του Θόδωρου Γιαχουστίδη
66η Berlinale: Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου
Με την ψυχή στο στόμα
Με την ψυχή στο στόμα
Εντάξει παιδιά, για την πρώτη μου μέρα στη φετινή Berlinale περισσότερο θα γράψω για τα συναισθήματα, τις πρώτες εντυπώσεις και μερικά περίεργα συμβάντα παρά για τη μία και μοναδική ταινία που είδα μέσα στην ημέρα. Βλέπετε, πήρα αεροπλάνο απογευματινό, έφτασα αργά και ήταν ανέφικτο να δω κάτι παραπάνω. Αύριο, περισσότερα. Σήμερα όμως;
Πρώτη φορά κατέβηκα στο αεροδρόμιο Schönefeld. Είναι το μικρότερο από τα δύο αεροδρόμια του Βερολίνου και κάποτε θα αποτελέσει μέρος του Berlin Brandenburg Airport, του βασικού αεροδρομίου της γερμανικής πρωτεύουσας, που έχει καταντήσει ανέκδοτο σαν το μετρό της Θεσσαλονίκης ή τη Sagrada Famiglia της Βαρκελώνης: είναι ένα έργο στο οποίο έχουν δαπανηθεί εκατομμύρια εκατομμυρίων ευρώ και ποτέ δεν ολοκληρώνεται στα πολλαπλά χρονοδιαγράμματα που έχουν τεθεί έως σήμερα. Όχι, για να μην λέτε για τους δουλευταράδες Γερμανούς και το οικονομικό τους θαύμα.
Πήρα τη βαλίτσα μου και πήγα στο σταθμό για να πάρω το sbahn (κάτι σαν μετρό και τραμ μαζί). Δυσάρεστη έκπληξη: ουρές στα εκδοτικά μηχανήματα (σαν να είχαν capitol control ένα πράγμα) και το ένα από τα δύο μηχανήματα, όπου περίμενα, δεν έπαιρνε χαρτονομίσματα: μόνο κέρματα! Χαλασμένο μηχάνημα! Στη Γερμανία! Στο Βερολίνο! Πολύ έχει αλλάξει το πράμα από τότε που το θυμάμαι...
Πήρα το s45 και στο Neukoln έπρεπε να αλλάξω, να πάρω το s2 για να κατεβώ στην Potsdamer Platz, το κέντρο σαν να λέμε του Βερολίνου – αλλά και του φεστιβάλ. Ναι, αλλά το τρένο είχε καθυστέρηση! Ε, δεν γίνονται αυτά σας λέω! Ακούγοντας ραδιόφωνο έμαθα την αιτία της καθυστέρησης, με τα λίγα γερμανικά που θυμάμαι. Εξαρθρώθηκε, λέει, το μεγαλύτερο κύκλωμα παράνομης πώλησης τσιγάρων και η αστυνομία επιχείρησε σε sbahn της γραμμής s2 για να το πετύχει! Μιλάμε για τύχη τώρα, έτσι, όχι αστεία...
Έχουν περάσει 9 ολόκληρα χρόνια από τότε που ήρθα για τελευταία φορά στο Βερολίνο για την Berlinale. Εντάξει, η πόλη δεν παίζεται! Είναι υπέροχη! Μοντέρνα αρχιτεκτονική, υπέροχα κτίρια, νεοϋορκέζικη ατμόσφαιρα, μιλιούνια κόσμος έξω και... κρύο! Αυτό που δεν έχει αλλάξει είναι ο κλασικός Γερμανός με τη μπύρα στο χέρι. Θα τον βρείτε μέσα σε όλα τα μέσα μεταφοράς, σε όλους τους δρόμους, σε όλα τα σοκάκια. Όταν δε είναι και κακομοίρηδες και βρώμικοι, οι ίδιοι οι Γερμανοί τους λένε «πένερ» - λέτε να βγαίνει από το ελληνικό πένητας;
Με τα πολλά, κατέφθασα στο χώρο κατοικίας (περισσότερο γι' αυτόν σε άλλη φάση ίσως), χτύπησα ένα ντονέρ και βουρ για τη μοναδική προβολή της ημέρας που προλάβαινα. Στο CinemaxX 7...
Πρώτη φορά κατέβηκα στο αεροδρόμιο Schönefeld. Είναι το μικρότερο από τα δύο αεροδρόμια του Βερολίνου και κάποτε θα αποτελέσει μέρος του Berlin Brandenburg Airport, του βασικού αεροδρομίου της γερμανικής πρωτεύουσας, που έχει καταντήσει ανέκδοτο σαν το μετρό της Θεσσαλονίκης ή τη Sagrada Famiglia της Βαρκελώνης: είναι ένα έργο στο οποίο έχουν δαπανηθεί εκατομμύρια εκατομμυρίων ευρώ και ποτέ δεν ολοκληρώνεται στα πολλαπλά χρονοδιαγράμματα που έχουν τεθεί έως σήμερα. Όχι, για να μην λέτε για τους δουλευταράδες Γερμανούς και το οικονομικό τους θαύμα.
Πήρα τη βαλίτσα μου και πήγα στο σταθμό για να πάρω το sbahn (κάτι σαν μετρό και τραμ μαζί). Δυσάρεστη έκπληξη: ουρές στα εκδοτικά μηχανήματα (σαν να είχαν capitol control ένα πράγμα) και το ένα από τα δύο μηχανήματα, όπου περίμενα, δεν έπαιρνε χαρτονομίσματα: μόνο κέρματα! Χαλασμένο μηχάνημα! Στη Γερμανία! Στο Βερολίνο! Πολύ έχει αλλάξει το πράμα από τότε που το θυμάμαι...
Πήρα το s45 και στο Neukoln έπρεπε να αλλάξω, να πάρω το s2 για να κατεβώ στην Potsdamer Platz, το κέντρο σαν να λέμε του Βερολίνου – αλλά και του φεστιβάλ. Ναι, αλλά το τρένο είχε καθυστέρηση! Ε, δεν γίνονται αυτά σας λέω! Ακούγοντας ραδιόφωνο έμαθα την αιτία της καθυστέρησης, με τα λίγα γερμανικά που θυμάμαι. Εξαρθρώθηκε, λέει, το μεγαλύτερο κύκλωμα παράνομης πώλησης τσιγάρων και η αστυνομία επιχείρησε σε sbahn της γραμμής s2 για να το πετύχει! Μιλάμε για τύχη τώρα, έτσι, όχι αστεία...
Έχουν περάσει 9 ολόκληρα χρόνια από τότε που ήρθα για τελευταία φορά στο Βερολίνο για την Berlinale. Εντάξει, η πόλη δεν παίζεται! Είναι υπέροχη! Μοντέρνα αρχιτεκτονική, υπέροχα κτίρια, νεοϋορκέζικη ατμόσφαιρα, μιλιούνια κόσμος έξω και... κρύο! Αυτό που δεν έχει αλλάξει είναι ο κλασικός Γερμανός με τη μπύρα στο χέρι. Θα τον βρείτε μέσα σε όλα τα μέσα μεταφοράς, σε όλους τους δρόμους, σε όλα τα σοκάκια. Όταν δε είναι και κακομοίρηδες και βρώμικοι, οι ίδιοι οι Γερμανοί τους λένε «πένερ» - λέτε να βγαίνει από το ελληνικό πένητας;
Με τα πολλά, κατέφθασα στο χώρο κατοικίας (περισσότερο γι' αυτόν σε άλλη φάση ίσως), χτύπησα ένα ντονέρ και βουρ για τη μοναδική προβολή της ημέρας που προλάβαινα. Στο CinemaxX 7...
Το «Jonathan» λοιπόν του Piotr J. Lewandowski (Panorama) ήταν η ταινία που είχε την τιμή να μας πάρει την... παρθενιά σε τούτο το φεστιβάλ. Γερμανική παραγωγή, η πρώτη για τον νεαρό σκηνοθέτη, που ολοφάνερα τρακαρισμένος, βγήκε στη σκηνή για έναν χαιρετισμό πριν την έναρξη της προβολής. Κάτι είπε ότι είναι τρακαρισμένος και δεν ξέρει πως θα μας φανεί στην τελική το φιλμ: να θα μας αρέσει ή αν θα μας χαλάσει. Κάτι ψυλλιαζόταν ο μικρός
Η υπόθεση: Ο Γιόναταν (σημείωση: έτσι λένε οι Γερμανοί το Jonathan) είναι ένας 23χρονος νέος. Ο πατέρας του, ο Μπούρχαρντ, πάσχει από καρκίνο του δέρματος και είναι στα τελευταία του, τη μητέρα του δεν τη γνώρισε γιατί πέθανε νέα και ο Γιόναθαν, μαζί με τη θεία του, τη Μάρτα, φροντίζουν την οικογενειακή φάρμα. Ο Μπούρχαρντ και η Μάρτα δεν τα πάνε και πολύ καλά μεταξύ τους. Παρ' όλα αυτά, όταν η υγεία του αδελφού της χειροτερεύει, η Μάρτα μισθώνει μια οικιακή νοσοκόμα για να βοηθήσει την κατάσταση. Η Άνκα, η οικιακή νοσοκόμα, συνάπτει σχέση με τον Γιόναταν. Ο Μπούρχαρντ δεν την παλεύει καθόλου: πονάει πολύ και οι χημειοθεραπείες έχουν πολλές παρενέργειες. Τα πράγματα αλλάζουν όταν ένας παράξενος άντρας εμφανίζεται στη φάρμα. Ποια η σχέση του με τον Μπούρχαρντ; Γιατί τον μισεί η Μάρτα; Τι κρύβουν όλοι από τον Γιόναταν;
Η άποψή μας: Να φεύγεις από την Ελλάδα την ημέρα που γίνεται το έλα να δεις με τους αγρότες, να φτάνουν αυτοί έξω από την ελληνική βουλή, να πέφτει το ξύλο της... αρκούδας (χε χε χε) και να έρχεσαι στη Γερμανία για να δεις ως πρώτο φιλμ στην Berlinale μια ταινία με Γερμανούς αγρότες! Ή, πιο σωστά, κτηνοτρόφους. Ωιμέ! Να πω την μαύρη αλήθεια; Αν αυτή η ταινία προγραμματιζόταν να παιχτεί σε κάποιο από τα φεστιβάλ που διαθέτουμε στην Ελλάδα, ιδίως εκείνο της Θεσσαλονίκης, θα καγχάζαμε με ειρωνεία. Μα είναι δυνατόν; Ένα αγροτικό, αισθηματικό δράμα, με γυμνό, μυστικά και ψέματα και ομοφυλοφιλία! Και δεν είναι τα συστατικά τόσο που κάνουν την ταινία μια απίστευτη μετριότητα. Είναι και η κατασκευή: ένας καλογυρισμένος Φώσκολος! Με όσα κοντινά σε έντομα (αράχνες, μυρμήγκια, πεταλούδες) κι αν επιχείρησε ο σκηνοθέτης να μας δείξει τον εγκλωβισμό του νέου ανθρώπου, εντέλει παγιδεύεται ο ίδιος στον ιστό της αράχνης που υφαίνει. Μια ταινία – μελόδραμα από τα Lidl!
Ω, ρε μάνα, ωραία ξεκινήσαμε, φτυάρι και σκίσιμο! Δεν φτάνει που είναι καρκινοπαθής ο πατέρας (που μάλλον αυτός είναι ο πρωταγωνιστής και αυτουνού το όνομα θα έπρεπε να έχει ως τίτλο η ταινία) είναι και καταπιεσμένος ομοφυλόφιλος. Θα με πείτε: μα είναι κακό αυτό ρε ομόφοβε τύπε; Όχι, προφανώς και δεν είναι κακό. Κακό είναι που ο συγκεκριμένος ηθοποιός δίνει τη χειρότερη ερμηνεία της καριέρας του για να μας... πείσει. Και υπάρχει και μια σκηνή όπου ο πρώην εραστής του ετοιμοθάνατου τον... αυνανίζει, που σηκώνει κουβέντα ρε γαμώτο. Βέβαια, θυμήθηκα αμέσως μετά τη σκηνή ένα editorial του Τσαγκαρουσιάνου στη Lifo αν δεν με απατά η μνήμη μου, όπου μιλούσε για πραγματικό περιστατικό, με ετοιμοθάνατο οικογενειάρχη, να φωνάζει στο κρεβάτι του πόνου «θέλω π_τσο»! Οπότε, από τη ζωή βγαλμένα και τελείωσε το παραμύθι. Α, ο Γιόναταν, αφού συμφιλιώθηκε με τον εραστή του πατέρα του, του οποίου την ύπαρξη αγνοούσε γι' αυτό τον μισούσε βαθιά, κι αφού έθαψαν μαζί τις στάχτες του στο δάσος που υπεραγαπούσε, πήρε την οικιακή νοσοκόμα φεύγοντας για πάντα από τη φάρμα. Όχι που θα κάθονταν!
Δεν ξέρω αν οι προθέσεις ήταν καλές, η ταινία πάντως σίγουρα δεν ήταν! And that concludes day one for me – over and out. Ελπίζω αύριο να σας πω για καλύτερα πράγματα.
Η υπόθεση: Ο Γιόναταν (σημείωση: έτσι λένε οι Γερμανοί το Jonathan) είναι ένας 23χρονος νέος. Ο πατέρας του, ο Μπούρχαρντ, πάσχει από καρκίνο του δέρματος και είναι στα τελευταία του, τη μητέρα του δεν τη γνώρισε γιατί πέθανε νέα και ο Γιόναθαν, μαζί με τη θεία του, τη Μάρτα, φροντίζουν την οικογενειακή φάρμα. Ο Μπούρχαρντ και η Μάρτα δεν τα πάνε και πολύ καλά μεταξύ τους. Παρ' όλα αυτά, όταν η υγεία του αδελφού της χειροτερεύει, η Μάρτα μισθώνει μια οικιακή νοσοκόμα για να βοηθήσει την κατάσταση. Η Άνκα, η οικιακή νοσοκόμα, συνάπτει σχέση με τον Γιόναταν. Ο Μπούρχαρντ δεν την παλεύει καθόλου: πονάει πολύ και οι χημειοθεραπείες έχουν πολλές παρενέργειες. Τα πράγματα αλλάζουν όταν ένας παράξενος άντρας εμφανίζεται στη φάρμα. Ποια η σχέση του με τον Μπούρχαρντ; Γιατί τον μισεί η Μάρτα; Τι κρύβουν όλοι από τον Γιόναταν;
Η άποψή μας: Να φεύγεις από την Ελλάδα την ημέρα που γίνεται το έλα να δεις με τους αγρότες, να φτάνουν αυτοί έξω από την ελληνική βουλή, να πέφτει το ξύλο της... αρκούδας (χε χε χε) και να έρχεσαι στη Γερμανία για να δεις ως πρώτο φιλμ στην Berlinale μια ταινία με Γερμανούς αγρότες! Ή, πιο σωστά, κτηνοτρόφους. Ωιμέ! Να πω την μαύρη αλήθεια; Αν αυτή η ταινία προγραμματιζόταν να παιχτεί σε κάποιο από τα φεστιβάλ που διαθέτουμε στην Ελλάδα, ιδίως εκείνο της Θεσσαλονίκης, θα καγχάζαμε με ειρωνεία. Μα είναι δυνατόν; Ένα αγροτικό, αισθηματικό δράμα, με γυμνό, μυστικά και ψέματα και ομοφυλοφιλία! Και δεν είναι τα συστατικά τόσο που κάνουν την ταινία μια απίστευτη μετριότητα. Είναι και η κατασκευή: ένας καλογυρισμένος Φώσκολος! Με όσα κοντινά σε έντομα (αράχνες, μυρμήγκια, πεταλούδες) κι αν επιχείρησε ο σκηνοθέτης να μας δείξει τον εγκλωβισμό του νέου ανθρώπου, εντέλει παγιδεύεται ο ίδιος στον ιστό της αράχνης που υφαίνει. Μια ταινία – μελόδραμα από τα Lidl!
Ω, ρε μάνα, ωραία ξεκινήσαμε, φτυάρι και σκίσιμο! Δεν φτάνει που είναι καρκινοπαθής ο πατέρας (που μάλλον αυτός είναι ο πρωταγωνιστής και αυτουνού το όνομα θα έπρεπε να έχει ως τίτλο η ταινία) είναι και καταπιεσμένος ομοφυλόφιλος. Θα με πείτε: μα είναι κακό αυτό ρε ομόφοβε τύπε; Όχι, προφανώς και δεν είναι κακό. Κακό είναι που ο συγκεκριμένος ηθοποιός δίνει τη χειρότερη ερμηνεία της καριέρας του για να μας... πείσει. Και υπάρχει και μια σκηνή όπου ο πρώην εραστής του ετοιμοθάνατου τον... αυνανίζει, που σηκώνει κουβέντα ρε γαμώτο. Βέβαια, θυμήθηκα αμέσως μετά τη σκηνή ένα editorial του Τσαγκαρουσιάνου στη Lifo αν δεν με απατά η μνήμη μου, όπου μιλούσε για πραγματικό περιστατικό, με ετοιμοθάνατο οικογενειάρχη, να φωνάζει στο κρεβάτι του πόνου «θέλω π_τσο»! Οπότε, από τη ζωή βγαλμένα και τελείωσε το παραμύθι. Α, ο Γιόναταν, αφού συμφιλιώθηκε με τον εραστή του πατέρα του, του οποίου την ύπαρξη αγνοούσε γι' αυτό τον μισούσε βαθιά, κι αφού έθαψαν μαζί τις στάχτες του στο δάσος που υπεραγαπούσε, πήρε την οικιακή νοσοκόμα φεύγοντας για πάντα από τη φάρμα. Όχι που θα κάθονταν!
Δεν ξέρω αν οι προθέσεις ήταν καλές, η ταινία πάντως σίγουρα δεν ήταν! And that concludes day one for me – over and out. Ελπίζω αύριο να σας πω για καλύτερα πράγματα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική