του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Πάλης ξεκίνημα νέοι αγώνες
Ελλάδα: η χώρα όπου δεν βαριέσαι ποτέ. Να, ας πούμε σχετικά με την πανελλαδική απεργία της Πέμπτης 12 Νοεμβρίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ μας καλεί όλους να συμμετάσχουμε. Ο ΣΥΡΙΖΑ! Που κυβερνάει με τη βοήθεια των ΑΝΕΛ! Ο ΣΥΡΙΖΑ, που επιβάλλει ακόμα σκληρότερα μέτρα λιτότητας με εντολές της τρόικας (ουπς, του κουαρτέτου ήθελα να πω), μας ζητάει να αντισταθούμε! Έχουμε ζαλιστεί, βοηθάτε ρε παιδιά. Αν κυβέρνηση ήταν η Νέα Δημοκρατία, θα ξέραμε τι να κάναμε και δεν θα χρειαζόμασταν παραινέσεις. Τώρα; Μοιάζουμε με τον κόκκορα του Αρκά: προσπαθούμε να βγούμε από το ψυχολογικό μας αδιέξοδο αλλά δεν ξέρουμε από πού έχουμε μπει! Πώς το έλεγε ο μεγάλος: «η Ελλάδα είναι ένα απέραντο φρενοκομείο». Αυτό. Και ήταν και η Τετάρτη σε ότι αφορά τις ταινίες, μέτρια έως χάλια! Τις ξένες ταινίες. Γιατί οι ελληνικές ταινίες ήταν από ενδιαφέρουσες έως σούπερ! Κοίτα να δεις τώρα!
Το «Interruption» του Γιώργου Ζώη (Ελληνικές ταινίες) είναι η μία από τις δύο ταινίες από τη χώρα μας που συμμετέχουν στο Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ μας. Είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ένας δημιουργός της νέας γενιάς, ο οποίος μας είχε αφήσει ως τώρα τις καλύτερες εντυπώσεις με τις δύο εξαιρετικές μικρού μήκους ταινίες του. Και μας εντυπωσιάζει ακόμα περισσότερο με τούτη την ταινία! Η οποία προβλήθηκε στο τμήμα «Ορίζοντες» του τελευταίου φεστιβάλ Βενετίας.
Η υπόθεση: Μια μεταμοντέρνα θεατρική παράσταση μιας κλασικής αρχαίας τραγωδίας, και συγκεκριμένα της «Ορέστειας», ανεβαίνει σε ένα κεντρικό θέατρο της Αθήνας. Όπως κάθε βράδυ, οι θεατές κάθονται στις θέσεις τους και η παράσταση ξεκινά. Ξαφνικά, τα φώτα σβήνουν και η σκηνή βυθίζεται στο σκοτάδι. Μια ομάδα αγοριών και κοριτσιών με όπλα στα χέρια ανεβαίνουν στη σκηνή. Ζητάνε συγγνώμη για τη διακοπή μέσω του ηγέτη τους και προσκαλούν όσους θεατές επιθυμούν να ανέβουν στη σκηνή μαζί τους. Κάποιοι το επιχειρούν. Κανείς όμως δεν ξέρει αν αυτό που συμβαίνει είναι ένα χάπενινγκ ενταγμένο στην παράσταση ή κάτι εντελώς διαφορετικό. Και ενδεχομένως επικίνδυνο. Η παράσταση συνεχίζεται κανονικά με μια μόνο διαφορά: η ζωή μιμείται την τέχνη και όχι το αντίστροφο.
Η άποψή μας: Όποια κι αν είναι η τελική γνώμη σου για την ταινία, κωδικοποιημένη στο ασφαλές και ξεπεταχτικό «μου άρεσε» ή «δεν μου άρεσε» δεν γίνεται να αρνηθείς ότι όλο αυτό είναι εντελώς φιλόδοξο, μεγαλεπήβολο, συναρπαστικό! Ο Ζώης με αυτοπεποίθηση που τσακίζει κόκαλα και κάτι όρχεις να, χτίζει ένα σύμπαν απίστευτο, στιβαρό, δωρικό, στο οποίο ή θα μπεις μέσα και θα μεταλάβεις την πεμπτουσία της τέχνης ή θα μείνεις απ' έξω κράζοντας γιατί θα πρέπει να «μασήσεις» το (πνευματικό) φαΐ σου και δεν θα ρουφήξεις απλά το νιανιά που σου έφτιαξε ο σεφ, όπως έχεις συνηθίσει. Η αλήθεια είναι πως στα πρώτα πλάνα ως θεατής ήμουν επιφυλακτικός. «Όχι ρε γαμώτο, θέατρο σε σινεμά, το χειρότερό μου». «Και κουλτουριάρικο θέατρο: δεν μιλάνε πολύ και κρατάνε και κάτι λαμπτήρες, όφου». Και μετά γίνεται η εισβολή των μαυροφορεμένων στη σκηνή. Και ο αρχηγός τους έχει μια φάτσα εντελώς αντιπαθητική. Και αρχίζει με ευγένεια να δίνει εντολές. «Πολύ στημένο μου φαίνεται ρε γαμώτο», η αντίδραση. «Πολύ μηχανικό». Ναι, αλλά μέσα μου δεν είχα απορρίψει την ταινία. Ενώ με ενοχλούσε το προκάτ του πράγματος το όλον με ιντρίγκαρε. Πού το πηγαίνει τώρα όλο αυτό; Τι θα γίνει παρακάτω;
Ήδη από την αρχή της εισβολής η παρουσία των όπλων δεν προμηνύει κάτι καλό. Η βία υποβόσκει. Και από ένα σημείο και μετά απλά παραδίδεσαι! Ναι, τόσο απλά! Η εναλλαγή των ρόλων ηθοποιών και θεατών. Η σχέση τέχνης και πραγματικότητας. Το φαίνεσθαι και το είναι. Το έγκλημα και η τιμωρία. Ο θύτης και το θύμα. Όλα ρευστά. Όλα υπό συζήτηση. Όλα ανάλογα με το πρίσμα μέσα από το οποίο παρατηρείς τα δρώμενα. Ναι, όλος ο κόσμος μια σκηνή. Ναι, η αρχαία τραγωδία που παρακολουθούμε ως θεατές έχει μετατραπεί στη σύγχρονη τραγωδία που ζούμε ως άνθρωποι. Τι θα έπρεπε να κάνει ο Ορέστης τη σημερινή εποχή; Να σκότωνε τη μάνα του για να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του; Κι εμείς, το κοινό, οι θεατές, οι πολίτες αυτής της χώρας, πώς θα τον κρίναμε; Πώς τον κρίνουμε; Τον αθωώνουμε ή τον καταδικάζουμε; Ειλικρινά, υπήρχαν στιγμές μέσα στην ταινία που απλά ανατρίχιαζα! Με γέμισε συναισθήματα, με γέμισε απορίες, γιατί πέρα όλων των άλλων ο Ζώης θέτει ερωτήματα, δεν δίνει απαντήσεις. Ποια είναι τα παιδιά που εισβάλουν στη σκηνή; Τα παιδιά κάτω στον κάμπο; Αναρχικοί; Φασίστες; Καταστασιακοί; Ηθοποιοί; Η Κλυταιμνήστρα είναι στο κόλπο; Δολοφονείται; Κι αν ναι, γιατί εμφανίζεται σε βίντεο μετά; Όλος ο κόσμος μια σκηνή! Και να η εντελώς τυχαίας ομοιότητας προφανώς σκηνή του επί... σκηνής αυτοπυροβολισμού αλά «Birdman». Και να μια σκέψη ότι παρακολουθούμε κάτι σαν το γερμανικό «Κύμα» λίγα χρόνια πριν. Και να ο από μηχανής θεός. Και να η κάθαρση. Και να η προηγούμενη νύχτα με ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που χόρευαν μαζί!
Πραγματικά σπουδαία ταινία, ατόφιο, απαιτητικό σινεμά, καθώς ο Ζώης ξέρει πως να φεύγει και από τη σκηνή και να μην εγκλωβιστεί στην αναγκαστική θεατρικότητα. Κι έπεισε και τους ηθοποιούς του, είναι ολοφάνερο αυτό, να τον ακολουθήσουν στο όραμά του, να το πιστέψουν και να το υπηρετήσουν με όλη τους την ψυχή. Μιλάμε, έχω ενθουσιαστεί, συγχωρέστε με. Μπράβο, με τέτοιους δημιουργούς το σινεμά μας έχει πραγματικά λαμπρό μέλλον.
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ την Παρασκευή 13 Νοεμβρίου στις 22.00, στην αίθουσα Τόνια Μαρκετάκη)
Η ταινία «Οι εντυπώσεις ενός πνιγμένου» (Ελληνικές ταινίες) είναι η πρώτη μεγάλου μήκους του Κύρου Παπαβασιλείου. Ο Παπαβασιλείου γεννήθηκε στην Κύπρο το 1972. Έχει σκηνοθετήσει τρεις μικρού μήκους ταινίες, εκ των οποίων η τελευταία, «Για το όνομα του σπουργιτιού», συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα μικρού μήκους ταινιών του Φεστιβάλ Καννών 2007. Γενικώς, σε επίπεδο εικόνας «τα σπάει». Σε ότι αφορά το σενάριο όμως...
Η υπόθεση: Αποκομμένος από το παρελθόν και τη μνήμη του, ο Επιβάτης προσπαθεί να καθορίσει τον εαυτό του. Έρχεται όμως αντιμέτωπος με την προκαθορισμένη μοίρα του, μια μοίρα που τον εξαναγκάζει να ζήσει ξανά τις τελευταίες μέρες της ζωής του.
Η άποψή μας: Κύπριος ο δημιουργός, ελληνικό το σινεμά. Και βλέπουμε εδώ ταυτόχρονα όλες τις αρετές και τις παθογένειες. Οι Έλληνες δημιουργοί είναι σπουδαίοι εικονοπλάστες. Υπάρχουν σκηνές στην ταινία που είναι πραγματικά έργα τέχνης! Από το τράβελινγκ στην ηπειρωτική ενδοχώρα υπό βροχή, μέχρι τα πλάνα στο φινάλε, με την παράξενη κατασκευή στη μέση του πουθενά, μέσα σε άπλετο φως. Η ατμόσφαιρα είναι σπουδαία, κάθε πλάνο είναι αυτό που πρέπει, δεν υπάρχουν αστοχίες, δεν υπάρχει φτήνια ή κάτι που να σε κάνει να ντρέπεσαι γι' αυτό. Και το εύρημα στην αρχή της ταινίας, με τη βροχή, τον υαλοκαθαριστήρα στο αυτοκίνητο και τους στίχους του Καρυωτάκη είναι και αισθητικά δυνατό και με ενδιαφέροντα τρόπο λειτουργικό.
Γιατί ο πνιγμένος του οποίου τις εντυπώσεις παρακολουθούμε είναι ο πιο διάσημος Έλληνας αυτόχειρας ποιητής, ο Κώστας Καρυωτάκης. Σούπερ εύρημα κι αυτό για το σενάριο. Δίνει στο δημιουργό απόλυτη ελευθερία να χτίσει ένα σύμπαν ολότελα δικό του. Όμως, εντέλει, το σενάριο είναι αδύναμο. Και χαντακώνεται και από την ερμηνεία του κεντρικού ήρωα. Που εντάξει, λειτουργεί ως σύμβολο αλλά δεν ταιριάζει κινηματογραφικά, πώς να το κάνουμε. Δείτε τη διαφορά ερμηνείας ανάμεσα στον πρωταγωνιστή Θοδωρή Πεντίδη και την Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου: η κοπέλα ξέρει τι θα πει κινηματογραφική ερμηνεία! Κι ας μην βοηθιέται πολύ από το σενάριο. Όπως και να έχει, οι εικόνες σου μένουν στο μυαλό και είναι σίγουρο πως στο μέλλον, στο πολύ άμεσο, θα δούμε πολύ ωραία πράγματα από τον Παπαβασιλείου. Αρκεί να προσεχθεί το σενάριο που θα αποφασίσει να κάνει ταινία. Να σημειώσουμε εδώ ότι μεταξύ των παραγωγών της ταινίας είναι και ο σπουδαίος Γιώργος Πάντζης ενώ στο σενάριο έχει βάλει το χεράκι του ο Γιώργος Ζώης.
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ)
Το «Μποξ» (Box) του Florin Serban (Διεθνές διαγωνιστικό) έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι, όπου τιμήθηκε με το βραβείο της FIPRESCI. Θα μπορούσε να είναι μια φεστιβαλική ρομαντική κομεντί. Εκεί, όμως, που άρχισε πραγματικά να γίνεται ενδιαφέρουσα, τελείωσε...
Η υπόθεση:Οι δρόμοι δύο εντελώς διαφορετικών ανθρώπων διασταυρώνονται εξαιτίας του έρωτα. Ένας 19χρονος πολλά υποσχόμενος μποξέρ «τρώει κόλλημα» με μια 34χρονη παντρεμένη ηθοποιό του θεάτρου. Εκείνος είναι ο Ραφαέλ και είναι Ρομά κι εκείνη είναι η Κριστίνα, ουγγρικής καταγωγής. Φαινομενικά, οι δυο τους δεν έχουν τίποτα κοινό, όμως αμφότεροι – εύθραυστοι και δυναμικοί μαζί – πασχίζουν να αποδείξουν ποιοι είναι, να ξεπεράσουν τα όριά τους και να πετύχουν...
Η άποψή μας: Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του ταλαντούχου Ρουμάνου σκηνοθέτη. Προηγήθηκε το πολυβραβευμένο «Όταν θέλω να σφυρίξω, σφυρίζω» (2010). Τι έχουμε εδώ; Μια γυναίκα στο απόγειο της σεξουαλικότητάς της. Κι έναν άνδρα στα πρώτα του ερωτικά βήματα. Που τον οδηγούν στη συγκεκριμένη γυναίκα. Μα τι έχουν κοινό; Τίποτα! Ίσα ίσα θαρρείς και τους χωρίζει μια άβυσσος από διαφορές. Υπάρχει διαφορά ηλικίας: εκείνη μεγάλη εκείνος μικρός. Υπάρχει διαφορά κουλτούρας: εκείνη ηθοποιός, εκείνος πυγμάχος. Υπάρχει διαφορά καταγωγής: εκείνη ουγγρικής εκείνος τσιγγάνικης. Ναι, αλλά ανήκουν και οι δύο σε μειονότητες: ορίστε κάτι που τους ενώνει. Ναι, αλλά προσπαθούν να τα καταφέρουν ο καθένας στον τομέα του: άλλο ένα σημείο επαφής. Ναι, αλλά παρά τις προσπάθειές τους – κι ενώ σαφώς και έχουν ικανότητες – εντέλει ηττώνται. Άλλο ένα σημείο που τους ενώνει. Όπως και ένα μουσικό κομμάτι. Εντέλει, ναι, μπορεί να υπάρξει έρωτας ανάμεσα στους δυο τους. Και να είναι πραγματικός.
Ο Florin Serban μας δείχνει τους δύο ήρωες της ταινίας του τον καθένα στο περιβάλλον του. Στην καθημερινότητά του. Τη ρουτίνα του. Αλλά και στις συναντήσεις τους. Ο Ραφαέλ ακολουθεί θαρρείς υπνωτισμένος την Κριστίνα καθώς κάνει την καθημερινή της διαδρομή από το χώρο όπου διδάσκει χορό έως το σπίτι της. Υπνωτίζεται με την κίνηση των γοφών της καθώς εκείνη περπατάει. Είναι μια γυναίκα στα καλύτερά της διάολε, πώς μπορεί να μην την ακολουθήσει; Ο σκηνοθέτης αποφεύγει την παγίδα της πρόκλησης. Στήνει πολύ ενδιαφέρουσες σκηνές, όπως εκείνη της ανταλλαγής των σκαμπιλιών ανάμεσα στους πρωταγωνιστές ή την άλλη μέσα στο λεωφορείο, όπου εκείνη καταλαβαίνει ότι εκείνος είναι πίσω της και την παρακολουθεί, σηκώνεται, αλλάζει θέση, πηγαίνει από πίσω του και βλέπει την πλάτη του κι εκείνος, σηκώνει το γάντι και γυρίζει στα ίσα προς το μέρος της. Η δε σκηνή όπου ο παππούς του Ράφαελ του λέει να κόψει την καρυδιά στον κήπο τους επειδή «έτσι» προσφέρει και μια δόση χιούμορ στα δρώμενα. Ενδιαφέρουσα ταινία χωρίς εκρήξεις που σταματάει μόλις πάει να γίνει ενδιαφέρουσα. Αλλά ο σκηνοθέτης είναι διακριτικός: αφήστε ρε παιδιά να ζήσουν οι άνθρωποι τον έρωτά τους...
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ)
Και η ταινία με την οποία θα κλείσουμε τη σημερινή μας ανταπόκριση είναι η «Ψυχαγωγία» (Entertainment) του Rick Alverson (Ρεύματα). Σε κάθε φεστιβάλ δεν αποφεύγουμε να δούμε μια μ@λ@κί@ του αμερικάνικου ανεξάρτητου κινηματογράφου. Τούτη εδώ το φώναζε από μακριά ότι ήταν τέτοια! Αλλά φευ, δεν την αποφύγαμε. Δεν πάμε κόντρα στις νομοτέλειες κύριοι!
Η υπόθεση:Ένας καταβεβλημένος, μεσήλικας stand up κωμικός κάνει περιοδεία στην έρημο Μοχάβε της Καλιφόρνιας, χαμένος σ’ έναν κύκλο τριτοκλασάτων κέντρων, κιτς τουριστικών ατραξιόν και απέλπιδων προσπαθειών να πλησιάσει την αποξενωμένη κόρη του. Την ημέρα, διασχίζει με κόπο το γυμνό τοπίο. Τις νύχτες, βρίσκει παρηγοριά στη ζωντάνια της φιγούρας που χτίζει επί σκηνής. Όμως, τα αστεία του είναι χάλια και προσβλητικά, ο κόσμος λίγος και συχνά δεν αντιδρά σωστά, έτσι όπως θέλει ο κωμικός. Ο οποίος κάποια στιγμή θα «σπάσει»...
Η άποψή μας: Εντάξει, κρίμα είναι ο άνθρωπος και κουβαλάει το δικό του προσωπικό άχθος (για τον πρωταγωνιστή λέμε), αλλά αυτό το πράμα ήταν η χειρότερη ταινία που είδαμε στο φεστιβάλ. Αντιπαθής κεντρικός ήρωας, σκηνοθεσία που θαρρείς επίτηδες προσπαθεί να σπάσει τα νεύρα των θεατών οι οποίοι, μαζοχιστικά, επιμένουν να παρακολουθούν χωρίς να φεύγουν από την αίθουσα (πολλοί έφυγαν από την προβολή – εγώ κατέφυγα στο Candy Crush για να αντέξω!), μουσική αντιστοίχως εκνευριστική (σημείωση: τα τραγούδια ήταν πολύ καλά – να πούμε και κάτι θετικό για την ταινία), γενικώς, ένας σαδισμός από μεριάς των δημιουργών. Ναι, καλά, η εντελώς μη φωτογενής έρημος παραπέμπει στην άδεια ζωή της americana, ο κωμικός είναι φρίκη γιατί σε φρικτούς θεατές απευθύνεται, κι όσο προσπαθεί να τα καταφέρει τόσο μεγαλώνει την αποτυχία του. Ναι, είναι η αποτυχία του που τον έχει σημαδέψει, τον έχει καταστρέψει, είναι ένας loser που κάθε βράδυ παίρνει τηλέφωνο την κόρη του (;) ξεκινώντας πάντα με το «hey sweetheart», δεν έχει χώρο για άλλους ανθρώπους, δεν ξέρει να επικοινωνεί, είναι ένας ασήμαντος κωμικός με καθόλου κοινωνικές δεξιότητες. To our cojones! Πόσο δύσκολο είναι να γυρίσεις μια τέτοια ταινία άραγε; Έλεος! Και ναι, το πιάσαμε το υπονοούμενο κύριε σκηνοθέτα: η ταινία σας έχει τίτλο «Ψυχαγωγία» αλλά είναι παντελώς ειρωνικός. Τα χάπια μας γρήγορα για να συνέλθουμε! Τι τραβάμε κι εμείς οι κριτικοί (μουάχαχαχαχαχα).
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ το Σάββατο 14 Νοεμβρίου στις 15.30, στην αίθουσα Σταύρος Τορνές)
Η υπόθεση: Μια μεταμοντέρνα θεατρική παράσταση μιας κλασικής αρχαίας τραγωδίας, και συγκεκριμένα της «Ορέστειας», ανεβαίνει σε ένα κεντρικό θέατρο της Αθήνας. Όπως κάθε βράδυ, οι θεατές κάθονται στις θέσεις τους και η παράσταση ξεκινά. Ξαφνικά, τα φώτα σβήνουν και η σκηνή βυθίζεται στο σκοτάδι. Μια ομάδα αγοριών και κοριτσιών με όπλα στα χέρια ανεβαίνουν στη σκηνή. Ζητάνε συγγνώμη για τη διακοπή μέσω του ηγέτη τους και προσκαλούν όσους θεατές επιθυμούν να ανέβουν στη σκηνή μαζί τους. Κάποιοι το επιχειρούν. Κανείς όμως δεν ξέρει αν αυτό που συμβαίνει είναι ένα χάπενινγκ ενταγμένο στην παράσταση ή κάτι εντελώς διαφορετικό. Και ενδεχομένως επικίνδυνο. Η παράσταση συνεχίζεται κανονικά με μια μόνο διαφορά: η ζωή μιμείται την τέχνη και όχι το αντίστροφο.
Η άποψή μας: Όποια κι αν είναι η τελική γνώμη σου για την ταινία, κωδικοποιημένη στο ασφαλές και ξεπεταχτικό «μου άρεσε» ή «δεν μου άρεσε» δεν γίνεται να αρνηθείς ότι όλο αυτό είναι εντελώς φιλόδοξο, μεγαλεπήβολο, συναρπαστικό! Ο Ζώης με αυτοπεποίθηση που τσακίζει κόκαλα και κάτι όρχεις να, χτίζει ένα σύμπαν απίστευτο, στιβαρό, δωρικό, στο οποίο ή θα μπεις μέσα και θα μεταλάβεις την πεμπτουσία της τέχνης ή θα μείνεις απ' έξω κράζοντας γιατί θα πρέπει να «μασήσεις» το (πνευματικό) φαΐ σου και δεν θα ρουφήξεις απλά το νιανιά που σου έφτιαξε ο σεφ, όπως έχεις συνηθίσει. Η αλήθεια είναι πως στα πρώτα πλάνα ως θεατής ήμουν επιφυλακτικός. «Όχι ρε γαμώτο, θέατρο σε σινεμά, το χειρότερό μου». «Και κουλτουριάρικο θέατρο: δεν μιλάνε πολύ και κρατάνε και κάτι λαμπτήρες, όφου». Και μετά γίνεται η εισβολή των μαυροφορεμένων στη σκηνή. Και ο αρχηγός τους έχει μια φάτσα εντελώς αντιπαθητική. Και αρχίζει με ευγένεια να δίνει εντολές. «Πολύ στημένο μου φαίνεται ρε γαμώτο», η αντίδραση. «Πολύ μηχανικό». Ναι, αλλά μέσα μου δεν είχα απορρίψει την ταινία. Ενώ με ενοχλούσε το προκάτ του πράγματος το όλον με ιντρίγκαρε. Πού το πηγαίνει τώρα όλο αυτό; Τι θα γίνει παρακάτω;
Ήδη από την αρχή της εισβολής η παρουσία των όπλων δεν προμηνύει κάτι καλό. Η βία υποβόσκει. Και από ένα σημείο και μετά απλά παραδίδεσαι! Ναι, τόσο απλά! Η εναλλαγή των ρόλων ηθοποιών και θεατών. Η σχέση τέχνης και πραγματικότητας. Το φαίνεσθαι και το είναι. Το έγκλημα και η τιμωρία. Ο θύτης και το θύμα. Όλα ρευστά. Όλα υπό συζήτηση. Όλα ανάλογα με το πρίσμα μέσα από το οποίο παρατηρείς τα δρώμενα. Ναι, όλος ο κόσμος μια σκηνή. Ναι, η αρχαία τραγωδία που παρακολουθούμε ως θεατές έχει μετατραπεί στη σύγχρονη τραγωδία που ζούμε ως άνθρωποι. Τι θα έπρεπε να κάνει ο Ορέστης τη σημερινή εποχή; Να σκότωνε τη μάνα του για να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του; Κι εμείς, το κοινό, οι θεατές, οι πολίτες αυτής της χώρας, πώς θα τον κρίναμε; Πώς τον κρίνουμε; Τον αθωώνουμε ή τον καταδικάζουμε; Ειλικρινά, υπήρχαν στιγμές μέσα στην ταινία που απλά ανατρίχιαζα! Με γέμισε συναισθήματα, με γέμισε απορίες, γιατί πέρα όλων των άλλων ο Ζώης θέτει ερωτήματα, δεν δίνει απαντήσεις. Ποια είναι τα παιδιά που εισβάλουν στη σκηνή; Τα παιδιά κάτω στον κάμπο; Αναρχικοί; Φασίστες; Καταστασιακοί; Ηθοποιοί; Η Κλυταιμνήστρα είναι στο κόλπο; Δολοφονείται; Κι αν ναι, γιατί εμφανίζεται σε βίντεο μετά; Όλος ο κόσμος μια σκηνή! Και να η εντελώς τυχαίας ομοιότητας προφανώς σκηνή του επί... σκηνής αυτοπυροβολισμού αλά «Birdman». Και να μια σκέψη ότι παρακολουθούμε κάτι σαν το γερμανικό «Κύμα» λίγα χρόνια πριν. Και να ο από μηχανής θεός. Και να η κάθαρση. Και να η προηγούμενη νύχτα με ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που χόρευαν μαζί!
Πραγματικά σπουδαία ταινία, ατόφιο, απαιτητικό σινεμά, καθώς ο Ζώης ξέρει πως να φεύγει και από τη σκηνή και να μην εγκλωβιστεί στην αναγκαστική θεατρικότητα. Κι έπεισε και τους ηθοποιούς του, είναι ολοφάνερο αυτό, να τον ακολουθήσουν στο όραμά του, να το πιστέψουν και να το υπηρετήσουν με όλη τους την ψυχή. Μιλάμε, έχω ενθουσιαστεί, συγχωρέστε με. Μπράβο, με τέτοιους δημιουργούς το σινεμά μας έχει πραγματικά λαμπρό μέλλον.
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ την Παρασκευή 13 Νοεμβρίου στις 22.00, στην αίθουσα Τόνια Μαρκετάκη)
Η ταινία «Οι εντυπώσεις ενός πνιγμένου» (Ελληνικές ταινίες) είναι η πρώτη μεγάλου μήκους του Κύρου Παπαβασιλείου. Ο Παπαβασιλείου γεννήθηκε στην Κύπρο το 1972. Έχει σκηνοθετήσει τρεις μικρού μήκους ταινίες, εκ των οποίων η τελευταία, «Για το όνομα του σπουργιτιού», συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα μικρού μήκους ταινιών του Φεστιβάλ Καννών 2007. Γενικώς, σε επίπεδο εικόνας «τα σπάει». Σε ότι αφορά το σενάριο όμως...
Η υπόθεση: Αποκομμένος από το παρελθόν και τη μνήμη του, ο Επιβάτης προσπαθεί να καθορίσει τον εαυτό του. Έρχεται όμως αντιμέτωπος με την προκαθορισμένη μοίρα του, μια μοίρα που τον εξαναγκάζει να ζήσει ξανά τις τελευταίες μέρες της ζωής του.
Η άποψή μας: Κύπριος ο δημιουργός, ελληνικό το σινεμά. Και βλέπουμε εδώ ταυτόχρονα όλες τις αρετές και τις παθογένειες. Οι Έλληνες δημιουργοί είναι σπουδαίοι εικονοπλάστες. Υπάρχουν σκηνές στην ταινία που είναι πραγματικά έργα τέχνης! Από το τράβελινγκ στην ηπειρωτική ενδοχώρα υπό βροχή, μέχρι τα πλάνα στο φινάλε, με την παράξενη κατασκευή στη μέση του πουθενά, μέσα σε άπλετο φως. Η ατμόσφαιρα είναι σπουδαία, κάθε πλάνο είναι αυτό που πρέπει, δεν υπάρχουν αστοχίες, δεν υπάρχει φτήνια ή κάτι που να σε κάνει να ντρέπεσαι γι' αυτό. Και το εύρημα στην αρχή της ταινίας, με τη βροχή, τον υαλοκαθαριστήρα στο αυτοκίνητο και τους στίχους του Καρυωτάκη είναι και αισθητικά δυνατό και με ενδιαφέροντα τρόπο λειτουργικό.
Γιατί ο πνιγμένος του οποίου τις εντυπώσεις παρακολουθούμε είναι ο πιο διάσημος Έλληνας αυτόχειρας ποιητής, ο Κώστας Καρυωτάκης. Σούπερ εύρημα κι αυτό για το σενάριο. Δίνει στο δημιουργό απόλυτη ελευθερία να χτίσει ένα σύμπαν ολότελα δικό του. Όμως, εντέλει, το σενάριο είναι αδύναμο. Και χαντακώνεται και από την ερμηνεία του κεντρικού ήρωα. Που εντάξει, λειτουργεί ως σύμβολο αλλά δεν ταιριάζει κινηματογραφικά, πώς να το κάνουμε. Δείτε τη διαφορά ερμηνείας ανάμεσα στον πρωταγωνιστή Θοδωρή Πεντίδη και την Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου: η κοπέλα ξέρει τι θα πει κινηματογραφική ερμηνεία! Κι ας μην βοηθιέται πολύ από το σενάριο. Όπως και να έχει, οι εικόνες σου μένουν στο μυαλό και είναι σίγουρο πως στο μέλλον, στο πολύ άμεσο, θα δούμε πολύ ωραία πράγματα από τον Παπαβασιλείου. Αρκεί να προσεχθεί το σενάριο που θα αποφασίσει να κάνει ταινία. Να σημειώσουμε εδώ ότι μεταξύ των παραγωγών της ταινίας είναι και ο σπουδαίος Γιώργος Πάντζης ενώ στο σενάριο έχει βάλει το χεράκι του ο Γιώργος Ζώης.
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ)
Το «Μποξ» (Box) του Florin Serban (Διεθνές διαγωνιστικό) έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι, όπου τιμήθηκε με το βραβείο της FIPRESCI. Θα μπορούσε να είναι μια φεστιβαλική ρομαντική κομεντί. Εκεί, όμως, που άρχισε πραγματικά να γίνεται ενδιαφέρουσα, τελείωσε...
Η υπόθεση:Οι δρόμοι δύο εντελώς διαφορετικών ανθρώπων διασταυρώνονται εξαιτίας του έρωτα. Ένας 19χρονος πολλά υποσχόμενος μποξέρ «τρώει κόλλημα» με μια 34χρονη παντρεμένη ηθοποιό του θεάτρου. Εκείνος είναι ο Ραφαέλ και είναι Ρομά κι εκείνη είναι η Κριστίνα, ουγγρικής καταγωγής. Φαινομενικά, οι δυο τους δεν έχουν τίποτα κοινό, όμως αμφότεροι – εύθραυστοι και δυναμικοί μαζί – πασχίζουν να αποδείξουν ποιοι είναι, να ξεπεράσουν τα όριά τους και να πετύχουν...
Η άποψή μας: Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του ταλαντούχου Ρουμάνου σκηνοθέτη. Προηγήθηκε το πολυβραβευμένο «Όταν θέλω να σφυρίξω, σφυρίζω» (2010). Τι έχουμε εδώ; Μια γυναίκα στο απόγειο της σεξουαλικότητάς της. Κι έναν άνδρα στα πρώτα του ερωτικά βήματα. Που τον οδηγούν στη συγκεκριμένη γυναίκα. Μα τι έχουν κοινό; Τίποτα! Ίσα ίσα θαρρείς και τους χωρίζει μια άβυσσος από διαφορές. Υπάρχει διαφορά ηλικίας: εκείνη μεγάλη εκείνος μικρός. Υπάρχει διαφορά κουλτούρας: εκείνη ηθοποιός, εκείνος πυγμάχος. Υπάρχει διαφορά καταγωγής: εκείνη ουγγρικής εκείνος τσιγγάνικης. Ναι, αλλά ανήκουν και οι δύο σε μειονότητες: ορίστε κάτι που τους ενώνει. Ναι, αλλά προσπαθούν να τα καταφέρουν ο καθένας στον τομέα του: άλλο ένα σημείο επαφής. Ναι, αλλά παρά τις προσπάθειές τους – κι ενώ σαφώς και έχουν ικανότητες – εντέλει ηττώνται. Άλλο ένα σημείο που τους ενώνει. Όπως και ένα μουσικό κομμάτι. Εντέλει, ναι, μπορεί να υπάρξει έρωτας ανάμεσα στους δυο τους. Και να είναι πραγματικός.
Ο Florin Serban μας δείχνει τους δύο ήρωες της ταινίας του τον καθένα στο περιβάλλον του. Στην καθημερινότητά του. Τη ρουτίνα του. Αλλά και στις συναντήσεις τους. Ο Ραφαέλ ακολουθεί θαρρείς υπνωτισμένος την Κριστίνα καθώς κάνει την καθημερινή της διαδρομή από το χώρο όπου διδάσκει χορό έως το σπίτι της. Υπνωτίζεται με την κίνηση των γοφών της καθώς εκείνη περπατάει. Είναι μια γυναίκα στα καλύτερά της διάολε, πώς μπορεί να μην την ακολουθήσει; Ο σκηνοθέτης αποφεύγει την παγίδα της πρόκλησης. Στήνει πολύ ενδιαφέρουσες σκηνές, όπως εκείνη της ανταλλαγής των σκαμπιλιών ανάμεσα στους πρωταγωνιστές ή την άλλη μέσα στο λεωφορείο, όπου εκείνη καταλαβαίνει ότι εκείνος είναι πίσω της και την παρακολουθεί, σηκώνεται, αλλάζει θέση, πηγαίνει από πίσω του και βλέπει την πλάτη του κι εκείνος, σηκώνει το γάντι και γυρίζει στα ίσα προς το μέρος της. Η δε σκηνή όπου ο παππούς του Ράφαελ του λέει να κόψει την καρυδιά στον κήπο τους επειδή «έτσι» προσφέρει και μια δόση χιούμορ στα δρώμενα. Ενδιαφέρουσα ταινία χωρίς εκρήξεις που σταματάει μόλις πάει να γίνει ενδιαφέρουσα. Αλλά ο σκηνοθέτης είναι διακριτικός: αφήστε ρε παιδιά να ζήσουν οι άνθρωποι τον έρωτά τους...
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ)
Και η ταινία με την οποία θα κλείσουμε τη σημερινή μας ανταπόκριση είναι η «Ψυχαγωγία» (Entertainment) του Rick Alverson (Ρεύματα). Σε κάθε φεστιβάλ δεν αποφεύγουμε να δούμε μια μ@λ@κί@ του αμερικάνικου ανεξάρτητου κινηματογράφου. Τούτη εδώ το φώναζε από μακριά ότι ήταν τέτοια! Αλλά φευ, δεν την αποφύγαμε. Δεν πάμε κόντρα στις νομοτέλειες κύριοι!
Η υπόθεση:Ένας καταβεβλημένος, μεσήλικας stand up κωμικός κάνει περιοδεία στην έρημο Μοχάβε της Καλιφόρνιας, χαμένος σ’ έναν κύκλο τριτοκλασάτων κέντρων, κιτς τουριστικών ατραξιόν και απέλπιδων προσπαθειών να πλησιάσει την αποξενωμένη κόρη του. Την ημέρα, διασχίζει με κόπο το γυμνό τοπίο. Τις νύχτες, βρίσκει παρηγοριά στη ζωντάνια της φιγούρας που χτίζει επί σκηνής. Όμως, τα αστεία του είναι χάλια και προσβλητικά, ο κόσμος λίγος και συχνά δεν αντιδρά σωστά, έτσι όπως θέλει ο κωμικός. Ο οποίος κάποια στιγμή θα «σπάσει»...
Η άποψή μας: Εντάξει, κρίμα είναι ο άνθρωπος και κουβαλάει το δικό του προσωπικό άχθος (για τον πρωταγωνιστή λέμε), αλλά αυτό το πράμα ήταν η χειρότερη ταινία που είδαμε στο φεστιβάλ. Αντιπαθής κεντρικός ήρωας, σκηνοθεσία που θαρρείς επίτηδες προσπαθεί να σπάσει τα νεύρα των θεατών οι οποίοι, μαζοχιστικά, επιμένουν να παρακολουθούν χωρίς να φεύγουν από την αίθουσα (πολλοί έφυγαν από την προβολή – εγώ κατέφυγα στο Candy Crush για να αντέξω!), μουσική αντιστοίχως εκνευριστική (σημείωση: τα τραγούδια ήταν πολύ καλά – να πούμε και κάτι θετικό για την ταινία), γενικώς, ένας σαδισμός από μεριάς των δημιουργών. Ναι, καλά, η εντελώς μη φωτογενής έρημος παραπέμπει στην άδεια ζωή της americana, ο κωμικός είναι φρίκη γιατί σε φρικτούς θεατές απευθύνεται, κι όσο προσπαθεί να τα καταφέρει τόσο μεγαλώνει την αποτυχία του. Ναι, είναι η αποτυχία του που τον έχει σημαδέψει, τον έχει καταστρέψει, είναι ένας loser που κάθε βράδυ παίρνει τηλέφωνο την κόρη του (;) ξεκινώντας πάντα με το «hey sweetheart», δεν έχει χώρο για άλλους ανθρώπους, δεν ξέρει να επικοινωνεί, είναι ένας ασήμαντος κωμικός με καθόλου κοινωνικές δεξιότητες. To our cojones! Πόσο δύσκολο είναι να γυρίσεις μια τέτοια ταινία άραγε; Έλεος! Και ναι, το πιάσαμε το υπονοούμενο κύριε σκηνοθέτα: η ταινία σας έχει τίτλο «Ψυχαγωγία» αλλά είναι παντελώς ειρωνικός. Τα χάπια μας γρήγορα για να συνέλθουμε! Τι τραβάμε κι εμείς οι κριτικοί (μουάχαχαχαχαχα).
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ το Σάββατο 14 Νοεμβρίου στις 15.30, στην αίθουσα Σταύρος Τορνές)
Θοδωρής Γιαχουστίδης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική