του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Προαπαιτούμενα και ισοδύναμα
Όχι, δεν θα μιλήσουμε για μνημόνια εδώ, σκισμένα ή ανέπαφα. Για σινεμά θα μιλήσουμε. Με την τρέλα που μας διακατέχει. Με την ανάγκη μας να επικοινωνήσουμε μαζί σας. Να μοιραστούμε τις απόψεις μας. Πώς το λένε οι Cure στο «Disintegration»: «now that I know that Ι'm breaking to pieces/ Ι'll pull out my heart and Ι'll feed it to anyone»! Η πιο ωραία στιγμή για έναν γράφοντα είναι εκείνη που κάποιος θα του πει «διαβάσαμε αυτά που έγραψες και μας έπεισες να δούμε την ταινία». Σπουδαία στιγμή! Βέβαια, πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος κάποιος που διάβασε κάτι που έγραψες όντως να παρακινηθεί και να πάει να δει την ταινία που αποθεώνεις, να μην του αρέσει όμως καθόλου και να σε έχει στη μπούκα για να σε βρίσει – το λιγότερο. Είναι ένα ρίσκο, πάντως, που με μεγάλη μου χαρά παίρνω.
Η σημερινή μέρα ήταν ιδιαίτερα παραγωγική: συνολικά είδαμε 6 (έξι) ταινίες! Για να δημιουργήσουμε καβάντζα, πάντως, δύο από αυτές θα τις μεταφέρουμε για να τις αναλύσουμε αργότερα, μέσα στο 10ήμερο του φεστιβάλ. Και οι δύο είναι εξαιρετικές! Μιλάμε για τον «Γιο του Σαούλ» (που έτσι κι αλλιώς δεν θα έχει άλλη προβολή στο φεστιβάλ και βγαίνει κανονικά στις αίθουσες την ερχόμενη Πέμπτη) και για τις «Ατρόμητες» (που επίσης έχουν διανομή για τη χώρα μας και θα ξαναπροβληθούν στο φεστιβάλ, οπότε προλαβαίνουμε να γράψουμε για αυτές πριν από την επαναπροβολή τους). Μένουν τέσσερις ταινίες και ξεκινάμε αμέσως να γράφουμε για αυτές ακολουθώντας τη σειρά με την οποία τις είδαμε.
Η σημερινή μέρα ήταν ιδιαίτερα παραγωγική: συνολικά είδαμε 6 (έξι) ταινίες! Για να δημιουργήσουμε καβάντζα, πάντως, δύο από αυτές θα τις μεταφέρουμε για να τις αναλύσουμε αργότερα, μέσα στο 10ήμερο του φεστιβάλ. Και οι δύο είναι εξαιρετικές! Μιλάμε για τον «Γιο του Σαούλ» (που έτσι κι αλλιώς δεν θα έχει άλλη προβολή στο φεστιβάλ και βγαίνει κανονικά στις αίθουσες την ερχόμενη Πέμπτη) και για τις «Ατρόμητες» (που επίσης έχουν διανομή για τη χώρα μας και θα ξαναπροβληθούν στο φεστιβάλ, οπότε προλαβαίνουμε να γράψουμε για αυτές πριν από την επαναπροβολή τους). Μένουν τέσσερις ταινίες και ξεκινάμε αμέσως να γράφουμε για αυτές ακολουθώντας τη σειρά με την οποία τις είδαμε.
Το «Zenaida» των Αλέξη Τσάφα και Γιάννη Φώτου (Ελληνικές Ταινίες) είναι από τις χαρακτηριστικές εκείνες περιπτώσεις που οι προθέσεις είναι τίμιες αλλά το τελικό αποτέλεσμα δεν δικαιώνει τον (τους) δημιουργό-ούς και δεν μπορεί να πείσει τους θεατές να σπεύσουν για να δουν την ταινία.
Η υπόθεση: H Ζενάιντα είναι μια νεαρή πόρνη που στα 19 της χρόνια έχει ήδη γνωρίσει το σκληρό πρόσωπο του ευρωπαϊκού ονείρου. Γεννημένη στην Αφρική, θύμα τράφικινγκ, εγκλωβισμένη σε μια αφιλόξενη μεγαλούπολη, η Ζενάιντα απλά επιβιώνει μοιράζοντας την καθημερινότητά της ανάμεσα στους πελάτες ενός σύγχρονου μπουρδέλου και τις παραισθήσεις ουσιών που της προσφέρουν αποδράσεις από το παρόν, αλλά της προκαλούν και εφιάλτες από το παρελθόν. Εικόνες παράλληλες της ζωής της στη μιζέρια της αφρικανικής φαβέλας και στην ψυχοφθόρα ευρωπαϊκή μεγαλούπολη. Έχοντας περάσει την αρχική δοκιμασία της βίαιης προσαρμογής που της επέβαλαν οι «ιδιοκτήτες» της, η Ζενάιντα έχει πλέον προσαρμοστεί στη ρουτίνα της. Μοιράζεται μαζί με άλλες δύο κοπέλες το μικρό διαμέρισμα στο οποίο τις έχουν εγκαταστήσει, προσέρχεται καθημερινά στο χώρο της «δουλειάς» και αμείβεται για τις υπηρεσίες της. Ένα μέρος των χρημάτων καταλήγει στους εμπόρους ουσιών και τα υπόλοιπα τα στέλνει στην οικογένειά της. Υπάρχει δυνατότητα για ανθρώπινη επαφή σε όλο αυτό;
Η άποψή μας: Ο Αλέξης Τσάφας έχει μια ιδιαίτερη σχέση με το Πράσινο Ακρωτήρι. Η μουσική αυτής της φτωχής αφρικάνικης χώρας – με διεθνή αντιπρόσωπο την τεράστια Cesaria Evora – τον γοήτευε από μικρό (δεν ξέρουμε αν τον γοητεύουν τώρα τα τσαλίμια του συμπατριώτη της ποδοσφαιριστή Γκάρι Ροντρίγκεζ του ΠΑΟΚ, για να κάνουμε και λίγη πλάκα). Το ένα πράγμα έφερε το άλλο, ο Τσάφας έγινε κάτοχος του συνόλου του αρχείου της καποβερντιανής δισκογραφίας και κατόρθωσε από τη μια να δέχεται διαρκώς προτάσεις για να γυρίσει βιντεοκλίπ στη χώρα και από την άλλη να γυρίσει την πρώτη ταινία μυθοπλασίας στο Κάπο Βέρντε (έτσι ονομάζεται το Πράσινο Ακρωτήρι στη γλώσσα των κατοίκων του) μετά από 25 ολόκληρα χρόνια!
Έτσι κι αλλιώς, μόνο μία κινηματογραφική αίθουσα υπάρχει στη χώρα, οπότε ο δραστήριος εκεί Τσάφας είναι κάτι σαν ο Σπίλμπεργκ τους. Και μέσω της Αφρικής έγινε γνωστός και στη χώρα μας. Τούτη η ταινία συνεχίζει την ιδιότυπη σχέση του δημιουργού της με την αφρικανική χώρα. Έχει γυριστεί και στη χώρα μας και στο Πράσινο Ακρωτήρι. Θίγει ένα πολύ σοβαρό θέμα, το τράφικινγκ, με νεαρές γυναίκες εγκλωβισμένες σε ένα κύκλωμα από το οποίο αδυνατούν να ξεφύγουν. Με μινιμαλιστικό τρόπο και επαναλαμβάνοντας τη ρουτίνα της Ζενάιντα ο σκηνοθέτης επιχειρεί το προφανές: πως γυναίκες σαν τη Ζενάιντα δεν είναι απλά ένα κομμάτι κρέας για τον κάθε καβλωμένο να κορέσει τις ορέξεις του. Είναι άνθρωποι με σάρκα και οστά, με απόψεις και όνειρα, με ανάγκη για ανθρώπινη επαφή. Οι σκηνές τόσο στην παιδική χαρά (όπου η Ζενάιντα βιώνει ρατσισμό ακόμη και στην άδολη επικοινωνία της με ένα μικρό κοριτσάκι) όσο και με τον νεαρό που γνωρίζει εκτός «δουλειάς» και τον οποίο θέλει να αγαπήσει αλλά δεν μπορεί, είναι οι καλύτερες της ταινίας. Δυστυχώς, πάντως, παρά το γεγονός ότι μιλάμε για μια ταινία 66 λεπτών, τα εκφραστικά της μέσα είναι πάρα πολύ φτωχά, το αισθητικό αποτέλεσμα δεν πιάνει μεγάλες επιδόσεις και το σύνολο απλά δεν πείθει. Η Μαρία Στεφανίδου, που υποδύεται τη Ζενάιντα, είναι θετική στο ρόλο της, ενώ όντως δυνατή είναι η μουσική επένδυση της ταινίας.
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ τη Δευτέρα 9 Νοεμβρίου στις 15.00, στην αίθουσα Τόνια Μαρκετάκη)
Συνεχίζουμε το πρόγραμμά μας με την ταινία «Δεσμοί αίματος» (Hrútar / Rams) του Grímur Hákonarson (Διεθνές Διαγωνιστικό). Μια ταινία από την Ισλανδία (η 2η μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του δημιουργού της) που όχι μόνον έλαβε μέρος στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» του περασμένου φεστιβάλ των Καννών αλλά τιμήθηκε και με το βραβείο του.
Η υπόθεση: Ο Γκούμι και ο Κίντι είναι δύο μεσήλικα και βάλε αδέλφια που ζουν σε δύο γειτονικές φάρμες μιας απομονωμένης κοιλάδας στην Ισλανδία, εκτρέφοντας πρόβατα. Τα κοπάδια τους έχουν ρίζες σε αρχαίες φυλές και τα κριάρια τους συχνά πυκνά κερδίζουν βραβεία ως τα καλύτερα της χώρας! Είναι και οι δύο πολύ καλοί σε αυτό που κάνουν, είναι και οι δύο ανύπαντροι (μιας που δεν υπάρχουν πολλές γυναίκες στην περιοχή) και έχουν να μιλήσουν ο ένας στον άλλο για περισσότερο από 40 χρόνια! Ένα πείσμα, μια παρεξήγηση είναι η αιτία και ο ανταγωνισμός και ο εγωισμός τους δεν τους επιτρέπει να κάνουν βήματα για επαναπροσέγγιση. Τα πράγματα θα διαφοροποιηθούν δραματικά όταν ο Γκούμι διαπιστώσει ότι το πρόσφατα βραβευμένο κριάρι του Κίντι έχει σημάδια μιας θανατηφόρου και ανίατης νόσου, της Scrapie, κάτι ανάλογο με την σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια ή νόσο των τρελών αγελάδων όπως έγινε γνωστή. Εξαιτίας της τρομερής μεταδοτικότητας της νόσου η μόνη «θεραπεία» είναι η σφαγή όλου του κοπαδιού, το θάψιμο των σφαγμένων και η καλή απολύμανση της περιοχής. Και για δύο χρόνια δεν μπορούν να εκτραφούν άλλα πρόβατα εκεί που εντοπίστηκε κρούσμα. Όλη αυτή η διαδικασία αποτελεί κάτι σαν θανατική ποινή για τους εκτροφείς.
Ο Κίντι αντιδρά χρησιμοποιώντας το ντουφέκι του και ο Γκούμι χρησιμοποιώντας το μυαλό του. Όμως, καθώς οι κρατικοί λειτουργοί σφίγγουν τον κλοιό, τα δύο αδέλφια θα πρέπει να συνενοηθούν προκειμένου να σώσουν την αρχαία ράτσα των προβάτων τους αλλά και τους εαυτούς τους από την εξάλειψη.
Η άποψή μας: Εντάξει, δεν μου έχει ξανατύχει να βρεθώ απέναντι σε ταινία στην οποία θα μπορώ να χρησιμοποιήσω και τις γνώσεις μου ως διπλωματούχου κτηνιάτρου! Οπότε, επειδή παίζει βασικό ρόλο στην κατανόηση των επί της μεγάλης οθόνης συμβάντων καλό είναι να γνωρίζετε δύο πράγματα παραπάνω από επιστημονικής απόψεως. H «Τρομώδης νόσος» (ή Scrapie στα αγγλικά), είναι μια θανατηφόρος νευροεκφυλιστική νόσος που προσβάλει τον εγκέφαλο προβάτων και αιγών με κύρια κλινικά συμπτώματα την αστάθεια στο βάδισμα και την απώλεια προσανατολισμού. Τα αιγοπρόβατα όταν πάσχουν από την ασθένεια αυτή, εμφανίζουν νευρικότητα, αναπηδούν στα μπροστινά πόδια, ταλαντεύονται, τρέμουν, εχουν έντονη σιαλόρροια κατά τη μάσηση, ξύνονται χαρακτηριστικά και τελικά πεθαίνουν. Συμπτώματα εμφανίζουν συνήθως ζώα ηλικίας δύο έως πέντε ετών. Η ασθένεια οφείλεται σε μολυσματική πρωτεϊνη και ανήκει στην ομάδα των μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών. Ως κτηνίατρος λοιπόν θα έκανα ότι κάνει και η συνάδελφος στην ταινία: θα έδινα εντολή να θανατωθούν τα κοπάδια και θα έλεγχα εξονυχιστικά αν τηρείται ο νόμος κι αν γίνεται η δέουσα απολύμανση. Αυτό που κάνει ο Γκούμι δηλαδή (θα το δείτε, να μην σας χαλάω και τις εκπλήξεις της ταινίας) είναι παράνομο, μιας που διακινδυνεύει τόσο την παραμονή όσο και την εξάπλωση της νόσου.
Ως κριτικός κινηματογράφου, τώρα, μόνο διθυράμβους έχω να γράψω για την ταινία. Ο σκηνοθέτης της περιγράφει τον τρόπο ζωής μιας κοινωνίας ανθρώπων, άρρηκτα συνδεδεμένων με τα ζώα τους. Χωρίς την καθημερινά ρουτίνα της περιποίησης των ζωντανών, απλά δεν έχουν ζωή! Τα αγαπάνε τα πρόβατά τους και δεν υπάρχει ζωή χωρίς αυτά. Από την άλλη η σχέση των δύο αδελφών σκιαγραφείται εξαιρετικά. Αψύς, στιβαρός σωματικά και παρορμητικός ο Κίντι από τη μια, εύστροφος, πιο χαμηλών τόνων και περισσότερο αποφασιστικός ο Γκούμι. Με τις τεράστιες γενειάδες τους (δεν είναι χίπστερς οι άνθρωποι, κάνει κρύο στην Ισλανδία, οπότε το μούσι είναι ένας ακόμα τρόπος για να μένει ζεστό το πρόσωπό τους) να κυριαρχούν στο παρουσιαστικό τους σαφώς και διαφέρουν από τους καλοντυμένους και καλοξυρισμένους εκπροσώπους της πολιτείας «από το Νότο», από την πρωτεύουσα, από τον... πολιτισμό. Ο σκηνοθέτης στήνει εξαιρετικά την ταινία του, την εξελίσσει μεστά, στήνει σκηνές με χιούμορ για να φτάσει στην κορύφωση του φινάλε. Ένα φινάλε από τα πιο μεγαλοπρεπή συναισθηματικά, από τα πιο συγκινητικά, από τα πλέον υπέροχα. Εκεί, σε ένα λαγούμι μέσα στο χιόνι, τα δύο αδέλφια, γυμνά ψυχικά και σωματικά, θα ζεστάνουν το είναι μας. Καταπληκτικό!
(η ταινία προβάλλεται σήμερα Κυριακή 8 Νοεμβρίου στις 18.00, στην αίθουσα Ολύμπιον και Δευτέρα 9 Νοεμβρίου στις 15.45 στην αίθουσα Φρίντα Λιάπα – έχει διανομή από την Ama Films αλλά δεν γνωρίζουμε την ημερομηνία εξόδου της στις ελληνικές αίθουσες)
Σειρά έχει η ταινία «600 μίλια» (600 Millas / 600 Miles) του Gabriel Ripstein (Διεθνές Διαγωνιστικό). Ο γιος τους τιτανοτεράστιου Arturo Ripstein με την πρώτη του αυτή σκηνοθετική απόπειρα σε ταινία μεγάλου μήκους μυθοπλασίας κέρδισε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στο περασμένο φεστιβάλ Βερολίνου. Και φαίνεται πως είναι από τις περιπτώσεις εκείνες όπου το ταλέντο φαίνεται να μεταδίδεται γονιδιακά. Γιατί υπάρχουν κι άλλες περιπτώσεις που αποδεικνύουν το ακριβώς αντίθετο.
Η υπόθεση: Ο Αρνούλφο είναι ένας μεταέφηβος Μεξικάνος. Μαζί με έναν Αμερικανό «φίλο του» μεταφέρει παράνομα όπλα από τις ΗΠΑ στο Μεξικό, προκειμένου να οπλιστεί ένα καρτέλ. Στην αρχή υπάρχουν δυσκολίες αλλά εντέλει ο Αρνούλφο φέρνει εις πέρας τις παραγγελίες που δέχεται μέσω του θείου του και μάλιστα με σχετική ευκολία, τέτοια που και χρήματα πολλά κερδίσει και όνειρα για μεγαλύτερα πράγματα κάνει. Ο Χανκ Χάρις είναι πράκτορας της αμερικάνικης υπηρεσίας που κυνηγά το παράνομο εμπόριο όπλων. Ο Χανκ παρακολουθεί τον Ρούμπιο και πάει να τον συλλάβει αλλά εντέλει γίνεται όμηρος του πιτσιρικά! Πιστεύει πως είναι καλή ιδέα να παρουσιάσει το θύμα της απαγωγής του στο αφεντικό του. Στα 600 μίλια (1000 χιλιόμετρα) που διανύουν οι δύο άντρες, χτίζουν μια σχέση εμπιστοσύνης που θα ανατρέψει όλα όσα είχαν ως δεδομένα. Θα γίνουν φίλοι. Ή έτσι νομίζει ο Αρνούλφο...
Η άποψή μας: Η ταινία χωρίζεται εμφανώς σε δύο μέρη. Στο πρώτο ο σκηνοθέτης περιγράφει το παράνομο εμπόριο όπλων μέσω του... νόμιμου εμπόριου όπλου στις ΗΠΑ! Ιδίως στις νότιες πολιτείες τα όπλα αποτελούν μέρος της κουλτούρας. Ο καθένας που έχει ταυτότητα μπορεί να αγοράσει ένα όπλο! Πέρα από τα πλήρως εξοπλισμένα και με καταρτισμένο προσωπικό καταστήματα πώλησεις όπλων, υπάρχουν και πανηγύρια (!) όπου βλαμμένοι όλων των ειδών ψάχνουν να αγοράσουν όπλα ή απλά διασκεδάζουν (!!!) παρακολουθώντας τον σασυρμά, κουβαλώντας τα μωρά τους μαζί τους! Ε, άντε μετά αυτό το μωρό όταν μεγαλώσει να μην θεωρεί αυτονόητο να έχει όπλο. Σε αυτό το πρώτο μέρος νιώθεις κάποιες στιγμές πως παρακολουθείς ντοκιμαντέρ – τέτοια είναι η αλήθεια των καταστάσεων που περιγράφει ο σκηνοθέτης. Στο δεύτερο μέρος, εκείνο που ξεκινά με την «απαγωγή» του χαρακτήρα που υποδύεται ο Tim Roth (ο οποίος είναι ανάμεσα στους παραγωγούς της ταινίας) έχουμε να κάνουμε με ένα ιδιότυπο road movie, αλλά και με μια ταινία ανδρικής φιλίας. Ο πιτσιρίκος βλέπει αρχικά επιφυλακτικά τον μπαρουτοκαπνισμένο γκρίνγκο, ο οποίος ξέρει πολλά και του ανοίγει την ψυχή του. Θεωρεί ότι ο Χανκ είναι το εισιτήριό του για μεγαλύτερα πράγματα. Θεωρεί κάποια στιγμή ότι ο Χανκ είναι φίλος του.
Πόσο λάθος βγαίνει σε όλα τα επίπεδα, δεν περιγράφεται! Πάντως, ο ένας σώζει τον άλλο από μία φορά (η σκηνή όπου ο θείος, που βρίσκεται στην κουζίνα, προτρέπει τον Αρνούλφο να σκοτώσει τον Χανκ, που βρίσκεται δεμένος με χειροπέδες στην τουαλέτα και η κάμερα «βλέπει» και τους δύο χώρους είναι σπουδαία!). Αυτό χτίζει εμπιστοσύνη, σωστά; Χμ, όπως δείχνει η τελευταία σκηνή, η οποία συνεχίζεται ενώ πέφτουν οι τίτλοι τέλους, ο κυνισμός θα βγαίνει πάντα νικητής σε τέτοιες καταστάσεις. Πολύ ενδιαφέρουσα ταινία και περιμένουμε να δούμε το επόμενο βήμα ενός σαφέστατα ταλαντούχου σκηνοθέτη.
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ σήμερα Κυριακή 8 Νοεμβρίου στις 18.00, στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα)
Και ολοκληρώνουμε τη σημερινή μας ανταπόκριση με ένα... βλάχικο γουέστερν! Η ταινία «Άφεριμ» (Aferim!) του Radu Jude (Ματιές στα Βαλκάνια) μοιράστηκε την Αργυρή Άρκτο καλύτερης σκηνοθεσίας μαζί με το «Cialo» της Malgorzata Szumowska, που επίσης θα δούμε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης! Και είναι η επίσημη πρόταση της Ρουμανίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Και είναι απλώς... ταινιάρα!
Η υπόθεση: Στη Ρουμανία του 19ου αιώνα (και συγκεκριμένα στη Βλαχία), ο Κοσταντίν, ένας τοπικός αστυνομικός της εποχής, προσλαμβάνεται από τον μπογιάρ (τοπικό αφέντη) Ιορντάκε, προκειμένου να βρει, να συλλάβει και να του παραδώσει τον Καρφίν. Ο Καρφίν είναι ένας τσιγγάνος, σκλάβος του Ιορντάκε, που το έσκασε. Ο Ιορντάκε τον κατηγορεί ότι έκλεψε, η αλήθεια όμως είναι πως θέλει να τον εκδικηθεί μιας που είχε συνάψει ερωτική σχέση με την ελληνικής καταγωγής σύζυγο του Ιορντάκε, τη Σουλτάνα. Ο μεσήλικας, κουτσός και θυμόσοφος Κονσταντίν μαζί με τον πιτσιρικά γιο του, τον Ιονίτα, ξεκινούν το κυνηγητό και βιώνουν ένα ταξίδι στην ενδοχώρα γεμάτο περιπέτειες.
Η άποψή μας: «Ζούμε τη ζωή έτσι όπως μπορούμε κι όχι έτσι όπως θέλουμε» λέει το προφανές ο δοκιμασμένος στη ζωή, φαινομενικά νικητής αλλά ουσιαστικά ηττημένος Κονσταντίν στο φινάλε της ταινίας. Μιας ταινίας πραγματικά σπουδαίας, που η εμπειρία θέασής της απλά δεν χάνεται! Σε μεγαλόπρεπο και εντελώς ταιριαστό μαυρόασπρο η ταινία ξετυλίγει το σενάριό της έχοντας κεντρικό θέμα της προβληματικής της το ακανθώδες ζήτημα της σκλαβιάς των Ρομά. Επί πάνω από 500 χρόνια οι Ρομά πουλούνταν ως σκλάβοι στην περιοχή της Βλαχίας και τα αφεντικά τους, τους μεταχειρίζονταν σαν ζώα, έχοντας επάνω τους δικαίωμα ζωής και θανάτου! Μόλις το 1856 έπαψε να ισχύει αυτή η φρικιαστική κατάσταση, χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι Ρομά, όχι μόνο στη Βλαχία και τη Ρουμανία αλλά και σε όλη την Ευρώπη γενικότερα έπαψαν να βιώνουν ρατσισμό από τους πολιτισμένους λευκούς συνανθρώπους τους. «Κοράκια» τους αποκαλούν οι πάντες καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας. Χαρακτηριστική της κατάστασης που βιώνανε είναι η σκηνή όπου σε ένα παζάρι, μια ολόκληρη δυναστεία (clan) και όχι οικογένεια τσιγγάνων ζητά να αγοραστεί (!) από έναν αφέντη, μιας που τα μέλη της δεν έχουν να φάνε και λιμοκτονούν!
Αλλά ο σκηνοθέτης δεν κάνει κύρηγμα, δεν παρουσιάζει την ταινία του ως σταυροφόρος κατά της κακομεταχείρισης των Τσιγγάνων. Πετυχαίνει τον στόχο του χωρίς να υποκύπτει στον διδακτισμό και τον λαϊκισμό. Και είναι απλά χειμαρρώδης, ανάλογα με τον κεντρικό του ήρωα. Ο οποίος μοιράζεται τη σοφία του (!!!) με τον άβγαλτο γιο του. Μια σειρά από προλήψεις είναι όλη του η πείρα από τη ζωή. Τα τσιτάτα του βγαίνουν από το στόμα του ταχύτερα από τα one-liners σε ταινίες με πρωταγωνιστή τον Arnold Schwarzenegger! Στην αρχή σε κάνουν να γελάς, όσο προχωρά η ταινία, όμως, καταλαβαίνεις πόσο εγκλωβισμένοι ήταν τότε οι άνθρωποι προσπαθώντας να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα. Αυτά ήξεραν, αυτά έκαναν! Έλεγαν μάλιστα «άφεριμ» (δηλαδή «μπράβο») ο ένας στον άλλο, ακριβώς επειδή πίστευαν ότι έκαναν το σωστό! Τότε, η άγνοια μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία. Σήμερα, όπου ο καπιταλισμός επελαύνει και είμαστε όλοι σκλάβοι του Κεφαλαίου, ποια μπορεί να είναι η δικαιολογία για τον ρατσισμό, την ξενοφοβία και την εθελούσια άρνησή μας να διεκδικήσουμε καλύτερες ζωές για όλους; Απολαυστική και to the point ταινία, από τις πιο πλήρεις εμπειρίες θέασης στο φεστιβάλ ως τώρα. Μια ταινία που ακόμα και ο τρόπος ομιλίας και οι συνεχείς διάλογοι βοηθούν στο να αποκτήσει έναν ρυθμό στον οποίο ο θεατής παραδίδεται αμαχητί! Μην τη χάσετε με τίποτε!
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ την Παρασκευή 13 Νοεμβρίου στις 23.00, στην αίθουσα Σταύρος Τορνές)
Η υπόθεση: H Ζενάιντα είναι μια νεαρή πόρνη που στα 19 της χρόνια έχει ήδη γνωρίσει το σκληρό πρόσωπο του ευρωπαϊκού ονείρου. Γεννημένη στην Αφρική, θύμα τράφικινγκ, εγκλωβισμένη σε μια αφιλόξενη μεγαλούπολη, η Ζενάιντα απλά επιβιώνει μοιράζοντας την καθημερινότητά της ανάμεσα στους πελάτες ενός σύγχρονου μπουρδέλου και τις παραισθήσεις ουσιών που της προσφέρουν αποδράσεις από το παρόν, αλλά της προκαλούν και εφιάλτες από το παρελθόν. Εικόνες παράλληλες της ζωής της στη μιζέρια της αφρικανικής φαβέλας και στην ψυχοφθόρα ευρωπαϊκή μεγαλούπολη. Έχοντας περάσει την αρχική δοκιμασία της βίαιης προσαρμογής που της επέβαλαν οι «ιδιοκτήτες» της, η Ζενάιντα έχει πλέον προσαρμοστεί στη ρουτίνα της. Μοιράζεται μαζί με άλλες δύο κοπέλες το μικρό διαμέρισμα στο οποίο τις έχουν εγκαταστήσει, προσέρχεται καθημερινά στο χώρο της «δουλειάς» και αμείβεται για τις υπηρεσίες της. Ένα μέρος των χρημάτων καταλήγει στους εμπόρους ουσιών και τα υπόλοιπα τα στέλνει στην οικογένειά της. Υπάρχει δυνατότητα για ανθρώπινη επαφή σε όλο αυτό;
Η άποψή μας: Ο Αλέξης Τσάφας έχει μια ιδιαίτερη σχέση με το Πράσινο Ακρωτήρι. Η μουσική αυτής της φτωχής αφρικάνικης χώρας – με διεθνή αντιπρόσωπο την τεράστια Cesaria Evora – τον γοήτευε από μικρό (δεν ξέρουμε αν τον γοητεύουν τώρα τα τσαλίμια του συμπατριώτη της ποδοσφαιριστή Γκάρι Ροντρίγκεζ του ΠΑΟΚ, για να κάνουμε και λίγη πλάκα). Το ένα πράγμα έφερε το άλλο, ο Τσάφας έγινε κάτοχος του συνόλου του αρχείου της καποβερντιανής δισκογραφίας και κατόρθωσε από τη μια να δέχεται διαρκώς προτάσεις για να γυρίσει βιντεοκλίπ στη χώρα και από την άλλη να γυρίσει την πρώτη ταινία μυθοπλασίας στο Κάπο Βέρντε (έτσι ονομάζεται το Πράσινο Ακρωτήρι στη γλώσσα των κατοίκων του) μετά από 25 ολόκληρα χρόνια!
Έτσι κι αλλιώς, μόνο μία κινηματογραφική αίθουσα υπάρχει στη χώρα, οπότε ο δραστήριος εκεί Τσάφας είναι κάτι σαν ο Σπίλμπεργκ τους. Και μέσω της Αφρικής έγινε γνωστός και στη χώρα μας. Τούτη η ταινία συνεχίζει την ιδιότυπη σχέση του δημιουργού της με την αφρικανική χώρα. Έχει γυριστεί και στη χώρα μας και στο Πράσινο Ακρωτήρι. Θίγει ένα πολύ σοβαρό θέμα, το τράφικινγκ, με νεαρές γυναίκες εγκλωβισμένες σε ένα κύκλωμα από το οποίο αδυνατούν να ξεφύγουν. Με μινιμαλιστικό τρόπο και επαναλαμβάνοντας τη ρουτίνα της Ζενάιντα ο σκηνοθέτης επιχειρεί το προφανές: πως γυναίκες σαν τη Ζενάιντα δεν είναι απλά ένα κομμάτι κρέας για τον κάθε καβλωμένο να κορέσει τις ορέξεις του. Είναι άνθρωποι με σάρκα και οστά, με απόψεις και όνειρα, με ανάγκη για ανθρώπινη επαφή. Οι σκηνές τόσο στην παιδική χαρά (όπου η Ζενάιντα βιώνει ρατσισμό ακόμη και στην άδολη επικοινωνία της με ένα μικρό κοριτσάκι) όσο και με τον νεαρό που γνωρίζει εκτός «δουλειάς» και τον οποίο θέλει να αγαπήσει αλλά δεν μπορεί, είναι οι καλύτερες της ταινίας. Δυστυχώς, πάντως, παρά το γεγονός ότι μιλάμε για μια ταινία 66 λεπτών, τα εκφραστικά της μέσα είναι πάρα πολύ φτωχά, το αισθητικό αποτέλεσμα δεν πιάνει μεγάλες επιδόσεις και το σύνολο απλά δεν πείθει. Η Μαρία Στεφανίδου, που υποδύεται τη Ζενάιντα, είναι θετική στο ρόλο της, ενώ όντως δυνατή είναι η μουσική επένδυση της ταινίας.
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ τη Δευτέρα 9 Νοεμβρίου στις 15.00, στην αίθουσα Τόνια Μαρκετάκη)
Συνεχίζουμε το πρόγραμμά μας με την ταινία «Δεσμοί αίματος» (Hrútar / Rams) του Grímur Hákonarson (Διεθνές Διαγωνιστικό). Μια ταινία από την Ισλανδία (η 2η μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του δημιουργού της) που όχι μόνον έλαβε μέρος στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» του περασμένου φεστιβάλ των Καννών αλλά τιμήθηκε και με το βραβείο του.
Η υπόθεση: Ο Γκούμι και ο Κίντι είναι δύο μεσήλικα και βάλε αδέλφια που ζουν σε δύο γειτονικές φάρμες μιας απομονωμένης κοιλάδας στην Ισλανδία, εκτρέφοντας πρόβατα. Τα κοπάδια τους έχουν ρίζες σε αρχαίες φυλές και τα κριάρια τους συχνά πυκνά κερδίζουν βραβεία ως τα καλύτερα της χώρας! Είναι και οι δύο πολύ καλοί σε αυτό που κάνουν, είναι και οι δύο ανύπαντροι (μιας που δεν υπάρχουν πολλές γυναίκες στην περιοχή) και έχουν να μιλήσουν ο ένας στον άλλο για περισσότερο από 40 χρόνια! Ένα πείσμα, μια παρεξήγηση είναι η αιτία και ο ανταγωνισμός και ο εγωισμός τους δεν τους επιτρέπει να κάνουν βήματα για επαναπροσέγγιση. Τα πράγματα θα διαφοροποιηθούν δραματικά όταν ο Γκούμι διαπιστώσει ότι το πρόσφατα βραβευμένο κριάρι του Κίντι έχει σημάδια μιας θανατηφόρου και ανίατης νόσου, της Scrapie, κάτι ανάλογο με την σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια ή νόσο των τρελών αγελάδων όπως έγινε γνωστή. Εξαιτίας της τρομερής μεταδοτικότητας της νόσου η μόνη «θεραπεία» είναι η σφαγή όλου του κοπαδιού, το θάψιμο των σφαγμένων και η καλή απολύμανση της περιοχής. Και για δύο χρόνια δεν μπορούν να εκτραφούν άλλα πρόβατα εκεί που εντοπίστηκε κρούσμα. Όλη αυτή η διαδικασία αποτελεί κάτι σαν θανατική ποινή για τους εκτροφείς.
Ο Κίντι αντιδρά χρησιμοποιώντας το ντουφέκι του και ο Γκούμι χρησιμοποιώντας το μυαλό του. Όμως, καθώς οι κρατικοί λειτουργοί σφίγγουν τον κλοιό, τα δύο αδέλφια θα πρέπει να συνενοηθούν προκειμένου να σώσουν την αρχαία ράτσα των προβάτων τους αλλά και τους εαυτούς τους από την εξάλειψη.
Η άποψή μας: Εντάξει, δεν μου έχει ξανατύχει να βρεθώ απέναντι σε ταινία στην οποία θα μπορώ να χρησιμοποιήσω και τις γνώσεις μου ως διπλωματούχου κτηνιάτρου! Οπότε, επειδή παίζει βασικό ρόλο στην κατανόηση των επί της μεγάλης οθόνης συμβάντων καλό είναι να γνωρίζετε δύο πράγματα παραπάνω από επιστημονικής απόψεως. H «Τρομώδης νόσος» (ή Scrapie στα αγγλικά), είναι μια θανατηφόρος νευροεκφυλιστική νόσος που προσβάλει τον εγκέφαλο προβάτων και αιγών με κύρια κλινικά συμπτώματα την αστάθεια στο βάδισμα και την απώλεια προσανατολισμού. Τα αιγοπρόβατα όταν πάσχουν από την ασθένεια αυτή, εμφανίζουν νευρικότητα, αναπηδούν στα μπροστινά πόδια, ταλαντεύονται, τρέμουν, εχουν έντονη σιαλόρροια κατά τη μάσηση, ξύνονται χαρακτηριστικά και τελικά πεθαίνουν. Συμπτώματα εμφανίζουν συνήθως ζώα ηλικίας δύο έως πέντε ετών. Η ασθένεια οφείλεται σε μολυσματική πρωτεϊνη και ανήκει στην ομάδα των μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών. Ως κτηνίατρος λοιπόν θα έκανα ότι κάνει και η συνάδελφος στην ταινία: θα έδινα εντολή να θανατωθούν τα κοπάδια και θα έλεγχα εξονυχιστικά αν τηρείται ο νόμος κι αν γίνεται η δέουσα απολύμανση. Αυτό που κάνει ο Γκούμι δηλαδή (θα το δείτε, να μην σας χαλάω και τις εκπλήξεις της ταινίας) είναι παράνομο, μιας που διακινδυνεύει τόσο την παραμονή όσο και την εξάπλωση της νόσου.
Ως κριτικός κινηματογράφου, τώρα, μόνο διθυράμβους έχω να γράψω για την ταινία. Ο σκηνοθέτης της περιγράφει τον τρόπο ζωής μιας κοινωνίας ανθρώπων, άρρηκτα συνδεδεμένων με τα ζώα τους. Χωρίς την καθημερινά ρουτίνα της περιποίησης των ζωντανών, απλά δεν έχουν ζωή! Τα αγαπάνε τα πρόβατά τους και δεν υπάρχει ζωή χωρίς αυτά. Από την άλλη η σχέση των δύο αδελφών σκιαγραφείται εξαιρετικά. Αψύς, στιβαρός σωματικά και παρορμητικός ο Κίντι από τη μια, εύστροφος, πιο χαμηλών τόνων και περισσότερο αποφασιστικός ο Γκούμι. Με τις τεράστιες γενειάδες τους (δεν είναι χίπστερς οι άνθρωποι, κάνει κρύο στην Ισλανδία, οπότε το μούσι είναι ένας ακόμα τρόπος για να μένει ζεστό το πρόσωπό τους) να κυριαρχούν στο παρουσιαστικό τους σαφώς και διαφέρουν από τους καλοντυμένους και καλοξυρισμένους εκπροσώπους της πολιτείας «από το Νότο», από την πρωτεύουσα, από τον... πολιτισμό. Ο σκηνοθέτης στήνει εξαιρετικά την ταινία του, την εξελίσσει μεστά, στήνει σκηνές με χιούμορ για να φτάσει στην κορύφωση του φινάλε. Ένα φινάλε από τα πιο μεγαλοπρεπή συναισθηματικά, από τα πιο συγκινητικά, από τα πλέον υπέροχα. Εκεί, σε ένα λαγούμι μέσα στο χιόνι, τα δύο αδέλφια, γυμνά ψυχικά και σωματικά, θα ζεστάνουν το είναι μας. Καταπληκτικό!
(η ταινία προβάλλεται σήμερα Κυριακή 8 Νοεμβρίου στις 18.00, στην αίθουσα Ολύμπιον και Δευτέρα 9 Νοεμβρίου στις 15.45 στην αίθουσα Φρίντα Λιάπα – έχει διανομή από την Ama Films αλλά δεν γνωρίζουμε την ημερομηνία εξόδου της στις ελληνικές αίθουσες)
Σειρά έχει η ταινία «600 μίλια» (600 Millas / 600 Miles) του Gabriel Ripstein (Διεθνές Διαγωνιστικό). Ο γιος τους τιτανοτεράστιου Arturo Ripstein με την πρώτη του αυτή σκηνοθετική απόπειρα σε ταινία μεγάλου μήκους μυθοπλασίας κέρδισε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στο περασμένο φεστιβάλ Βερολίνου. Και φαίνεται πως είναι από τις περιπτώσεις εκείνες όπου το ταλέντο φαίνεται να μεταδίδεται γονιδιακά. Γιατί υπάρχουν κι άλλες περιπτώσεις που αποδεικνύουν το ακριβώς αντίθετο.
Η υπόθεση: Ο Αρνούλφο είναι ένας μεταέφηβος Μεξικάνος. Μαζί με έναν Αμερικανό «φίλο του» μεταφέρει παράνομα όπλα από τις ΗΠΑ στο Μεξικό, προκειμένου να οπλιστεί ένα καρτέλ. Στην αρχή υπάρχουν δυσκολίες αλλά εντέλει ο Αρνούλφο φέρνει εις πέρας τις παραγγελίες που δέχεται μέσω του θείου του και μάλιστα με σχετική ευκολία, τέτοια που και χρήματα πολλά κερδίσει και όνειρα για μεγαλύτερα πράγματα κάνει. Ο Χανκ Χάρις είναι πράκτορας της αμερικάνικης υπηρεσίας που κυνηγά το παράνομο εμπόριο όπλων. Ο Χανκ παρακολουθεί τον Ρούμπιο και πάει να τον συλλάβει αλλά εντέλει γίνεται όμηρος του πιτσιρικά! Πιστεύει πως είναι καλή ιδέα να παρουσιάσει το θύμα της απαγωγής του στο αφεντικό του. Στα 600 μίλια (1000 χιλιόμετρα) που διανύουν οι δύο άντρες, χτίζουν μια σχέση εμπιστοσύνης που θα ανατρέψει όλα όσα είχαν ως δεδομένα. Θα γίνουν φίλοι. Ή έτσι νομίζει ο Αρνούλφο...
Η άποψή μας: Η ταινία χωρίζεται εμφανώς σε δύο μέρη. Στο πρώτο ο σκηνοθέτης περιγράφει το παράνομο εμπόριο όπλων μέσω του... νόμιμου εμπόριου όπλου στις ΗΠΑ! Ιδίως στις νότιες πολιτείες τα όπλα αποτελούν μέρος της κουλτούρας. Ο καθένας που έχει ταυτότητα μπορεί να αγοράσει ένα όπλο! Πέρα από τα πλήρως εξοπλισμένα και με καταρτισμένο προσωπικό καταστήματα πώλησεις όπλων, υπάρχουν και πανηγύρια (!) όπου βλαμμένοι όλων των ειδών ψάχνουν να αγοράσουν όπλα ή απλά διασκεδάζουν (!!!) παρακολουθώντας τον σασυρμά, κουβαλώντας τα μωρά τους μαζί τους! Ε, άντε μετά αυτό το μωρό όταν μεγαλώσει να μην θεωρεί αυτονόητο να έχει όπλο. Σε αυτό το πρώτο μέρος νιώθεις κάποιες στιγμές πως παρακολουθείς ντοκιμαντέρ – τέτοια είναι η αλήθεια των καταστάσεων που περιγράφει ο σκηνοθέτης. Στο δεύτερο μέρος, εκείνο που ξεκινά με την «απαγωγή» του χαρακτήρα που υποδύεται ο Tim Roth (ο οποίος είναι ανάμεσα στους παραγωγούς της ταινίας) έχουμε να κάνουμε με ένα ιδιότυπο road movie, αλλά και με μια ταινία ανδρικής φιλίας. Ο πιτσιρίκος βλέπει αρχικά επιφυλακτικά τον μπαρουτοκαπνισμένο γκρίνγκο, ο οποίος ξέρει πολλά και του ανοίγει την ψυχή του. Θεωρεί ότι ο Χανκ είναι το εισιτήριό του για μεγαλύτερα πράγματα. Θεωρεί κάποια στιγμή ότι ο Χανκ είναι φίλος του.
Πόσο λάθος βγαίνει σε όλα τα επίπεδα, δεν περιγράφεται! Πάντως, ο ένας σώζει τον άλλο από μία φορά (η σκηνή όπου ο θείος, που βρίσκεται στην κουζίνα, προτρέπει τον Αρνούλφο να σκοτώσει τον Χανκ, που βρίσκεται δεμένος με χειροπέδες στην τουαλέτα και η κάμερα «βλέπει» και τους δύο χώρους είναι σπουδαία!). Αυτό χτίζει εμπιστοσύνη, σωστά; Χμ, όπως δείχνει η τελευταία σκηνή, η οποία συνεχίζεται ενώ πέφτουν οι τίτλοι τέλους, ο κυνισμός θα βγαίνει πάντα νικητής σε τέτοιες καταστάσεις. Πολύ ενδιαφέρουσα ταινία και περιμένουμε να δούμε το επόμενο βήμα ενός σαφέστατα ταλαντούχου σκηνοθέτη.
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ σήμερα Κυριακή 8 Νοεμβρίου στις 18.00, στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα)
Και ολοκληρώνουμε τη σημερινή μας ανταπόκριση με ένα... βλάχικο γουέστερν! Η ταινία «Άφεριμ» (Aferim!) του Radu Jude (Ματιές στα Βαλκάνια) μοιράστηκε την Αργυρή Άρκτο καλύτερης σκηνοθεσίας μαζί με το «Cialo» της Malgorzata Szumowska, που επίσης θα δούμε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης! Και είναι η επίσημη πρόταση της Ρουμανίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Και είναι απλώς... ταινιάρα!
Η υπόθεση: Στη Ρουμανία του 19ου αιώνα (και συγκεκριμένα στη Βλαχία), ο Κοσταντίν, ένας τοπικός αστυνομικός της εποχής, προσλαμβάνεται από τον μπογιάρ (τοπικό αφέντη) Ιορντάκε, προκειμένου να βρει, να συλλάβει και να του παραδώσει τον Καρφίν. Ο Καρφίν είναι ένας τσιγγάνος, σκλάβος του Ιορντάκε, που το έσκασε. Ο Ιορντάκε τον κατηγορεί ότι έκλεψε, η αλήθεια όμως είναι πως θέλει να τον εκδικηθεί μιας που είχε συνάψει ερωτική σχέση με την ελληνικής καταγωγής σύζυγο του Ιορντάκε, τη Σουλτάνα. Ο μεσήλικας, κουτσός και θυμόσοφος Κονσταντίν μαζί με τον πιτσιρικά γιο του, τον Ιονίτα, ξεκινούν το κυνηγητό και βιώνουν ένα ταξίδι στην ενδοχώρα γεμάτο περιπέτειες.
Η άποψή μας: «Ζούμε τη ζωή έτσι όπως μπορούμε κι όχι έτσι όπως θέλουμε» λέει το προφανές ο δοκιμασμένος στη ζωή, φαινομενικά νικητής αλλά ουσιαστικά ηττημένος Κονσταντίν στο φινάλε της ταινίας. Μιας ταινίας πραγματικά σπουδαίας, που η εμπειρία θέασής της απλά δεν χάνεται! Σε μεγαλόπρεπο και εντελώς ταιριαστό μαυρόασπρο η ταινία ξετυλίγει το σενάριό της έχοντας κεντρικό θέμα της προβληματικής της το ακανθώδες ζήτημα της σκλαβιάς των Ρομά. Επί πάνω από 500 χρόνια οι Ρομά πουλούνταν ως σκλάβοι στην περιοχή της Βλαχίας και τα αφεντικά τους, τους μεταχειρίζονταν σαν ζώα, έχοντας επάνω τους δικαίωμα ζωής και θανάτου! Μόλις το 1856 έπαψε να ισχύει αυτή η φρικιαστική κατάσταση, χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι Ρομά, όχι μόνο στη Βλαχία και τη Ρουμανία αλλά και σε όλη την Ευρώπη γενικότερα έπαψαν να βιώνουν ρατσισμό από τους πολιτισμένους λευκούς συνανθρώπους τους. «Κοράκια» τους αποκαλούν οι πάντες καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας. Χαρακτηριστική της κατάστασης που βιώνανε είναι η σκηνή όπου σε ένα παζάρι, μια ολόκληρη δυναστεία (clan) και όχι οικογένεια τσιγγάνων ζητά να αγοραστεί (!) από έναν αφέντη, μιας που τα μέλη της δεν έχουν να φάνε και λιμοκτονούν!
Αλλά ο σκηνοθέτης δεν κάνει κύρηγμα, δεν παρουσιάζει την ταινία του ως σταυροφόρος κατά της κακομεταχείρισης των Τσιγγάνων. Πετυχαίνει τον στόχο του χωρίς να υποκύπτει στον διδακτισμό και τον λαϊκισμό. Και είναι απλά χειμαρρώδης, ανάλογα με τον κεντρικό του ήρωα. Ο οποίος μοιράζεται τη σοφία του (!!!) με τον άβγαλτο γιο του. Μια σειρά από προλήψεις είναι όλη του η πείρα από τη ζωή. Τα τσιτάτα του βγαίνουν από το στόμα του ταχύτερα από τα one-liners σε ταινίες με πρωταγωνιστή τον Arnold Schwarzenegger! Στην αρχή σε κάνουν να γελάς, όσο προχωρά η ταινία, όμως, καταλαβαίνεις πόσο εγκλωβισμένοι ήταν τότε οι άνθρωποι προσπαθώντας να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα. Αυτά ήξεραν, αυτά έκαναν! Έλεγαν μάλιστα «άφεριμ» (δηλαδή «μπράβο») ο ένας στον άλλο, ακριβώς επειδή πίστευαν ότι έκαναν το σωστό! Τότε, η άγνοια μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία. Σήμερα, όπου ο καπιταλισμός επελαύνει και είμαστε όλοι σκλάβοι του Κεφαλαίου, ποια μπορεί να είναι η δικαιολογία για τον ρατσισμό, την ξενοφοβία και την εθελούσια άρνησή μας να διεκδικήσουμε καλύτερες ζωές για όλους; Απολαυστική και to the point ταινία, από τις πιο πλήρεις εμπειρίες θέασης στο φεστιβάλ ως τώρα. Μια ταινία που ακόμα και ο τρόπος ομιλίας και οι συνεχείς διάλογοι βοηθούν στο να αποκτήσει έναν ρυθμό στον οποίο ο θεατής παραδίδεται αμαχητί! Μην τη χάσετε με τίποτε!
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ την Παρασκευή 13 Νοεμβρίου στις 23.00, στην αίθουσα Σταύρος Τορνές)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική