieu. Αυτό το τέρας της υποκριτικής που χρησιμοποιεί ακόμα και το παραμορφωμένο από τα πολλά κιλά σώμα του για να βγάλει συναίσθημα. Έχοντας τη μορφή ταινίας μυστηρίου τούτο εδώ το καλλιτέχνημα δεν είναι παρά μία σπουδή για τον σύγχρονο άνθρωπο. Όπως θα έλεγε και ο κόκκορας του Αρκά «Θέλω να βγω από το ψυχολογικό μου αδιέξοδο αλλά δεν θυμάμαι από που μπήκα»!
Εντελώς υπαρξιακό θρίλερ με όλες τις αναζητήσεις που συνακόλουθα κουμπώνουν επάνω του. Η ζωή είναι ένα παράξενο, μπερδεμένο δάσος. Χωρίς σκύλο, χωρίς κινητό, χωρίς όπλο, χωρίς «πολιτισμό» μένουμε γυμνοί, αντιμέτωποι με τα αρχέγονα ένστικτά μας. Η νέα γενιά δεν βοηθάει, ούτε καν με αντίτιμο. Και το μέλλον είναι μια γυμνή, τρομαγμένη, βιασμένη (;) γυναίκα, που δεν ξέρεις πως θα αντιδράσει. Ή μήπως το μέλλον έχει ήδη τελειώσει και το τέλος είναι ήδη εδώ; Σπουδαία ταινία όχι για όλους, με ένα φινάλε εκρηκτικό και εντέλει αυτοκτονικό. Ναι, τα καλά πράγματα προκύπτουν εκεί απ' όπου δεν τα περιμένεις. Άντε να δούμε τι μας επιφυλάσσει η αυριανή, τελευταία για μας ημέρα ενός αγαπημένου φεστιβάλ, που από ταινίες πάντως δεν τα πάει και τόοοοσο καλά.