του Θόδωρου Γιαχουστίδη
66η Berlinale: Σάββατο 13 Φεβρουαρίου
Η μέρα που έσπασε το αήττητο του Θρύλου
Η μέρα που έσπασε το αήττητο του Θρύλου
Τέτοια κάνετε και με τρελαίνετε. Δηλαδή, έπρεπε να φτάσει έως το Βερολίνο η χάρη μου για να χάσει επιτέλους ο Ολυμπιακός στο ελληνικό πρωτάθλημα; Και μάλιστα, παίζοντας στο τέλος με 9 παίκτες, αφού αποβλήθηκαν δύο;;;; Τα πάνω κάτω; Ρε πάτε καλά; Τι να πω, ούτε που ξέρω. Εντωμεταξύ, σε όλη τη Γερμανία επικρατεί φρενίτιδα μιας που το Λόττο τους μοιράζει στη σημερινή κλήρωση 19 εκατομμύρια ευρώ! Έπαιξα κι εγώ ένα δελτίο – ποτέ δεν ξέρεις... Σε ότι αφορά τις ταινίες, τέσσερις είδαμε και η αλήθεια είναι πως το ισοζύγιο ήταν θετικό.
Υπάρχουν ταινίες που τις περιμένεις πως και πως και απογοητεύεσαι και υπάρχουν και άλλες που λες «πω, πω πώς θα το αντέξω τώρα αυτό;» και σου προκύπτουν σούπερ. Με μια ταινία της δεύτερης κατηγορίας ξεκίνησε το πρωινό πρόγραμμα σήμερα στην Berlinale. Τίτλος της; «Grüße aus Fukushima» (με διεθνή τίτλο «Fukushima, mon Amour» - το πιάσατε το υπονοούμενο, έτσι;) της Γερμανίδας Doris Dörrie (Panorama Special). Τελευταία ταινία της Dörrie που είδαμε στην Ελλάδα ήταν οι «Ανθισμένες κερασιές» (Kirschblüten – Hanami, 2008) – το είχε βγάλει η PCV στη χώρα μας τότε αν θυμάμαι καλά.
Η υπόθεση: Η Μαρί είναι μια νεαρή Γερμανίδα που τα έχει κάνει λίγο κουλουβάχατα στη ζωή της και δη, την προσωπική. Γίνεται μέλος της οργάνωσης Clowns4Help και φτάνει μέχρι την Ιαπωνία, όπου μαζί με δύο ακόμα συναδέλφους της πηγαίνει στη Φουκουσίμα για να προσφέρει λίγο χαμόγελο σε όσους – γέροντες κυρίως – ζουν ακόμα εκεί μετά τον σεισμό και τη διαρροή ραδιενέργειας αλά Τσέρνομπιλ που έλαβε χώρα το 2011. Δυσαρεστημένη από άλλη μία επιλογή της, καθώς τα πράγματα δεν πάνε όπως τα υπολόγιζε, η Μαρί είναι έτοιμη να τα παρατήσει και να γυρίσει στη Γερμανία. Θα συνδεθεί όμως με την Σατόμι, την τελευταία γκέισα της Φουκουσίμα. Η Σατόμι αποφασίζει να επιστρέψει στο σπίτι της, μέσα στην «απαγορευμένη ζώνη», που πλέον είναι ερείπιο. Η Μαρί θα την ακολουθήσει. Οι δυο γυναίκες δεν θα μπορούσαν να είναι περισσότερο διαφορετικές. Εντέλει, όμως, θα γνωρίσουν καλύτερα η μία την άλλη και θα αντιμετωπίσουν, η καθεμιά με τον τρόπο της, τα φαντάσματα από το παρελθόν τους.
Η άποψή μας: Ο τιτανομέγιστος Alain Resnais στο υπέροχο «Χιροσίμα αγάπη μου» (Hiroshima mon amour, 1959) αφηγείται την ερωτική ιστορία μιας Γαλλίδας ηθοποιού κι ενός παντρεμένου Ιάπωνα στα χαλάσματα της κατεστραμένης λίγα χρόνια πριν από πυρηνική βόμβα, Χιροσίμας. Η Doris Dörrie αφηγείται την ιστορία αντιμετώπισης των προσωπικών τους φαντασμάτων μιας Γερμανίδας και μιας Γιαπωνέζας. Και οι δύο ταινίες είναι ασπρόμαυρες. Και οι δύο δομούν το οικοδόμημά τους πάνω σε μια κατεστραμμένη – λόγω πυρηνικής... παρενέργειας – πόλη της Ιαπωνίας. Και πόσο κοντά ηχούν η Χιροσίμα και η Φουκουσίμα, ε; Εντάξει, τούτη η ταινία δεν φτάνει στο ύψος τους αριστουργήματος του Resnais, αλλά δεν παύει να είναι πάρα πολύ ενδιαφέρουσα. Οπτικά, είναι εξόχως επιβλητική (οι σκηνές πχ με τα εκατομμύρια των μαύρων, τεράστιων, αριθμημένων πλαστικών σακούλων μέσα στις οποίες έχει μαζευτεί ραδιενεργή λάσπη απλά για να βρίσκεται... μαζεμένη κάπου – δεν μπορεί να πεταχτεί πουθενά – είναι εντυπωσιακές). Ή άλλες σκηνές: η κατεστραμμένη κούκλα που από τα μάτια της τρέχει άμμος, το παιχνιδάκι που τρέχει, κάνει πως πίνει και παρακαλάει, ο γηραιός κύριος που μοιράζεται το σάκε του με τη Γερμανίδα – και δώστου τα «καμπάι» και τα «προστ»! Πάνω από όλα, όμως, αυτή είναι μια ταινία συνεννόησης. Και αλληλοκατανόησης.
Η ψηλή, αρτσούμπαλη και νέα Γερμανίδα («ελέφαντα» την χαρακτηρίζει η γκέισα) και η κοντή, λεπτεπίλεπτη, γεμάτη καλούς τρόπους και γηρασμένη Γιαπωνέζα θα βρουν τρόπο να έρθουν κοντά. Με τη Γερμανίδα να ρουφάει τα μαθήματα ζωής της Γιαπωνέζας. Μην γελάτε: κάποια στιγμή ένιωσα ότι αυτό που έβλεπα έμοιαζε ως λογική με το «Καράτε Κιντ» - χωρίς το καράτε και χωρίς το κιντ φυσικά! Κι έρχεται η στιγμή οι δύο γυναίκες να αντιμετωπίσουν τα φαντάσματα τους – εδώ να κάνω άλλη μια παρένθεση. Κατά πως φαίνεται, οι Ιάπωνες χρησιμοποιούν το αλάτι όπως και οι Έλληνες στα... δεισιδαιμονικά τους! Ήτοι, πετάνε αλάτι πίσω τους όταν κοιμούνται για να μην τους πλησιάζουν τα φαντάσματα! Κλείνει η παρένθεση. Έρχεται η στιγμή λοιπόν για να αποφασίσουν με ποιους θα παν και ποιους θα αφήσουν. Να αφήσουν το παρελθόν που τους πλήγωσε και να συνεχίσουν να ζουν. Όμορφη, γλυκιά ταινία, με σπουδαίες τις δύο πρωταγωνίστριες (η 29χρονη Γερμανίδα Rosalie Thomass είναι μεγάλο πουλέν), ισορροπεί ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, λέει πράγματα χωρίς να γίνεται διδακτική και... έχει και γάτες! Αυτό το τελευταίο το αφήνουμε να το αποκωδικοποιήσουμε (αποκωδικοποιήσετε) όταν, εάν και εφόσον, προβληθεί η ταινία στην Ελλάδα.
Η υπόθεση: Η Μαρί είναι μια νεαρή Γερμανίδα που τα έχει κάνει λίγο κουλουβάχατα στη ζωή της και δη, την προσωπική. Γίνεται μέλος της οργάνωσης Clowns4Help και φτάνει μέχρι την Ιαπωνία, όπου μαζί με δύο ακόμα συναδέλφους της πηγαίνει στη Φουκουσίμα για να προσφέρει λίγο χαμόγελο σε όσους – γέροντες κυρίως – ζουν ακόμα εκεί μετά τον σεισμό και τη διαρροή ραδιενέργειας αλά Τσέρνομπιλ που έλαβε χώρα το 2011. Δυσαρεστημένη από άλλη μία επιλογή της, καθώς τα πράγματα δεν πάνε όπως τα υπολόγιζε, η Μαρί είναι έτοιμη να τα παρατήσει και να γυρίσει στη Γερμανία. Θα συνδεθεί όμως με την Σατόμι, την τελευταία γκέισα της Φουκουσίμα. Η Σατόμι αποφασίζει να επιστρέψει στο σπίτι της, μέσα στην «απαγορευμένη ζώνη», που πλέον είναι ερείπιο. Η Μαρί θα την ακολουθήσει. Οι δυο γυναίκες δεν θα μπορούσαν να είναι περισσότερο διαφορετικές. Εντέλει, όμως, θα γνωρίσουν καλύτερα η μία την άλλη και θα αντιμετωπίσουν, η καθεμιά με τον τρόπο της, τα φαντάσματα από το παρελθόν τους.
Η άποψή μας: Ο τιτανομέγιστος Alain Resnais στο υπέροχο «Χιροσίμα αγάπη μου» (Hiroshima mon amour, 1959) αφηγείται την ερωτική ιστορία μιας Γαλλίδας ηθοποιού κι ενός παντρεμένου Ιάπωνα στα χαλάσματα της κατεστραμένης λίγα χρόνια πριν από πυρηνική βόμβα, Χιροσίμας. Η Doris Dörrie αφηγείται την ιστορία αντιμετώπισης των προσωπικών τους φαντασμάτων μιας Γερμανίδας και μιας Γιαπωνέζας. Και οι δύο ταινίες είναι ασπρόμαυρες. Και οι δύο δομούν το οικοδόμημά τους πάνω σε μια κατεστραμμένη – λόγω πυρηνικής... παρενέργειας – πόλη της Ιαπωνίας. Και πόσο κοντά ηχούν η Χιροσίμα και η Φουκουσίμα, ε; Εντάξει, τούτη η ταινία δεν φτάνει στο ύψος τους αριστουργήματος του Resnais, αλλά δεν παύει να είναι πάρα πολύ ενδιαφέρουσα. Οπτικά, είναι εξόχως επιβλητική (οι σκηνές πχ με τα εκατομμύρια των μαύρων, τεράστιων, αριθμημένων πλαστικών σακούλων μέσα στις οποίες έχει μαζευτεί ραδιενεργή λάσπη απλά για να βρίσκεται... μαζεμένη κάπου – δεν μπορεί να πεταχτεί πουθενά – είναι εντυπωσιακές). Ή άλλες σκηνές: η κατεστραμμένη κούκλα που από τα μάτια της τρέχει άμμος, το παιχνιδάκι που τρέχει, κάνει πως πίνει και παρακαλάει, ο γηραιός κύριος που μοιράζεται το σάκε του με τη Γερμανίδα – και δώστου τα «καμπάι» και τα «προστ»! Πάνω από όλα, όμως, αυτή είναι μια ταινία συνεννόησης. Και αλληλοκατανόησης.
Η ψηλή, αρτσούμπαλη και νέα Γερμανίδα («ελέφαντα» την χαρακτηρίζει η γκέισα) και η κοντή, λεπτεπίλεπτη, γεμάτη καλούς τρόπους και γηρασμένη Γιαπωνέζα θα βρουν τρόπο να έρθουν κοντά. Με τη Γερμανίδα να ρουφάει τα μαθήματα ζωής της Γιαπωνέζας. Μην γελάτε: κάποια στιγμή ένιωσα ότι αυτό που έβλεπα έμοιαζε ως λογική με το «Καράτε Κιντ» - χωρίς το καράτε και χωρίς το κιντ φυσικά! Κι έρχεται η στιγμή οι δύο γυναίκες να αντιμετωπίσουν τα φαντάσματα τους – εδώ να κάνω άλλη μια παρένθεση. Κατά πως φαίνεται, οι Ιάπωνες χρησιμοποιούν το αλάτι όπως και οι Έλληνες στα... δεισιδαιμονικά τους! Ήτοι, πετάνε αλάτι πίσω τους όταν κοιμούνται για να μην τους πλησιάζουν τα φαντάσματα! Κλείνει η παρένθεση. Έρχεται η στιγμή λοιπόν για να αποφασίσουν με ποιους θα παν και ποιους θα αφήσουν. Να αφήσουν το παρελθόν που τους πλήγωσε και να συνεχίσουν να ζουν. Όμορφη, γλυκιά ταινία, με σπουδαίες τις δύο πρωταγωνίστριες (η 29χρονη Γερμανίδα Rosalie Thomass είναι μεγάλο πουλέν), ισορροπεί ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, λέει πράγματα χωρίς να γίνεται διδακτική και... έχει και γάτες! Αυτό το τελευταίο το αφήνουμε να το αποκωδικοποιήσουμε (αποκωδικοποιήσετε) όταν, εάν και εφόσον, προβληθεί η ταινία στην Ελλάδα.
Μία από τις ταινίες που περίμενα πως και πως από την εφετινή Berlinale και – ευτυχώς – δεν διέψευσε τις προσδοκίες μου, ήταν το «War on Everyone» του John Michael McDonagh (Panorama Special). Ο John Michael McDonagh, του οποίου λατρέψαμε τόσο το «Εκτός νόμου και χρόνου» (The Guard, 2011) όσο και το «Γολγοθάς» (Calvary, 2014) – το δεύτερο δυστυχώς δεν βγήκε στις αίθουσες της χώρας μας – εδώ είναι πιο διασκεδαστικός από ποτέ! Τόσο αυτός όσο και ο αδελφός του, ο Martin McDonagh, είναι μάλλον ότι καλύτερο κυκλοφορεί εκεί έξω σε ότι αφορά τη συγγραφή σεναρίων!
Η υπόθεση: Ο Τέρι και ο Μπομπ είναι μπάτσοι στην πολιτεία του Νέου Μεξικού. Είναι κολλητάρια και όχι και τα καλύτερα παιδιά. Εντάξει, πολεμάνε το έγκλημα αλλά εκβιάζουν όσους μπορούν, πίνουν τα πάντα όλα σε ότι αφορά το αλκοόλ, καταναλώνουν την κόκα που κατάσχουν από μίμο (!) - καταλαβαίνετε! Ο Μπομπ είναι παντρεμένος, ο Τέρι όχι. Ετοιμάζοντας μια δουλειά που θα τους επιτρέψει να πιάσουν την καλή και να εγκαταλείψουν την αστυνομία, θα πέσουν πάνω σε έναν Βρετανό επιχειρηματία με σκοτεινή ατζέντα. Επίσης, θα πέσουν σε μια πρώην στριπτιζού και σε ένα μικρό αγοράκι που είδε τη μητέρα του να μαχαιρώνει τον πατέρα του. Τελικά, το... καλό θα θριαμβέυσει;
Η άποψή μας: Είναι τρελός ο Ιρλανδός, πάει και τελείωσε. Έχει απίστευτη τρέλα ο John Michael McDonagh. Τα σενάριά του είναι όλα μελέτες πάνω στο καλό και το κακό. Με καθόλου πολιτική ορθότητα, κοροϊδεύει τους πάντες και τα πάντα και δεν κωλώνει πουθενά! Πχ, σε μια σκηνή της ταινίας, δυο λευκοί παίζουν τένις με δύο γυναίκες που φοράνε μπούργκα! Σε μια άλλη, ο εις εκ των πρωταγωνιστών, ο πανύψηλος Alexander Skarsgård βασανίζει έναν τζόκεϊ αλόγων (που έτσι κι αλλιώς είναι πολύ κοντοί), ο οποίος φοράει και περούκα! Η σκηνή στο Ρέικιαβικ όπου τα δύο μπουμπούκια ψάχνουν να βρουν έναν μαύρο που τους έπαιξε μπαγαποντιά και ο τρόπος που τον βρίσκουν, θα σας κάνει να κατουρηθείτε στα γέλια! Γενικώς, γέλιο, γέλιο, γέλιο, ο Skarsgård κάνει απίστευτα δεμένο δίδυμο με τον Michael Peña (γενικώς, όλες οι ερμηνείες είναι πολύ καλές εκτός από αυτή του συμπατριώτη μας, Theo James, στο ρόλο του κακού, που δεν του πάει καθόλου όμως), οι γυναίκες είναι σούπερ σέξι, η βία κυλάει αβασάνιστα, οι κινηματογραφικές αναφορές είναι συνεχείς, οι αναφορές στην αρχαία Ελλάδα επίσης. Γενικώς, σινεμά για να περνάς καλά βρε παιδί μου, να το ευχαριστιέσαι.
Πώς ήταν το «Snatch» του Guy Ritchie; Ένα τέτοιο πράγμα, με απίστευτη σπίντα. Εκεί που ίσως κάποιος θα μπορούσε να βρει ένα ψεγάδι είναι η προσπάθεια του σκηνοθέτη – σεναριογράφου να το πακετάρει όλο με έναν ηθικό κόμπο! Κάτι που δεν πείθει και πολύ. Δεν χρειάζεται τούτα τα καθάρματα που κάνουν κόκα πάνω σε αλαξιέρα μωρού (!!!) να έχουν κάποιο ηθικό έρεισμα. Και πάλι θα τους λατρεύαμε. Αλλά, να, εντέλει, είναι και καλά παιδιά. Και τρελαίνονται με τους παιδεραστές. Όπως και να 'χει, δεν πιστεύουμε να δούμε κάτι περισσότερο feelgood από τούτο εδώ στη φετινή Berlinale. Μας έφτιαξε τη μέρα για τα καλά. Μα να βγάζει τη μπλούζα της η Jennifer Lopez στο «Out of Sight» και να μην μας δείχνει τα βυζάκια της – τους νιώθω!
Η υπόθεση: Ο Τέρι και ο Μπομπ είναι μπάτσοι στην πολιτεία του Νέου Μεξικού. Είναι κολλητάρια και όχι και τα καλύτερα παιδιά. Εντάξει, πολεμάνε το έγκλημα αλλά εκβιάζουν όσους μπορούν, πίνουν τα πάντα όλα σε ότι αφορά το αλκοόλ, καταναλώνουν την κόκα που κατάσχουν από μίμο (!) - καταλαβαίνετε! Ο Μπομπ είναι παντρεμένος, ο Τέρι όχι. Ετοιμάζοντας μια δουλειά που θα τους επιτρέψει να πιάσουν την καλή και να εγκαταλείψουν την αστυνομία, θα πέσουν πάνω σε έναν Βρετανό επιχειρηματία με σκοτεινή ατζέντα. Επίσης, θα πέσουν σε μια πρώην στριπτιζού και σε ένα μικρό αγοράκι που είδε τη μητέρα του να μαχαιρώνει τον πατέρα του. Τελικά, το... καλό θα θριαμβέυσει;
Η άποψή μας: Είναι τρελός ο Ιρλανδός, πάει και τελείωσε. Έχει απίστευτη τρέλα ο John Michael McDonagh. Τα σενάριά του είναι όλα μελέτες πάνω στο καλό και το κακό. Με καθόλου πολιτική ορθότητα, κοροϊδεύει τους πάντες και τα πάντα και δεν κωλώνει πουθενά! Πχ, σε μια σκηνή της ταινίας, δυο λευκοί παίζουν τένις με δύο γυναίκες που φοράνε μπούργκα! Σε μια άλλη, ο εις εκ των πρωταγωνιστών, ο πανύψηλος Alexander Skarsgård βασανίζει έναν τζόκεϊ αλόγων (που έτσι κι αλλιώς είναι πολύ κοντοί), ο οποίος φοράει και περούκα! Η σκηνή στο Ρέικιαβικ όπου τα δύο μπουμπούκια ψάχνουν να βρουν έναν μαύρο που τους έπαιξε μπαγαποντιά και ο τρόπος που τον βρίσκουν, θα σας κάνει να κατουρηθείτε στα γέλια! Γενικώς, γέλιο, γέλιο, γέλιο, ο Skarsgård κάνει απίστευτα δεμένο δίδυμο με τον Michael Peña (γενικώς, όλες οι ερμηνείες είναι πολύ καλές εκτός από αυτή του συμπατριώτη μας, Theo James, στο ρόλο του κακού, που δεν του πάει καθόλου όμως), οι γυναίκες είναι σούπερ σέξι, η βία κυλάει αβασάνιστα, οι κινηματογραφικές αναφορές είναι συνεχείς, οι αναφορές στην αρχαία Ελλάδα επίσης. Γενικώς, σινεμά για να περνάς καλά βρε παιδί μου, να το ευχαριστιέσαι.
Πώς ήταν το «Snatch» του Guy Ritchie; Ένα τέτοιο πράγμα, με απίστευτη σπίντα. Εκεί που ίσως κάποιος θα μπορούσε να βρει ένα ψεγάδι είναι η προσπάθεια του σκηνοθέτη – σεναριογράφου να το πακετάρει όλο με έναν ηθικό κόμπο! Κάτι που δεν πείθει και πολύ. Δεν χρειάζεται τούτα τα καθάρματα που κάνουν κόκα πάνω σε αλαξιέρα μωρού (!!!) να έχουν κάποιο ηθικό έρεισμα. Και πάλι θα τους λατρεύαμε. Αλλά, να, εντέλει, είναι και καλά παιδιά. Και τρελαίνονται με τους παιδεραστές. Όπως και να 'χει, δεν πιστεύουμε να δούμε κάτι περισσότερο feelgood από τούτο εδώ στη φετινή Berlinale. Μας έφτιαξε τη μέρα για τα καλά. Μα να βγάζει τη μπλούζα της η Jennifer Lopez στο «Out of Sight» και να μην μας δείχνει τα βυζάκια της – τους νιώθω!
Θυμάστε τον Lee Tamahori; Έναν σκηνοθέτη που στα επάνω του γύρισε μέχρι και Τζέιμς Μποντ, το «Πέθανε μια άλλη μέρα» (Die another Day, 2002); Πώς τα κατάφερε να... εξαφανιστεί από την πιάτσα, ένας θεός το ξέρει. Ίσως να έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι συνελήφθη να φοράει γυναικεία ρούχα αν ενθυμούμαι καλά (σιγά το γεγονός). Τεςπα, η νέα του ταινία ονομάζεται «Mahana» (The Patriarch), προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα αλλά εκτός συναγωνισμού και αποτελεί την επιστροφή του στα πάτρια εδάφη της Νέας Ζηλανδίας.
Η υπόθεση: Δεκαετία του '60, ανατολική ακτή της Νέας Ζηλανδίας. Οι Μαχάνας και οι Ποάτας είναι δύο δυναστείες Μαορί που βγάζουν χρήματα από την κουρά των προβάτων. Μεταξύ τους υπάρχει αντιπαλότητα στα όρια του μίσους. Ο πάντρε παντρόνε των Μαχάνας είναι ο Ταμιχάνα που ελέγχει και καθορίζει τη ζωή όλων των μελών της ευρύτερης οικογένειάς του. Ο Σιμεόν είναι ο 14χρονος εγγονός του. Είναι ο μόνος από την οικογένεια που πηγαίνει σχολείο. Και είναι ο μόνος που αντιμιλάει στον παππού του αγνοώντας τις συνέπειες. Κάποια στιγμή η κατάσταση θα ξεφύγει και ο Ταμιχάνα θα διώξει τον Σιμεόν, τους γονείς του και τα αδέλφια του από την οικογενειακή στέγη. Τι θα κάνει όμως η σύζυγος του Ταμιχάνα; Ποιος ο ρόλος της σε όλα αυτά; Τι κρύβει το παρελθόν της; Μήπως είναι η πέτρα του σκανδάλου στην αντιπαλότητα των Μαχάνας με τους Ποάτας;
Η άποψή μας: Ο Witi Ihimaera είναι ο συγγραφέας πάνω σε βιβλίο του οποίου βασίστηκε το σενάριο τούτης της ταινίας. Είναι ο συγγραφέας πάνω σε βιβλίο του οποίου βασίστηκε το σενάριο της ταινίας «Το σημάδι της φάλαινας» (Whale Rider, 2002) της Niki Caro, η πιτσιρίκα πρωταγωνίστρια της οποίας Keisha Castle-Hughes είχε προταθεί για Όσκαρ α' γυναικείου ρόλου σε ηλικία 14 ετών. Οπότε μας δίνει μια γεύση της ζωής που ζούσαν οι Μαορί σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Καθαρά πατριαρχική κοινωνία, δεν υπήρχε περίπτωση ο οποιοσδήποτε να αμφισβητήσει τον αρχηγό της οικογένειας. Μέσα στο ασφυκτικό και περιοριστικό περιβάλλον, ο μόνος στην ταινία που έχει κότσια να αντισταθεί, είναι ο Σιμεόν. Κι αυτό επειδή πηγαίνει σχολείο. Κι αυτό επειδή διαβάζει. Κι αυτό επειδή βλέπει ταινίες στο σινεμά! Όπως το «Οι γίγαντες συγκρούονται» (3:10 to Yuma, 1957). Η ταινία αυτή είναι περισσότερο... οσκαρική παρά φεστιβαλική. Είναι ταινία για μεγάλο κοινό καθώς διαθέτει όλα τα στοιχεία εκείνα που μια εμπορική ταινία που σέβεται τον εαυτό της και το πιθανό κοινό της οφείλει να διαθέτει. Καλογραμμένο σενάριο, μελετημένες συγκρούσεις, αισθηματική ιστορία, λίγο γέλιο, πολύ κλάμα και happy end. Τις κάνει τις αστοχίες του ο Tamahori (όπως εκείνα τα καθόλου ελκυστικά γυρίσματα στο παρελθόν) αλλά γενικώς φτιάχνει ένα φιλμ που δεν ντρέπεσαι να παρακολουθήσεις.
Κι ενώ πρωταγωνιστής σύμφωνα με τους τύπους είναι ο μεγαλύτερος ηθοποιός των Μαορί, ο Temuera Morrison στο ρόλο του πατριάρχη, όλο το βάρος της ταινίας το σηκώνει στις πλάτες του ο νεαρός Akuhata Keefe, ο οποίος όχι μόνον αμφισβητεί την αυθεντία του παππού του και άρα τις δύσκαμπτες παραδόσεις των Μαορί, αλλά στέκεται αντιμέτωπος και με τον κεκαλυμμένο ρατσισμό των Ευρωπαίων αποίκων – χαρακτηριστική είναι η μικρή αλλά σημαντική σκηνή στο δικαστήριο. Κλείνοντας, να θυμίσουμε πως ο Tamahori είναι υπεύθυνος και για το σπουδαίο «Ήταν κάποτε πολεμιστές».
Η υπόθεση: Δεκαετία του '60, ανατολική ακτή της Νέας Ζηλανδίας. Οι Μαχάνας και οι Ποάτας είναι δύο δυναστείες Μαορί που βγάζουν χρήματα από την κουρά των προβάτων. Μεταξύ τους υπάρχει αντιπαλότητα στα όρια του μίσους. Ο πάντρε παντρόνε των Μαχάνας είναι ο Ταμιχάνα που ελέγχει και καθορίζει τη ζωή όλων των μελών της ευρύτερης οικογένειάς του. Ο Σιμεόν είναι ο 14χρονος εγγονός του. Είναι ο μόνος από την οικογένεια που πηγαίνει σχολείο. Και είναι ο μόνος που αντιμιλάει στον παππού του αγνοώντας τις συνέπειες. Κάποια στιγμή η κατάσταση θα ξεφύγει και ο Ταμιχάνα θα διώξει τον Σιμεόν, τους γονείς του και τα αδέλφια του από την οικογενειακή στέγη. Τι θα κάνει όμως η σύζυγος του Ταμιχάνα; Ποιος ο ρόλος της σε όλα αυτά; Τι κρύβει το παρελθόν της; Μήπως είναι η πέτρα του σκανδάλου στην αντιπαλότητα των Μαχάνας με τους Ποάτας;
Η άποψή μας: Ο Witi Ihimaera είναι ο συγγραφέας πάνω σε βιβλίο του οποίου βασίστηκε το σενάριο τούτης της ταινίας. Είναι ο συγγραφέας πάνω σε βιβλίο του οποίου βασίστηκε το σενάριο της ταινίας «Το σημάδι της φάλαινας» (Whale Rider, 2002) της Niki Caro, η πιτσιρίκα πρωταγωνίστρια της οποίας Keisha Castle-Hughes είχε προταθεί για Όσκαρ α' γυναικείου ρόλου σε ηλικία 14 ετών. Οπότε μας δίνει μια γεύση της ζωής που ζούσαν οι Μαορί σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Καθαρά πατριαρχική κοινωνία, δεν υπήρχε περίπτωση ο οποιοσδήποτε να αμφισβητήσει τον αρχηγό της οικογένειας. Μέσα στο ασφυκτικό και περιοριστικό περιβάλλον, ο μόνος στην ταινία που έχει κότσια να αντισταθεί, είναι ο Σιμεόν. Κι αυτό επειδή πηγαίνει σχολείο. Κι αυτό επειδή διαβάζει. Κι αυτό επειδή βλέπει ταινίες στο σινεμά! Όπως το «Οι γίγαντες συγκρούονται» (3:10 to Yuma, 1957). Η ταινία αυτή είναι περισσότερο... οσκαρική παρά φεστιβαλική. Είναι ταινία για μεγάλο κοινό καθώς διαθέτει όλα τα στοιχεία εκείνα που μια εμπορική ταινία που σέβεται τον εαυτό της και το πιθανό κοινό της οφείλει να διαθέτει. Καλογραμμένο σενάριο, μελετημένες συγκρούσεις, αισθηματική ιστορία, λίγο γέλιο, πολύ κλάμα και happy end. Τις κάνει τις αστοχίες του ο Tamahori (όπως εκείνα τα καθόλου ελκυστικά γυρίσματα στο παρελθόν) αλλά γενικώς φτιάχνει ένα φιλμ που δεν ντρέπεσαι να παρακολουθήσεις.
Κι ενώ πρωταγωνιστής σύμφωνα με τους τύπους είναι ο μεγαλύτερος ηθοποιός των Μαορί, ο Temuera Morrison στο ρόλο του πατριάρχη, όλο το βάρος της ταινίας το σηκώνει στις πλάτες του ο νεαρός Akuhata Keefe, ο οποίος όχι μόνον αμφισβητεί την αυθεντία του παππού του και άρα τις δύσκαμπτες παραδόσεις των Μαορί, αλλά στέκεται αντιμέτωπος και με τον κεκαλυμμένο ρατσισμό των Ευρωπαίων αποίκων – χαρακτηριστική είναι η μικρή αλλά σημαντική σκηνή στο δικαστήριο. Κλείνοντας, να θυμίσουμε πως ο Tamahori είναι υπεύθυνος και για το σπουδαίο «Ήταν κάποτε πολεμιστές».
Κι ενώ το πρόγραμμα έλεγε πως η τελευταία ταινία της ημέρας θα ήταν το ρώσικο «Elixir» (Forum), μετά από 10 ολόκληρα λεπτά παρακολούθησής του αποφάσισα να φύγω τρέχοντας από την αίθουσα – μάλιστα σε έναν συνάδελφο που έτρεχε να μπει μέσα στη μισοάδεια αίθουσα του είπα εντελώς φιλικά «don't go in there»! Ντεμέκ κουλτουριάρικο σινεμά – χριστιανική παραβολή. Μακριάαααα. Βγήκα από την αίθουσα κι ευτυχώς πρόλαβα την τελευταία προβολή της ημέρας, το αργεντίνικο «La helada negra» (The Black Frost) από το τμήμα Panorama. Αυτή, μάλιστα, ήταν ο ορισμός της φεστιβαλικής ταινίας...
Η υπόθεση: Σε μια απομονωμένη και αραιοκατοικημένη περιοχή της Αργεντινής τρεις γεωργο-κτηνοτρόφοι προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα. Τα σπαρτά του μολύνονται από κάτι που λέγεται «black frost» και κινδυνεύουν να χάσουν τη σοδειά τους. Ώσπου μια μέρα, εντελώς ξαφνικά, μπαίνει στη ζωή τους μια πανέμορφη, νεαρή κοπέλα, ονόματι Αλεξάνδρα. Η Αλεξάνδρα τους επηρεάζει. Όλους, από τον νεαρό Λούκας, που την ερωτεύεται, μέχρι τον γηραιό Μπενίνιο, που με τη δική της συμβουλή, κερδίζει έναν αγώνα σκύλων γκρέιχάουντ. Γενικώς, η Αλεξάνδρα βελτιώνει τα πάντα γύρω της. Το «black frost» εξαφανίζεται, αγελάδες θεραπεύονται, όλα βαίνουν καλώς. Η φήμη της εξαπλώνεται και θεωρείται κάτι σαν αγία! Μέχρι και ανάπηροι πηγαίνουν σε αυτήν για να τους βοηθήσει. Έως ότου, μια μέρα, το ίδιο ξαφνικά όπως εμφανίστηκε, το ίδιο ξαφνικά αποφασίζει να φύγει και να τους αφήσει όλους μόνους...
Η άποψή μας: Εντάξει, όλο αυτό με τους αγρότες, κτηνοτρόφους, που βλέπω στη φετινή Berlinale είναι μάλλον μια προσπάθεια του σύμπαντος να μου πει κάτι, έτσι; Γερμανοί κτηνοτρόφοι στο «Jonathan», Νεοζηλανδοί κουρείς προβάτων στο «Mahana» και τώρα Αργεντίνοι φάρμερς εδώ! Μάλιστα! Πέρα από την πλάκα, στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, ο Maximiliano Schonfeld κάνει μια ταινία στιβαρή, κρυπτική, ανοιχτή σε ερμηνείες και... υποψήφια για το διαγωνιστικό τμήμα του επόμενου φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (να μου το θυμηθείτε). Η σκηνοθεσία του θυμίζει κάτι από Carlos Reygadas: τόσο δυνατές είναι οι εικόνες του! Και κάποια στιγμή η κάμερά του κάνει ένα τράβελινγκ απίστευτα εντυπωσιακό και όμορφο. Σε ότι αφορά την υπόθεση, γιατί να μην βρούμε αναφορές σχετικές με το «Θεώρημα» του Pasolini; Κριτικοί είμαστε, ότι θέλουμε γράφουμε, πουλάμε μούρη κι αν δεν εννοούσε αυτό ακριβώς ο σκηνοθέτης, και τι έγινε; Ο καθένας βλέπει αυτό που θέλει. Η πρωταγωνίστρια Ailín Salas είναι πραγματικό χάρμα ιδέσθαι και θεράπευσε τους νυσταγμένους οφθαλμούς μας με την επιβλητική και καθόλα ερωτική παρουσία της. Μια ταινία αινιγματική και ενδιαφέρουσα που θα τα πάει καλά σε οποιοδήποτε φεστιβάλ κι αν προβληθεί. Και με αυτά τα λόγια σας χαιρετώ από το Βερολίνο για σήμερα και σιγά μην με διαβάσετε – για εσάς, τα πιτσουνάκια λέω που γιορτάζετε στις 14 Φεβρουαρίου – μην ξεράσω...
Η υπόθεση: Σε μια απομονωμένη και αραιοκατοικημένη περιοχή της Αργεντινής τρεις γεωργο-κτηνοτρόφοι προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα. Τα σπαρτά του μολύνονται από κάτι που λέγεται «black frost» και κινδυνεύουν να χάσουν τη σοδειά τους. Ώσπου μια μέρα, εντελώς ξαφνικά, μπαίνει στη ζωή τους μια πανέμορφη, νεαρή κοπέλα, ονόματι Αλεξάνδρα. Η Αλεξάνδρα τους επηρεάζει. Όλους, από τον νεαρό Λούκας, που την ερωτεύεται, μέχρι τον γηραιό Μπενίνιο, που με τη δική της συμβουλή, κερδίζει έναν αγώνα σκύλων γκρέιχάουντ. Γενικώς, η Αλεξάνδρα βελτιώνει τα πάντα γύρω της. Το «black frost» εξαφανίζεται, αγελάδες θεραπεύονται, όλα βαίνουν καλώς. Η φήμη της εξαπλώνεται και θεωρείται κάτι σαν αγία! Μέχρι και ανάπηροι πηγαίνουν σε αυτήν για να τους βοηθήσει. Έως ότου, μια μέρα, το ίδιο ξαφνικά όπως εμφανίστηκε, το ίδιο ξαφνικά αποφασίζει να φύγει και να τους αφήσει όλους μόνους...
Η άποψή μας: Εντάξει, όλο αυτό με τους αγρότες, κτηνοτρόφους, που βλέπω στη φετινή Berlinale είναι μάλλον μια προσπάθεια του σύμπαντος να μου πει κάτι, έτσι; Γερμανοί κτηνοτρόφοι στο «Jonathan», Νεοζηλανδοί κουρείς προβάτων στο «Mahana» και τώρα Αργεντίνοι φάρμερς εδώ! Μάλιστα! Πέρα από την πλάκα, στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, ο Maximiliano Schonfeld κάνει μια ταινία στιβαρή, κρυπτική, ανοιχτή σε ερμηνείες και... υποψήφια για το διαγωνιστικό τμήμα του επόμενου φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (να μου το θυμηθείτε). Η σκηνοθεσία του θυμίζει κάτι από Carlos Reygadas: τόσο δυνατές είναι οι εικόνες του! Και κάποια στιγμή η κάμερά του κάνει ένα τράβελινγκ απίστευτα εντυπωσιακό και όμορφο. Σε ότι αφορά την υπόθεση, γιατί να μην βρούμε αναφορές σχετικές με το «Θεώρημα» του Pasolini; Κριτικοί είμαστε, ότι θέλουμε γράφουμε, πουλάμε μούρη κι αν δεν εννοούσε αυτό ακριβώς ο σκηνοθέτης, και τι έγινε; Ο καθένας βλέπει αυτό που θέλει. Η πρωταγωνίστρια Ailín Salas είναι πραγματικό χάρμα ιδέσθαι και θεράπευσε τους νυσταγμένους οφθαλμούς μας με την επιβλητική και καθόλα ερωτική παρουσία της. Μια ταινία αινιγματική και ενδιαφέρουσα που θα τα πάει καλά σε οποιοδήποτε φεστιβάλ κι αν προβληθεί. Και με αυτά τα λόγια σας χαιρετώ από το Βερολίνο για σήμερα και σιγά μην με διαβάσετε – για εσάς, τα πιτσουνάκια λέω που γιορτάζετε στις 14 Φεβρουαρίου – μην ξεράσω...