του Τάσου Μπουλμέτη. Με τους Γιάννη Νιάρρο, Θέμη Πάνου, Μαρία Καλλιμάνη, Zωζώ Σαπουντζάκη, Ταξιάρχη Χάνο, Αργύρη Ξάφη, Ερρίκο Λίτση, Όμηρο Πουλάκη, Μελισσάνθη Μάχουτ, Xαρά Μάτα Γιαννάτου, Γιώργο Βουρδαμή, Δημήτρη Ήμελλο, Φοίβο Ταραμπίκο
Όστρια γαλβανιζέ
του zerVo (@moviesltd)
Οι φημισμένοι για τις διαβόητες μπαρούφες τους Αμερικάνοι, έχουν εκφράσει μία ενδιαφέρουσα άποψη, για το πως πρέπει να επιχειρείς μια εκτίμηση των δυνατοτήτων του καλλιτέχνη, όχι από το πρώτο του έργο - εκείνο δηλαδή που ενδεχόμενα τον κατέστησε διάσημο στην ευρύτερη κοινή γνώμη - μα από το δεύτερο, την sophomore εργασία του. Κι αυτό το συμπέρασμα προέκυψε, με την λογική πως ο πολύς χρόνος προετοιμασίας, καταναλώθηκε στο παρθενικό πόνημα, ενώ για το επόμενο βήμα τα περιθώρια δεν είναι και τόσο χαλαρά. Πόσο λοιπόν επί της παρούσης να δεχτεί κανείς την άποψη ετούτη των fellow Americans, όταν για το κτίσιμο του next step του, κατόπιν της καταιγιστικής πορείας της Πολιτικης Κουζίνας, ο Τάσος Μπουλμέτης δαπάνησε κάτι περισσότερο από τρεις Ολυμπιάδες? Κι επειδή εγώ με τις σοφιστείες των Αμερικανών δεν τα πηγαίνω καλά και μου αρέσει να είμαι ευθύς και άμεσος στην κρίση μου, θα ομολογήσω πως από τον Νοτιά περίμενα περισσότερα. Για την ακρίβεια, πολύ περισσότερα...
Όπως κάθε παιδί της ηλικίας του, έτσι κι ο δεκάχρονος Σταύρος, πλάθει στο νεαρό, άπειρο και άμαθο μυαλουδάκι του, με τον δικό του μυθοπλαστικό τρόπο, όλες τις ιστορίες που του διαλαλεί η φαμίλια ή που του μαθαίνει το σχολειό. Φαντασία αχαλίνωτη και ασύμβατη παντελώς με το πως έχουν ακουστεί οι πατριωτικοί θρύλοι και οι παραδόσεις, μα και πλήρως εκτός συντηρητικού κλίματος της περιόδου, ώστε να προβληματίσει έντονα τους υπερπροστατευτικούς του γονείς, που κυριολεκτικά λατρεύουν τον μοναχοκανακάρη τους. Αφού ένα και μόνο παιδί έδωσε ο Θεός στην καλοσυνάτη και χαμηλών τόνων αστή νοικοκυρά και στον παραμυθά κι ας μην έχει αποκαλυφθεί ακόμη σε ευρύτερο κύκλο, πωλητή βαλιτσών...
Φαινόμενο που δεν σίγασε ποτέ ακόμη κι αν ο Σταύρος διένυσε την εφηβεία, κατάφερε να εισαχθεί στο Πανεπιστήμιο, δημιούργησε τις δικές του παρέες και βίωσε τα πρώρα ερωτικά σκιρτήματα. Για να καταλαγιάσουν το ανήσυχο του πνεύμα και να ηρεμήσουν τους μυθομανείς προβληματισμούς του γιου τους, οι γονείς του θα σκεφτούν να τον βάλουν στην δούλεψη του οικογενειακού φίλου, Κυρίου Νάσου, φωτογράφου από δεκαετίες, που και ένα μεροκάματο θα του δίνει να συντηρηθεί και θα τον μυήσει στα μυστικά του φακού και στην τέχνη του σκοτεινού θαλάμου.
Συνήθως στην σύνταξη της δέκα, δώδεκα σειρών σύνοψης δεν αντιμετωπίζω το παραμικρό πρόβλημα, αντιθέτως μου αρέσει να βρίσκω λόγο να την αναπτύξω ακόμη περισσότερο, δίχως όμως ποτέ να φτάνω στην αποκάλυψη σπόιλερς. Εδώ ζορίστηκα. Κανονικά τα "λίγα λόγια για την ταινία" θα έπρεπε να περιορίζονται απλώς στις λίγες κουβέντες: αγόρι ονειροπόλο, μεγαλώνει και ερωτεύεται. θα μου πεις κι εσύ από την μεριά σου, γεμάτος απορία, που ακριβώς βρίσκεται το στοιχείο εκείνο που θα μου κεντρίσει την περιπέτεια, ώστε να δώσω το οκτάρι από το υστέρημα μου στον γκισέ, για να παρακολουθήσω μια από τις πολλές πρόσφατες, ελληνικές φιλμικές παραγωγές? Δεν έχω απάντηση φίλε μου θεατή. Δυστυχώς δεν έχω, αν και θα το ήθελα πάρα πολύ να έχω. Ο Νοτιάς είναι η παρουσίαση της ζωής ενός κανονικότατου ανθρώπου, που δεν ξεχωρίζει στο ελάχιστο από τα εκατομμύρια διπλανών του, που διάγει έναν αφόρητα βαρετό, ρουτινιάρικο και επαναλαμβανόμενο βίο και που απλώς, όπως συμβαίνει με όλους, έχει κάποια ενδιαφέροντα. Ο Σταύρος λοιπόν έχει σαν χόμπι τον σινεμά, τις βόλτες με τις κομπανίες και τα ταξίδια. Αν ρωτήσει δηλαδή ο Φερεντίνος Εκατό ανθρώπους, ποια είναι τα χόμπι τους, σίγουρα οι 95 αυτά τα τρία θα πουν. Οπότε τι κάναμε ρε αδελφέ για δυο ώρες στο κάθισμα μας, παρακολουθώντας το πολυαναμενόμενο νέο πόνημα του Μεσιέ Κιουιζίν?
Είναι πασιφανές πως ο Τάσος Μπουλμέτης διακατέχεται από έντονα σύνδρομα νοσταλγίας για την εποχή των νιάτων του, που έτυχε σε μια εποχή τόσο γεμάτη ιστορικά για ένα μικρότατο κράτος όπως η Ελλάς, που ελάχιστα άλλα μεγαλύτερα του παγκοσμίως έχουν να εκθέσουν. Μια εποχή πραγματικά ιδιαίτερη, ξεχωριστή (όπως όλες άλλωστε) που στην αναδρομή της στην μνήμη, φέρει μπροστά μας εικόνες από μια άλλη χώρα σε σχέση με το σήμερα. Που ακόμη κι αν φαινόταν πως στο βάθος έρχεται ο γύψος, εντούτοις τα περιθώρια για όνειρο και ελπίδα ήσαν τόσο μεγάλα, που ποτέ οι σωτήρες δεσμοφύλακες δεν κατάφεραν να περιορίσουν το πνεύμα, να το δέσουν πίσω από κάγκελα, να το ισοπεδώσουν. Όσο για το αύριο, καθημερινά κάτω από τον πανέμορφο ήλιο του τόπου μας, η αισιοδοξία βασίλευε, κόντρα στις όποιες αντιξοότητες.
Σε αυτό λοιπόν ακριβώς το κλίμα, το πολύχρωμο παστέλ, που οι ποιητές ιδεολόγοι ορίζονται ως οι αρεστοί, δίνοντας μέσα από τις ιδέες τους τα συνθήματα της επερχόμενης Αλλαγής, ο Σταύρος γίνεται εκείνο το παζλάκι το ξέχωρο, που πάνω του θα κτιστεί ολάκερο το μέλλον της χώρας. Ψυχή δυνατή και δυναμική, που οραματίζεται κάποια στιγμή να φύγει ταξίδι μακρινό, στην μακρινή λατίνα Αμέρικα, τόπο που εκείνες τις πρώτες μεταδικτατορικές χρονιές, όριζε στα νιάτα μας το σύμβολο της απόλυτης μάχης και επανάστασης και που καλλιτεχνικά αποτελούσε το λιμάνι προορισμού για κάθε ριζοσπάστη νέο. Αυτή την απεικόνιση, ενός διαστήματος χρονικού, από το 1973 ίσαμε το 80, ο Μπουλμέτης την πετυχαίνει σχεδόν άριστα, είτε με ένθετες εικόνες των ηρώων του μέσα σε επίκαιρα, έγχρωμα της εποχής, είτε μέσα από σκηνική αναπαράσταση με την χρήση χρηστικών υλικών και φόντων που όσοι τα βίωσαν, σίγουρα θα τα ξαναζήσουν, για του λόγου το αληθές, θα τα αγγίξουν.
Στην πραγματικότητα ο δημιουργός, μέσα από την πορεία ωρίμανσης αυτού του όχι διαλεχτού νέου, σπέρνει παντού στο διάβα του αλληγορίες, τονίζοντας τις μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό, σχεδόν δίνοντας σου την εξήγηση τους στο πιάτο, υποτιμώντας κατάτι την κριτική άποψη της πλατείας. Οι χαμένες αγάπες, η καθεμιά για τους δικούς της λόγους, οι πλαινοί κλέφτες ιδεών και συνθημάτων με τα ζιβάγκο, οι μάχιμοι συντρόφοι με τις δημοκρατικότατες, σε βαθμό ανεκδότου, τάσεις, οι ενήλικοι του περίγυρου, που έστω και ελάχιστα φιλελεύθεροι, πάντα είχαν την έγνοια να τραβήξουν μπρος, οι βαλίτσες που πηγαίνουν κι έρχονται και έτσι κι αλλιώς δημιουργούν ένα συναίσθημα διαρκούς πήγαινε έλα. Ο Νοτιάς, μπορεί να μην φύσηξε σαν τον περίμενα, με πήγε μια βόλτα στο τότε όμως, όπως μου το είχε τάξει άλλωστε.
Εκτός του ριμέικ ενός διαστήματος της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας - εκείνου από τον Παριζιάνο Καραμανλή ίσαμε τον Ανδρέα, που δεν έχει τακτοποιηθεί ιδιαίτερα στην πολιτική παλέτα, μοιάζει σαν δίχως σαφή ταυτότητα - από το έργο ετούτο θα κρατήσω τις συστάσεις με κάποιους νέους ερμηνευτές, που θεωρώ σίγουρο πως θα με απασχολήσουν στο μέλλον. Από το τρέιλερ άλλωστε είχαν άπαντες διακρίνει την ομοιότητα ου πρωταγωνιστή Γιάννη Νιάρρο με τον μορφονιό Bernal, η αλήθεια όμως είναι πολύ πιο θετική για τον δικό μας ζεν πρεμιέ, στην θωριά, στην ματιά, στην αισθαντική φωνή, αφού και γλυκύτερος είναι και καλύτερο χαμόγελο διαθέτει. Έχει μια άνεση με τον φακό ο νεαρός, όπως έχουν και τα κοριτσόπουλα σιμά του, η Μελισσάνθη Μάχουτ και η Χαρά Μάτα Γιαννάτου, η καθεμιά με τις δικές της εκφραστικές ιδιαιτερότητες και πινελιές. Οι πιο έμπειροι του καστ δε, Χάνος, Καλλιμάνη και Πάνου, δεν ζορίζονται στιγμή στην απόδοση των χαρακτήρων τους, με τον καθένα να διαθέτει τα δικά του αβανταδόρικα μομέντουμ.
Για πες: Μια ευκαιρία που πήγε περίπατο θα θεωρήσω την περίπτωση της γαλβανιζέ Όστριας. Μια ευκαιρία που άνετα θα ζωγράφιζε στο πανία, τις απαρχές της φούσκας που το σκάσιμο της όλοι μας λουζόμαστε, Μια ευκαιρία που θα μπορούσε να δώσει απλούστερα τα νοήματα της και όχι ντεμέκ σουρεάλ με τον υποβολέα να εξηγεί το παραμικρό που λαμβάνει χώρα στο εκράν. Μια ευκαιρία που οι σινεφίλ καρτερούσαν για καιρό, μετά την έκρηξη της Κουζίνας, αλλά που αποδείχθηκε σχετικά άδεια και χωρίς σαφή προορισμό στο θέμα της. Απορία που με σοκάρει, στην σκέψη πως ο μάγειρας, αστρονόμος, αγαπητικός του Αθήνα - Κωνσταντινούπολη υπήρξε ο απόλυτος Μίστερ Ράιτ, ενώ εδώ ο λούζερ πιτσιρικάς με το αμπέχονο και τους γιακαδάρες, παίζει να είναι ο Κύριος Αόρατος.
Φαινόμενο που δεν σίγασε ποτέ ακόμη κι αν ο Σταύρος διένυσε την εφηβεία, κατάφερε να εισαχθεί στο Πανεπιστήμιο, δημιούργησε τις δικές του παρέες και βίωσε τα πρώρα ερωτικά σκιρτήματα. Για να καταλαγιάσουν το ανήσυχο του πνεύμα και να ηρεμήσουν τους μυθομανείς προβληματισμούς του γιου τους, οι γονείς του θα σκεφτούν να τον βάλουν στην δούλεψη του οικογενειακού φίλου, Κυρίου Νάσου, φωτογράφου από δεκαετίες, που και ένα μεροκάματο θα του δίνει να συντηρηθεί και θα τον μυήσει στα μυστικά του φακού και στην τέχνη του σκοτεινού θαλάμου.
Συνήθως στην σύνταξη της δέκα, δώδεκα σειρών σύνοψης δεν αντιμετωπίζω το παραμικρό πρόβλημα, αντιθέτως μου αρέσει να βρίσκω λόγο να την αναπτύξω ακόμη περισσότερο, δίχως όμως ποτέ να φτάνω στην αποκάλυψη σπόιλερς. Εδώ ζορίστηκα. Κανονικά τα "λίγα λόγια για την ταινία" θα έπρεπε να περιορίζονται απλώς στις λίγες κουβέντες: αγόρι ονειροπόλο, μεγαλώνει και ερωτεύεται. θα μου πεις κι εσύ από την μεριά σου, γεμάτος απορία, που ακριβώς βρίσκεται το στοιχείο εκείνο που θα μου κεντρίσει την περιπέτεια, ώστε να δώσω το οκτάρι από το υστέρημα μου στον γκισέ, για να παρακολουθήσω μια από τις πολλές πρόσφατες, ελληνικές φιλμικές παραγωγές? Δεν έχω απάντηση φίλε μου θεατή. Δυστυχώς δεν έχω, αν και θα το ήθελα πάρα πολύ να έχω. Ο Νοτιάς είναι η παρουσίαση της ζωής ενός κανονικότατου ανθρώπου, που δεν ξεχωρίζει στο ελάχιστο από τα εκατομμύρια διπλανών του, που διάγει έναν αφόρητα βαρετό, ρουτινιάρικο και επαναλαμβανόμενο βίο και που απλώς, όπως συμβαίνει με όλους, έχει κάποια ενδιαφέροντα. Ο Σταύρος λοιπόν έχει σαν χόμπι τον σινεμά, τις βόλτες με τις κομπανίες και τα ταξίδια. Αν ρωτήσει δηλαδή ο Φερεντίνος Εκατό ανθρώπους, ποια είναι τα χόμπι τους, σίγουρα οι 95 αυτά τα τρία θα πουν. Οπότε τι κάναμε ρε αδελφέ για δυο ώρες στο κάθισμα μας, παρακολουθώντας το πολυαναμενόμενο νέο πόνημα του Μεσιέ Κιουιζίν?
Είναι πασιφανές πως ο Τάσος Μπουλμέτης διακατέχεται από έντονα σύνδρομα νοσταλγίας για την εποχή των νιάτων του, που έτυχε σε μια εποχή τόσο γεμάτη ιστορικά για ένα μικρότατο κράτος όπως η Ελλάς, που ελάχιστα άλλα μεγαλύτερα του παγκοσμίως έχουν να εκθέσουν. Μια εποχή πραγματικά ιδιαίτερη, ξεχωριστή (όπως όλες άλλωστε) που στην αναδρομή της στην μνήμη, φέρει μπροστά μας εικόνες από μια άλλη χώρα σε σχέση με το σήμερα. Που ακόμη κι αν φαινόταν πως στο βάθος έρχεται ο γύψος, εντούτοις τα περιθώρια για όνειρο και ελπίδα ήσαν τόσο μεγάλα, που ποτέ οι σωτήρες δεσμοφύλακες δεν κατάφεραν να περιορίσουν το πνεύμα, να το δέσουν πίσω από κάγκελα, να το ισοπεδώσουν. Όσο για το αύριο, καθημερινά κάτω από τον πανέμορφο ήλιο του τόπου μας, η αισιοδοξία βασίλευε, κόντρα στις όποιες αντιξοότητες.
Σε αυτό λοιπόν ακριβώς το κλίμα, το πολύχρωμο παστέλ, που οι ποιητές ιδεολόγοι ορίζονται ως οι αρεστοί, δίνοντας μέσα από τις ιδέες τους τα συνθήματα της επερχόμενης Αλλαγής, ο Σταύρος γίνεται εκείνο το παζλάκι το ξέχωρο, που πάνω του θα κτιστεί ολάκερο το μέλλον της χώρας. Ψυχή δυνατή και δυναμική, που οραματίζεται κάποια στιγμή να φύγει ταξίδι μακρινό, στην μακρινή λατίνα Αμέρικα, τόπο που εκείνες τις πρώτες μεταδικτατορικές χρονιές, όριζε στα νιάτα μας το σύμβολο της απόλυτης μάχης και επανάστασης και που καλλιτεχνικά αποτελούσε το λιμάνι προορισμού για κάθε ριζοσπάστη νέο. Αυτή την απεικόνιση, ενός διαστήματος χρονικού, από το 1973 ίσαμε το 80, ο Μπουλμέτης την πετυχαίνει σχεδόν άριστα, είτε με ένθετες εικόνες των ηρώων του μέσα σε επίκαιρα, έγχρωμα της εποχής, είτε μέσα από σκηνική αναπαράσταση με την χρήση χρηστικών υλικών και φόντων που όσοι τα βίωσαν, σίγουρα θα τα ξαναζήσουν, για του λόγου το αληθές, θα τα αγγίξουν.
Στην πραγματικότητα ο δημιουργός, μέσα από την πορεία ωρίμανσης αυτού του όχι διαλεχτού νέου, σπέρνει παντού στο διάβα του αλληγορίες, τονίζοντας τις μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό, σχεδόν δίνοντας σου την εξήγηση τους στο πιάτο, υποτιμώντας κατάτι την κριτική άποψη της πλατείας. Οι χαμένες αγάπες, η καθεμιά για τους δικούς της λόγους, οι πλαινοί κλέφτες ιδεών και συνθημάτων με τα ζιβάγκο, οι μάχιμοι συντρόφοι με τις δημοκρατικότατες, σε βαθμό ανεκδότου, τάσεις, οι ενήλικοι του περίγυρου, που έστω και ελάχιστα φιλελεύθεροι, πάντα είχαν την έγνοια να τραβήξουν μπρος, οι βαλίτσες που πηγαίνουν κι έρχονται και έτσι κι αλλιώς δημιουργούν ένα συναίσθημα διαρκούς πήγαινε έλα. Ο Νοτιάς, μπορεί να μην φύσηξε σαν τον περίμενα, με πήγε μια βόλτα στο τότε όμως, όπως μου το είχε τάξει άλλωστε.
Εκτός του ριμέικ ενός διαστήματος της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας - εκείνου από τον Παριζιάνο Καραμανλή ίσαμε τον Ανδρέα, που δεν έχει τακτοποιηθεί ιδιαίτερα στην πολιτική παλέτα, μοιάζει σαν δίχως σαφή ταυτότητα - από το έργο ετούτο θα κρατήσω τις συστάσεις με κάποιους νέους ερμηνευτές, που θεωρώ σίγουρο πως θα με απασχολήσουν στο μέλλον. Από το τρέιλερ άλλωστε είχαν άπαντες διακρίνει την ομοιότητα ου πρωταγωνιστή Γιάννη Νιάρρο με τον μορφονιό Bernal, η αλήθεια όμως είναι πολύ πιο θετική για τον δικό μας ζεν πρεμιέ, στην θωριά, στην ματιά, στην αισθαντική φωνή, αφού και γλυκύτερος είναι και καλύτερο χαμόγελο διαθέτει. Έχει μια άνεση με τον φακό ο νεαρός, όπως έχουν και τα κοριτσόπουλα σιμά του, η Μελισσάνθη Μάχουτ και η Χαρά Μάτα Γιαννάτου, η καθεμιά με τις δικές της εκφραστικές ιδιαιτερότητες και πινελιές. Οι πιο έμπειροι του καστ δε, Χάνος, Καλλιμάνη και Πάνου, δεν ζορίζονται στιγμή στην απόδοση των χαρακτήρων τους, με τον καθένα να διαθέτει τα δικά του αβανταδόρικα μομέντουμ.
Για πες: Μια ευκαιρία που πήγε περίπατο θα θεωρήσω την περίπτωση της γαλβανιζέ Όστριας. Μια ευκαιρία που άνετα θα ζωγράφιζε στο πανία, τις απαρχές της φούσκας που το σκάσιμο της όλοι μας λουζόμαστε, Μια ευκαιρία που θα μπορούσε να δώσει απλούστερα τα νοήματα της και όχι ντεμέκ σουρεάλ με τον υποβολέα να εξηγεί το παραμικρό που λαμβάνει χώρα στο εκράν. Μια ευκαιρία που οι σινεφίλ καρτερούσαν για καιρό, μετά την έκρηξη της Κουζίνας, αλλά που αποδείχθηκε σχετικά άδεια και χωρίς σαφή προορισμό στο θέμα της. Απορία που με σοκάρει, στην σκέψη πως ο μάγειρας, αστρονόμος, αγαπητικός του Αθήνα - Κωνσταντινούπολη υπήρξε ο απόλυτος Μίστερ Ράιτ, ενώ εδώ ο λούζερ πιτσιρικάς με το αμπέχονο και τους γιακαδάρες, παίζει να είναι ο Κύριος Αόρατος.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 14 Ιανουαρίου 2016 από την Feelgood Ent.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική