του Θόδωρου Γιαχουστίδη
66η Berlinale: Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου
Το τέλος του φιλμ νουάρ
Το τέλος του φιλμ νουάρ
Για το περιοδικό μιλάω. Που σε χαλεπούς καιρούς προσπάθησε να υποστηρίξει τον πολιτισμό στη ριμάδα τη Θεσσαλονίκη. Τα πράγματα θα ήταν σίγουρα διαφορετικά αν ζούσε ο Τάσος Μιχαηλίδης. Θα μπορούσε τώρα ο δικός του «εξώστης» να μεγαλουργεί. Πάντα έβρισκε ο Τάσος τρόπους να τα βάζει με τα θηρία, να αντιμετωπίζει προβλήματα, να παλεύει με τα κύματα και να βγαίνει σώος και αβλαβής. Οι συνεχιστές του μετρηθήκαμε και βρεθήκαμε ελλείπείς. Τουλάχιστον, υπάρχει αυτός ο δίαυλος επικοινωνίας από το facebook. Δεν ξέρω για πόσο ακόμα. Έως ότου βελτιωθούν τα πράγματα; Αν γνωρίζαμε το μέλλον θα ήμασταν μάντεις κι όχι καθημερινοί, τρωτοί άνθρωποι με χαρίσματα και ελαττώματα.
Τέτοια είναι η πρωταγωνίστρια του «Baden Baden» της Rachel Lang (Forum). Στην πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία η Βελγίδα σκηνοθέτιδα προσφέρει αυτό το γλυκόπικρο συναίσθημα που πλειστάκις σερβίρουν οι Ευρωπαϊκές ταινίες με γυναίκες πρωταγωνίστριες.
Η υπόθεση: Η Άνα είναι μια 26χρονη κοπέλα. Τελευταία της δουλειά: να μεταφέρει τους πρωταγωνιστές μιας μεγάλης ταινίας που γυρίζεται στο Βέλγιο από τα ξενοδοχεία τους στο πλατό και όπου αλλού επιθυμούν. Δεν τη γουστάρει τη δουλειά της. Κάνει όμως υπομονή. Όταν τα γυρίσματα ολοκληρώνονται η Άνα υποχρεούται να επιστρέψει την πανάκριβη Porsche στο γραφείο ενοικίασης αυτοκινήτων και να επιστρέψει στο Λονδίνο όπου προσπαθεί να επιβιώσει. Αντ' αυτού αποφασίζει να πάει στο Στρασβούργο και να επισκεφτεί τη γιαγιά της. Καθώς εκείνη είναι πλέον πολύ δυσκίνητη η Άνα βάζει μπρος το γκρέμισμα του μπάνιου της γιαγιάς προκειμένου να της φτιάξει μια πιο εύκολα προσβάσιμη ντουζιέρα. Καθώς συμβαίνουν αυτά η γιαγιά σπάει το γοφό της, ένας υπάλληλος πολυκαταστήματος τύπου Praktiker τη βοηθάει ενώ η Άνα επανασυνδέεται με δύο εραστές της, ο ένας εκ των οποίων την πλήγωσε πολύ στο παρελθόν.
Η άποψή μας: Χωρίς πολύ καταγγελία, χωρίς φιοριτούρες, χωρίς περιττούς μελοδραματισμούς, η σκηνοθέτιδα μέσω της Άνας μας παρουσιάζει το πορτρέτο της σύγχρονης Ευρώπης. Μιας Ευρώπης όπου νέοι άνθρωποι δυσκολεύονται να βρουν δουλειά και κάνουν τα πιο απίθανα πράγματα για λίγα χρήματα. Νέοι άνθρωποι που γρήγορα ενηλικιώνονται, έχουν μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα αλλά μέσα τους παλεύουν ακόμα και στα 30 τους (μην σας πω και στα 40 τους) να δουν τι θα γίνουν όταν... μεγαλώσουν ή τι θα ήθελαν να γίνουν. Και να έρχεται η αδυσώπητη πραγματικότητα και να τους περιορίζει. Η Άνα αγαπάει τη γιαγιά της. Η Άνα δέχεται τη βοήθεια του αξιαγάπητου εργάτη του do it yourself καταστήματος (μαζί έχουν τις πιο αστείες σκηνές της ταινίας). Η Άνα μένει έγκυος. Και αποφασίζει να διαχειριστεί όπως αυτή θεωρεί σωστότερο το σώμα της (και πάλι η σκηνή μετά, είναι από τις πιο αστείες της ταινίας). Με τα κοντά της, απεριποίητα μαλλιά, με τα σορτς της και τα σνίκερς της η Άννα δείχνει πως δεν την ενδιαφέρει η εικόνα της αλλά την ενδιαφέρει η πραγματικότητα. Και αυτό που κάνει η σκηνοθέτιδα στο φινάλε έχει πολύ ενδιαφέρον. Γιατί η Άνα (πολύ γλυκιά στο ρόλο η Salomé Richard) δεν «καταλήγει» κάπου. Συνεχίζει να είναι μπερδεμένη. Συνεχίζει να ψάχνει τη δύναμη που χρειάζεται για να αντιμετωπίσει την απώλεια, τη θλίψη, την ίδια τη ζωή. Οπότε, μην ξαφνιαστείτε από το φαινομενικά παράταιρο φινάλε. Ταιριαστό είναι.
Η υπόθεση: Η Άνα είναι μια 26χρονη κοπέλα. Τελευταία της δουλειά: να μεταφέρει τους πρωταγωνιστές μιας μεγάλης ταινίας που γυρίζεται στο Βέλγιο από τα ξενοδοχεία τους στο πλατό και όπου αλλού επιθυμούν. Δεν τη γουστάρει τη δουλειά της. Κάνει όμως υπομονή. Όταν τα γυρίσματα ολοκληρώνονται η Άνα υποχρεούται να επιστρέψει την πανάκριβη Porsche στο γραφείο ενοικίασης αυτοκινήτων και να επιστρέψει στο Λονδίνο όπου προσπαθεί να επιβιώσει. Αντ' αυτού αποφασίζει να πάει στο Στρασβούργο και να επισκεφτεί τη γιαγιά της. Καθώς εκείνη είναι πλέον πολύ δυσκίνητη η Άνα βάζει μπρος το γκρέμισμα του μπάνιου της γιαγιάς προκειμένου να της φτιάξει μια πιο εύκολα προσβάσιμη ντουζιέρα. Καθώς συμβαίνουν αυτά η γιαγιά σπάει το γοφό της, ένας υπάλληλος πολυκαταστήματος τύπου Praktiker τη βοηθάει ενώ η Άνα επανασυνδέεται με δύο εραστές της, ο ένας εκ των οποίων την πλήγωσε πολύ στο παρελθόν.
Η άποψή μας: Χωρίς πολύ καταγγελία, χωρίς φιοριτούρες, χωρίς περιττούς μελοδραματισμούς, η σκηνοθέτιδα μέσω της Άνας μας παρουσιάζει το πορτρέτο της σύγχρονης Ευρώπης. Μιας Ευρώπης όπου νέοι άνθρωποι δυσκολεύονται να βρουν δουλειά και κάνουν τα πιο απίθανα πράγματα για λίγα χρήματα. Νέοι άνθρωποι που γρήγορα ενηλικιώνονται, έχουν μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα αλλά μέσα τους παλεύουν ακόμα και στα 30 τους (μην σας πω και στα 40 τους) να δουν τι θα γίνουν όταν... μεγαλώσουν ή τι θα ήθελαν να γίνουν. Και να έρχεται η αδυσώπητη πραγματικότητα και να τους περιορίζει. Η Άνα αγαπάει τη γιαγιά της. Η Άνα δέχεται τη βοήθεια του αξιαγάπητου εργάτη του do it yourself καταστήματος (μαζί έχουν τις πιο αστείες σκηνές της ταινίας). Η Άνα μένει έγκυος. Και αποφασίζει να διαχειριστεί όπως αυτή θεωρεί σωστότερο το σώμα της (και πάλι η σκηνή μετά, είναι από τις πιο αστείες της ταινίας). Με τα κοντά της, απεριποίητα μαλλιά, με τα σορτς της και τα σνίκερς της η Άννα δείχνει πως δεν την ενδιαφέρει η εικόνα της αλλά την ενδιαφέρει η πραγματικότητα. Και αυτό που κάνει η σκηνοθέτιδα στο φινάλε έχει πολύ ενδιαφέρον. Γιατί η Άνα (πολύ γλυκιά στο ρόλο η Salomé Richard) δεν «καταλήγει» κάπου. Συνεχίζει να είναι μπερδεμένη. Συνεχίζει να ψάχνει τη δύναμη που χρειάζεται για να αντιμετωπίσει την απώλεια, τη θλίψη, την ίδια τη ζωή. Οπότε, μην ξαφνιαστείτε από το φαινομενικά παράταιρο φινάλε. Ταιριαστό είναι.
Υπήρχε μια εποχή, εκεί γύρω στην έξοδο του «Τίγρης και δράκος» ή ακόμα ακόμα του «Infernal Affairs» που βλέπαμε πολλές ταινίες δράσης από το Χονγκ Κονγκ. Ένας από τους πρωτοπόρους του ιδιαίτερου αυτού ανατολίτικου γκανγκστερικού είδους είναι ο Johnny To, ο οποίος είναι ένας από τους παραγωγούς της ταινίας «Trivisa» (Forum) η οποία διαθέτει όχι έναν, ούτε δύο αλλά τρεις σκηνοθέτες παρακαλώ: Vicky Wong, Jevons Au, Frank Hui.
Η υπόθεση: Χονγκ Κονγκ, καλοκαίρι του 1997. Οι προετοιμασίες είναι πυρετώδεις προκειμένου η βρετανική κτίση να περάσει στα χέρια των Κινέζων. Ο κόσμος αλλάζει: οι άνθρωποι παρατάνε τους βομβητές και ξεκινούν ολοένα και περισσότερο τα κινητά τηλέφωνα. Και ο χώρος της παρανομίας αλλάζει. Τρεις διάσημοι κακοποιοί ετοιμάζονται να περάσουν από την Κίνα στο Χονγκ Κονγκ. Η τυχαία παρουσία τους ταυτόχρονα σε ένα κινέζικο εστιατόριο ανάβει κουτσομπολιά πως ετοιμάζονται να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να πετύχουν κάτι μεγάλο. Οι άνθρωποι δεν γνωρίζονται καν μεταξύ τους, αλλά όντως, θα κινητοποιηθούν ώστε να πραγματοποιήσουν τη συνάντησή τους. Θα τα καταφέρουν;
Η άποψή μας: Ως ταινία είδους η συγκεκριμένη ταινία κρίνεται με τους κανόνες του είδους. Οπότε, ναι, περιέχει όλα όσα έχουμε μάθει από το σινεμά του Χονγκ Κονγκ: γρήγορη δράση, χορογραφημένες σκηνές βίας, χιουμοριστικές ανάσες κι έναν αμοραλισμό σύμφωνα με τον οποίο όλα γίνονται για τα λεφτά (έλα!). Παρακολουθούμε την πορεία των τριών διαφορετικών γκάνγκστερ, τις περιπέτειές τους, το τι συναντούν στο δρόμο τους και πώς το αντιμετωπίζουν. Κλασικά, το πολυπρόσωπο καστ προκαλεί μια σύγχυση στο μη εξοικειωμένο δυτικό κοινό: συχνά δεν καταλαβαίνεις ποιος είναι ποιος. Πιο ενδιαφέρουσα είναι η ιστορία με τον κακοποιό που πηγαίνει «για επίσκεψη» στο σπίτι παλιού του συνεργάτη που πλέον έχει αποσυρθεί, ζει μέσα στη φτώχεια αλλά είναι ευτυχισμένος, παντρεμένος και με μια αξιολάτρευτη κόρη. Πιο αστεία είναι η ιστορία του φαντεζί κακοποιού, που έχει ως σπεσιαλιτέ του τις απαγωγές. Όλοι λαδώνονται, όλοι πουλάνε και τα νεφρά τους για λίγα δολάρια, όλοι είναι έτοιμοι να κυλήσουν στο βούρκο της αμαρτίας. Εντάξει, όχι όλοι. Λίγοι, πολύ λίγοι, είναι εκείνοι που έχουν αντοχές, που τραβάνε κουπί με φιλότιμο, που είναι με την από εδώ μεριά του νόμου. Διασκεδαστική ταινία που μεταξύ όλων των άλλων αποτελεί και ένα σχόλιο για το πως από τη στιγμή που το Χονγκ Κονγκ «παραδόθηκε» στην Κίνα, έπαψε να είναι κραταιά και η ανθούσα παλιότερα κινηματογραφική του βιομηχανία. Να σημειώσουμε εδώ πως η ταινία βασίζεται σε πραγματικά πρόσωπα, όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά στους τίτλους αρχής.
Η υπόθεση: Χονγκ Κονγκ, καλοκαίρι του 1997. Οι προετοιμασίες είναι πυρετώδεις προκειμένου η βρετανική κτίση να περάσει στα χέρια των Κινέζων. Ο κόσμος αλλάζει: οι άνθρωποι παρατάνε τους βομβητές και ξεκινούν ολοένα και περισσότερο τα κινητά τηλέφωνα. Και ο χώρος της παρανομίας αλλάζει. Τρεις διάσημοι κακοποιοί ετοιμάζονται να περάσουν από την Κίνα στο Χονγκ Κονγκ. Η τυχαία παρουσία τους ταυτόχρονα σε ένα κινέζικο εστιατόριο ανάβει κουτσομπολιά πως ετοιμάζονται να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να πετύχουν κάτι μεγάλο. Οι άνθρωποι δεν γνωρίζονται καν μεταξύ τους, αλλά όντως, θα κινητοποιηθούν ώστε να πραγματοποιήσουν τη συνάντησή τους. Θα τα καταφέρουν;
Η άποψή μας: Ως ταινία είδους η συγκεκριμένη ταινία κρίνεται με τους κανόνες του είδους. Οπότε, ναι, περιέχει όλα όσα έχουμε μάθει από το σινεμά του Χονγκ Κονγκ: γρήγορη δράση, χορογραφημένες σκηνές βίας, χιουμοριστικές ανάσες κι έναν αμοραλισμό σύμφωνα με τον οποίο όλα γίνονται για τα λεφτά (έλα!). Παρακολουθούμε την πορεία των τριών διαφορετικών γκάνγκστερ, τις περιπέτειές τους, το τι συναντούν στο δρόμο τους και πώς το αντιμετωπίζουν. Κλασικά, το πολυπρόσωπο καστ προκαλεί μια σύγχυση στο μη εξοικειωμένο δυτικό κοινό: συχνά δεν καταλαβαίνεις ποιος είναι ποιος. Πιο ενδιαφέρουσα είναι η ιστορία με τον κακοποιό που πηγαίνει «για επίσκεψη» στο σπίτι παλιού του συνεργάτη που πλέον έχει αποσυρθεί, ζει μέσα στη φτώχεια αλλά είναι ευτυχισμένος, παντρεμένος και με μια αξιολάτρευτη κόρη. Πιο αστεία είναι η ιστορία του φαντεζί κακοποιού, που έχει ως σπεσιαλιτέ του τις απαγωγές. Όλοι λαδώνονται, όλοι πουλάνε και τα νεφρά τους για λίγα δολάρια, όλοι είναι έτοιμοι να κυλήσουν στο βούρκο της αμαρτίας. Εντάξει, όχι όλοι. Λίγοι, πολύ λίγοι, είναι εκείνοι που έχουν αντοχές, που τραβάνε κουπί με φιλότιμο, που είναι με την από εδώ μεριά του νόμου. Διασκεδαστική ταινία που μεταξύ όλων των άλλων αποτελεί και ένα σχόλιο για το πως από τη στιγμή που το Χονγκ Κονγκ «παραδόθηκε» στην Κίνα, έπαψε να είναι κραταιά και η ανθούσα παλιότερα κινηματογραφική του βιομηχανία. Να σημειώσουμε εδώ πως η ταινία βασίζεται σε πραγματικά πρόσωπα, όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά στους τίτλους αρχής.
Το έγραψα και σε μια ανταπόκριση από το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης θαρρώ, αλλά θα το ξαναγράψω γιατί, πρώτον, δεν είμαι σίγουρος και δεύτερον επειδή σιγά μην θυμάστε! Λοιπόν, κάποιες ταινίες κάνουν «κρα» ότι είναι προς αποφυγήν. Όπως το «Fantastic» του (εντάξει, δεν είμαι σίγουρος για το φύλο, μπορεί να είναι και της) Offer Egozy (Forum). Στο press kit που μας έδωσαν πριν την προβολή η ταινία διαφημιζόταν ως παστέλ νουάρ!!! Τα σύννεφα φουντώνανε και μαυρίζανε αλλά έλα που δεν είχε άλλη προβολή εκείνη την ώρα, οπότε τον... ήπιαμε!
Η υπόθεση: Ένας ζωγράφος από τη Νέα Υόρκη ονόματι Χίλαρι τηλεφωνεί στην πρώην κοπέλα του, την Τζέιν, και της λέει ότι δεν είναι και πολύ στα καλά του κι ότι βρίσκεται στο Μπέικερσφιλντ της Καλιφόρνιας. Εντωμεταξύ, μια σειρά από γνωστούς και φίλους του λαμβάνουν τηλεγραφήματα από τον Χίλαρι, όπως η Ρόντα και ο Στεν, που είναι ζευγάρι. Εντέλει, ο Χίλαρι βρίσκεται νεκρός στο διαμέρισμα που νοίκιαζε. Ή μήπως είναι ο Ντάνκαν Ρος; Ή μήπως ο Χίλαρι έκανε ότι είναι ο Ντάνκαν Ρος; Και ποια η αλλοτινή σχέση της Ρόντα με την Τζέιν; Ο σερίφης Σο προσπαθεί να ξεσκεπάσει την πιθανή συνωμοσία.
Η άποψή μας: Πρώτης τάξεως υλικό για φιλμ νουάρ, έτσι; Ε, λοιπόν, φανταστείτε το (είμαι σίγουρος, δεν μπορείτε) όλο αυτό εντελώς αποδραματοποιημένο. Με σκηνικά του χειρίστου είδους. Με κοστούμια ωσάν όλοι (σχεδόν όλοι) να μοιάζουν με κλόουν. Όλοι φοράνε άρβυλα που έχουν ένα χρώμα σκούρο μπλε, σχεδόν μωβ (όχι μαύρο). Οι ερμηνείες είναι φλατ επιτούτου. Κι όλο αυτό να θυμίζει συνολικά παιδική παράσταση νηπιαγωγείου. Με εμβόλιμες φλασιές από σκηνικό φύσης (πουρνάρια, λίγα λουλούδια, πασχαλίτσες – μάλιστα, μια σκηνή με πασχαλίτσες που περπατάνε πάνω σε χέρια είναι από τις πιο καλές της ταινίας, μετά από εξονυχιστικό έλεγχο) και με έναν καταληκτικό μονόλογο από την Ελληνίδα ηθοποιό που υποδύεται την Ρόντα, την Περσεφόνη Αποστόλου, που κάτι λέει, όλο το υπόλοιπο ήταν τα πιο βασανιστικά 76 λεπτά της ζωής μου στην Berlinale. Ταινία κατά τη διάρκεια της οποία επιβάλλεται να ρίξεις κι έναν υπνάκο, γιατί αλλιώς δεν την βγάζεις καθαρή.
Η υπόθεση: Ένας ζωγράφος από τη Νέα Υόρκη ονόματι Χίλαρι τηλεφωνεί στην πρώην κοπέλα του, την Τζέιν, και της λέει ότι δεν είναι και πολύ στα καλά του κι ότι βρίσκεται στο Μπέικερσφιλντ της Καλιφόρνιας. Εντωμεταξύ, μια σειρά από γνωστούς και φίλους του λαμβάνουν τηλεγραφήματα από τον Χίλαρι, όπως η Ρόντα και ο Στεν, που είναι ζευγάρι. Εντέλει, ο Χίλαρι βρίσκεται νεκρός στο διαμέρισμα που νοίκιαζε. Ή μήπως είναι ο Ντάνκαν Ρος; Ή μήπως ο Χίλαρι έκανε ότι είναι ο Ντάνκαν Ρος; Και ποια η αλλοτινή σχέση της Ρόντα με την Τζέιν; Ο σερίφης Σο προσπαθεί να ξεσκεπάσει την πιθανή συνωμοσία.
Η άποψή μας: Πρώτης τάξεως υλικό για φιλμ νουάρ, έτσι; Ε, λοιπόν, φανταστείτε το (είμαι σίγουρος, δεν μπορείτε) όλο αυτό εντελώς αποδραματοποιημένο. Με σκηνικά του χειρίστου είδους. Με κοστούμια ωσάν όλοι (σχεδόν όλοι) να μοιάζουν με κλόουν. Όλοι φοράνε άρβυλα που έχουν ένα χρώμα σκούρο μπλε, σχεδόν μωβ (όχι μαύρο). Οι ερμηνείες είναι φλατ επιτούτου. Κι όλο αυτό να θυμίζει συνολικά παιδική παράσταση νηπιαγωγείου. Με εμβόλιμες φλασιές από σκηνικό φύσης (πουρνάρια, λίγα λουλούδια, πασχαλίτσες – μάλιστα, μια σκηνή με πασχαλίτσες που περπατάνε πάνω σε χέρια είναι από τις πιο καλές της ταινίας, μετά από εξονυχιστικό έλεγχο) και με έναν καταληκτικό μονόλογο από την Ελληνίδα ηθοποιό που υποδύεται την Ρόντα, την Περσεφόνη Αποστόλου, που κάτι λέει, όλο το υπόλοιπο ήταν τα πιο βασανιστικά 76 λεπτά της ζωής μου στην Berlinale. Ταινία κατά τη διάρκεια της οποία επιβάλλεται να ρίξεις κι έναν υπνάκο, γιατί αλλιώς δεν την βγάζεις καθαρή.
Ένα mindfuck ήταν κάτι που έλειπε και τελικά μας προέκυψε με τη μορφή του «Remainder», πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Omer Fast (Panorama). Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Tom K. McCarthy – τον οποίο δεν πρέπει να συγχέουμε με τον Cormac McCarthy, του «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους». Βρετανική παραγωγή με τον Tom Sturridge στον πρωταγωνιστικό ρόλο, μάλλον θα αποτελέσει το διαβατήριο για τη μετάβαση του σκηνοθέτη της στο θαυμαστό κόσμο του Χόλιγουντ.
Η υπόθεση: Ένας άντρας με μια βαλίτσα περπατάει σε έναν πολυσύχναστο δρόμο στο Λονδίνο. Ξαφνικά, ένα τεράστιο αντικείμενο πέφτει από τον ουρανό (ή τον ουρανοξύστη κάτω από τον οποίο βρίσκεται) τον χτυπάει κατακούτελα και τον οδηγεί σε κώμα. Κάποια στιγμή θα ξυπνήσει. Ο δικηγόρος του θα τον ενημερώσει πως του δίνουν 8,5 (όχι 8 ούτε 9) εκατομμύρια λίρες αποζημίωση, αρκεί να μην μιλήσει ποτέ ξανά για το περιστατικό ή να πάει στα δικαστήρια. Μόνο που ο άνδρας χωρίς όνομα δεν θυμάται τίποτε πριν από το ατύχημα. Καθώς βγαίνει από το νοσοκομείο, φλασιές από την πρότερη ζωή του αρχίζουν να βγαίνουν στην επιφάνεια. Έχοντας πλέον έναν σκασμό λεφτά προσλαμβάνει έναν άριστο συνεργάτη, τον Ναζ, του οποίου δουλειά είναι να οργανώνει ηθοποιούς και να «στήνει» τις σπάνιες αλλά πολύ εξειδικευμένες «φλασιές» του αφεντικού του. Μέχρι και ληστεία τραπέζης στήνει, αρχικά με σκηνικά. Μετά όμως προχωράει στο αληθινό πράγμα...
Η άποψή μας: Αυτή είναι μία από τις ταινίες εκείνες που θέτουν ένα σωρό ερωτήματα και αφήνουν τους θεατές να δώσουν τις (όποιες) απαντήσεις θεωρούν ότι ταιριάζουν. Σε έχει στην τσίτα επί μονίμου βάσεως. Και παρά το γεγονός ότι ο τρόπος κινηματογράφισης δεν είναι και ότι πιο φιλικό προς τον θεατη (ίσα – ίσα σε εκνευρίζει κιόλας) ο μπαγάσας ο σκηνοθέτης βρίσκει έναν εξαιρετικό τρόπο να κλείσει την ταινία, κάνοντας όλο το εγχείρημά του να αξίζει τον κόπο. Στο νου του παιδεμένου θεατή περνάνε επίσης φλασιές για το με ποιες ταινίες θα μπορούσε να μοιάζει, θέλει να μοιάσει ή έχει ίδια ατμόσφαιρα τούτο το φιλμ. Ου, είναι πολλές. Είναι βασικά το «Η συνεκδοχή της Νέας Υόρκης» (Synecdoche, New York, 2008), αλλά είναι και οι «12 πίθηκοι» κατά μία έννοια, και το «Memento» και όλη η φιλμογραφία του Πολάνσκι (ποτέ δεν λείπει ως αναφορά ο ζουμπάς αλλά τιτανοτεράστιος Πολωνοεβραίος σκηνοθέτης). Μην σας πω και για το «Μετά τα μεσάνυχτα» κι έχουμε άλλα. Τι είναι λοιπόν η ζωή; Ένα όνειρο μέσα σε όνειρο; Τι είναι η μνήμη; Θυμόμαστε το παρελθόν ή το μέλλον μας στέλνει μηνύματα κωδικοποιημένα, όπως στην περίπτωση του «Ο πρίγκιπας του σκότους», αυτού του παραγνωρισμένου αριστουργήματος του Κάρπεντερ; Εντάξει, το έχω ξεχέσει με τις αναφορές αλλά σε τόσο ιδιαίτερες ταινίες όπως η συγκεκριμένη, εύκολα εντοπίζεις τις συγκεκριμένες αναφορές. Σε αισθηματικές κομεντί ξέρεις ότι θα δεις ότι σε όλες τις αισθηματικές κομεντί: αγόρι αγαπάει κορίτσι, κορίτσι δεν τον θέλει, δεν τον προσέχει, αγόρι προσπαθεί να γίνει αντιληπτό, συναντά εμπόδια και δυσκολίες αλλά τελικά το παίρνει το κορίτσι. Πολύ generic με ελάχιστες διαφοροποιήσεις για να μην είναι και αντιπατάρα η μία ταινία της άλλης. Εδώ έχουμε κάτι ιδιαίτερο, κάτι σκοτεινό, κάτι ενδιαφέρον. Όσοι από τους ηθοποιούς που δεν έχουν ρόλο όταν προσλαμβάνονται από τον «αμνησιακό» απλά φοράνε μάσκα που κρύβει το πρόσωπό τους - «θα βρεθεί τι θα κάνουν αργότερα – προς το παρόν απλώς υπάρχουν». Τα λεφτά λοιπόν δεν φέρνουν την ευτυχία. Μπορούν όμως να χειραγωγήσουν δεκάδες ανθρώπους και να τους κάνεις ότι θέλεις (ιδού και η μπετονόπροκα για τον καπιταλισμό, έτσι;). Τα λεφτά μπορούν να σε βοηθήσουν να βρεις τη μνήμη σου. Ή να τη δημιουργήσεις...
Η υπόθεση: Ένας άντρας με μια βαλίτσα περπατάει σε έναν πολυσύχναστο δρόμο στο Λονδίνο. Ξαφνικά, ένα τεράστιο αντικείμενο πέφτει από τον ουρανό (ή τον ουρανοξύστη κάτω από τον οποίο βρίσκεται) τον χτυπάει κατακούτελα και τον οδηγεί σε κώμα. Κάποια στιγμή θα ξυπνήσει. Ο δικηγόρος του θα τον ενημερώσει πως του δίνουν 8,5 (όχι 8 ούτε 9) εκατομμύρια λίρες αποζημίωση, αρκεί να μην μιλήσει ποτέ ξανά για το περιστατικό ή να πάει στα δικαστήρια. Μόνο που ο άνδρας χωρίς όνομα δεν θυμάται τίποτε πριν από το ατύχημα. Καθώς βγαίνει από το νοσοκομείο, φλασιές από την πρότερη ζωή του αρχίζουν να βγαίνουν στην επιφάνεια. Έχοντας πλέον έναν σκασμό λεφτά προσλαμβάνει έναν άριστο συνεργάτη, τον Ναζ, του οποίου δουλειά είναι να οργανώνει ηθοποιούς και να «στήνει» τις σπάνιες αλλά πολύ εξειδικευμένες «φλασιές» του αφεντικού του. Μέχρι και ληστεία τραπέζης στήνει, αρχικά με σκηνικά. Μετά όμως προχωράει στο αληθινό πράγμα...
Η άποψή μας: Αυτή είναι μία από τις ταινίες εκείνες που θέτουν ένα σωρό ερωτήματα και αφήνουν τους θεατές να δώσουν τις (όποιες) απαντήσεις θεωρούν ότι ταιριάζουν. Σε έχει στην τσίτα επί μονίμου βάσεως. Και παρά το γεγονός ότι ο τρόπος κινηματογράφισης δεν είναι και ότι πιο φιλικό προς τον θεατη (ίσα – ίσα σε εκνευρίζει κιόλας) ο μπαγάσας ο σκηνοθέτης βρίσκει έναν εξαιρετικό τρόπο να κλείσει την ταινία, κάνοντας όλο το εγχείρημά του να αξίζει τον κόπο. Στο νου του παιδεμένου θεατή περνάνε επίσης φλασιές για το με ποιες ταινίες θα μπορούσε να μοιάζει, θέλει να μοιάσει ή έχει ίδια ατμόσφαιρα τούτο το φιλμ. Ου, είναι πολλές. Είναι βασικά το «Η συνεκδοχή της Νέας Υόρκης» (Synecdoche, New York, 2008), αλλά είναι και οι «12 πίθηκοι» κατά μία έννοια, και το «Memento» και όλη η φιλμογραφία του Πολάνσκι (ποτέ δεν λείπει ως αναφορά ο ζουμπάς αλλά τιτανοτεράστιος Πολωνοεβραίος σκηνοθέτης). Μην σας πω και για το «Μετά τα μεσάνυχτα» κι έχουμε άλλα. Τι είναι λοιπόν η ζωή; Ένα όνειρο μέσα σε όνειρο; Τι είναι η μνήμη; Θυμόμαστε το παρελθόν ή το μέλλον μας στέλνει μηνύματα κωδικοποιημένα, όπως στην περίπτωση του «Ο πρίγκιπας του σκότους», αυτού του παραγνωρισμένου αριστουργήματος του Κάρπεντερ; Εντάξει, το έχω ξεχέσει με τις αναφορές αλλά σε τόσο ιδιαίτερες ταινίες όπως η συγκεκριμένη, εύκολα εντοπίζεις τις συγκεκριμένες αναφορές. Σε αισθηματικές κομεντί ξέρεις ότι θα δεις ότι σε όλες τις αισθηματικές κομεντί: αγόρι αγαπάει κορίτσι, κορίτσι δεν τον θέλει, δεν τον προσέχει, αγόρι προσπαθεί να γίνει αντιληπτό, συναντά εμπόδια και δυσκολίες αλλά τελικά το παίρνει το κορίτσι. Πολύ generic με ελάχιστες διαφοροποιήσεις για να μην είναι και αντιπατάρα η μία ταινία της άλλης. Εδώ έχουμε κάτι ιδιαίτερο, κάτι σκοτεινό, κάτι ενδιαφέρον. Όσοι από τους ηθοποιούς που δεν έχουν ρόλο όταν προσλαμβάνονται από τον «αμνησιακό» απλά φοράνε μάσκα που κρύβει το πρόσωπό τους - «θα βρεθεί τι θα κάνουν αργότερα – προς το παρόν απλώς υπάρχουν». Τα λεφτά λοιπόν δεν φέρνουν την ευτυχία. Μπορούν όμως να χειραγωγήσουν δεκάδες ανθρώπους και να τους κάνεις ότι θέλεις (ιδού και η μπετονόπροκα για τον καπιταλισμό, έτσι;). Τα λεφτά μπορούν να σε βοηθήσουν να βρεις τη μνήμη σου. Ή να τη δημιουργήσεις...