του Robert Zemeckis. Με τους Joseph Gordon-Levitt, Ben Kingsley, Charlotte Le Bon, James Badge Dale, Ben Schwartz, Steve Valentine
Κι αν μας αντέξει το σκοινί...
του zerVo (@moviesltd)
Ένα απλό ξημέρωμα Αυγουστιάτικης Τετάρτης ήταν. Η πόλη που ποτέ δεν κοιμάται για μια ακόμη φορά ήταν πανέτοιμη να υποδεχτεί τον καυτό ήλιο στις ράχες της, ξεκινώντας από το μηδέν να μετρά το καινούργιο της 24ωρο. Η ρουτίνα θα έλεγε ξανά την καλημέρα της στους πολίτες - μυρμήγκια, στέλνοντας τον καθένα τους στην επιστασία του, σκυθρωπά όπως συνηθίζεται παντού στον κόσμο και με την βιασύνη μόνιμο σύντροφο, μην τυχόν και δεν προληφθεί το κτύπημα του εργασιακού σήμαντρου. Με τα βλέμματα καρφωμένα στο καλντερίμι, και με το χρόνο να τους κυνηγά, ελάχιστοι πρέπει να αντιλήφθηκαν πως κάποιες εκατοντάδες μέτρα πάνω από τα κεφάλια τους, ένας όμοιος τους φαινομενικά, μα τόσο ξεχωριστός και ικανός, θα έκανε το μεγαλεπήβολο όνειρο μιας ολάκερης ζωής πραγματικότητα...
Από πιτσιρίκος, όταν και παρακολούθησε για πρώτη φορά στο μικρό επαρχιακό τσίρκο της πόλης του, το ριψοκίνδυνο πρόγραμμα των Εναέριων Διαβόλων, ο Γάλλος Φιλίπ Πετί, ήξερε πολύ καλά ποιον δρόμο θα ακολουθούσε στην πορεία του. Εκείνον που θα οριζόταν από δύο στέρεους στύλους, που στα πλευρά τους θα είχε την δυνατότητα να δέσει ένα μακρύ τεντωμένο κορδόνι, πάνω στο οποίο θα εξασκούσε και θα τελειοποιούσε την τεχνική της ισορροπίας. Βλέψεις καλλιτεχνικές, που ποτέ δεν ικανοποίησαν την απαιτητική του φαμίλια, με συνέπεια γρήγορα να την εγκαταλείψει, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον στην πρωτεύουσα, παλεύοντας σαν αρτίστας του δρόμου για τον πενιχρό επιούσιο. Τα δέντρα που θα βαστούσαν το όραμα του έγιναν στύλοι και οι στύλοι κολώνες, μέχρι την ημέρα που το σκοινί του έδεσε στους πυλώνες της Νοτραντάμ, ένα διάβα παράτολμο, όσο και παράνομο, που θα τον κάνει ξακουστό σε όλο το Παρίσι. Η ματιά του φιλόδοξου Φιλίπ, πάντα κοίταζε ψηλότερα όμως, εκεί που το ανθρώπινο χέρι αγγίζει τα ουράνια...
Είναι Άνοιξη του 1974 και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, στην Νέα Υόρκη, μόλις άνοιξε τις πύλες του το εμβληματικό δίδυμο ουρανοξυστών του Παγκοσμίου Κέντρου Εμπορίου, που στο γιγάντιο αντίκρυσμα των 110 ορόφων του ο διαχυτικός Φραντσέζος δεν θα μπορέσει να αντισταθεί. Επόμενος στόχος το περπάτημα από την στέγη του ενός Πύργου, στον άλλο. Πενήντα μέτρα μήκος πορεία, με το κενό να απλώνεται από κάτω της απειλητικά φονικό. Οι προετοιμασίες για το απίθανο σε σύλληψη κόλπο, που πρέπει οπωσδήποτε να μην γίνει αντιληπτό από τις αστυνομικές αρχές και την ασφάλεια του κτιρίου, θα κρατήσουν μερικούς μήνες, μέχρι την στιγμή που ο ισορροπιστής θα πατήσει ολομόναχος πάνω στο συρματόσκοινο. Είναι 7 η ώρα το πρωί της 7ης Αυγούστου. Ο 25χρονος Φιλίπ Πετί είναι σίγουρος πως σε λίγο θα πραγματοποιήσει την ομορφότερη βόλτα της ζωής του.
Την απάντηση για το πως στάθηκε με τόση ψυχραιμία, ακέραιος απέναντι στον θάνατο, την δίνει ο ίδιος ο ήρως στην αφήγηση του: "Δεν υπάρχει ίχνος φόβου, στιγμή ανησυχίας, πόντος τρόμου ή έννοιας θανάτου. Εκεί πάνω, στην κορφή των Twin Towers, στα 1500 πόδια από την γη, ξεκινάει η πραγματική ζωή." Λόγια που για πρώτη φορά οι σινεφίλ τα διάβασαν στα χείλη του παράτολμου Γάλλου κατ ιδίαν, στο οσκαρικό ντοκιμαντέρ Man On Wire του James Marsh, που κόβοντας ανάσες σε όσους το παρακολούθησαν το 2008, έδωσε το έναυσμα σε έναν από τους σημαντικότερους κινημαγραφικούς παραμυθάδες της εποχής μας για να μετατρέψει την τεκμηρίωση σε μυθοπλασία. Και κάτι τέτοιο, μόνο σε πιασάρικα χέρια όπως του Robert Zemeckis, θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα.
Σε αντίθεση με το ντόκου, που μόνο μια χούφτα ασπρόμαυρων φωτογραφιών ενίσχυσε τις μαρτυρίες των συμμετεχόντων στο σούπερ ρίσκο, εδώ ο σινεμάς των ειδικών εφέ και των κτισμένων στους πανίσχυρους ηλεκτρονικούς υπολογιστές σκηνικών, πετυχαίνει να δώσει μια εντελώς διαφορετική διάσταση του τι ακριβώς συνέβη εκείνη την ημέρα στο χώρισμα των σκεπών των (μακαρίτιδων πια) Διδύμων. Δυνατότητες που λύνουν τα χέρια στον δημιουργό, αφού πρώτα ζωγράφισε κατ εικόνα και καθ ομοίωση τους πύργους, να απαθανατίσει το συμβάν - αλλά και την φουλ αγωνιώδη προγενέστερη διαδικασία του - σαν ακριβώς να συντρόφευε ένας drone, ολόκληρο το οκτάκις πέρα δώθε του ατρόμητου κοκκινομάλλη. Η έκφραση εντυπωσιακό, για το τελικό αποτέλεσμα, είναι υπερβολικά λίγη για να αποτυπώσει την αλήθεια, με τον ίλιγγο να ζορίζει δεδομένα τους υψοφοβικούς, ειδικότερα αν κάνουν την επιλογή της 3D αναπαραγωγής και νιώσουν κυριολεκτικά το έδαφος να χάνεται κάτω από το κάθισμα τους.
Σεναριακά ο πολυβραβευμένος μαέστρος, επέλεξε να ακολουθήσει την διαδρομή που όρισε το ίδιο το προ οκταετίας πρωτότυπο, χρησιμοποιώντας σαν εξιστορητή τον ίδιο τον ήρωα του, τοποθετημένο πάνω στις φλόγες της Liberty, μια μέθοδος γνώριμη για εκείνον από τον καιρό του Forrest Gump, αν κι εδώ εκ πρώτης όψης δεν ταιριάζει απόλυτα με το ύφος θρίλερ. Στοιχείο που πέραν κάποιων λίγων ιλιγγιωδών σεκάνς, απουσιάζει αισθητά, μιας κι έχει προτιμηθεί μια πιο ανάλαφρη, γλαφυρή και χιουμοριστική προσέγγιση. Στο στυλ επακριβώς του ορίτζιναλ Πετί, που όσοι τον θυμούνται στο ντοκιμαντέρ, σίγουρα θα εντυπωσιάστηκαν από το απίθανα ανεκδοτικό τέμπο που χρησιμοποίησε για να μας γνωστοποιήσει τον (τόσο απλοϊκό και φυσιολογικό κατ εκείνον) άθλο του.
Με πολύ λίγες εξωτερικές ομοιότητες, που περιορίζονται στην ιδιαίτερη κώμη του σκοινοβάτη, ο Joseph Gordon Levitt, προσθέτει μια εντέλει ικανοποιητική ερμηνεία στην μακρά αλυσίδα των εμφανίσεων του στο εκράν. Το εντέλει πιότερο έχει να κάνει με τις αμίλητες στιγμές του τελευταίου ημιώρου, πάνω στο σύρμα, αφού η επιμονή στην αγγλική λαλιά, με το έντονο γαλλικό αξάν, δεν κρίνεται και τόσο πετυχημένη. Αγγλοφωνία που κυριάρχησε και στο σύνολο των χαρακτήρων που περιστοίχισαν τον βασικό, αναίτια θα έλεγα, αν και θα προτιμούσα στο φινάλε να επιλεγεί όποια γλώσσα ήθελε η παραγωγή, αρκεί ο περίγυρος του Πετί, να τονιζόταν κομματάκι παραπάνω και όχι απλά να εμφανίζεται ως ο βαστάζος που του μετέφερε τα σύνεργα στον ουρανό. Η θηλυκή ύπαρξη του στόρι δε - η Le Bon του A Hundred Foot Journey, είναι τόσο αδιάφορη και αόρατη, που ο χωρισμός του The End μάλλον δεν φορτίζει συγκινησιακά κανέναν.
Για πες: Πέρα από το δέος που προκαλεί η ολοζώντανη ετούτη αναπαράσταση στο The Walk και εκτός από τους επιδερμικούς συμβολισμούς του περπατήματος πάνω στα σύμβολα της παγκόσμιας κυριαρχίας, είναι δεδομένη η νοσταλγία που νιώθει κανείς αντιμετωπίζοντας ξανά ετούτα εδώ τα δύο μεγαθήρια, που τσακίστηκαν μονομιάς σαν τραπουλόχαρτα, την ημέρα που άλλαξε ο ρους της ιστορίας του κόσμου μας. Και που μόνο αν είχες την τύχη να τα αντικρίσεις καμαρωτά όσο ζούσαν, μπορείς να αντιληφθείς το μέγεθος της ανθρώπινης φιλοδοξίας για ακόμη ψηλότερα, το τι ακριβώς πέτυχε εκείνο το πρωινό ένας απλός άνθρωπος με ιδιαίτερες ικανότητες, αλλά και το τι κατόρθωσε να γκρεμίσει μέσα σε ελάχιστες στιγμές, το μεγαλύτερο από τα δεινά που βιώνει η ανθρωπότητα, ο πόλεμος.
Είναι Άνοιξη του 1974 και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, στην Νέα Υόρκη, μόλις άνοιξε τις πύλες του το εμβληματικό δίδυμο ουρανοξυστών του Παγκοσμίου Κέντρου Εμπορίου, που στο γιγάντιο αντίκρυσμα των 110 ορόφων του ο διαχυτικός Φραντσέζος δεν θα μπορέσει να αντισταθεί. Επόμενος στόχος το περπάτημα από την στέγη του ενός Πύργου, στον άλλο. Πενήντα μέτρα μήκος πορεία, με το κενό να απλώνεται από κάτω της απειλητικά φονικό. Οι προετοιμασίες για το απίθανο σε σύλληψη κόλπο, που πρέπει οπωσδήποτε να μην γίνει αντιληπτό από τις αστυνομικές αρχές και την ασφάλεια του κτιρίου, θα κρατήσουν μερικούς μήνες, μέχρι την στιγμή που ο ισορροπιστής θα πατήσει ολομόναχος πάνω στο συρματόσκοινο. Είναι 7 η ώρα το πρωί της 7ης Αυγούστου. Ο 25χρονος Φιλίπ Πετί είναι σίγουρος πως σε λίγο θα πραγματοποιήσει την ομορφότερη βόλτα της ζωής του.
Την απάντηση για το πως στάθηκε με τόση ψυχραιμία, ακέραιος απέναντι στον θάνατο, την δίνει ο ίδιος ο ήρως στην αφήγηση του: "Δεν υπάρχει ίχνος φόβου, στιγμή ανησυχίας, πόντος τρόμου ή έννοιας θανάτου. Εκεί πάνω, στην κορφή των Twin Towers, στα 1500 πόδια από την γη, ξεκινάει η πραγματική ζωή." Λόγια που για πρώτη φορά οι σινεφίλ τα διάβασαν στα χείλη του παράτολμου Γάλλου κατ ιδίαν, στο οσκαρικό ντοκιμαντέρ Man On Wire του James Marsh, που κόβοντας ανάσες σε όσους το παρακολούθησαν το 2008, έδωσε το έναυσμα σε έναν από τους σημαντικότερους κινημαγραφικούς παραμυθάδες της εποχής μας για να μετατρέψει την τεκμηρίωση σε μυθοπλασία. Και κάτι τέτοιο, μόνο σε πιασάρικα χέρια όπως του Robert Zemeckis, θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα.
Σε αντίθεση με το ντόκου, που μόνο μια χούφτα ασπρόμαυρων φωτογραφιών ενίσχυσε τις μαρτυρίες των συμμετεχόντων στο σούπερ ρίσκο, εδώ ο σινεμάς των ειδικών εφέ και των κτισμένων στους πανίσχυρους ηλεκτρονικούς υπολογιστές σκηνικών, πετυχαίνει να δώσει μια εντελώς διαφορετική διάσταση του τι ακριβώς συνέβη εκείνη την ημέρα στο χώρισμα των σκεπών των (μακαρίτιδων πια) Διδύμων. Δυνατότητες που λύνουν τα χέρια στον δημιουργό, αφού πρώτα ζωγράφισε κατ εικόνα και καθ ομοίωση τους πύργους, να απαθανατίσει το συμβάν - αλλά και την φουλ αγωνιώδη προγενέστερη διαδικασία του - σαν ακριβώς να συντρόφευε ένας drone, ολόκληρο το οκτάκις πέρα δώθε του ατρόμητου κοκκινομάλλη. Η έκφραση εντυπωσιακό, για το τελικό αποτέλεσμα, είναι υπερβολικά λίγη για να αποτυπώσει την αλήθεια, με τον ίλιγγο να ζορίζει δεδομένα τους υψοφοβικούς, ειδικότερα αν κάνουν την επιλογή της 3D αναπαραγωγής και νιώσουν κυριολεκτικά το έδαφος να χάνεται κάτω από το κάθισμα τους.
Σεναριακά ο πολυβραβευμένος μαέστρος, επέλεξε να ακολουθήσει την διαδρομή που όρισε το ίδιο το προ οκταετίας πρωτότυπο, χρησιμοποιώντας σαν εξιστορητή τον ίδιο τον ήρωα του, τοποθετημένο πάνω στις φλόγες της Liberty, μια μέθοδος γνώριμη για εκείνον από τον καιρό του Forrest Gump, αν κι εδώ εκ πρώτης όψης δεν ταιριάζει απόλυτα με το ύφος θρίλερ. Στοιχείο που πέραν κάποιων λίγων ιλιγγιωδών σεκάνς, απουσιάζει αισθητά, μιας κι έχει προτιμηθεί μια πιο ανάλαφρη, γλαφυρή και χιουμοριστική προσέγγιση. Στο στυλ επακριβώς του ορίτζιναλ Πετί, που όσοι τον θυμούνται στο ντοκιμαντέρ, σίγουρα θα εντυπωσιάστηκαν από το απίθανα ανεκδοτικό τέμπο που χρησιμοποίησε για να μας γνωστοποιήσει τον (τόσο απλοϊκό και φυσιολογικό κατ εκείνον) άθλο του.
Με πολύ λίγες εξωτερικές ομοιότητες, που περιορίζονται στην ιδιαίτερη κώμη του σκοινοβάτη, ο Joseph Gordon Levitt, προσθέτει μια εντέλει ικανοποιητική ερμηνεία στην μακρά αλυσίδα των εμφανίσεων του στο εκράν. Το εντέλει πιότερο έχει να κάνει με τις αμίλητες στιγμές του τελευταίου ημιώρου, πάνω στο σύρμα, αφού η επιμονή στην αγγλική λαλιά, με το έντονο γαλλικό αξάν, δεν κρίνεται και τόσο πετυχημένη. Αγγλοφωνία που κυριάρχησε και στο σύνολο των χαρακτήρων που περιστοίχισαν τον βασικό, αναίτια θα έλεγα, αν και θα προτιμούσα στο φινάλε να επιλεγεί όποια γλώσσα ήθελε η παραγωγή, αρκεί ο περίγυρος του Πετί, να τονιζόταν κομματάκι παραπάνω και όχι απλά να εμφανίζεται ως ο βαστάζος που του μετέφερε τα σύνεργα στον ουρανό. Η θηλυκή ύπαρξη του στόρι δε - η Le Bon του A Hundred Foot Journey, είναι τόσο αδιάφορη και αόρατη, που ο χωρισμός του The End μάλλον δεν φορτίζει συγκινησιακά κανέναν.
Για πες: Πέρα από το δέος που προκαλεί η ολοζώντανη ετούτη αναπαράσταση στο The Walk και εκτός από τους επιδερμικούς συμβολισμούς του περπατήματος πάνω στα σύμβολα της παγκόσμιας κυριαρχίας, είναι δεδομένη η νοσταλγία που νιώθει κανείς αντιμετωπίζοντας ξανά ετούτα εδώ τα δύο μεγαθήρια, που τσακίστηκαν μονομιάς σαν τραπουλόχαρτα, την ημέρα που άλλαξε ο ρους της ιστορίας του κόσμου μας. Και που μόνο αν είχες την τύχη να τα αντικρίσεις καμαρωτά όσο ζούσαν, μπορείς να αντιληφθείς το μέγεθος της ανθρώπινης φιλοδοξίας για ακόμη ψηλότερα, το τι ακριβώς πέτυχε εκείνο το πρωινό ένας απλός άνθρωπος με ιδιαίτερες ικανότητες, αλλά και το τι κατόρθωσε να γκρεμίσει μέσα σε ελάχιστες στιγμές, το μεγαλύτερο από τα δεινά που βιώνει η ανθρωπότητα, ο πόλεμος.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Οκτωβρίου 2015 από την Feelgood
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική