του Θόδωρου Γιαχουστίδη
66η Berlinale: Κυριακή 14 Φεβρουαρίου
Εδώ υπήρχε ένας έρωτας μεγάλος...
Εδώ υπήρχε ένας έρωτας μεγάλος...
Εντάξει, είμαι προκλητικός. Γράφω σε site, portal, γουατέβα που ανήκει σε Γάβρο μέχρι τα μπούνια, και βάζω τίτλο σε κείμενα όπως «Η μέρα που έσπασε το αήττητο του Θρύλου»! Και ο μπαγάσας το αφήνει, παρά το ολοφάνερο πικάρισμα. Ε, 24 ώρες μετά, έρχεται ένα ξεγυρισμένο διπλό του Ηρακλή μέσα στην Τούμπα και άνω κάτω ο ΠΑΟΚ, για άλλη μια φορά! Λαϊκά δικαστήρια, να φύγει ο Τούντορ, αν φταίω να φύγω να λέει ο Σαββίδης, ωραία πράγματα. Μάλιστα, την ώρα που θα διαβάζετε αυτές τις γραμμές πολλά πράγματα πιθανότατα να έχουν ήδη αλλάξει και παγιωθεί... Αλλά εδώ θέλετε να διαβάσετε για ταινίες, έτσι; Εντάξει, θα σας γράψω και για ταινίες, αμάν πια, όλο απαιτήσεις μου είστε...
Η πρώτη ταινία από το διαγωνιστικό τμήμα που έμελλε να δω στη φετινή Berlinale ήταν το πορτογαλέζικο «Cartas da guerra» (Letters from War) του Ivo M. Ferreira. Φαίνεται πως ο Miguel Gomes με το «Tabu» του άνοιξε δρόμο για μιμητές, έτοιμους να αποθεωθούν από τα φεστιβάλ ανά τον κόσμο με ταινίες, όμως, που δεν υπάρχει περίπτωση να κάνουν γκελ σε αυτό που λέμε «μεγάλο» κοινό.
Η υπόθεση: Ο Αντόνιο είναι στρατιωτικός γιατρός. Όταν η πατρίδα τον καλεί το 1971 να συμμετάσχει με τα αποικιοκρατικά στρατεύματα στην αντιμετώπιση των επαναστατών που μάχονταν για την ανεξαρτησία της Αγκόλας στην Αφρική, εκείνος αφήνει την έγκυο γυναίκα του στην Πορτογαλία. Ο έρωτάς του για εκείνην είναι χωρίς σύνορα. Κι αρχίζει να της γράφει επιστολές. Γράμματα που κατά βάση εκφράζουν τον ερωτικό του πόθο για εκείνη, την αγάπη του, την ελπίδα του για το παιδί του που έρχεται, αλλά και για την καθημερινότητά του στην Αφρική, τις σκέψεις του, τις μάχες με τον εξωτερικό αλλά και το εσωτερικό εχθρό...
Η άποψή μας: Το σενάριο τούτης της ταινίας είναι βασισμένο στο βιβλίο του António Lobo Antunes στο οποίο περιλαμβάνονται οι επιστολές που έστειλε στη σύζυγό του όσο υπηρετούσε τη θητεία του στην Αφρική μεταξύ 1971 και 1973. Είναι λοιπόν βασισμένη η ταινία σε πραγματικά γεγονότα. Ο σκηνοθέτης της χρησιμοποιεί ασπρόμαυρες, εντυπωσιακές εικόνες πάνω στις οποίες μια γυναικεία φωνή (εκείνη της συζύγου του Αντόνιο λοιπόν) διαβάζει τα γράμματά του. Τα διαλογικά μέρη είναι ελάχιστα κι αυτό που αρχικά φαίνεται καινοτόμο γρήγορα γίνεται κουραστικό και μέχρι και ενοχλητικό για το κοινό. Το σινεμά είναι εικόνες. Όταν λόγος εκφέρεται σε τόσο μεγάλη «ποσότητα» με φωνή off, ε, το αποτέλεσμα δεν είναι και ότι καλύτερο. Προφανώς, ο σκηνοθέτης έμεινε προσηλωμένος στο καλλιτεχνικό του όραμα και δεν παρέκκλινε από αυτό ούτε κατά μία ίντσα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως το τελικό αποτέλεσμα είναι, πως να το πω, ευκολοχώνευτο. Φανταστείτε να πάτε στο θέατρο, σε ένα πανί να προβάλλονται εικόνες και μπροστά στη σκηνή ένας τύπος, μία τύπισσα, να διαβάζει με ελάχιστα διαλείμματα συνεχώς διάφορα. Όσο ωραίες κι αν είναι εικόνες, όσο υπέροχα, ποιητικά είναι αυτά που διαβάζονται – ακούγονται, ο συνδυασμός δεν είναι και ο πλέον πετυχημένος. Βέβαια, στο Βερολίνο βρισκόμαστε, οπότε δεν θα μου φανεί καθόλου μα καθόλου παράξενο τελικά η συγκεκριμένη ταινία να τιμηθεί με την Χρυσή Άρκτο! Έχουν γίνει και μεγαλύτερα εγκλήματα εδώ...
Η υπόθεση: Ο Αντόνιο είναι στρατιωτικός γιατρός. Όταν η πατρίδα τον καλεί το 1971 να συμμετάσχει με τα αποικιοκρατικά στρατεύματα στην αντιμετώπιση των επαναστατών που μάχονταν για την ανεξαρτησία της Αγκόλας στην Αφρική, εκείνος αφήνει την έγκυο γυναίκα του στην Πορτογαλία. Ο έρωτάς του για εκείνην είναι χωρίς σύνορα. Κι αρχίζει να της γράφει επιστολές. Γράμματα που κατά βάση εκφράζουν τον ερωτικό του πόθο για εκείνη, την αγάπη του, την ελπίδα του για το παιδί του που έρχεται, αλλά και για την καθημερινότητά του στην Αφρική, τις σκέψεις του, τις μάχες με τον εξωτερικό αλλά και το εσωτερικό εχθρό...
Η άποψή μας: Το σενάριο τούτης της ταινίας είναι βασισμένο στο βιβλίο του António Lobo Antunes στο οποίο περιλαμβάνονται οι επιστολές που έστειλε στη σύζυγό του όσο υπηρετούσε τη θητεία του στην Αφρική μεταξύ 1971 και 1973. Είναι λοιπόν βασισμένη η ταινία σε πραγματικά γεγονότα. Ο σκηνοθέτης της χρησιμοποιεί ασπρόμαυρες, εντυπωσιακές εικόνες πάνω στις οποίες μια γυναικεία φωνή (εκείνη της συζύγου του Αντόνιο λοιπόν) διαβάζει τα γράμματά του. Τα διαλογικά μέρη είναι ελάχιστα κι αυτό που αρχικά φαίνεται καινοτόμο γρήγορα γίνεται κουραστικό και μέχρι και ενοχλητικό για το κοινό. Το σινεμά είναι εικόνες. Όταν λόγος εκφέρεται σε τόσο μεγάλη «ποσότητα» με φωνή off, ε, το αποτέλεσμα δεν είναι και ότι καλύτερο. Προφανώς, ο σκηνοθέτης έμεινε προσηλωμένος στο καλλιτεχνικό του όραμα και δεν παρέκκλινε από αυτό ούτε κατά μία ίντσα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως το τελικό αποτέλεσμα είναι, πως να το πω, ευκολοχώνευτο. Φανταστείτε να πάτε στο θέατρο, σε ένα πανί να προβάλλονται εικόνες και μπροστά στη σκηνή ένας τύπος, μία τύπισσα, να διαβάζει με ελάχιστα διαλείμματα συνεχώς διάφορα. Όσο ωραίες κι αν είναι εικόνες, όσο υπέροχα, ποιητικά είναι αυτά που διαβάζονται – ακούγονται, ο συνδυασμός δεν είναι και ο πλέον πετυχημένος. Βέβαια, στο Βερολίνο βρισκόμαστε, οπότε δεν θα μου φανεί καθόλου μα καθόλου παράξενο τελικά η συγκεκριμένη ταινία να τιμηθεί με την Χρυσή Άρκτο! Έχουν γίνει και μεγαλύτερα εγκλήματα εδώ...
O Wayne Wang γύρισε το 1995 την ταινία «Καπνός» (Smoke) με σενάριο γραμμένο και βασισμένο σε βιβλία του Paul Auster. Όσοι δεν έχετε δει την ταινία, σπεύσατε! Θαρρείς πως μετά από αυτήν την ταινία αποφάσισε να εξαργυρώσει την indie επιτυχία της με παπαριές τύπου «Η καμαριέρα» (Maid in Manhattan, 2002) ή «Last Holiday» (2006). Κι εκεί που πάψαμε να ασχολούμαστε με την περίπτωσή του, έρχεται με τη νέα του ταινία «While the Women Are Sleeping» (Panorama Special) να μας θυμίσει πως κάποτε ήταν καλός σκηνοθέτης. Και πως μπορεί στο μέλλον να δούμε και πάλι πολύ καλά πράγματα από αυτόν.
Η υπόθεση: Ο Κένζι είναι ένας συγγραφέας που έχει καιρό να γράψει βιβλίο μετά την μεγάλη επιτυχία του πρώτου και τη σχετική αποτυχία του δεύτερου. Η σύζυγός του, η Άγια, εργάζεται ως διορθώτρια σε εκδοτικό οίκο, με καλές οικονομικές απολαβές. Είναι ένα ζευγάρι πλούσιο, νεαρό, όμορφο, πετυχημένο. Μαζί περνάνε μερικές μέρες ξεκούρασης σε ένα παραθαλάσσιο ξενοδοχείο. Ο Κένζι κατά βάση... βαριέται. Κάτι τον τρώει μέσα του. Τα πράγματα θα αλλάξουν όταν την προσοχή τόσο τη δική του όσο και της συζύγου, τραβήξει ένα παράξενο ζευγάρι. Εκείνος είναι ο δόκτωρ Σαχάρα κι εκείνη είναι η κατά πολύ νεώτερή του, Μίκι. Μήπως είναι πατέρας και κόρη; Δύσκολα. Όσο οι γυναίκες τους κοιμούνται ο Κένζι και ο Σαχάρα συζητούν στις ξαπλώστρες της πισίνας. Αυτά που εξομολογείται ο Σαχάρα στον Κένζι του εξάπτουν τη φαντασία. Τι όμως είναι αληθινό και τι αποκύημα της φαντασίας του Κένζι;
Η άποψή μας: Μου αρέσει πάντοτε να σημειώνω την προέλευση των σεναρίων. Το σενάριο τούτης της ταινίας, λοιπόν, βασίζεται σε ένα διήγημα του Ισπανού συγγραφέα Javier Marías και αυτά που εμπεριέχει κατά μία έννοια θυμίζουν κάτι από «Μαύρα φεγγάρια του έρωτα» του Πολάνσκι, από την «Πισίνα» του Οζόν, από μια σειρά από ψυχολογικά θρίλερ που στοχάζονται πάνω στο νόημα της αγάπης, στην ηδονοβλεψία ως κινητήριου μοχλού για τη δημιουργία, στην καταπιεσμένη σεξουαλικότητα και το «φιξάρισμα», το κόλλημα που τρώνε διάφοροι καθηλωμένοι σε οποιοδήποτε φροϋδικό στάδιο επιθυμείτε – δεν έχετε παρά να διαλέξετε! Ο Wang χειρίζεται το υλικό του με μαεστρία. Από το πρώτο τράβελινγκ που μας οδηγεί από μια γεμάτη κόσμο παραλία στην περιφραγμένη χλιδή ενός ξενοδοχείου, καταλαβαίνεις ότι κάτι ενδιαφέρον θα παρακολουθήσεις. Στις αρχικές σκηνές υπάρχει και χιούμορ. Ιδίως η σκηνή με τον ιδιοκτήτη άλλου ξενοδοχείου στο οποίο πηγαίνει ο Κένζι (παρ)ακολουθώντας το ζευγάρι Σαχάρα – Μίκι είναι απολαυστική. Αυτό, πάντως, που δεν διαλανθάνει της προσοχής κανενός είναι ένας διάχυτος ερωτισμός αρκούντως ερεθιστικός. Τόσο η σύζυγος του συγγραφέα όσο και το πουλέν του δόκτορα κινηματογραφούνται ως σκοτεινά αντικείμενα του πόθου. Να το τονίσουμε αυτό: τούτη είναι μια ανδρική ταινία και το βλέμμα της είναι ηδονοβλεπτικό από εντελώς ανδρική σκοπιά. Κάποια στιγμή τα πράγματα σκοτεινιάζουν. Κι από εκεί που είχαμε τον αισθαντικό τρόπο κινηματογράφησης ενός Patrice Leconte πάνω στο γυναικείο σώμα, φτάνουμε σε σημείο... «Peeping Tom» του Michael Powell.
Ο Σαχάρα τη βρίσκει κινηματογραφώντας κάθε νύχτα τη Μίκι ενώ εκείνη κοιμάται. Τόσο απλά! Η σχέση των δύο ανδρών γίνεται πολύπλοκη, ο Κένζι βρίσκει υλικό για το νέο του μυθιστόρημα και το ερώτημα που γεννάται είναι: πόσο υπαρκτά πρόσωπα είναι ο Σαχάρα και η Μίκι; Μήπως είναι απλά και μόνο αποκυήματα της φαντασίας του Κένζι; Στο φινάλε λοιπόν ο Wang δεν συμμαζεύει το υλικό του κι αντί της αφηγηματικής λιτότητας που θα σήμαινε και καλώς εννοούμενο αίνιγμα επιλέγει μαξιμαλισμό, και μπουρδούκλωμα για το μπουρδούκλωμα. Ο Πολάνσκι, λοιπόν, που αναφέραμε πιο πάνω, σαφώς θα χειριζόταν το υλικό του με πιο εύστοχο τρόπο. Είπαμε, ο παλιός είναι αλλιώς. Και ο Takeshi Kitano, να το πούμε αυτό, ερμηνεύει ρόλο σε ταινία που δεν σκηνοθετεί ο ίδιος μετά από 12 ολόκληρα χρόνια. Κρατήστε το κι αυτό. Εν κατακλείδι, μια ενδιαφέρουσα ταινία που στο τέλος περνάει μια τρικυμία εν κρανίω...
Η υπόθεση: Ο Κένζι είναι ένας συγγραφέας που έχει καιρό να γράψει βιβλίο μετά την μεγάλη επιτυχία του πρώτου και τη σχετική αποτυχία του δεύτερου. Η σύζυγός του, η Άγια, εργάζεται ως διορθώτρια σε εκδοτικό οίκο, με καλές οικονομικές απολαβές. Είναι ένα ζευγάρι πλούσιο, νεαρό, όμορφο, πετυχημένο. Μαζί περνάνε μερικές μέρες ξεκούρασης σε ένα παραθαλάσσιο ξενοδοχείο. Ο Κένζι κατά βάση... βαριέται. Κάτι τον τρώει μέσα του. Τα πράγματα θα αλλάξουν όταν την προσοχή τόσο τη δική του όσο και της συζύγου, τραβήξει ένα παράξενο ζευγάρι. Εκείνος είναι ο δόκτωρ Σαχάρα κι εκείνη είναι η κατά πολύ νεώτερή του, Μίκι. Μήπως είναι πατέρας και κόρη; Δύσκολα. Όσο οι γυναίκες τους κοιμούνται ο Κένζι και ο Σαχάρα συζητούν στις ξαπλώστρες της πισίνας. Αυτά που εξομολογείται ο Σαχάρα στον Κένζι του εξάπτουν τη φαντασία. Τι όμως είναι αληθινό και τι αποκύημα της φαντασίας του Κένζι;
Η άποψή μας: Μου αρέσει πάντοτε να σημειώνω την προέλευση των σεναρίων. Το σενάριο τούτης της ταινίας, λοιπόν, βασίζεται σε ένα διήγημα του Ισπανού συγγραφέα Javier Marías και αυτά που εμπεριέχει κατά μία έννοια θυμίζουν κάτι από «Μαύρα φεγγάρια του έρωτα» του Πολάνσκι, από την «Πισίνα» του Οζόν, από μια σειρά από ψυχολογικά θρίλερ που στοχάζονται πάνω στο νόημα της αγάπης, στην ηδονοβλεψία ως κινητήριου μοχλού για τη δημιουργία, στην καταπιεσμένη σεξουαλικότητα και το «φιξάρισμα», το κόλλημα που τρώνε διάφοροι καθηλωμένοι σε οποιοδήποτε φροϋδικό στάδιο επιθυμείτε – δεν έχετε παρά να διαλέξετε! Ο Wang χειρίζεται το υλικό του με μαεστρία. Από το πρώτο τράβελινγκ που μας οδηγεί από μια γεμάτη κόσμο παραλία στην περιφραγμένη χλιδή ενός ξενοδοχείου, καταλαβαίνεις ότι κάτι ενδιαφέρον θα παρακολουθήσεις. Στις αρχικές σκηνές υπάρχει και χιούμορ. Ιδίως η σκηνή με τον ιδιοκτήτη άλλου ξενοδοχείου στο οποίο πηγαίνει ο Κένζι (παρ)ακολουθώντας το ζευγάρι Σαχάρα – Μίκι είναι απολαυστική. Αυτό, πάντως, που δεν διαλανθάνει της προσοχής κανενός είναι ένας διάχυτος ερωτισμός αρκούντως ερεθιστικός. Τόσο η σύζυγος του συγγραφέα όσο και το πουλέν του δόκτορα κινηματογραφούνται ως σκοτεινά αντικείμενα του πόθου. Να το τονίσουμε αυτό: τούτη είναι μια ανδρική ταινία και το βλέμμα της είναι ηδονοβλεπτικό από εντελώς ανδρική σκοπιά. Κάποια στιγμή τα πράγματα σκοτεινιάζουν. Κι από εκεί που είχαμε τον αισθαντικό τρόπο κινηματογράφησης ενός Patrice Leconte πάνω στο γυναικείο σώμα, φτάνουμε σε σημείο... «Peeping Tom» του Michael Powell.
Ο Σαχάρα τη βρίσκει κινηματογραφώντας κάθε νύχτα τη Μίκι ενώ εκείνη κοιμάται. Τόσο απλά! Η σχέση των δύο ανδρών γίνεται πολύπλοκη, ο Κένζι βρίσκει υλικό για το νέο του μυθιστόρημα και το ερώτημα που γεννάται είναι: πόσο υπαρκτά πρόσωπα είναι ο Σαχάρα και η Μίκι; Μήπως είναι απλά και μόνο αποκυήματα της φαντασίας του Κένζι; Στο φινάλε λοιπόν ο Wang δεν συμμαζεύει το υλικό του κι αντί της αφηγηματικής λιτότητας που θα σήμαινε και καλώς εννοούμενο αίνιγμα επιλέγει μαξιμαλισμό, και μπουρδούκλωμα για το μπουρδούκλωμα. Ο Πολάνσκι, λοιπόν, που αναφέραμε πιο πάνω, σαφώς θα χειριζόταν το υλικό του με πιο εύστοχο τρόπο. Είπαμε, ο παλιός είναι αλλιώς. Και ο Takeshi Kitano, να το πούμε αυτό, ερμηνεύει ρόλο σε ταινία που δεν σκηνοθετεί ο ίδιος μετά από 12 ολόκληρα χρόνια. Κρατήστε το κι αυτό. Εν κατακλείδι, μια ενδιαφέρουσα ταινία που στο τέλος περνάει μια τρικυμία εν κρανίω...
Η επόμενη ταινία στην οποία θα αναφερθούμε με μπέρδεψε περισσότερο από όλες έως τώρα. Όχι λόγω βαθιών νοημάτων και «κούκου» σεναριακών πλεγμάτων, αλλά λόγω της κατεύθυνσης που δίνει ο σκηνοθέτης στη σχέση των δύο πρωταγωνιστών. Μιλάμε για την ταινία «Quand on a 17 ans» (Being 17) του 73χρονου André Téchiné, που συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ.
Η υπόθεση: Σε μια μικρή, ορεινή πόλη της νοτιοδυτικής Γαλλίας ο Νταμιέν και ο Τομά είναι δύο έφηβοι που πηγαίνουν στο ίδιο σχολείο και μισιούνται θανάσιμα, χωρίς προφανή λόγο. Πάντα βρίσκουν αφορμή να την πουν ο ένας στον άλλο ή να ασκήσουν βία και να παλέψουν. Ο Νταμιέν είναι το μοναχοπαίδι ενός στρατιωτικού (που βρίσκεται σε μια αδιευκρίνιστη εμπόλεμη ζώνη) και της τοπικής γιατρού. Ο Τομά από την άλλη είναι υιοθετημένος, αραβικής καταγωγής, φτωχός, που το όνειρό του είναι να γίνει μια μέρα κτηνίατρος για να βοηθήσει στη μικρή, οικογενειακή φάρμα. Όταν η θετή μητέρα του Τομά μείνει έγκυος και η εγκυμοσύνη της δείχνει δύσκολη, η γιατρός προτείνει να μετακομίσει ο Τομά σπίτι τους για να διευκολύνει την κατάσταση. Οι δύο νέοι θα πρέπει πλέον να ζήσουν μαζί κάτω από την ίδια στέγη...
Η άποψή μας: Και να πως ο André Téchiné γύρισε την αγορίστικη εκδοχή της «Ζωής της Αντέλ»! Όσο υπάρχει η ανεξήγητη αντιπαλότητα μεταξύ των δύο αγοριών, η ταινία παρουσιάζει τρομερό ενδιαφέρον. Με σωστό ρυθμό, έξυπνη χρήση των χώρων και με χαρισματικούς ηθοποιούς (τόσο οι δύο πιτσιρικάδες όσο κυρίως η Sandrine Kiberlain είναι εξαιρετικοί στους ρόλους τους – την Kiberlain μάλιστα τη βλέπω για βραβείο ερμηνείας) ο σκηνοθέτης παρουσιάζει μια ιστορία ενηλικίωσης ουσιαστικά, με στοιχεία και κωμωδίας αλλά και θρίλερ. Δεν είναι τέρα ιγκόγνιτα αυτά για τον συγκεκριμένο δημιουργό. Το έχει αποδείξει, κυρίως με την ταινία του «Άγρια βλαστάρια» ότι μπορεί, παρά την ηλικία του, να δείξει την εφηβεία ζωντανά, όπως είναι, όχι εξιδανικευμένη ούτε και δαιμονοποιημένη. Το ίδιο πετυχαίνει κι εδώ. Απλά η τελική εξήγηση που δίνεται από το σενάριο σχετικά με την αντιπαλότητα των δύο εφήβων είναι εντελώς απλουστευτική και ίσως, κατά μία έννοια, ταιριαστή με τη λογική των καιρών. Εξ επιτούτου, για ευνόητους λόγους. Μένουν τα υπέροχα χιονισμένα τοπία, η... αρκούδα (προφητεία για την Χρυσή Άρκτο; - πάντως, είναι ένα εύρημα το οποίο δεν αξιοποιείται) και μια σκηνή σεξ σχεδόν σοφτ πορνό. Αφήστε που η τελευταία τελευταία σκηνή θαρρείς και βγήκε από κάποιο φτηνό Άρλεκιν.
Η υπόθεση: Σε μια μικρή, ορεινή πόλη της νοτιοδυτικής Γαλλίας ο Νταμιέν και ο Τομά είναι δύο έφηβοι που πηγαίνουν στο ίδιο σχολείο και μισιούνται θανάσιμα, χωρίς προφανή λόγο. Πάντα βρίσκουν αφορμή να την πουν ο ένας στον άλλο ή να ασκήσουν βία και να παλέψουν. Ο Νταμιέν είναι το μοναχοπαίδι ενός στρατιωτικού (που βρίσκεται σε μια αδιευκρίνιστη εμπόλεμη ζώνη) και της τοπικής γιατρού. Ο Τομά από την άλλη είναι υιοθετημένος, αραβικής καταγωγής, φτωχός, που το όνειρό του είναι να γίνει μια μέρα κτηνίατρος για να βοηθήσει στη μικρή, οικογενειακή φάρμα. Όταν η θετή μητέρα του Τομά μείνει έγκυος και η εγκυμοσύνη της δείχνει δύσκολη, η γιατρός προτείνει να μετακομίσει ο Τομά σπίτι τους για να διευκολύνει την κατάσταση. Οι δύο νέοι θα πρέπει πλέον να ζήσουν μαζί κάτω από την ίδια στέγη...
Η άποψή μας: Και να πως ο André Téchiné γύρισε την αγορίστικη εκδοχή της «Ζωής της Αντέλ»! Όσο υπάρχει η ανεξήγητη αντιπαλότητα μεταξύ των δύο αγοριών, η ταινία παρουσιάζει τρομερό ενδιαφέρον. Με σωστό ρυθμό, έξυπνη χρήση των χώρων και με χαρισματικούς ηθοποιούς (τόσο οι δύο πιτσιρικάδες όσο κυρίως η Sandrine Kiberlain είναι εξαιρετικοί στους ρόλους τους – την Kiberlain μάλιστα τη βλέπω για βραβείο ερμηνείας) ο σκηνοθέτης παρουσιάζει μια ιστορία ενηλικίωσης ουσιαστικά, με στοιχεία και κωμωδίας αλλά και θρίλερ. Δεν είναι τέρα ιγκόγνιτα αυτά για τον συγκεκριμένο δημιουργό. Το έχει αποδείξει, κυρίως με την ταινία του «Άγρια βλαστάρια» ότι μπορεί, παρά την ηλικία του, να δείξει την εφηβεία ζωντανά, όπως είναι, όχι εξιδανικευμένη ούτε και δαιμονοποιημένη. Το ίδιο πετυχαίνει κι εδώ. Απλά η τελική εξήγηση που δίνεται από το σενάριο σχετικά με την αντιπαλότητα των δύο εφήβων είναι εντελώς απλουστευτική και ίσως, κατά μία έννοια, ταιριαστή με τη λογική των καιρών. Εξ επιτούτου, για ευνόητους λόγους. Μένουν τα υπέροχα χιονισμένα τοπία, η... αρκούδα (προφητεία για την Χρυσή Άρκτο; - πάντως, είναι ένα εύρημα το οποίο δεν αξιοποιείται) και μια σκηνή σεξ σχεδόν σοφτ πορνό. Αφήστε που η τελευταία τελευταία σκηνή θαρρείς και βγήκε από κάποιο φτηνό Άρλεκιν.
Για την επόμενη ταινία τραβήχτηκα στο παλιό Ανατολικό Βερολίνο. Ο κινηματογράφος International βρίσκεται στην Karl Marx Alee, λίγο πέρα από τη διάσημη Alexanderplatz και απέναντι στο επίσης διάσημο καφέ – εστιατόριο Moschva! Μεγαλοπρεπής κινηματογράφος κομουνιστικής αρχιτεκτονικής. Ωραία πράγματα. Πόσο μάλλον όταν και η ταινία που είδαμε εδώ ήταν μία από τις καλύτερες που έχουμε δει έως τώρα στη Berlinale. Μιλάμε για το «Les premiers, les derniers» (The First, the Last) του Βέλγου ιδιοσυγκρασιακού σκηνοθέτη Bouli Lanners, που συμμετείχε στο τμήμα Panorama. Όπως μας εξομολογήθηκε ο ίδιος προλογίζοντας την ταινία, στην ίδια αίθουσα και με την ίδια ακριβώς μεταφράστρια (!) 11 χρόνια πριν, είχε παρουσιάσει την πρώτη του ταινία, το «Ultranova». Αισίως, έφτασε στην τέταρτη...
Η υπόθεση: Ο Ζιλού και ο Κολίς είναι δύο φίλοι, αυτό που λένε κολλητοί. Αναλαμβάνουν παράξενες δουλειές. Τελευταία, τους ανατίθεται από έναν μεγαλόσχημο «επιχειρηματία» να βρουν το χαμένο κινητό του. Το κινητό από καθαρή σύμπτωση έχει πέσει στα χέρια του Γουιλί και της Εστέρ. Οι δυο τους είναι πνευματικά ανάπηροι, πιστεύουν ότι ο κόσμος τελειώνει και πριν να συμβεί αυτό, θέλουν να δουν για τελευταία φορά την κόρη της Εστέρ. Στο δρόμο τους θα συναντήσουν έναν τύπο που συστήνεται ως Ιησούς. Αλλά και μια ομάδα από καθόλου καλά παιδιά με δική τους ατζέντα. Και τι γυρεύει μια μούμια στη μέση του πουθενά; Αλλά και ο πιο γηραιός ιδιοκτήτης μικρού ξενοδοχείου σε όλο τον κόσμο;
Η άποψή μας: Δεν ξέρω για εσάς αλλά εμένα αυτές είναι οι ταινίες που μου αρέσουν. Μοναχικοί άντρες, παράξενοι χαρακτήρες, περίεργες καταστάσεις. Το σινεμά του Lanners θυμίζει Aki Kaurismäki. Αλλά είναι και κατά μία έννοια ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό γουέστερν. Αχανείς, άδειες εκτάσεις, τεράστιοι δρόμοι, ηλεκτρικοί πυλώνες διάσπαρτοι, εγκαταλελειμμένα κτίρια και κάτι μπαρ όγδοης διαλογής. Παρακμή. Σε αυτό το πεδίο η μάχη του καλού με το κακό δεν έχει τη συνήθη λογική. Και μάλιστα ο σκηνοθέτης, πανέξυπνα, αφήνει τους... κακούς να αλληλοεξοντωθούν ενώ οι καλοί (όχι με την μανιχαϊστική αλλά ίσως ελαφρώς με τη χριστιανική έννοια) εντέλει ακολουθούν μια αποστολή από τον... Θεό (ναι, και «Blues Brothers» στο τέλος ο μάγκας). Χωρίς βιαστικούς εντυπωσιασμούς αλλά με εξαιρετική αίσθηση ρυθμού ο Lanners αφηγείται την ιστορία του με στιβαρότητα, αμεσότητα, γλυκύτητα. Αποκλείεται να μην σε κερδίσει ο φιλμικός κόσμος που χτίζει. Αποκλείεται να μην γελάσετε δυνατά σε στιγμές ή να μην συγκινηθείτε σε άλλες. Αποκλείεται να μην ανατριχιάσετε με την μικρή σε διάρκεια αλλά σπουδαίας σημασίας εμφάνιση των γηραιών Michael Lonsdale και Max von Sydow. Ένα υπέροχο, ανθρώπινο οδοιπορικό στην πίστη, την αφοσίωση, την ανδρική φιλία. Και το ακόμα πιο σπουδαίο σε ότι αφορά την ταινία: δεν ξέρεις πως θα προχωρήσει, τι θα γίνει παρακάτω, σε αιφνιδιάζει σε κάθε στιγμή. Δεν πα' να τελειώνει ο κόσμος. Υπάρχουν ακόμα δημιουργοί που φτιάχνουν υπέροχες ταινίες. Και αυτός είναι ένας ακόμα λόγος για να μην τελειώσει ο κόσμος. Αλλά για να αλλάξει.
Η υπόθεση: Ο Ζιλού και ο Κολίς είναι δύο φίλοι, αυτό που λένε κολλητοί. Αναλαμβάνουν παράξενες δουλειές. Τελευταία, τους ανατίθεται από έναν μεγαλόσχημο «επιχειρηματία» να βρουν το χαμένο κινητό του. Το κινητό από καθαρή σύμπτωση έχει πέσει στα χέρια του Γουιλί και της Εστέρ. Οι δυο τους είναι πνευματικά ανάπηροι, πιστεύουν ότι ο κόσμος τελειώνει και πριν να συμβεί αυτό, θέλουν να δουν για τελευταία φορά την κόρη της Εστέρ. Στο δρόμο τους θα συναντήσουν έναν τύπο που συστήνεται ως Ιησούς. Αλλά και μια ομάδα από καθόλου καλά παιδιά με δική τους ατζέντα. Και τι γυρεύει μια μούμια στη μέση του πουθενά; Αλλά και ο πιο γηραιός ιδιοκτήτης μικρού ξενοδοχείου σε όλο τον κόσμο;
Η άποψή μας: Δεν ξέρω για εσάς αλλά εμένα αυτές είναι οι ταινίες που μου αρέσουν. Μοναχικοί άντρες, παράξενοι χαρακτήρες, περίεργες καταστάσεις. Το σινεμά του Lanners θυμίζει Aki Kaurismäki. Αλλά είναι και κατά μία έννοια ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό γουέστερν. Αχανείς, άδειες εκτάσεις, τεράστιοι δρόμοι, ηλεκτρικοί πυλώνες διάσπαρτοι, εγκαταλελειμμένα κτίρια και κάτι μπαρ όγδοης διαλογής. Παρακμή. Σε αυτό το πεδίο η μάχη του καλού με το κακό δεν έχει τη συνήθη λογική. Και μάλιστα ο σκηνοθέτης, πανέξυπνα, αφήνει τους... κακούς να αλληλοεξοντωθούν ενώ οι καλοί (όχι με την μανιχαϊστική αλλά ίσως ελαφρώς με τη χριστιανική έννοια) εντέλει ακολουθούν μια αποστολή από τον... Θεό (ναι, και «Blues Brothers» στο τέλος ο μάγκας). Χωρίς βιαστικούς εντυπωσιασμούς αλλά με εξαιρετική αίσθηση ρυθμού ο Lanners αφηγείται την ιστορία του με στιβαρότητα, αμεσότητα, γλυκύτητα. Αποκλείεται να μην σε κερδίσει ο φιλμικός κόσμος που χτίζει. Αποκλείεται να μην γελάσετε δυνατά σε στιγμές ή να μην συγκινηθείτε σε άλλες. Αποκλείεται να μην ανατριχιάσετε με την μικρή σε διάρκεια αλλά σπουδαίας σημασίας εμφάνιση των γηραιών Michael Lonsdale και Max von Sydow. Ένα υπέροχο, ανθρώπινο οδοιπορικό στην πίστη, την αφοσίωση, την ανδρική φιλία. Και το ακόμα πιο σπουδαίο σε ότι αφορά την ταινία: δεν ξέρεις πως θα προχωρήσει, τι θα γίνει παρακάτω, σε αιφνιδιάζει σε κάθε στιγμή. Δεν πα' να τελειώνει ο κόσμος. Υπάρχουν ακόμα δημιουργοί που φτιάχνουν υπέροχες ταινίες. Και αυτός είναι ένας ακόμα λόγος για να μην τελειώσει ο κόσμος. Αλλά για να αλλάξει.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική