του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Ολοκαύτωμα, ημερολόγιο και χρονικό ταυτόχρονα
Χμ, τι θα λέγατε να πηγαίναμε κατευθείαν στις ταινίες αυτήν τη φορά; Δεν φτάνει ο χρόνος λέμε!
Η ταινία «Το ημερολόγιο μιας έφηβης» (The Diary of a Teenage Girl) της Marielle Heller (Ανοιχτοί Ορίζοντες) βασίζεται στο hybrid novel (και ταυτόχρονα ημιαυτοβιογραφικό βιβλίο) της Phoebe Gloeckner και μεταξύ των βραβείων που έχει μαζέψει ανά τα φεστιβάλ του κόσμου, είναι κι εκείνο της καλύτερης διεθνούς ταινίας στο φεστιβάλ του Εδιμβούργου.
Η υπόθεση: Σαν Φρανσίσκο, 1976. Η Μίνι Γκέτζε είναι μια 15χρονη κοπέλα που ζει μαζί με τη αδελφή της, Γκρέτελ, τη μητέρα της, Σάρλοτ και τον εραστή της μητέρας της, Μονρό. Αρχίζει να κρατάει ένα φωνητικό ημερολόγιο στο παλιό της κασετόφωνο από τη στιγμή που ξεκινά μια πολύπλοκη ερωτική σχέση με τον Μονρό. Είναι εκείνος που της παίρνει την παρθενιά, είναι εκείνος τον οποίο ερωτεύεται, είναι εκείνος που την κάνει να εκτιμήσει το σώμα της και γενικότερα τον εαυτό της. Η Μίνι ξυπνάει και θέλει να τα ζήσει όλα και σε ένταση: σεξ, αλκοόλ, ναρκωτικά. Αγοράζοντας ένα καρτούν της Aline Kominsky θα εμπνευστεί για να κάνει τα δικά της σκίτσα. Γενικώς, βιάζεται να ενηλικιωθεί. Σύντομα θα καταλάβει πως στην ενηλικίωση όλα δεν είναι τόσο ρόδινα όσο τα περίμενε.
Η άποψή μας: Η εποχή των χίπις φτάνει στο τέλος της και η εποχή του πανκ είναι ετοιμη να την αντικαταστήσει. Τα παντελόνια είναι καμπάνες, οι πειραματισμοί – στον έρωτα, στα ναρκωτικά, στους... πειραματισμούς – είναι διαρκείς, υπάρχει διάχυτο ένα αίσθημα ελευθερίας: τα πάντα είναι πιθανά. Και πάλι, πάντως, το να κάνεις σεξ με τον γκόμενο της μαμάς σου είναι... κάπως. Η ταινία ξεκινάει με χιουμοριστική διάθεση: η σεξουαλική αφύπνιση της Μίνι έχει πλάκα! Οι ατάκες της, η χαριτωμένη της ανασφάλεια, η ανάγκη της να τα προλάβει όλα πετυχαίνουν στόχο στο κοινό. Τα ζωγραφιστά λουλούδια που ανθίζουν κάθε φορά που είναι χαρούμενη προκαλούν αν μη τι άλλο χαμόγελο. Η δίκη της Πάτι Χιρστ βρίσκεται στο προσκήνιο και η συγκεκριμένη υπόθεση λειτουργεί ως έναυσμα για να κατατεθούν απόψεις περί φεμινισμού και άλλων δαιμονίων.
Όπως και να έχει, το χιουμοριστικό κλίμα της αρχής κάνει hook στους θεατές που παρακολουθούν με ευχάριστη διάθεση την ταινία. Φευ, όμως, η ταινία γίνεται ολοένα και πιο σκοτεινή, σκληρή, δύσκολη. Χωρίς διάθεση διδακτισμού ή επίκρισης η πρωτοεμφανιζόμενη σκηνοθέτιδα παρουσιάζει το πορτρέτο της συγκεκριμένης κοπέλας που από την απόλαυση της ηδονής κάθε μορφής γρήγορα θα καταλάβει πως η ενηλικίωση δεν είναι η Βαλχάλα που περίμενε. Έχει δυσκολίες, δυστυχίες και κυρίως αυτό: απομάγευση. Απομυθοποίηση. Απόρριψη ανθρώπων και ονείρων.
Η 22χρονη Bel Powley δίνει μια αγέρωχη ερμηνεία στον κεντρικό ρόλο και πείθει με άνεση ως 15χρονη Μίνι, τα μεγάλα ονόματα του καστ, ήτοι, ο Alexander Skarsgård και η Kristen Wiig είναι πολύ καλοί, το σάουντρακ είναι υπέροχο αλλά από κάποια στιγμή και μετά σφίγγεται η ψυχή σου με όσα διαδραματίζονται στη μεγάλη οθόνη. Και να σκεφτεί κανείς πως στο βιβλίο τα πράγματα είναι πολύ πιο μαύρα: περισσότερο σεξ, περισσότερα ντραγκς, περισσότερη δυστυχία. Μέχρι τη λύτρωση και τον συμβιβασμό ότι αυτή είναι η ζωή, με τα καλά της και τα κακά της...
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ το Σάββατο 14 Νοεμβρίου στις 23.00, στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα)
Από το ημερολόγιο πηγαίνουμε στο χρονικό και συγκεκριμένα στην ταινία «Το χρονικό μιας αθωότητας» (Chronic) του Michel Franco (Ανοιχτοί Ορίζοντες), ταινία που έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ των Καννών, όπου και τιμήθηκε με το βραβείο σεναρίου. Εδώ κατά μία έννοια οι όροι αντιστρέφονται, καθώς ο Gabriel Ripstein (στου οποίου τα «600 μίλια» παραγωγός ήταν ο Franco) είναι παραγωγός του Franco. Και στις δύο ταινίες πρωταγωνιστεί ο Tim Roth. Και οι δύο σκηνοθέτες είναι Μεξικάνοι. Και οι δύο κάνουν το αγγλόφωνο ντεμπούτο τους – εντάξει, για τον Ripstein μιλάμε για ολωσδιόλου ντεμπούτο.
Η υπόθεση: Ο Ντέιβιντ είναι νοσηλευτής που φροντίζει ασθενείς στο τελικό στάδιο της νόσου τους είτε πρόκειται για AIDS είτε για εγκεφαλικό είτε για καρκίνο. Αποδοτικός και αφοσιωμένος στο επάγγελμά του, αναπτύσσει ισχυρούς δεσμούς με κάθε ασθενή που φροντίζει. Ωστόσο, εκτός του χώρου εργασίας του, ο Ντέιβιντ είναι αναποτελεσματικός, αμήχανος, εσωστρεφής. Είναι φανερό πως χρειάζεται καθέναν από τους ασθενείς του όσο τον χρειάζονται κι αυτοί. Προσπαθεί μέσω εκείνων να καλύψει ένα κενό στη ζωή του. Τι του συνέβη στ' αλήθεια; Και γιατί κοιτάζει τις φωτογραφίες μιας νεαρής κοπέλας στο facebook;
Η άποψή μας: Ο Tim Roth ήταν ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» όπου βραβεύτηκε ο Franco το 2012 για το «Μετά τη Λουτσία». Μια ταινία εκείνη, σκληρή και αδυσώπυτη, που μας σύστησε έναν κινηματογραφιστή άξιο προσοχής. Το ίδιο πίστεψε και ο Roth, που αποφάσισε να έχει από κοντά τον Μεξικανό σκηνοθέτη και να συνεργαστούν με την πρώτη ευκαιρία. Και... συνεργάστηκαν. Σε τούτη εδώ την πολύ δύσκολη και «αντιτουριστική» ταινία. Νοσοκόμος που φροντίζει αρρώστους πριν πεθάνουν! Τι λες τώρα; Και να 'σου επί πέντε λεπτά να βλέπουμε πως πλένει και σαπουνίζει μια γυναίκα που πεθαίνει από AIDS και μετά πάλι πλύσιμο του κυρίου με το εγκεφαλικό και πλύσιμο και καθάρισμα της γυναίκας με τον καρκίνο που, λόγω χημειοθεραπείας, τα «κάνει» επάνω της κι ο νοσοκόμος, χωρίς σιχασιά, με αγάπη και φροντίδα την καθαρίζει.
Χωρίς πολύ λόγο, χωρίς μουσικό σκορ, με 97 στατικά πλάνα που διαρκούν κατά μέσο όρο 1 λεπτό, ο σκηνοθέτης φροντίζει να κάνει την ταινία του... αντιεμπορική! Λες και δεν έφτανε έτσι κι αλλιώς η θεματολογία της. Ο θεατής χρειάζεται να σκέφτεται ιδίως στην αρχή τι ακριβώς συμβαίνει, μιας που οι πληροφορίες που του παρέχει ο σκηνοθέτης, του δίνονται με το σταγονόμετρο. Πρέπει να ενώσει τις κουκκίδες. Πρέπει να αποφασίσει τι άνθρωπος είναι ο νοσοκόμος. Είναι καλός με την χριστιανική έννοια του όρου; Κι αν ναι, γιατί λέει ψέματα στους ανθρώπους στο μπαρ που τον κερνάνε γιορτάζοντας τον επικείμενο γάμο τους; Τι κρύβεται πίσω από την τόση του εξυπηρετικότητα; Γιατί αφήνει τον ασθενή με το εγκεφαλικό να βλέπει τσόντες (από τις ελάχιστες στιγμές της ταινίας στην οποία ο θεατής μπορεί και να γελάσει); Και γιατί οι συγγενείς του συγκεκριμένου ασθενούς είναι έτοιμοι να τον μηνύσουν για σεξουαλική κακοποίηση;
Καθώς προχωρά το φιλμ πολλά από τα ερωτήματα ξεδιαλύνονται. Το πορτρέτο αυτού του ανθρώπου παίρνει σάρκα και οστά. Κι έρχεται το φινάλε να δώσει μία και να τα κάνει όλα σμπαράλια. Είναι αναπάντεχο, σοκαριστικό κι επ' ουδενί δεν θέλω προσωπικά να το αναλύσω με σκοπιά ηθική και χριστιανική. Σε μια τέτοια περίπτωση απλά είναι απαράδεκτο! Διαφορετικά απλά είναι ένα φινάλε που σαφώς δεν ικανοποιεί τον θεατή αλλά είναι ταιριαστό με τη ζωή, έτσι; Shit happens. Κυριολεκτικά. Κι ενώ φροντίζεις ανθρώπους παρέχοντάς τους ατελείωτη ώρα φροντίδας παρά το γεγονός ότι έχουν ελάχιστο χρόνο ζωής εσύ, που φυσιολογικά έχεις πολύ χρόνο να ζήσεις ακόμα, μπορείς να «τελειώσεις» μέσα σε μια στιγμή. Παράξενο φιλμ.
(η ταινία έχει ολοκληρώσει τις προβολές της στο φεστιβάλ – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Rosebud χωρίς να γνωρίζουμε την ημερομηνία εξόδου της)
Και ολοκληρώνουμε τη σημερινή μας ανταπόκριση με μια ταινία απλά συγκλονιστική! Μιλάμε για την ταινία «Ο γιος του Σαούλ» (Saul fia / Son of Saul) του László Nemes (Ειδικές προβολές). Μια ταινία που έκανε φοβερή εντύπωση στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών όπου συμμετείχε, κερδίζοντας το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής και το βραβείο της FIPRESCI. Και να φανταστεί κανείς πως αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του 38χρονου σκηνοθέτη.
Η υπόθεση: Οκτώβριος 1944, στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς - Μπίρκεναου. Ο Ούγγρος Σαούλ Άουσλεντερ είναι μέλος της Ζόντερκομάντο, μιας ομάδας Εβραίων φυλακισμένων δηλαδή, διαλεγμένων από τους Ναζί προκειμένου να τους «βοηθήσουν» στα κρεματόρια στην εξολόθρευση των ομόθρησκών τους. Τα μέλη της Ζόντερκομάντο μετά από κάποιους μήνες οδηγούνταν με τη σειρά τους στα κρεματόρια για να πάρουν άλλοι Εβραίοι τη θέση τους κτλ, κτλ. Μια μέρα, καθώς εργάζεται σ’ ένα από τα κρεματόρια, ο Σαούλ ανακαλύπτει ένα παιδί που γλυτώνει από τα θανατηφόρα αέρια, για να θανατωθεί αργότερα από έναν γιατρό μπροστά στα ίδια του τα μάτια. Εκείνο το παιδί είναι ο γιος του Σαούλ – έτσι υποστηρίζει τουλάχιστον ο ίδιος. Κι ενώ η Ζόντερκομαντο καταστρώνει σχέδια για εξέγερση, ο Σαούλ αποφασίζει να εκτελέσει ένα απίθανο σχέδιο: να σώσει το σώμα του παιδιού από τις φλόγες, να βρει έναν ραβίνο για να πει την Καντίς - την επιμνημόσυνη προσευχή - και να θάψει το παιδί όπως του αρμόζει. Θα τα καταφέρει;
Η άποψή μας: Ο πόλεμος είναι μια φρίκη, όπως και να το δει κανείς. Το να γίνεσαι στόχος γενοκτονίας μεγαλώνει τη φρίκη. Το να παρατείνεις για λίγο καιρό τη ζωή σου συμμετέχοντας στη φρίκη, τη μεγιστοποιεί. Δεν το χωράει ανθρώπου νους: να οδηγείς συνανθρώπους σου στο θάνατο, καθώς εκείνοι δεν γνωρίζουν τι τους περιμένει ενώ εσύ ξέρεις. Να ψαχουλεύεις τα υπάρχοντά τους για να αρπάξεις κάποιο κόσμημα, χρήματα, ανταλλακτικές καπιταλιστικές αξίες. Να στοιβάζεις τα πτώματα, τα «κομμάτια» όπως τα αποκαλούν οι Ναζί, για να τα οδηγήσεις σε φούρνους. Να καίγονται άνθρωποι, δεκάδες άνθρωποι, εκατοντάδες άνθρωποι δίπλα σου κι εσύ να μην μπορείς να κάνεις τίποτε. Ίσα ίσα να έχεις συμμετάσχει κι εσύ χωρίς τη θέλησή σου στον αφανισμό τους. Να καθαρίζεις και να απολυμαίνεις τους χώρους της θηριωδίας. Κι όλο αυτό καθημερινά. Ρουτίνα!
Από κάποια στιγμή και μετά απλά παύεις να αισθάνεσαι. Αποκόπτεσαι συναισθηματικά. Δεν σε παίρνει να σκέφτεσαι αυτό που γίνεται. Γιατί αν το σκεφτείς θα πεθάνεις από ντροπή. Θα πεθάνεις από αηδία. Σε αυτό το πλαίσιο αναισθητοποίησης βρίσκεται ο Σαούλ. Κάνει τη δουλειά του μηχανικά, υπακούει σε εντολές, περιμένει να πεθάνει. «Είμαστε ήδη νεκροί» λέει κάποιος από τους συναδέλφους του στη Ζόντερκομάντο. Κι όλα αυτά να αλλάζουν με την εμφάνιση του παιδιού. Σαν να παίρνει νόημα η ζωή του Σαούλ. Σαν να θέλει να ξορκίσει αυτό που (του) συμβαίνει με την ταφή του παιδιού σύμφωνα με τη θρησκεία του. Το θεωρεί ηθική του υποχρέωση. Το μόνο ανθρώπινο που του έχει απομείνει είναι να θάψει αυτό το παιδί. Το παιδί του (;). Προκειμένου να το πετύχει δεν σταματάει πουθενά. Λέει ψέματα, συμμαχεί με τους εχθρούς, «πουλάει» τους δικούς του, παλεύει συνεχώς. Δεν θα ησυχάσει αν δεν το πετύχει.
Ο σκηνοθέτης όλο αυτό το παρουσιάζει με τον δέοντα τρόπο. Δεν υποκύπτει στους πειρασμούς του holocaust porn. Εκτός από τον κεντρικό ήρωα όλα είναι φλου: οι Γερμανοί, οι άλλοι κρατούμενοι, τα πτώματα. Μόνο ο Σαούλ συλλαμβάνεται από την κάμερα καθαρά, μόνο αυτός στο κέντρο της σκηνής. Αυτός και όσοι βρίσκονται γύρω του. Κατά πρόσωπο ή από πίσω, πλάτη. Με έναν σμπάρο δυο τρυγώνια. Δεν υπάρχει εύκολος εντυπωσιασμός - που λίγο απέχει από τη χυδαιότητα και την εκμετάλλευση του θέματος από τη μια. Και από την άλλη μπαίνουμε στη θέση του ήρωα (προφανώς δεν ταυτιζόμαστε μαζί του – δεν μπορούμε να ταυτιστούμε μαζί του) και βιώνουμε την κλειστοφοβία, την απουσία προσανατολισμού, την ηθική παραζάλη, την σχεδόν αποκτήνωση. Σφιχτά πλάνα πάνω στον πρωταγωνιστή λοιπόν από τη μια και... ηχητικό χάος από την άλλη! Η ηχητική μπάντα της ταινίας είναι από μόνη της ένα αριστούργημα. Συνεχής κακοφωνία, ήχοι, φωνές, κραυγές, οιμωγές από παντού αλλά δεν είναι φανερό από πού ακριβώς! Ο σκηνοθέτης μας βάζει μέσα στο στρατόπεδο και το πετυχαίνει αριστουργηματικά. Ο Σαούλ λίγο πριν το τέλος θα χαμογελάσει – μοναδικό φως ελπίδας και θετικού συναισθήματος σε ολόκληρη την ταινία. Κι εκεί μπαίνει και ο απαραίτητος συμβολισμός. Τα παιδιά είναι η ελπίδα του κόσμου, σωστά; Μπορούν όμως, άθελά τους (;) να γίνουν και προπομποί φρίκης. Οι ελπίδες διαψεύδονται. Και ο κύκλος του αίματος μένει ανοιχτός αενάως.
(η ταινία έχει ολοκληρώσει τις προβολές της στο φεστιβάλ – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Film Trade αυτήν την Πέμπτη 12 Νοεμβρίου, οπότε όσοι δεν την είδατε στο φεστιβάλ, σπεύσατε)
Η υπόθεση: Σαν Φρανσίσκο, 1976. Η Μίνι Γκέτζε είναι μια 15χρονη κοπέλα που ζει μαζί με τη αδελφή της, Γκρέτελ, τη μητέρα της, Σάρλοτ και τον εραστή της μητέρας της, Μονρό. Αρχίζει να κρατάει ένα φωνητικό ημερολόγιο στο παλιό της κασετόφωνο από τη στιγμή που ξεκινά μια πολύπλοκη ερωτική σχέση με τον Μονρό. Είναι εκείνος που της παίρνει την παρθενιά, είναι εκείνος τον οποίο ερωτεύεται, είναι εκείνος που την κάνει να εκτιμήσει το σώμα της και γενικότερα τον εαυτό της. Η Μίνι ξυπνάει και θέλει να τα ζήσει όλα και σε ένταση: σεξ, αλκοόλ, ναρκωτικά. Αγοράζοντας ένα καρτούν της Aline Kominsky θα εμπνευστεί για να κάνει τα δικά της σκίτσα. Γενικώς, βιάζεται να ενηλικιωθεί. Σύντομα θα καταλάβει πως στην ενηλικίωση όλα δεν είναι τόσο ρόδινα όσο τα περίμενε.
Η άποψή μας: Η εποχή των χίπις φτάνει στο τέλος της και η εποχή του πανκ είναι ετοιμη να την αντικαταστήσει. Τα παντελόνια είναι καμπάνες, οι πειραματισμοί – στον έρωτα, στα ναρκωτικά, στους... πειραματισμούς – είναι διαρκείς, υπάρχει διάχυτο ένα αίσθημα ελευθερίας: τα πάντα είναι πιθανά. Και πάλι, πάντως, το να κάνεις σεξ με τον γκόμενο της μαμάς σου είναι... κάπως. Η ταινία ξεκινάει με χιουμοριστική διάθεση: η σεξουαλική αφύπνιση της Μίνι έχει πλάκα! Οι ατάκες της, η χαριτωμένη της ανασφάλεια, η ανάγκη της να τα προλάβει όλα πετυχαίνουν στόχο στο κοινό. Τα ζωγραφιστά λουλούδια που ανθίζουν κάθε φορά που είναι χαρούμενη προκαλούν αν μη τι άλλο χαμόγελο. Η δίκη της Πάτι Χιρστ βρίσκεται στο προσκήνιο και η συγκεκριμένη υπόθεση λειτουργεί ως έναυσμα για να κατατεθούν απόψεις περί φεμινισμού και άλλων δαιμονίων.
Όπως και να έχει, το χιουμοριστικό κλίμα της αρχής κάνει hook στους θεατές που παρακολουθούν με ευχάριστη διάθεση την ταινία. Φευ, όμως, η ταινία γίνεται ολοένα και πιο σκοτεινή, σκληρή, δύσκολη. Χωρίς διάθεση διδακτισμού ή επίκρισης η πρωτοεμφανιζόμενη σκηνοθέτιδα παρουσιάζει το πορτρέτο της συγκεκριμένης κοπέλας που από την απόλαυση της ηδονής κάθε μορφής γρήγορα θα καταλάβει πως η ενηλικίωση δεν είναι η Βαλχάλα που περίμενε. Έχει δυσκολίες, δυστυχίες και κυρίως αυτό: απομάγευση. Απομυθοποίηση. Απόρριψη ανθρώπων και ονείρων.
Η 22χρονη Bel Powley δίνει μια αγέρωχη ερμηνεία στον κεντρικό ρόλο και πείθει με άνεση ως 15χρονη Μίνι, τα μεγάλα ονόματα του καστ, ήτοι, ο Alexander Skarsgård και η Kristen Wiig είναι πολύ καλοί, το σάουντρακ είναι υπέροχο αλλά από κάποια στιγμή και μετά σφίγγεται η ψυχή σου με όσα διαδραματίζονται στη μεγάλη οθόνη. Και να σκεφτεί κανείς πως στο βιβλίο τα πράγματα είναι πολύ πιο μαύρα: περισσότερο σεξ, περισσότερα ντραγκς, περισσότερη δυστυχία. Μέχρι τη λύτρωση και τον συμβιβασμό ότι αυτή είναι η ζωή, με τα καλά της και τα κακά της...
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ το Σάββατο 14 Νοεμβρίου στις 23.00, στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα)
Από το ημερολόγιο πηγαίνουμε στο χρονικό και συγκεκριμένα στην ταινία «Το χρονικό μιας αθωότητας» (Chronic) του Michel Franco (Ανοιχτοί Ορίζοντες), ταινία που έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ των Καννών, όπου και τιμήθηκε με το βραβείο σεναρίου. Εδώ κατά μία έννοια οι όροι αντιστρέφονται, καθώς ο Gabriel Ripstein (στου οποίου τα «600 μίλια» παραγωγός ήταν ο Franco) είναι παραγωγός του Franco. Και στις δύο ταινίες πρωταγωνιστεί ο Tim Roth. Και οι δύο σκηνοθέτες είναι Μεξικάνοι. Και οι δύο κάνουν το αγγλόφωνο ντεμπούτο τους – εντάξει, για τον Ripstein μιλάμε για ολωσδιόλου ντεμπούτο.
Η υπόθεση: Ο Ντέιβιντ είναι νοσηλευτής που φροντίζει ασθενείς στο τελικό στάδιο της νόσου τους είτε πρόκειται για AIDS είτε για εγκεφαλικό είτε για καρκίνο. Αποδοτικός και αφοσιωμένος στο επάγγελμά του, αναπτύσσει ισχυρούς δεσμούς με κάθε ασθενή που φροντίζει. Ωστόσο, εκτός του χώρου εργασίας του, ο Ντέιβιντ είναι αναποτελεσματικός, αμήχανος, εσωστρεφής. Είναι φανερό πως χρειάζεται καθέναν από τους ασθενείς του όσο τον χρειάζονται κι αυτοί. Προσπαθεί μέσω εκείνων να καλύψει ένα κενό στη ζωή του. Τι του συνέβη στ' αλήθεια; Και γιατί κοιτάζει τις φωτογραφίες μιας νεαρής κοπέλας στο facebook;
Η άποψή μας: Ο Tim Roth ήταν ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» όπου βραβεύτηκε ο Franco το 2012 για το «Μετά τη Λουτσία». Μια ταινία εκείνη, σκληρή και αδυσώπυτη, που μας σύστησε έναν κινηματογραφιστή άξιο προσοχής. Το ίδιο πίστεψε και ο Roth, που αποφάσισε να έχει από κοντά τον Μεξικανό σκηνοθέτη και να συνεργαστούν με την πρώτη ευκαιρία. Και... συνεργάστηκαν. Σε τούτη εδώ την πολύ δύσκολη και «αντιτουριστική» ταινία. Νοσοκόμος που φροντίζει αρρώστους πριν πεθάνουν! Τι λες τώρα; Και να 'σου επί πέντε λεπτά να βλέπουμε πως πλένει και σαπουνίζει μια γυναίκα που πεθαίνει από AIDS και μετά πάλι πλύσιμο του κυρίου με το εγκεφαλικό και πλύσιμο και καθάρισμα της γυναίκας με τον καρκίνο που, λόγω χημειοθεραπείας, τα «κάνει» επάνω της κι ο νοσοκόμος, χωρίς σιχασιά, με αγάπη και φροντίδα την καθαρίζει.
Χωρίς πολύ λόγο, χωρίς μουσικό σκορ, με 97 στατικά πλάνα που διαρκούν κατά μέσο όρο 1 λεπτό, ο σκηνοθέτης φροντίζει να κάνει την ταινία του... αντιεμπορική! Λες και δεν έφτανε έτσι κι αλλιώς η θεματολογία της. Ο θεατής χρειάζεται να σκέφτεται ιδίως στην αρχή τι ακριβώς συμβαίνει, μιας που οι πληροφορίες που του παρέχει ο σκηνοθέτης, του δίνονται με το σταγονόμετρο. Πρέπει να ενώσει τις κουκκίδες. Πρέπει να αποφασίσει τι άνθρωπος είναι ο νοσοκόμος. Είναι καλός με την χριστιανική έννοια του όρου; Κι αν ναι, γιατί λέει ψέματα στους ανθρώπους στο μπαρ που τον κερνάνε γιορτάζοντας τον επικείμενο γάμο τους; Τι κρύβεται πίσω από την τόση του εξυπηρετικότητα; Γιατί αφήνει τον ασθενή με το εγκεφαλικό να βλέπει τσόντες (από τις ελάχιστες στιγμές της ταινίας στην οποία ο θεατής μπορεί και να γελάσει); Και γιατί οι συγγενείς του συγκεκριμένου ασθενούς είναι έτοιμοι να τον μηνύσουν για σεξουαλική κακοποίηση;
Καθώς προχωρά το φιλμ πολλά από τα ερωτήματα ξεδιαλύνονται. Το πορτρέτο αυτού του ανθρώπου παίρνει σάρκα και οστά. Κι έρχεται το φινάλε να δώσει μία και να τα κάνει όλα σμπαράλια. Είναι αναπάντεχο, σοκαριστικό κι επ' ουδενί δεν θέλω προσωπικά να το αναλύσω με σκοπιά ηθική και χριστιανική. Σε μια τέτοια περίπτωση απλά είναι απαράδεκτο! Διαφορετικά απλά είναι ένα φινάλε που σαφώς δεν ικανοποιεί τον θεατή αλλά είναι ταιριαστό με τη ζωή, έτσι; Shit happens. Κυριολεκτικά. Κι ενώ φροντίζεις ανθρώπους παρέχοντάς τους ατελείωτη ώρα φροντίδας παρά το γεγονός ότι έχουν ελάχιστο χρόνο ζωής εσύ, που φυσιολογικά έχεις πολύ χρόνο να ζήσεις ακόμα, μπορείς να «τελειώσεις» μέσα σε μια στιγμή. Παράξενο φιλμ.
(η ταινία έχει ολοκληρώσει τις προβολές της στο φεστιβάλ – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Rosebud χωρίς να γνωρίζουμε την ημερομηνία εξόδου της)
Και ολοκληρώνουμε τη σημερινή μας ανταπόκριση με μια ταινία απλά συγκλονιστική! Μιλάμε για την ταινία «Ο γιος του Σαούλ» (Saul fia / Son of Saul) του László Nemes (Ειδικές προβολές). Μια ταινία που έκανε φοβερή εντύπωση στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών όπου συμμετείχε, κερδίζοντας το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής και το βραβείο της FIPRESCI. Και να φανταστεί κανείς πως αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του 38χρονου σκηνοθέτη.
Η υπόθεση: Οκτώβριος 1944, στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς - Μπίρκεναου. Ο Ούγγρος Σαούλ Άουσλεντερ είναι μέλος της Ζόντερκομάντο, μιας ομάδας Εβραίων φυλακισμένων δηλαδή, διαλεγμένων από τους Ναζί προκειμένου να τους «βοηθήσουν» στα κρεματόρια στην εξολόθρευση των ομόθρησκών τους. Τα μέλη της Ζόντερκομάντο μετά από κάποιους μήνες οδηγούνταν με τη σειρά τους στα κρεματόρια για να πάρουν άλλοι Εβραίοι τη θέση τους κτλ, κτλ. Μια μέρα, καθώς εργάζεται σ’ ένα από τα κρεματόρια, ο Σαούλ ανακαλύπτει ένα παιδί που γλυτώνει από τα θανατηφόρα αέρια, για να θανατωθεί αργότερα από έναν γιατρό μπροστά στα ίδια του τα μάτια. Εκείνο το παιδί είναι ο γιος του Σαούλ – έτσι υποστηρίζει τουλάχιστον ο ίδιος. Κι ενώ η Ζόντερκομαντο καταστρώνει σχέδια για εξέγερση, ο Σαούλ αποφασίζει να εκτελέσει ένα απίθανο σχέδιο: να σώσει το σώμα του παιδιού από τις φλόγες, να βρει έναν ραβίνο για να πει την Καντίς - την επιμνημόσυνη προσευχή - και να θάψει το παιδί όπως του αρμόζει. Θα τα καταφέρει;
Η άποψή μας: Ο πόλεμος είναι μια φρίκη, όπως και να το δει κανείς. Το να γίνεσαι στόχος γενοκτονίας μεγαλώνει τη φρίκη. Το να παρατείνεις για λίγο καιρό τη ζωή σου συμμετέχοντας στη φρίκη, τη μεγιστοποιεί. Δεν το χωράει ανθρώπου νους: να οδηγείς συνανθρώπους σου στο θάνατο, καθώς εκείνοι δεν γνωρίζουν τι τους περιμένει ενώ εσύ ξέρεις. Να ψαχουλεύεις τα υπάρχοντά τους για να αρπάξεις κάποιο κόσμημα, χρήματα, ανταλλακτικές καπιταλιστικές αξίες. Να στοιβάζεις τα πτώματα, τα «κομμάτια» όπως τα αποκαλούν οι Ναζί, για να τα οδηγήσεις σε φούρνους. Να καίγονται άνθρωποι, δεκάδες άνθρωποι, εκατοντάδες άνθρωποι δίπλα σου κι εσύ να μην μπορείς να κάνεις τίποτε. Ίσα ίσα να έχεις συμμετάσχει κι εσύ χωρίς τη θέλησή σου στον αφανισμό τους. Να καθαρίζεις και να απολυμαίνεις τους χώρους της θηριωδίας. Κι όλο αυτό καθημερινά. Ρουτίνα!
Από κάποια στιγμή και μετά απλά παύεις να αισθάνεσαι. Αποκόπτεσαι συναισθηματικά. Δεν σε παίρνει να σκέφτεσαι αυτό που γίνεται. Γιατί αν το σκεφτείς θα πεθάνεις από ντροπή. Θα πεθάνεις από αηδία. Σε αυτό το πλαίσιο αναισθητοποίησης βρίσκεται ο Σαούλ. Κάνει τη δουλειά του μηχανικά, υπακούει σε εντολές, περιμένει να πεθάνει. «Είμαστε ήδη νεκροί» λέει κάποιος από τους συναδέλφους του στη Ζόντερκομάντο. Κι όλα αυτά να αλλάζουν με την εμφάνιση του παιδιού. Σαν να παίρνει νόημα η ζωή του Σαούλ. Σαν να θέλει να ξορκίσει αυτό που (του) συμβαίνει με την ταφή του παιδιού σύμφωνα με τη θρησκεία του. Το θεωρεί ηθική του υποχρέωση. Το μόνο ανθρώπινο που του έχει απομείνει είναι να θάψει αυτό το παιδί. Το παιδί του (;). Προκειμένου να το πετύχει δεν σταματάει πουθενά. Λέει ψέματα, συμμαχεί με τους εχθρούς, «πουλάει» τους δικούς του, παλεύει συνεχώς. Δεν θα ησυχάσει αν δεν το πετύχει.
Ο σκηνοθέτης όλο αυτό το παρουσιάζει με τον δέοντα τρόπο. Δεν υποκύπτει στους πειρασμούς του holocaust porn. Εκτός από τον κεντρικό ήρωα όλα είναι φλου: οι Γερμανοί, οι άλλοι κρατούμενοι, τα πτώματα. Μόνο ο Σαούλ συλλαμβάνεται από την κάμερα καθαρά, μόνο αυτός στο κέντρο της σκηνής. Αυτός και όσοι βρίσκονται γύρω του. Κατά πρόσωπο ή από πίσω, πλάτη. Με έναν σμπάρο δυο τρυγώνια. Δεν υπάρχει εύκολος εντυπωσιασμός - που λίγο απέχει από τη χυδαιότητα και την εκμετάλλευση του θέματος από τη μια. Και από την άλλη μπαίνουμε στη θέση του ήρωα (προφανώς δεν ταυτιζόμαστε μαζί του – δεν μπορούμε να ταυτιστούμε μαζί του) και βιώνουμε την κλειστοφοβία, την απουσία προσανατολισμού, την ηθική παραζάλη, την σχεδόν αποκτήνωση. Σφιχτά πλάνα πάνω στον πρωταγωνιστή λοιπόν από τη μια και... ηχητικό χάος από την άλλη! Η ηχητική μπάντα της ταινίας είναι από μόνη της ένα αριστούργημα. Συνεχής κακοφωνία, ήχοι, φωνές, κραυγές, οιμωγές από παντού αλλά δεν είναι φανερό από πού ακριβώς! Ο σκηνοθέτης μας βάζει μέσα στο στρατόπεδο και το πετυχαίνει αριστουργηματικά. Ο Σαούλ λίγο πριν το τέλος θα χαμογελάσει – μοναδικό φως ελπίδας και θετικού συναισθήματος σε ολόκληρη την ταινία. Κι εκεί μπαίνει και ο απαραίτητος συμβολισμός. Τα παιδιά είναι η ελπίδα του κόσμου, σωστά; Μπορούν όμως, άθελά τους (;) να γίνουν και προπομποί φρίκης. Οι ελπίδες διαψεύδονται. Και ο κύκλος του αίματος μένει ανοιχτός αενάως.
(η ταινία έχει ολοκληρώσει τις προβολές της στο φεστιβάλ – έχει διανομή και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας από την Film Trade αυτήν την Πέμπτη 12 Νοεμβρίου, οπότε όσοι δεν την είδατε στο φεστιβάλ, σπεύσατε)
Θοδωρής Γιαχουστίδης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική