του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Σάκη, δεν είναι χοντρά τα μπούτια σου αγόρι μου!
Εντάξει, η Τρίτη 10 Νοεμβρίου ήταν η μέρα Σάκη Ρουβά! Ο δημοφιλής τραγουδιστής, μαζί με τους συμπρωταγωνιστές του στην ταινία «Chevalier» της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, που προβλήθηκε σήμερα επίσημα στο φεστιβάλ, έκλεψε την παράσταση. Και τα φλας των φωτογράφων. Ήταν αναμενόμενο, θα πει κανείς. Η αλήθεια είναι πως από τη στιγμή που πλέον το φεστιβάλ κάνει οικονομία και καλεί να παρευρεθούν σ' αυτό οι απολύτως απαραίτητοι, χωρίς διεθνείς και εγχώριους σταρ, η εμφάνιση του Sakis, όσο να πεις, ήταν μεγάλο γεγονός. Γιατί καλές οι ταινίες αλλά ο κόσμος για την παραμύθα του χρειάζεται και σταρ. Είμαι πολύ περίεργος να δω βέβαια πώς θα εξαργυρώσει εμπορικά το «Chevalier» την εμφάνιση του Ρουβά στην ταινία. Ίδωμεν. Μέχρι τότε, για να δούμε τι... είδαμε την Τρίτη 10 Νοεμβρίου σε ότι αφορά ταινίες βεβαίως, βεβαίως...
Στη «Γυάλινη χώρα» (Glassland) του Gerard Barrett (Διεθνές Διαγωνιστικό) πρωταγωνιστεί ο Jack Reynor, ένας νεαρός ηθοποιός (μόλις 23 ετών) για τον οποίο θα ακούσουμε πολλά στο μέλλον. Ήδη με τούτη την ταινία, τη συμμετοχή του στο σπουδαίο, πρόσφατο «Μάκβεθ» και την παρουσία του στο μπλοκμπάστερ «Transformers 4: Εποχή αφανισμού» χτίζει όνομα. Και το χτίζει καλά. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Σάντανς, όπου τιμήθηκε με το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στην κατηγορία Παγκόσμιο Σινεμά – Δράμα.
Η υπόθεση: Ο Τζον είναι ένας νεαρός οδηγός ταξί. Ζει στο Δουβλίνο και περνά τη μίζερη καθημερινότητά του δουλεύοντας νυχτερινή βάρδια και φροντίζοντας την αλκοολική μητέρα του. Ο πατέρας του τους έχει εγκαταλείψει από τη στιγμή που γεννήθηκε ο έχων σύνδρομο Down αδελφός του Τζον. Εκείνη ήταν και η στιγμή που η μητέρα του Τζον, η Τζιν, το έριξε στο αλκοόλ. Καθώς η ζωή της μητέρας του κινδυνεύει, ο Τζον προσπαθεί να τη βοηθήσει, οδηγώντας την σε μια κλινική αποτοξίνωσης. Προκειμένου, όμως, να βρει τα απαιτούμενα χρήματα, ο Τζον θα χρειαστεί να κάνει κάτι που ποτέ δεν φανταζόταν ότι ήταν ικανός να κάνει.
Η άποψή μας: Ας ξεκινήσουμε από το φινάλε λοιπόν: τι θα χρειαστεί να κάνει ο Τζον; Ποια είναι η Ασιάτισσα κοπέλα που βρίσκει στην άδεια μπανιέρα ενός άδειου, εγκαταλελειμμένου σπιτιού; Θα εμπλακεί σε κάτι που μοιάζει με τράφικινγκ; Ή μήπως αυτός που του δάνεισε τα 8 χιλιάδες ευρώ ήθελε πχ τα νεφρά της νεαρής; (να σημειώσουμε εδώ ότι στην Ιρλανδία χρησιμοποιούν ως νόμισμα το ευρώ ενώ στη Βόρεια Ιρλανδία χρησιμοποιούν αντιστοίχως λίρες). Το φινάλε της ταινίας, λοιπόν, είναι όσο να πεις... κουλό. Δεν δίνει καμία εξήγηση στο θεατή ο σκηνοθέτης, φαίνεται να μην τον νοιάζει. Ότι κατάλαβες, κατάλαβες φίλε, είναι σαν να σου λέει. Πάντως, ο Τζον δεν ξεπουλιέται για τα 8 χιλιάδες ευρώ – τα οποία σημειωτέον πήρε από έναν... έφιππο μέσα σε ένα παράξενο κουτί! Ουφ, πολλές κουλαμάρες από μια ταινία που έχει πάντως την καρδιά της στη σωστή θέση και θέλει να είναι ένα σύγχρονο kitchen sink δράμα. Θα... κουφαθώ πάντως αν πάρει πχ κανά βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ μας.
Αυτό που σε κερδίζει στην ταινία είναι οι ερμηνείες. Ο Jack Reynor είναι πολύ καλός στο βασικό ρόλο, δείχνοντας απελπισία εκεί που χρειάζεται, πειθώ σε άλλα σημεία, δυναμισμό, οργή και τρυφερότητα όπου το απαιτεί ο ρόλος. Ακόμα καλύτερη είναι η Toni Collette στο ρόλο της μητέρας του Τζον. Ο μεγάλος της μονόλογος, όπου εξηγεί στο γιο της δυο τρία πράγματα για την κατάντια της, είναι άψογος και τον βγάζει εις πέρας εξαιρετικά. Ως highlight να επισημάνουμε και τη σκηνή όπου η μάνα χορεύει πίνοντας κρασί υπό τους ήχους του «Tainted Love» των Soft Cell και ο γιος της παρακολουθεί ήρεμος για λίγο, ικανοποιημένος, χαρούμενος για τη στιγμή, που ξέρει πως δεν θα κρατήσει πολύ. Παρά τα σεναριακά της προβλήματα και την αίσθηση του ανολοκλήρωτου, μια ενδιαφέρουσα ταινία εν κατακλείδι.
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ την Τετάρτη 11 Νοεμβρίου στις 18.00, στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα)
Με την όγδοη μεγάλου μήκους ταινία του «Καυτός ήλιος» (Zvizdan / The High Sun), (Ματιές στα Βαλκάνια) ο Κροάτης Dalibor Matanic κέρδισε το Βραβείο της Επιτροπής συμμετέχοντας στο παράλληλο τμήμα του επίσημου διαγωνιστικού του φεστιβάλ των Καννών, το αγαπημένο «Ένα κάποιο βλέμμα».
Η υπόθεση: Τρεις ερωτικές ιστορίες, σε τρεις δεκαετίες, ανάμεσα σε Σέρβους και Κροάτες, των οποίων το εθνικιστικό μίσος οδήγησε σε πόλεμο και διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
1991: Η ένταση ανάμεσα σε Σέρβους και Κροάτες βρίσκεται στα ύψη – σχεδόν ο πόλεμος είναι προ των πυλών. Αυτό δεν εμποδίζει τη σερβικής καταγωγής Γιέλενα να καταστρώνει σχέδια μαζί με τον αγαπημένο της Κροάτη Ίβαν να φύγουν από το χωριό στο οποίο ζουν και να πάνε στο Ζάγκρεμπ, να χαρούν τον έρωτά τους μακριά από τις τοξικές πιέσεις των οικογενειών τους και των φίλων τους. Μόνο που ο αδελφός της Γιέλενα, ο Σάσα, έχει άλλα σχέδια...
2001: Ο πόλεμος έχει τελειώσει εδώ και χρόνια. Η σερβικής καταγωγής Νατάσα επιστρέφει με τη μητέρα της στο χωριό τους, σε «εχθρικό» έδαφος, από το οποίο είχαν φύγει κατά τη διάρκεια του πολέμου. Εκεί είναι θαμμένος ο αγαπημένος αδελφός της Νατάσα, που δεν έχει γιατρέψει ακόμα τις πληγές από την απώλειά του. Όταν η μητέρα της προσλαμβάνει τον Κροάτη μάστορα Άντε για να επιδιορθώσει το σπίτι, η Νατάσα ξινίζει και δεν χάνει ευκαιρία να δείχνει την αποδοκιμασία της στον «αντίπαλο». Η ερωτική ένταση όμως μεταξύ τους ολοένα και αυξάνεται και δεν θα αργήσει η στιγμή για να έλθει η έκρηξη...
2011: Ο πόλεμος έχει αφήσει ανοιχτές πληγές κι ας είναι για τους περισσότερους μια ανάμνηση. Ο Λούκα είναι ένας Κροάτης που μαζί με τον φίλο του Ίβνο κατευθύνονται σε ένα ρέιβ πάρτι. Το πάρτι διεξάγεται κοντά στο χωριό του Λούκα, το οποίο εκείνος έχει πάρα πολλά χρόνια να επισκεφτεί. Γενικά, θέλει να το αποφύγει. Πολλές οι μνήμες και δεν θέλει να αντιμετωπίσει το παρελθόν. Εντέλει, όμως, θα βρει το κουράγιο να επισκεφτεί την σερβικής καταγωγής πρώην φίλη του, Μαρίγια, την οποία εγκατέλειψε όταν εκείνη έμεινε έγκυος στο παιδί τους...
Η άποψή μας: Ρωμαίος και Ιουλιέτα στα χρόνια του πολέμου λοιπόν. Εντάξει, σ' αυτό το πλαίσιο ταιριάζει περισσότερο η πρώτη ιστορία που είναι ταυτόχρονα η πιο αστεία και η πιο σοκαριστική. Η δεύτερη ιστορία είναι η πιο ερωτική και η τρίτη ιστορία είναι η λιγότερο καλή, όντας μάλλον αμήχανη και εύκολη – ωσάν ξεπέτα ένα πράγμα. Ο σκηνοθέτης εύστοχα τις περισσότερες φορές παρατηρεί και μας μεταφέρει αυτό: πως δηλαδή ο έρως ο ανίκητος στη μάχη κατά τον Όμηρο, εντέλει δεν μπορεί να βγει αλώβητος από καταστάσεις πολέμου και εθνικιστικού μίσους. Το τρικ του σκηνοθέτη να έχει και στις τρεις ιστορίες του τους ίδιους ηθοποιούς ως πρωταγωνιστές είναι έξυπνο και αποδεικνύει (και επιδεικνύει) την ερμηνευτική γκάμα τους.
Ο Goran Markovic, που υποδύεται τον Ίβαν (εδώ πετυχαίνει την υψηλότερη επίδοσή του), τον Άντε και τον Λούκα είναι πάρα πολύ καλός αλλά η Tihana Lazovic, που υποδύεται την Γιέλενα, τη Νατάσα (εδώ σκιζ' και πάει) και την Μαρίγια είναι ερμηνευτικός οδοστρωτήρας! Γουάου, που θα έλεγε και ο Βαρουφάκης (τι να κάνει αυτή η ψυχή;). Οι δυο τους ταιριάζουν τα μάλα ως ζευγάρι κι αυτό αποτελεί μεγάλη επιτυχία του σκηνοθέτη. Καθόλου τυχαία και στις τρεις ιστορίες το νερό λειτουργεί ως σύμβολο εξαγνισμού. Ως καθαρτήριο μέσο που δροσίζει ψυχές και σώματα, τσουρουφλισμένα από τον καυτό ήλιο...
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ το Σάββατο 14 Νοεμβρίου στις 20.15, στην αίθουσα Σταύρος Τορνές – έχει διανομή και θα προβληθεί προσεχώς εμπορικά στη χώρα μας από την Ama Films, σε άγνωστη ακόμα ημερομηνία)
To 1987 οι Smiths έβγαλαν έναν διπλό δίσκο best of. Ο τίτλος του; «Louder than Bombs». 28 χρόνια μετά, ο Νορβηγός σκηνοθέτης Joachim Trier (καμία σχέση με τον Δανό Lars von...) γυρίζει την πρώτη του αγγλόφωνη (και τρίτη συνολικά) ταινία του. Τίτλος της: «Louder than Bombs» (Ανοιχτοί Ορίζοντες). Μια ταινία που έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ των Καννών. Και είναι μια σπουδαία ταινία.
Η υπόθεση:Μια έκθεση προς τιμήν της φωτογράφου πολεμικού ρεπορτάζ, Ιζαμπέλ Ριντ, που έχει προγραμματιστεί τρία χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατό της, φέρνει τον μεγαλύτερο γιο της, Τζόνα, πίσω στην οικογενειακή εστία, αναγκάζοντάς τον να περάσει χρόνο με τον πατέρα του, Τζιν, και τον ακοινώνητο έφηβο αδελφό του, Κόνραντ – κάτι που δεν έχει κάνει εδώ και καιρό. Με τους τρεις τους να βρίσκονται κάτω από την ίδια στέγη, ο Τζιν προσπαθεί απεγνωσμένα να επανασυνδεθεί με τους δυο γιους του, την ίδια ώρα που εκείνοι παλεύουν να συμφιλιωθούν με τα συναισθήματά τους για τη γυναίκα που θυμούνται με τόσο διαφορετικό τρόπο.
Η άποψή μας: Η απώλεια είναι το κυρίαρχο μοτίβο σε αυτήν την πολύπλευρη, εντυπωσιακή, σπουδαία ταινία. Ένα μελόδραμα στην ουσία, που όμως δεν ξεπέφτει στις παγίδες του είδους, πέρα από την εκπληκτική δουλειά που έχει να επιδείξει σε επίπεδο εικόνας και ήχου έχει δυο, τρία πράγματα να πει και για την αφήγηση, τα κατά συνθήκη ψεύδη, τον έρωτα, την απιστία και τα άλλα σχετικά δαιμόνια. Με πολλαπλές αναφορές δεν εγκλωβίζεται στο να επιδεικνύει την πολυπλοκότητά της αλλά γίνεται προσβάσιμη ποικιλοτρόπως χωρίς να ξεπουλιέται. Το τρομερό είναι πως κάθε στιγμή, σε κάθε πλάνο υποβόσκει μια ένταση και ως θεατής, μαθημένος αλλιώς από το Χόλιγουντ σκέφτεσαι «τώρα θα γίνει η έκρηξη – τώρα θα σκάσει το πράγμα δυνατότερα από τις βόμβες».
Η έκρηξη όμως είναι εσωτερική. Γίνεται προς τα μέσα. Και με το πέρας της ταινίας ξέρεις 99% ότι οι πρωταγωνιστές της θα συνεχίσουν να υποφέρουν και να παλεύουν να ζήσουν τη ζωή έτσι όπως μπορούν, αλλά τουλάχιστον θα έχουν γνωρίσει κάπως καλύτερα ο ένας τον άλλο. Έχοντας την ψώρα να συγκρίνουμε τις ταινίες με άλλες του παρελθόντος να πω πως μου θύμισε δύο αριστουργήματα: την «Παγοθύελλα» του Ang Lee αλλά και το «Cafe de Flore» του Jean-Marc Vallée. Ο Trier ελέγχει απόλυτα τα αισθητικά του μέσα. Μπορεί να προσφέρει σκηνές εντυπωσιακές (όπως το slomo του δυστυχήματος, όπου η Isabelle Huppert στριφογυρίζει μαζί με το αμάξι της γύρω από τον εαυτό του μετά τη σύγκρουση με το φορτηγό, δεχόμενη τα γυαλιά από το παρμπρίζ στο πρόσωπο). Ή να ντύνει υπέροχα με εικόνες το κείμενο του μικρού αδελφού που ανακαλύπτει και διαβάζει ο μεγάλος αδελφός. Ακόμα και το gif της εμφάνισης του Gabriel Byrne σε ταινία στα νιάτα του ως γιατρός είναι κάτι παραπάνω από τρολ και αυτοαναφορικότητα. Κάθε δευτερόλεπτο της ταινίας είναι αισθητικά άψογο, απρόβλεπτο, σε ιντριγκάρει. Το μόνο της ενδεχομένως πρόβλημα είναι πως προσπαθεί να πει πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Ε, λοιπόν, στη μεγάλη της πλειοψηφία η ταινία τα καταφέρνει.
Και ναι, δεν κωλώνει να μιλήσει για πολιτική και για ηθική: ναι, η θέση της κάμερας είναι μια ηθική στάση, ναι, το τι θα δείξεις από μια φωτογραφία είναι μια πολιτική στάση! Σπουδαίες ερμηνείες ολούθε, με τον πιτσιρίκο Devin Druid να κερδίζει τις εντυπώσεις ως ο μικρός weird (ή μήπως όχι και τόσο;) γιος της οικογένειας. Αλλά τι λέω: και μόνο το πλάνο της Huppert που κοιτάζει κατάματα τον φακό και μας κοιτάζει αρκούσε για να λατρέψουμε τούτη την ταινία. Δεν χάνετε λέμε!
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ το Σάββατο 14 Νοεμβρίου στις 20.30, στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – έχει διανομή και θα προβληθεί προσεχώς εμπορικά στη χώρα μας από την Seven Films, σε άγνωστη ακόμα ημερομηνία)
Και η ταινία με την οποία θα κλείσουμε τη σημερινή μας ανταπόκριση είναι το «Ορκισμένη παρθένα» (Vergine giurata / Sworn Virgin), της Laura Bispuri (Ματιές στα Βαλκάνια – ειδική προβολή). Μια ταινία που έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ Βερολίνου και της οποίας το σενάριο βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της Elvira Dones.
Η υπόθεση:Η Χάνα Ντόντα, κορίτσι ακόμα, ξεφεύγει από το πεπρωμένο της να γίνει σύζυγος και υπηρέτρια – ένα μέλλον που επιβάλλεται σε όλες τις γυναίκες στα απομακρυσμένα χωριά της Αλβανίας. Με τη βοήθεια και την καθοδήγηση του ανθρώπου που την έσωσε από βέβαιο θάνατο, η Χάνα επικαλείται τον παλιό εθιμικό νόμο Κανούν και δίνει όρκο αιώνιας παρθενίας για να μπορέσει να κρατήσει όπλο και να ζήσει ελεύθερα όπως οι άνδρες. Για τους χωρικούς, η Χάνα γίνεται «ορκισμένη παρθένα» και παίρνει το όνομα Μαρκ. Ωστόσο, μια ανησυχία υπάρχει πάντα κάτω από την ανδρική της περιβολή. Χρόνια αργότερα, τα δυσθεώρητα αλβανικά βουνά και η επιλογή της μοιάζουν πλέον με φυλακή. Ο Μαρκ αποφασίζει να ξεκινήσει για ένα ταξίδι που ανέβαλλε εδώ και χρόνια. Ταξιδεύει στην Ιταλία, προκειμένου να βρει την (ουσιαστικά κι όχι εξ αίματος) αδελφή της, η οποία το είχε σκάσει χρόνια πριν, μαζί με τον νυν σύζυγό της, με τον οποίο έχουν αποκτήσει και μια κόρη. Θα καταφέρει να κρατήσει τον όρκο του ο Μαρκ; Ή μήπως η ανθισμένη πλέον σεξουαλικότητα της Χάνα θα την οδηγήσει να τον σπάσει;
Η άποψή μας: Λατρεύουμε Alba Rohrwacher! Πώς ρε παιδί μου γουστάρουμε Βαγγέλη Μουρίκη όπου και να τον πετύχουμε; Αυτό! Η σχεδόν albino ηθοποιός από την Ιταλία είναι εξαιρετική σε όποιον ρόλο κι αν την έχουμε παρακολουθήσει. Και οι επιλογές της είναι συνήθως πολύ καλές ταινίες. Όπως τούτη εδώ. Που μπορεί να αναγνωσθεί ποικιλοτρόπως. Πχ, επιβίωση μιας γυναίκας σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. Ή πόσο η επιλογή του αυτοπροσδιορισμού μπορεί να έχει κόστος. Ή υπάρχει δυνατότητα αποκλεισμού του ερωτισμού; Ή τι είναι τελικά η οικογένεια; Η σκηνοθέτιδα της ταινίας με σταθερό χέρι μας κάνει κοινωνούς πέρα όλων των άλλων, ενός πολύ ενδιαφέροντος εθίμου της Αλβανίας, αυτό της ορκισμένης παρθένας.
Όταν ο Μαρκ βλέπει τον Παλ, μια άλλη ορκισμένη παρθένα, πολλά χρόνια μετά την πρώτη τους συνάντηση, καταλαβαίνει πως πρέπει να προχωρήσει. Να απεγκλωβιστεί από τη φυλακή στην οποία μπήκε μόνη της. Φταίει που και το σώμα της ζητάει να ικανοποιηθεί – και πριν πάει Ιταλία το... ικανοποιεί μόνος-η του/της. «Πονάει το σεξ;», ρωτάει την αδελφή της (είπαμε, όχι εξ αίματος αλλά εξ ουσίας). «Είναι σαν το κάψιμο όταν πίνεις ρακή» της απαντάει εκείνη. «Τις περισσότερες φορές που το κάνεις εύχεσαι να μην το είχες κάνει» συνεχίζει. «Αλλά όταν γίνεται σωστά, είναι τέλεια», ολοκληρώνει. «Σαν να σε φυσάει ο αέρας πάνω στα βουνά της πατρίδας δηλαδή», συμπεραίνει ο Μαρκ – και ναι, έχει και χιούμορ η ταινία. Και το ταφικό έθιμο στη συγκεκριμένη περιοχή της Αλβανίας έχει ενδιαφέρον και οι σκηνές της συγχρονικής κολύμβησης έχουν τη σημασία τους (γιατί είναι άλλο αυτό που βλέπουμε πάνω από το νερό κι άλλο αυτό που συμβαίνει μέσα στο νερό). Το τελικό μήνυμα της ταινίας είναι αν μη τι άλλο αισιόδοξο: κάθε φορά που τολμάς να παρατήσεις κάτι δεδομένο, τα βάζεις με την ασφάλεια και τη σιγουριά σου. Την έκβαση του αποτελέσματος δεν μπορεί να τη γνωρίζεις τουλάχιστον όμως σαν έτοιμος από καιρό διεκδικείς κάτι καλύτερο. Κι αυτό από μόνο του είναι σπουδαίο.
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ το Σάββατο 14 Νοεμβρίου στις 23.00, στην αίθουσα Σταύρος Τορνές – έχει διανομή και θα προβληθεί προσεχώς εμπορικά στη χώρα μας από την Ama Films, σε άγνωστη ακόμα ημερομηνία)
Η υπόθεση: Ο Τζον είναι ένας νεαρός οδηγός ταξί. Ζει στο Δουβλίνο και περνά τη μίζερη καθημερινότητά του δουλεύοντας νυχτερινή βάρδια και φροντίζοντας την αλκοολική μητέρα του. Ο πατέρας του τους έχει εγκαταλείψει από τη στιγμή που γεννήθηκε ο έχων σύνδρομο Down αδελφός του Τζον. Εκείνη ήταν και η στιγμή που η μητέρα του Τζον, η Τζιν, το έριξε στο αλκοόλ. Καθώς η ζωή της μητέρας του κινδυνεύει, ο Τζον προσπαθεί να τη βοηθήσει, οδηγώντας την σε μια κλινική αποτοξίνωσης. Προκειμένου, όμως, να βρει τα απαιτούμενα χρήματα, ο Τζον θα χρειαστεί να κάνει κάτι που ποτέ δεν φανταζόταν ότι ήταν ικανός να κάνει.
Η άποψή μας: Ας ξεκινήσουμε από το φινάλε λοιπόν: τι θα χρειαστεί να κάνει ο Τζον; Ποια είναι η Ασιάτισσα κοπέλα που βρίσκει στην άδεια μπανιέρα ενός άδειου, εγκαταλελειμμένου σπιτιού; Θα εμπλακεί σε κάτι που μοιάζει με τράφικινγκ; Ή μήπως αυτός που του δάνεισε τα 8 χιλιάδες ευρώ ήθελε πχ τα νεφρά της νεαρής; (να σημειώσουμε εδώ ότι στην Ιρλανδία χρησιμοποιούν ως νόμισμα το ευρώ ενώ στη Βόρεια Ιρλανδία χρησιμοποιούν αντιστοίχως λίρες). Το φινάλε της ταινίας, λοιπόν, είναι όσο να πεις... κουλό. Δεν δίνει καμία εξήγηση στο θεατή ο σκηνοθέτης, φαίνεται να μην τον νοιάζει. Ότι κατάλαβες, κατάλαβες φίλε, είναι σαν να σου λέει. Πάντως, ο Τζον δεν ξεπουλιέται για τα 8 χιλιάδες ευρώ – τα οποία σημειωτέον πήρε από έναν... έφιππο μέσα σε ένα παράξενο κουτί! Ουφ, πολλές κουλαμάρες από μια ταινία που έχει πάντως την καρδιά της στη σωστή θέση και θέλει να είναι ένα σύγχρονο kitchen sink δράμα. Θα... κουφαθώ πάντως αν πάρει πχ κανά βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ μας.
Αυτό που σε κερδίζει στην ταινία είναι οι ερμηνείες. Ο Jack Reynor είναι πολύ καλός στο βασικό ρόλο, δείχνοντας απελπισία εκεί που χρειάζεται, πειθώ σε άλλα σημεία, δυναμισμό, οργή και τρυφερότητα όπου το απαιτεί ο ρόλος. Ακόμα καλύτερη είναι η Toni Collette στο ρόλο της μητέρας του Τζον. Ο μεγάλος της μονόλογος, όπου εξηγεί στο γιο της δυο τρία πράγματα για την κατάντια της, είναι άψογος και τον βγάζει εις πέρας εξαιρετικά. Ως highlight να επισημάνουμε και τη σκηνή όπου η μάνα χορεύει πίνοντας κρασί υπό τους ήχους του «Tainted Love» των Soft Cell και ο γιος της παρακολουθεί ήρεμος για λίγο, ικανοποιημένος, χαρούμενος για τη στιγμή, που ξέρει πως δεν θα κρατήσει πολύ. Παρά τα σεναριακά της προβλήματα και την αίσθηση του ανολοκλήρωτου, μια ενδιαφέρουσα ταινία εν κατακλείδι.
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ την Τετάρτη 11 Νοεμβρίου στις 18.00, στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα)
Με την όγδοη μεγάλου μήκους ταινία του «Καυτός ήλιος» (Zvizdan / The High Sun), (Ματιές στα Βαλκάνια) ο Κροάτης Dalibor Matanic κέρδισε το Βραβείο της Επιτροπής συμμετέχοντας στο παράλληλο τμήμα του επίσημου διαγωνιστικού του φεστιβάλ των Καννών, το αγαπημένο «Ένα κάποιο βλέμμα».
Η υπόθεση: Τρεις ερωτικές ιστορίες, σε τρεις δεκαετίες, ανάμεσα σε Σέρβους και Κροάτες, των οποίων το εθνικιστικό μίσος οδήγησε σε πόλεμο και διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
1991: Η ένταση ανάμεσα σε Σέρβους και Κροάτες βρίσκεται στα ύψη – σχεδόν ο πόλεμος είναι προ των πυλών. Αυτό δεν εμποδίζει τη σερβικής καταγωγής Γιέλενα να καταστρώνει σχέδια μαζί με τον αγαπημένο της Κροάτη Ίβαν να φύγουν από το χωριό στο οποίο ζουν και να πάνε στο Ζάγκρεμπ, να χαρούν τον έρωτά τους μακριά από τις τοξικές πιέσεις των οικογενειών τους και των φίλων τους. Μόνο που ο αδελφός της Γιέλενα, ο Σάσα, έχει άλλα σχέδια...
2001: Ο πόλεμος έχει τελειώσει εδώ και χρόνια. Η σερβικής καταγωγής Νατάσα επιστρέφει με τη μητέρα της στο χωριό τους, σε «εχθρικό» έδαφος, από το οποίο είχαν φύγει κατά τη διάρκεια του πολέμου. Εκεί είναι θαμμένος ο αγαπημένος αδελφός της Νατάσα, που δεν έχει γιατρέψει ακόμα τις πληγές από την απώλειά του. Όταν η μητέρα της προσλαμβάνει τον Κροάτη μάστορα Άντε για να επιδιορθώσει το σπίτι, η Νατάσα ξινίζει και δεν χάνει ευκαιρία να δείχνει την αποδοκιμασία της στον «αντίπαλο». Η ερωτική ένταση όμως μεταξύ τους ολοένα και αυξάνεται και δεν θα αργήσει η στιγμή για να έλθει η έκρηξη...
2011: Ο πόλεμος έχει αφήσει ανοιχτές πληγές κι ας είναι για τους περισσότερους μια ανάμνηση. Ο Λούκα είναι ένας Κροάτης που μαζί με τον φίλο του Ίβνο κατευθύνονται σε ένα ρέιβ πάρτι. Το πάρτι διεξάγεται κοντά στο χωριό του Λούκα, το οποίο εκείνος έχει πάρα πολλά χρόνια να επισκεφτεί. Γενικά, θέλει να το αποφύγει. Πολλές οι μνήμες και δεν θέλει να αντιμετωπίσει το παρελθόν. Εντέλει, όμως, θα βρει το κουράγιο να επισκεφτεί την σερβικής καταγωγής πρώην φίλη του, Μαρίγια, την οποία εγκατέλειψε όταν εκείνη έμεινε έγκυος στο παιδί τους...
Η άποψή μας: Ρωμαίος και Ιουλιέτα στα χρόνια του πολέμου λοιπόν. Εντάξει, σ' αυτό το πλαίσιο ταιριάζει περισσότερο η πρώτη ιστορία που είναι ταυτόχρονα η πιο αστεία και η πιο σοκαριστική. Η δεύτερη ιστορία είναι η πιο ερωτική και η τρίτη ιστορία είναι η λιγότερο καλή, όντας μάλλον αμήχανη και εύκολη – ωσάν ξεπέτα ένα πράγμα. Ο σκηνοθέτης εύστοχα τις περισσότερες φορές παρατηρεί και μας μεταφέρει αυτό: πως δηλαδή ο έρως ο ανίκητος στη μάχη κατά τον Όμηρο, εντέλει δεν μπορεί να βγει αλώβητος από καταστάσεις πολέμου και εθνικιστικού μίσους. Το τρικ του σκηνοθέτη να έχει και στις τρεις ιστορίες του τους ίδιους ηθοποιούς ως πρωταγωνιστές είναι έξυπνο και αποδεικνύει (και επιδεικνύει) την ερμηνευτική γκάμα τους.
Ο Goran Markovic, που υποδύεται τον Ίβαν (εδώ πετυχαίνει την υψηλότερη επίδοσή του), τον Άντε και τον Λούκα είναι πάρα πολύ καλός αλλά η Tihana Lazovic, που υποδύεται την Γιέλενα, τη Νατάσα (εδώ σκιζ' και πάει) και την Μαρίγια είναι ερμηνευτικός οδοστρωτήρας! Γουάου, που θα έλεγε και ο Βαρουφάκης (τι να κάνει αυτή η ψυχή;). Οι δυο τους ταιριάζουν τα μάλα ως ζευγάρι κι αυτό αποτελεί μεγάλη επιτυχία του σκηνοθέτη. Καθόλου τυχαία και στις τρεις ιστορίες το νερό λειτουργεί ως σύμβολο εξαγνισμού. Ως καθαρτήριο μέσο που δροσίζει ψυχές και σώματα, τσουρουφλισμένα από τον καυτό ήλιο...
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ το Σάββατο 14 Νοεμβρίου στις 20.15, στην αίθουσα Σταύρος Τορνές – έχει διανομή και θα προβληθεί προσεχώς εμπορικά στη χώρα μας από την Ama Films, σε άγνωστη ακόμα ημερομηνία)
To 1987 οι Smiths έβγαλαν έναν διπλό δίσκο best of. Ο τίτλος του; «Louder than Bombs». 28 χρόνια μετά, ο Νορβηγός σκηνοθέτης Joachim Trier (καμία σχέση με τον Δανό Lars von...) γυρίζει την πρώτη του αγγλόφωνη (και τρίτη συνολικά) ταινία του. Τίτλος της: «Louder than Bombs» (Ανοιχτοί Ορίζοντες). Μια ταινία που έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ των Καννών. Και είναι μια σπουδαία ταινία.
Η υπόθεση:Μια έκθεση προς τιμήν της φωτογράφου πολεμικού ρεπορτάζ, Ιζαμπέλ Ριντ, που έχει προγραμματιστεί τρία χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατό της, φέρνει τον μεγαλύτερο γιο της, Τζόνα, πίσω στην οικογενειακή εστία, αναγκάζοντάς τον να περάσει χρόνο με τον πατέρα του, Τζιν, και τον ακοινώνητο έφηβο αδελφό του, Κόνραντ – κάτι που δεν έχει κάνει εδώ και καιρό. Με τους τρεις τους να βρίσκονται κάτω από την ίδια στέγη, ο Τζιν προσπαθεί απεγνωσμένα να επανασυνδεθεί με τους δυο γιους του, την ίδια ώρα που εκείνοι παλεύουν να συμφιλιωθούν με τα συναισθήματά τους για τη γυναίκα που θυμούνται με τόσο διαφορετικό τρόπο.
Η άποψή μας: Η απώλεια είναι το κυρίαρχο μοτίβο σε αυτήν την πολύπλευρη, εντυπωσιακή, σπουδαία ταινία. Ένα μελόδραμα στην ουσία, που όμως δεν ξεπέφτει στις παγίδες του είδους, πέρα από την εκπληκτική δουλειά που έχει να επιδείξει σε επίπεδο εικόνας και ήχου έχει δυο, τρία πράγματα να πει και για την αφήγηση, τα κατά συνθήκη ψεύδη, τον έρωτα, την απιστία και τα άλλα σχετικά δαιμόνια. Με πολλαπλές αναφορές δεν εγκλωβίζεται στο να επιδεικνύει την πολυπλοκότητά της αλλά γίνεται προσβάσιμη ποικιλοτρόπως χωρίς να ξεπουλιέται. Το τρομερό είναι πως κάθε στιγμή, σε κάθε πλάνο υποβόσκει μια ένταση και ως θεατής, μαθημένος αλλιώς από το Χόλιγουντ σκέφτεσαι «τώρα θα γίνει η έκρηξη – τώρα θα σκάσει το πράγμα δυνατότερα από τις βόμβες».
Η έκρηξη όμως είναι εσωτερική. Γίνεται προς τα μέσα. Και με το πέρας της ταινίας ξέρεις 99% ότι οι πρωταγωνιστές της θα συνεχίσουν να υποφέρουν και να παλεύουν να ζήσουν τη ζωή έτσι όπως μπορούν, αλλά τουλάχιστον θα έχουν γνωρίσει κάπως καλύτερα ο ένας τον άλλο. Έχοντας την ψώρα να συγκρίνουμε τις ταινίες με άλλες του παρελθόντος να πω πως μου θύμισε δύο αριστουργήματα: την «Παγοθύελλα» του Ang Lee αλλά και το «Cafe de Flore» του Jean-Marc Vallée. Ο Trier ελέγχει απόλυτα τα αισθητικά του μέσα. Μπορεί να προσφέρει σκηνές εντυπωσιακές (όπως το slomo του δυστυχήματος, όπου η Isabelle Huppert στριφογυρίζει μαζί με το αμάξι της γύρω από τον εαυτό του μετά τη σύγκρουση με το φορτηγό, δεχόμενη τα γυαλιά από το παρμπρίζ στο πρόσωπο). Ή να ντύνει υπέροχα με εικόνες το κείμενο του μικρού αδελφού που ανακαλύπτει και διαβάζει ο μεγάλος αδελφός. Ακόμα και το gif της εμφάνισης του Gabriel Byrne σε ταινία στα νιάτα του ως γιατρός είναι κάτι παραπάνω από τρολ και αυτοαναφορικότητα. Κάθε δευτερόλεπτο της ταινίας είναι αισθητικά άψογο, απρόβλεπτο, σε ιντριγκάρει. Το μόνο της ενδεχομένως πρόβλημα είναι πως προσπαθεί να πει πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Ε, λοιπόν, στη μεγάλη της πλειοψηφία η ταινία τα καταφέρνει.
Και ναι, δεν κωλώνει να μιλήσει για πολιτική και για ηθική: ναι, η θέση της κάμερας είναι μια ηθική στάση, ναι, το τι θα δείξεις από μια φωτογραφία είναι μια πολιτική στάση! Σπουδαίες ερμηνείες ολούθε, με τον πιτσιρίκο Devin Druid να κερδίζει τις εντυπώσεις ως ο μικρός weird (ή μήπως όχι και τόσο;) γιος της οικογένειας. Αλλά τι λέω: και μόνο το πλάνο της Huppert που κοιτάζει κατάματα τον φακό και μας κοιτάζει αρκούσε για να λατρέψουμε τούτη την ταινία. Δεν χάνετε λέμε!
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ το Σάββατο 14 Νοεμβρίου στις 20.30, στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – έχει διανομή και θα προβληθεί προσεχώς εμπορικά στη χώρα μας από την Seven Films, σε άγνωστη ακόμα ημερομηνία)
Και η ταινία με την οποία θα κλείσουμε τη σημερινή μας ανταπόκριση είναι το «Ορκισμένη παρθένα» (Vergine giurata / Sworn Virgin), της Laura Bispuri (Ματιές στα Βαλκάνια – ειδική προβολή). Μια ταινία που έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ Βερολίνου και της οποίας το σενάριο βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της Elvira Dones.
Η υπόθεση:Η Χάνα Ντόντα, κορίτσι ακόμα, ξεφεύγει από το πεπρωμένο της να γίνει σύζυγος και υπηρέτρια – ένα μέλλον που επιβάλλεται σε όλες τις γυναίκες στα απομακρυσμένα χωριά της Αλβανίας. Με τη βοήθεια και την καθοδήγηση του ανθρώπου που την έσωσε από βέβαιο θάνατο, η Χάνα επικαλείται τον παλιό εθιμικό νόμο Κανούν και δίνει όρκο αιώνιας παρθενίας για να μπορέσει να κρατήσει όπλο και να ζήσει ελεύθερα όπως οι άνδρες. Για τους χωρικούς, η Χάνα γίνεται «ορκισμένη παρθένα» και παίρνει το όνομα Μαρκ. Ωστόσο, μια ανησυχία υπάρχει πάντα κάτω από την ανδρική της περιβολή. Χρόνια αργότερα, τα δυσθεώρητα αλβανικά βουνά και η επιλογή της μοιάζουν πλέον με φυλακή. Ο Μαρκ αποφασίζει να ξεκινήσει για ένα ταξίδι που ανέβαλλε εδώ και χρόνια. Ταξιδεύει στην Ιταλία, προκειμένου να βρει την (ουσιαστικά κι όχι εξ αίματος) αδελφή της, η οποία το είχε σκάσει χρόνια πριν, μαζί με τον νυν σύζυγό της, με τον οποίο έχουν αποκτήσει και μια κόρη. Θα καταφέρει να κρατήσει τον όρκο του ο Μαρκ; Ή μήπως η ανθισμένη πλέον σεξουαλικότητα της Χάνα θα την οδηγήσει να τον σπάσει;
Η άποψή μας: Λατρεύουμε Alba Rohrwacher! Πώς ρε παιδί μου γουστάρουμε Βαγγέλη Μουρίκη όπου και να τον πετύχουμε; Αυτό! Η σχεδόν albino ηθοποιός από την Ιταλία είναι εξαιρετική σε όποιον ρόλο κι αν την έχουμε παρακολουθήσει. Και οι επιλογές της είναι συνήθως πολύ καλές ταινίες. Όπως τούτη εδώ. Που μπορεί να αναγνωσθεί ποικιλοτρόπως. Πχ, επιβίωση μιας γυναίκας σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. Ή πόσο η επιλογή του αυτοπροσδιορισμού μπορεί να έχει κόστος. Ή υπάρχει δυνατότητα αποκλεισμού του ερωτισμού; Ή τι είναι τελικά η οικογένεια; Η σκηνοθέτιδα της ταινίας με σταθερό χέρι μας κάνει κοινωνούς πέρα όλων των άλλων, ενός πολύ ενδιαφέροντος εθίμου της Αλβανίας, αυτό της ορκισμένης παρθένας.
Όταν ο Μαρκ βλέπει τον Παλ, μια άλλη ορκισμένη παρθένα, πολλά χρόνια μετά την πρώτη τους συνάντηση, καταλαβαίνει πως πρέπει να προχωρήσει. Να απεγκλωβιστεί από τη φυλακή στην οποία μπήκε μόνη της. Φταίει που και το σώμα της ζητάει να ικανοποιηθεί – και πριν πάει Ιταλία το... ικανοποιεί μόνος-η του/της. «Πονάει το σεξ;», ρωτάει την αδελφή της (είπαμε, όχι εξ αίματος αλλά εξ ουσίας). «Είναι σαν το κάψιμο όταν πίνεις ρακή» της απαντάει εκείνη. «Τις περισσότερες φορές που το κάνεις εύχεσαι να μην το είχες κάνει» συνεχίζει. «Αλλά όταν γίνεται σωστά, είναι τέλεια», ολοκληρώνει. «Σαν να σε φυσάει ο αέρας πάνω στα βουνά της πατρίδας δηλαδή», συμπεραίνει ο Μαρκ – και ναι, έχει και χιούμορ η ταινία. Και το ταφικό έθιμο στη συγκεκριμένη περιοχή της Αλβανίας έχει ενδιαφέρον και οι σκηνές της συγχρονικής κολύμβησης έχουν τη σημασία τους (γιατί είναι άλλο αυτό που βλέπουμε πάνω από το νερό κι άλλο αυτό που συμβαίνει μέσα στο νερό). Το τελικό μήνυμα της ταινίας είναι αν μη τι άλλο αισιόδοξο: κάθε φορά που τολμάς να παρατήσεις κάτι δεδομένο, τα βάζεις με την ασφάλεια και τη σιγουριά σου. Την έκβαση του αποτελέσματος δεν μπορεί να τη γνωρίζεις τουλάχιστον όμως σαν έτοιμος από καιρό διεκδικείς κάτι καλύτερο. Κι αυτό από μόνο του είναι σπουδαίο.
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ το Σάββατο 14 Νοεμβρίου στις 23.00, στην αίθουσα Σταύρος Τορνές – έχει διανομή και θα προβληθεί προσεχώς εμπορικά στη χώρα μας από την Ama Films, σε άγνωστη ακόμα ημερομηνία)
Θοδωρής Γιαχουστίδης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική