του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Γιάνναρης vs Τσαγγάρη σημειώσατε δύο!
Κυριακή βραδάκι, βγαίνω από το video room και ετοιμάζομαι να δω μία ταινία σε μία από τις αίθουσες στο Λιμάνι. «Για να ακούσω τι γίνεται στα τελευταία λεπτά στην Τούμπα», σκέφτομαι, ως πιστός Παοκτσής. «Καλά, με τον τελευταίο Πανθρακικό παίζουμε, αλλά ποτέ δεν ξέρεις», λες και είχα δει όνειρο. Και ακούω έναν Σταύρο Κόλκα σε πολύ κακή εμφανώς κατάσταση να περιγράφει τα τελευταία λεπτά. «Ωχ, μάλλον δεν πάμε καλά», η σκέψη και πάλι. «Το θέμα είναι, ισοπαλία ή χάνουμε;». Εντέλει, κάποια στιγμή ο Κόλκας λέει το σκορ: 3 – 3! Και να χάνει ευκαιρίες ο Πανθρακικός! Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα ρε παιδια, έτσι; Κι όμως γίνονται!
Και μιας που έχει ποδοσφαιροποιηθεί η πολιτική μας ζωή γιατί να μην το επεκτείνουμε και στον πολιτισμό; Στα χαρτιά, πριν την προβολή των ταινιών τους, στον «αγώνα» ανάμεσα στις νέες δημιουργίες του Κωνσταντίνου Γιάνναρη και της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, ο άσος από εδώ ως την Κρήτη έδειχνε ακούνητος! Έλα όμως που το φαβορί έχασε από το αουτσάιντερ. Είδαμε κι άλλες ταινίες χθες, αλλά το μεγάλο ματς – και για εμπορικούς λόγους – ήταν ανάμεσα στα δύο ελληνικά φιλμ. Οπότε, σκεφτήκαμε να γραφτούν δύο κείμενα: ένα που περιλαμβάνει τις δύο ελληνικές ταινίες κι ένα που περιλαμβάνει τις άλλες. Οπότε, για την τρίτη μέρα του φεστιβάλ θα διαβάσετε δύο κείμενα! Όρεξη να έχουμε να γράφουμε και όρεξη να έχετε να διαβάζετε!
Και μιας που έχει ποδοσφαιροποιηθεί η πολιτική μας ζωή γιατί να μην το επεκτείνουμε και στον πολιτισμό; Στα χαρτιά, πριν την προβολή των ταινιών τους, στον «αγώνα» ανάμεσα στις νέες δημιουργίες του Κωνσταντίνου Γιάνναρη και της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, ο άσος από εδώ ως την Κρήτη έδειχνε ακούνητος! Έλα όμως που το φαβορί έχασε από το αουτσάιντερ. Είδαμε κι άλλες ταινίες χθες, αλλά το μεγάλο ματς – και για εμπορικούς λόγους – ήταν ανάμεσα στα δύο ελληνικά φιλμ. Οπότε, σκεφτήκαμε να γραφτούν δύο κείμενα: ένα που περιλαμβάνει τις δύο ελληνικές ταινίες κι ένα που περιλαμβάνει τις άλλες. Οπότε, για την τρίτη μέρα του φεστιβάλ θα διαβάσετε δύο κείμενα! Όρεξη να έχουμε να γράφουμε και όρεξη να έχετε να διαβάζετε!
Η ταινία «Το ξύπνημα της άνοιξης» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη (Ελληνικές Ταινίες) ήταν μία από τις πλέον αναμενόμενες στο εφετινό φεστιβάλ. Ο πλέον κινηματογραφικός από τους σκηνοθέτες μας, μετά την ταλαιπωρία του «Άνθρωπος στη θάλασσα», φάνταζε έτοιμος να επιστρέψει με ένα πρότζεκτ που θα τον επανέφερε πάλι στην κορυφή των ενεργεία Ελλήνων σκηνοθετών. Στα χαρτιά, όλα έδειχναν θετικά. Άλλο τα χαρτιά, όμως, κι άλλο η πραγματικότητα.
Η υπόθεση: Πέντε έφηβοι συλλαμβάνονται από την αστυνομία και ανακρίνονται. Η Ιωάννα, ο Αλέξανδρος, ο Χρήστος, ο Ερμίρ και ο μικρότερος όλων, ο Άρης. Πέντε πιτσιρικάδες σε μια φθίνουσα πόλη, όπου τα πάντα καταρρέουν μέσα στην οικονομική και κοινωνική κρίση. They did a very bad thing, που λέει και το τραγούδι. Ποια η μεταξύ τους σχέση; Ποιο το έγκλημά τους; Πώς και γιατί έφτασαν σ' αυτό; Ποιος φταίει; Ποιος λέει την αλήθεια; Και πως αντιμετωπίζουν την κατάσταση οι ευρισκόμενοι σε παντελή άγνοια γονείς τους;
Η άποψή μας: Αν ήθελε να ηθικολογήσει ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης θα μπορούσε πολύ απλά αντί για τους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκι να χρησιμοποιήσει ως αναφορά το πλέον γνωστό έργο του Ρώσου δημιουργού: «Έγκλημα και τιμωρία». Προς τιμήν του, δεν το κάνει. Αυτό, όμως, δεν σώζει την ταινία του από την αποτυχία. Αποτυχία καλλιτεχνική, έτσι, να εξηγηθούμε για να μην παρεξηγηθούμε. Ο Γιάνναρης καταγράφει μια γενιά παιδιών που βιώνει την κρίση στο πετσί της, χωρίς να μπορεί να πει πως έχει γνωρίσει «παλιές, καλές ημέρες». Όλα μαύρα κι άραχλα λοιπόν.
Οπότε, αντίδραση. Ναι, αλλά πως αντιδράμε; Με κλοπές. Με έρωτα. Με ντραγκς. Με καταλήψεις. Με δολοφονίες... Το φάουλ κατά την άποψή μας είναι πως από την εποχή του «Από την άκρη της πόλης» έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια! Κι αν εκεί ένας νέος σκηνοθέτης εδικαιούτο να περιγράφει την κατάσταση «από μέσα», 20 χρόνια μετά το να θεωρεί ότι κάνει το ίδιο κάτι σημαίνει, έτσι; Το ελληνικό «Kids» λοιπόν! Με λίγη πρόκληση εδώ (γλυφομούνια, αυνανισμοί, πούτσοι, τα γνωστά), με μια αισθητική επιλογή που δεν δικαιώνεται πάντα (μιλώ για τα παγωμένα stills), με έξυπνη χρήση της αφήγησης ως υποκειμενικό μέσο που χρησιμοποιείται κατά το δοκούν. Εδώ έχουμε κι έναν όμορφο παραλληλισμό με το ίδιο το σινεμά, έτσι; «Truth is in the eye of the beholder». Μία ιστορία και την ακούμε από πέντε διαφορετικούς αφηγητές. Όλο και κάτι θα αλλάξουν. Όλο και κάτι θα αποκρύψουν. Και ναι, θα πουν ψέματα. Όπως (σ)το σινεμά!
Αυτό ναι, ωραίο, έξυπνο, λειτουργικό: δεν είναι αυτή μία ταινία την οποία θα απορρίψουμε συλλήβδην. Κι εν πάση περιπτώσει, όλα να τα συγχωρήσουμε (αν χρειάζονται συγχώρεση). Αυτό το άθλιο αποτέλεσμα στις ερμηνείες όμως δεν καταπίνεται με τίποτε! Δεν ξέρω αν είναι θέμα μόνον της θεατρικής παιδείας των περισσότερων ηθοποιών μας ή αν αποτελεί αδυναμία του σκηνοθέτη να εκμαιεύσει κινηματογραφικές ερμηνείες, αλλά ήμαρτον! Η πρωταγωνίστρια, η Δάφνη Πατακιά, είναι μια κοπέλα να την πιεις στο ποτήρι. Εντελώς κινηματογραφική φάτσα, αισθαντικό κορμί, ζυμάρι προς πλάσιμο. Ε, καμία ατάκα της, κανένας διάλογος στον οποίο συμμετέχει δεν γίνεται πιστευτός! Καμία κουβέντα που ξεστομίζει ρε παιδάκι μου, τίποτε! Είναι ατρόμητη, εκτίθεται γενναιόδωρα στο φακό αλλά δεν έχει ούτε την σεναριακή ούτε την σκηνοθετική υποστήριξη που απαιτούνταν. Όταν κάποιος ηθοποιός βγάζει κάτι ψεύτικο (άντε, ας το πούμε «θεατρικό») επί της μεγάλης οθόνης, τότε ή δεν πιστεύει αυτά που λέει (του φαίνονται του ιδίου fake) είτε δεν καθοδηγείται κατά πως πρέπει από τον σκηνοθέτη οπότε προκύπτει στόμφος και φάουλ! Και όχι, στη συγκεκριμένη περίπτωση το ναϊφ δεν είναι το ύφος επιλογής. Το ίδιο ισχύει για όλους τους ηθοποιούς, μικρούς και μεγάλους που συμμετέχουν στην ταινία – απλά χρησιμοποιήσαμε την Δάφνη Πατακιά ως πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ωραία τα one liners τύπου «ο Θεός έπλασε τους ανθρώπους, ο Κολτ τους έκανε ίσους» αλλά, κατά πως φαίνεται, η άνοιξη αργεί ακόμα να ξυπνήσει.
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ την Τρίτη 10 Νοεμβρίου στις 17.00, στην αίθουσα Τόνια Μαρκετάκη – έχει διανομή από την Odeon και από όσο γνωρίζουμε θα βγει στις ελληνικές αίθουσες την προσεχή άνοιξη)
Και πάμε στο «Chevalier» της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη (Ελληνικές Ταινίες – Ειδική προβολή). Μια ταινία που το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι το 11ο στο οποίο συμμετέχει ανά τον κόσμο, μετά από εκείνα μεταξύ των άλλων του Λοκάρνο, του Αμβούργου, του Σαράγιεβο και του Λονδίνου (το BFI) - στο τελευταίο τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης ταινίας στο διαγωνιστικό τμήμα. Και αφού είδαμε και το σήμα της Match Factory στους τίτλους της αρχής, η ταινία πέρα από τη χώρα μας και στα φεστιβάλ που έλαβε μέρος, θα έχει εμπορική διανομή και στο εξωτερικό.
Η υπόθεση: Χειμώνας. Έξι άντρες βρίσκονται σε ρώτα επιστροφης μετά από χειμερινή εκδρομή ψαρέματος σ’ ένα πολυτελές γιοτ. Όταν μια μηχανική βλάβη τους εγκλωβίζει στο σκάφος, κάπου στον Σαρωνικό, κοντά σε ένα ανολοκλήρωτο ξενοδοχείο, ψάχνουν τρόπο να σκοτώσουν την ώρα τους μέχρι να αποκατασταθεί το πρόβλημα. Εντέλει, συμφωνούν όλοι να συμμετάσχουν σε ένα αυτοσχέδιο παιχνίδι που ονομάζεται «Chevalier». Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού οι πάντες θα βαθμολογούν τους πάντες. Θα γίνονται συγκρίσεις. Θα γίνονται μετρήσεις. Και στο τέλος ο νικητής θα κερδίσει ένα δαχτυλίδι chevalier και θα αναδειχθεί ο καλύτερος ανάμεσα στους άντρες. Το παιχνίδι είναι διασκεδαστικό είναι όμως και βαθιά ανταγωνιστικό. Κανείς δεν θα κατέβει από το σκάφος αν δεν ανακηρυχτεί ο νικητής.
Η άποψή μας: Είμαστε από εκείνους που δεν ενθουσιάστηκαν (για να μην γράψουμε κάτι περισσότερο γαργαλιστικό) από τη βραβευμένη στη Βενετία προηγούμενη ταινία της Τσαγγάρη, το «Attenberg». Οπότε προσεγγίσαμε τούτη την ταινία με μια επιφύλαξη. Ευτυχώς, διαψευστήκαμε: τούτη η ταινία είναι σπουδαία! Και ως κωμωδία να την πάρει κανείς, καλά θα περάσει. Κι αν θέλει να την ψάξει σε βαθύτερα επίπεδα δεν θα μείνει ανικανοποίητος. Η βασική σεναριακή ιδέα είναι λίγων μόλις γραμμών: οι σχέσεις των ανδρών είναι ένα παιχνίδι. Οι άντρες είναι ανταγωνιστικοί. Κανένας δεν θέλει να χάσει στο παιχνίδι. Όλοι θέλουν να βγουν νικητές. Προπονούνται γι' αυτό. Χρησιμοποιούν τις γνώσεις τους γι' αυτό. Λένε ψέματα γι' αυτό. Ματώνουν γι' αυτό.
Το σενάριο που συνέγραψαν η Τσαγγάρη μαζί με τον Έλληνα Τσάρλι Κάουφμαν, Ευθύμη Φιλίππου, θα μπορούσε να γίνει ένας πρώτης τάξεων θεατρικό. Η Τσαγγάρη, όμως, κάνει μια εντελώς κινηματογραφική ταινία κρύβοντας τα θεατρικά πατήματα του σεναρίου. Και το κάνει αυτό τόσο έχοντας βελτιωθεί η ίδια ως κινηματογραφίστρια όσο – κυρίως – εκμαιεύοντας κινηματογραφικές ερμηνείες (εν αντιθέσει με τον Γιάνναρη) από το σύνολο του καστ της. Και ναι, δεν με ενδιαφέρει πόσες δεκάδες λήψεις χρειάστηκαν ενδεχομένως για να πει ο σταρ της ταινίας, ο Σάκης Ρουβάς, τα λόγια του, αλλά τις λέει σωστά κι έχοντας τη σωστή έκφραση στο πρόσωπο, το σωστό βλέμμα, τη σωστή στάση σώματος. Μεγάλη χαρά να βλέπεις τον Γιώργο Κέντρο ξανά σε κινηματογραφική ταινία, ο Μουρίκης είναι σταθερή αξία, ο Πυρπασόπουλος το ίδιο, ο Πάνος Κορώνης επίσης (είχαν παίξει το ανδρόγυνο με την Τσαγγάρη στο «Πριν τα μεσάνυχτα» του Λινκλέιτερ) κι εκείνος που κλέβει την παράσταση με άνεση είναι ο Μάκης Παπαδημητρίου.
Αν δεν πιστέψεις τους ηθοποιούς δεν μπορείς να πιστέψεις την ταινία, κι εδώ τους ηθοποιούς τους πιστεύεις. Τώρα, σε ότι αφορά την επανάληψη: κάποιος θα μπορούσε να πει πως από ένα σημείο και μετά παρακολουθούμε παραλλαγές στο ίδιο θέμα. Επεισόδια ανταγωνισμών στο επίπεδο ανεκδότων. Κι όμως, δεν είναι έτσι. Γιατί ο Φιλίππου κάθε φορά πάει κι ένα βήμα παραπάνω. Κι εν πάση περιπτώσει κάθε φορά που ένας νέος αγώνας εμφανίζεται, μια καινούργια δοκιμασία τίθεται σε ισχύ, μια ακόμα σύγκριση, υπάρχει παράλληλα και κλιμάκωση των δρώμενων. Οι άντρες από αρχαιοτάτων χρόνων τσεκάρουν μεταξύ τους «ποιος την έχει πιο μεγάλη». Έτσι, για την πλάκα. Έτσι, για την κυριαρχία. Και οι άνθρωποι κατ' επέκταση, γιατί μας αρέσουν οι επεκτάσεις. Η άρχουσα τάξη θα παίξει το παιχνίδι, φιλίες θα ακυρωθούν, αλήθειες θα ξεστομιστούν, ποταπά μέσα θα χρησιμοποιηθούν αλλά από τη στιγμή που θα στεφθεί ο νικητής (πολύ έξυπνα η Τσαγγάρη δεν μας αποκαλύπτει τον νικητή - εξάλλου δεν έχει σημασία, σωστά;) η ζωή θα συνεχιστεί και τα μέλη της άρχουσας τάξης θα συνεχίσουν να είναι συνολικά κυρίαρχα. Την ίδια ώρα, τα χαμηλότερα στρώματα, ο μάγειρας, ο θαλαμηπόλος, θα αντιγράψουν τα παιχνίδια των αφεντικών τους. Και θα φαγωθούν μεταξύ τους, με έπαθλο όχι ένα δαχτυλίδι chevalier αλλά να παραμείνουν για πάντα στη θέση τους, δούλοι.
Εντάξει, το χόντρυνα και είπαμε, η ταινία προσφέρει άφθονο γέλιο. Από την αφίσα με το τιμόνι του γιοτ που είναι φτιαγμένο από πέη, μέχρι τη σκηνή πριν ξεκινήσει το παιχνίδι chevalier, με τον ανανά (που θα μπορούσε κανείς με ζωηρή φαντασία να το συγκρίνει με τη σκηνή με τον Mr. Pink από το «Reservoir Dogs») έως την πιο τρελή τελετή αδελφοποίησης με αίμα που έχετε παρακολουθήσει ποτέ, τούτη η ταινία είναι – το επαναλαμβάνουμε – απολαυστική. Κι αν κάποιες ρουβίτσες απογοητευτούν, αφού μπορεί όλο αυτό να τους φανεί πολύ weird, εντούτοις μιλάμε για μια από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες της χρονιάς.
(η ταινία προβάλλεται στο φεστιβάλ την Τρίτη 10 Νοεμβρίου στις 20.30, στην αίθουσα Ολύμπιον και την Τετάρτη 11 Νοεμβρίου στις 17.15 στην αίθουσα Τόνια Μαρκετάκη – έχει διανομή από την Feelgood Entertainment και θα βγει στις ελληνικές αίθουσες στις 26 Νοεμβρίου)
Η υπόθεση: Πέντε έφηβοι συλλαμβάνονται από την αστυνομία και ανακρίνονται. Η Ιωάννα, ο Αλέξανδρος, ο Χρήστος, ο Ερμίρ και ο μικρότερος όλων, ο Άρης. Πέντε πιτσιρικάδες σε μια φθίνουσα πόλη, όπου τα πάντα καταρρέουν μέσα στην οικονομική και κοινωνική κρίση. They did a very bad thing, που λέει και το τραγούδι. Ποια η μεταξύ τους σχέση; Ποιο το έγκλημά τους; Πώς και γιατί έφτασαν σ' αυτό; Ποιος φταίει; Ποιος λέει την αλήθεια; Και πως αντιμετωπίζουν την κατάσταση οι ευρισκόμενοι σε παντελή άγνοια γονείς τους;
Η άποψή μας: Αν ήθελε να ηθικολογήσει ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης θα μπορούσε πολύ απλά αντί για τους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκι να χρησιμοποιήσει ως αναφορά το πλέον γνωστό έργο του Ρώσου δημιουργού: «Έγκλημα και τιμωρία». Προς τιμήν του, δεν το κάνει. Αυτό, όμως, δεν σώζει την ταινία του από την αποτυχία. Αποτυχία καλλιτεχνική, έτσι, να εξηγηθούμε για να μην παρεξηγηθούμε. Ο Γιάνναρης καταγράφει μια γενιά παιδιών που βιώνει την κρίση στο πετσί της, χωρίς να μπορεί να πει πως έχει γνωρίσει «παλιές, καλές ημέρες». Όλα μαύρα κι άραχλα λοιπόν.
Οπότε, αντίδραση. Ναι, αλλά πως αντιδράμε; Με κλοπές. Με έρωτα. Με ντραγκς. Με καταλήψεις. Με δολοφονίες... Το φάουλ κατά την άποψή μας είναι πως από την εποχή του «Από την άκρη της πόλης» έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια! Κι αν εκεί ένας νέος σκηνοθέτης εδικαιούτο να περιγράφει την κατάσταση «από μέσα», 20 χρόνια μετά το να θεωρεί ότι κάνει το ίδιο κάτι σημαίνει, έτσι; Το ελληνικό «Kids» λοιπόν! Με λίγη πρόκληση εδώ (γλυφομούνια, αυνανισμοί, πούτσοι, τα γνωστά), με μια αισθητική επιλογή που δεν δικαιώνεται πάντα (μιλώ για τα παγωμένα stills), με έξυπνη χρήση της αφήγησης ως υποκειμενικό μέσο που χρησιμοποιείται κατά το δοκούν. Εδώ έχουμε κι έναν όμορφο παραλληλισμό με το ίδιο το σινεμά, έτσι; «Truth is in the eye of the beholder». Μία ιστορία και την ακούμε από πέντε διαφορετικούς αφηγητές. Όλο και κάτι θα αλλάξουν. Όλο και κάτι θα αποκρύψουν. Και ναι, θα πουν ψέματα. Όπως (σ)το σινεμά!
Αυτό ναι, ωραίο, έξυπνο, λειτουργικό: δεν είναι αυτή μία ταινία την οποία θα απορρίψουμε συλλήβδην. Κι εν πάση περιπτώσει, όλα να τα συγχωρήσουμε (αν χρειάζονται συγχώρεση). Αυτό το άθλιο αποτέλεσμα στις ερμηνείες όμως δεν καταπίνεται με τίποτε! Δεν ξέρω αν είναι θέμα μόνον της θεατρικής παιδείας των περισσότερων ηθοποιών μας ή αν αποτελεί αδυναμία του σκηνοθέτη να εκμαιεύσει κινηματογραφικές ερμηνείες, αλλά ήμαρτον! Η πρωταγωνίστρια, η Δάφνη Πατακιά, είναι μια κοπέλα να την πιεις στο ποτήρι. Εντελώς κινηματογραφική φάτσα, αισθαντικό κορμί, ζυμάρι προς πλάσιμο. Ε, καμία ατάκα της, κανένας διάλογος στον οποίο συμμετέχει δεν γίνεται πιστευτός! Καμία κουβέντα που ξεστομίζει ρε παιδάκι μου, τίποτε! Είναι ατρόμητη, εκτίθεται γενναιόδωρα στο φακό αλλά δεν έχει ούτε την σεναριακή ούτε την σκηνοθετική υποστήριξη που απαιτούνταν. Όταν κάποιος ηθοποιός βγάζει κάτι ψεύτικο (άντε, ας το πούμε «θεατρικό») επί της μεγάλης οθόνης, τότε ή δεν πιστεύει αυτά που λέει (του φαίνονται του ιδίου fake) είτε δεν καθοδηγείται κατά πως πρέπει από τον σκηνοθέτη οπότε προκύπτει στόμφος και φάουλ! Και όχι, στη συγκεκριμένη περίπτωση το ναϊφ δεν είναι το ύφος επιλογής. Το ίδιο ισχύει για όλους τους ηθοποιούς, μικρούς και μεγάλους που συμμετέχουν στην ταινία – απλά χρησιμοποιήσαμε την Δάφνη Πατακιά ως πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ωραία τα one liners τύπου «ο Θεός έπλασε τους ανθρώπους, ο Κολτ τους έκανε ίσους» αλλά, κατά πως φαίνεται, η άνοιξη αργεί ακόμα να ξυπνήσει.
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της στο φεστιβάλ την Τρίτη 10 Νοεμβρίου στις 17.00, στην αίθουσα Τόνια Μαρκετάκη – έχει διανομή από την Odeon και από όσο γνωρίζουμε θα βγει στις ελληνικές αίθουσες την προσεχή άνοιξη)
Και πάμε στο «Chevalier» της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη (Ελληνικές Ταινίες – Ειδική προβολή). Μια ταινία που το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι το 11ο στο οποίο συμμετέχει ανά τον κόσμο, μετά από εκείνα μεταξύ των άλλων του Λοκάρνο, του Αμβούργου, του Σαράγιεβο και του Λονδίνου (το BFI) - στο τελευταίο τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης ταινίας στο διαγωνιστικό τμήμα. Και αφού είδαμε και το σήμα της Match Factory στους τίτλους της αρχής, η ταινία πέρα από τη χώρα μας και στα φεστιβάλ που έλαβε μέρος, θα έχει εμπορική διανομή και στο εξωτερικό.
Η υπόθεση: Χειμώνας. Έξι άντρες βρίσκονται σε ρώτα επιστροφης μετά από χειμερινή εκδρομή ψαρέματος σ’ ένα πολυτελές γιοτ. Όταν μια μηχανική βλάβη τους εγκλωβίζει στο σκάφος, κάπου στον Σαρωνικό, κοντά σε ένα ανολοκλήρωτο ξενοδοχείο, ψάχνουν τρόπο να σκοτώσουν την ώρα τους μέχρι να αποκατασταθεί το πρόβλημα. Εντέλει, συμφωνούν όλοι να συμμετάσχουν σε ένα αυτοσχέδιο παιχνίδι που ονομάζεται «Chevalier». Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού οι πάντες θα βαθμολογούν τους πάντες. Θα γίνονται συγκρίσεις. Θα γίνονται μετρήσεις. Και στο τέλος ο νικητής θα κερδίσει ένα δαχτυλίδι chevalier και θα αναδειχθεί ο καλύτερος ανάμεσα στους άντρες. Το παιχνίδι είναι διασκεδαστικό είναι όμως και βαθιά ανταγωνιστικό. Κανείς δεν θα κατέβει από το σκάφος αν δεν ανακηρυχτεί ο νικητής.
Η άποψή μας: Είμαστε από εκείνους που δεν ενθουσιάστηκαν (για να μην γράψουμε κάτι περισσότερο γαργαλιστικό) από τη βραβευμένη στη Βενετία προηγούμενη ταινία της Τσαγγάρη, το «Attenberg». Οπότε προσεγγίσαμε τούτη την ταινία με μια επιφύλαξη. Ευτυχώς, διαψευστήκαμε: τούτη η ταινία είναι σπουδαία! Και ως κωμωδία να την πάρει κανείς, καλά θα περάσει. Κι αν θέλει να την ψάξει σε βαθύτερα επίπεδα δεν θα μείνει ανικανοποίητος. Η βασική σεναριακή ιδέα είναι λίγων μόλις γραμμών: οι σχέσεις των ανδρών είναι ένα παιχνίδι. Οι άντρες είναι ανταγωνιστικοί. Κανένας δεν θέλει να χάσει στο παιχνίδι. Όλοι θέλουν να βγουν νικητές. Προπονούνται γι' αυτό. Χρησιμοποιούν τις γνώσεις τους γι' αυτό. Λένε ψέματα γι' αυτό. Ματώνουν γι' αυτό.
Το σενάριο που συνέγραψαν η Τσαγγάρη μαζί με τον Έλληνα Τσάρλι Κάουφμαν, Ευθύμη Φιλίππου, θα μπορούσε να γίνει ένας πρώτης τάξεων θεατρικό. Η Τσαγγάρη, όμως, κάνει μια εντελώς κινηματογραφική ταινία κρύβοντας τα θεατρικά πατήματα του σεναρίου. Και το κάνει αυτό τόσο έχοντας βελτιωθεί η ίδια ως κινηματογραφίστρια όσο – κυρίως – εκμαιεύοντας κινηματογραφικές ερμηνείες (εν αντιθέσει με τον Γιάνναρη) από το σύνολο του καστ της. Και ναι, δεν με ενδιαφέρει πόσες δεκάδες λήψεις χρειάστηκαν ενδεχομένως για να πει ο σταρ της ταινίας, ο Σάκης Ρουβάς, τα λόγια του, αλλά τις λέει σωστά κι έχοντας τη σωστή έκφραση στο πρόσωπο, το σωστό βλέμμα, τη σωστή στάση σώματος. Μεγάλη χαρά να βλέπεις τον Γιώργο Κέντρο ξανά σε κινηματογραφική ταινία, ο Μουρίκης είναι σταθερή αξία, ο Πυρπασόπουλος το ίδιο, ο Πάνος Κορώνης επίσης (είχαν παίξει το ανδρόγυνο με την Τσαγγάρη στο «Πριν τα μεσάνυχτα» του Λινκλέιτερ) κι εκείνος που κλέβει την παράσταση με άνεση είναι ο Μάκης Παπαδημητρίου.
Αν δεν πιστέψεις τους ηθοποιούς δεν μπορείς να πιστέψεις την ταινία, κι εδώ τους ηθοποιούς τους πιστεύεις. Τώρα, σε ότι αφορά την επανάληψη: κάποιος θα μπορούσε να πει πως από ένα σημείο και μετά παρακολουθούμε παραλλαγές στο ίδιο θέμα. Επεισόδια ανταγωνισμών στο επίπεδο ανεκδότων. Κι όμως, δεν είναι έτσι. Γιατί ο Φιλίππου κάθε φορά πάει κι ένα βήμα παραπάνω. Κι εν πάση περιπτώσει κάθε φορά που ένας νέος αγώνας εμφανίζεται, μια καινούργια δοκιμασία τίθεται σε ισχύ, μια ακόμα σύγκριση, υπάρχει παράλληλα και κλιμάκωση των δρώμενων. Οι άντρες από αρχαιοτάτων χρόνων τσεκάρουν μεταξύ τους «ποιος την έχει πιο μεγάλη». Έτσι, για την πλάκα. Έτσι, για την κυριαρχία. Και οι άνθρωποι κατ' επέκταση, γιατί μας αρέσουν οι επεκτάσεις. Η άρχουσα τάξη θα παίξει το παιχνίδι, φιλίες θα ακυρωθούν, αλήθειες θα ξεστομιστούν, ποταπά μέσα θα χρησιμοποιηθούν αλλά από τη στιγμή που θα στεφθεί ο νικητής (πολύ έξυπνα η Τσαγγάρη δεν μας αποκαλύπτει τον νικητή - εξάλλου δεν έχει σημασία, σωστά;) η ζωή θα συνεχιστεί και τα μέλη της άρχουσας τάξης θα συνεχίσουν να είναι συνολικά κυρίαρχα. Την ίδια ώρα, τα χαμηλότερα στρώματα, ο μάγειρας, ο θαλαμηπόλος, θα αντιγράψουν τα παιχνίδια των αφεντικών τους. Και θα φαγωθούν μεταξύ τους, με έπαθλο όχι ένα δαχτυλίδι chevalier αλλά να παραμείνουν για πάντα στη θέση τους, δούλοι.
Εντάξει, το χόντρυνα και είπαμε, η ταινία προσφέρει άφθονο γέλιο. Από την αφίσα με το τιμόνι του γιοτ που είναι φτιαγμένο από πέη, μέχρι τη σκηνή πριν ξεκινήσει το παιχνίδι chevalier, με τον ανανά (που θα μπορούσε κανείς με ζωηρή φαντασία να το συγκρίνει με τη σκηνή με τον Mr. Pink από το «Reservoir Dogs») έως την πιο τρελή τελετή αδελφοποίησης με αίμα που έχετε παρακολουθήσει ποτέ, τούτη η ταινία είναι – το επαναλαμβάνουμε – απολαυστική. Κι αν κάποιες ρουβίτσες απογοητευτούν, αφού μπορεί όλο αυτό να τους φανεί πολύ weird, εντούτοις μιλάμε για μια από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες της χρονιάς.
(η ταινία προβάλλεται στο φεστιβάλ την Τρίτη 10 Νοεμβρίου στις 20.30, στην αίθουσα Ολύμπιον και την Τετάρτη 11 Νοεμβρίου στις 17.15 στην αίθουσα Τόνια Μαρκετάκη – έχει διανομή από την Feelgood Entertainment και θα βγει στις ελληνικές αίθουσες στις 26 Νοεμβρίου)
Θοδωρής Γιαχουστίδης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική