του Φίλιππου Κουτσαφτή.
Οι μελλοθάνατοι, γενικώς, χαιρετούν
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Ποιητική πατριδογνωσία
Ντοκιμαντέρ ρε φίλε. Το πιο δύσκολο κινηματογραφικό είδος για να γράψεις κάτι παραπάνω από ένα σκέτο «μου άρεσε» ή «δεν μου άρεσε». Τα πάντα κρίνονται από δύο βασικότατες παραμέτρους: το ενδιαφέρον του θέματος και την προσέγγιση σε αυτό. Εντάξει, δεν θα υποκριθώ ότι έχω εντρυφήσει στα ντοκιμαντέρ – εν πολλοίς αποτελούν terra incognita για τον γράφοντα – αλλά δύο ονόματα σκηνοθετών που μπορώ να σκεφτώ, οι οποίο κατάφεραν και τα θέματά τους να είναι ενδιαφέροντα και να τα παρουσιάζουν με έναν τρόπο που να κάνει «γκελ» στον θεατή είναι ο Michael Moore από τη μια (προφανής επιλογή...) και ο συγχωρεμένος Michael Glawogger (ψαχτείτε) από την άλλη...
Ο Κουτσαφτής δεν είναι... Michael (!) αλλά χαράζει τον δικό του όμορφο και αναγνωρίσιμο δρόμο στο χώρο. Μετά την πρεμιέρα της ταινίας «Αρκαδία Χαίρε» στο 18o Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, τον περασμένο Μάρτιο, όπου τιμήθηκε με το βραβείο της FIPRESCI (Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου) για την καλύτερη ελληνική ταινία, και την προβολή της στο πλαίσιο του 21ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας - Νύχτες Πρεμιέρας, το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ βγαίνει σε δύο αίθουσες της Αθήνας και σε μία της Θεσσαλονίκης με στόχο να επαναλάβει την απρόσμενη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία της ταινίας «Αγέλαστος πέτρα». Του προηγούμενου μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ του Κουτσαφτή, το οποίο πριν 15 χρόνια κατάφερε να φέρει θεατές στις αίθουσες κι όχι μόνον αυτό, αλλά να τους ευχαριστήσει κιόλας. Τα μάλα.
ΥΓ: Επειδή μιλάμε για ντοκιμαντέρ, δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη «υπόθεση». Τι «υπόθεση» μπορεί να έχει ένα ντοκιμαντέρ; Γι' αυτό επιλέγουμε τη λέξη «θέμα», μιας που ταιριάζει περισσότερο, δεν συμφωνείτε;
Το Θέμα: Το «Αρκαδία Χαίρε» είναι μια περιπλάνηση στο χθες και το σήμερα της Αρκαδίας, ενός τόπου τόσο φορτισμένου με μύθους και αναφορές που μοιάζει να κατοικεί σε ένα πεδίο που δεν ανήκει αποκλειστικά στη σύγχρονη πραγματικότητα. Ενός τόπου που έχει τη δική του ξεχωριστή θέση στον χρόνο και τον χώρο, αλλά και στη συνείδηση αμέτρητων ανθρώπων ανά τους αιώνες, που ονειρεύτηκαν το ιδανικό της ή τα όσα η Αρκαδία συμβολίζει. Και συνεχίζει το δελτίο τύπου: «Φυλακίζοντας στιγμές στην απέραντη γραμμή του χρόνου, αποτυπώνοντας αποσπασματικές εικόνες μιας ένθεης φύσης, συνυφαίνοντας μύθους αλλοτινούς και ιστορικές μαρτυρίες, σταχυολογώντας θραύσματα και ψιθύρους, το κινηματογραφικό βλέμμα επιχειρεί να καταγράψει την ταυτότητα ενός τόπου που συναντά και συναντιέται με τα μεγαλειώδη ερωτήματα της ζωής. Ο ναός της Αλέας Αθηνάς, το τέμενος του Gregory Markopoulos, το αλώνισμα, η περικαλλής Μουχλιώτισσα, ο βυσσινόκηπος, ο νεομάρτυρας Δημήτριος δεν αποτελούν παρά ψηφίδες και θραύσματα αυτού του τόπου, της Τεγέας, που διηγούνται του βίου το πέλαγος. «Αρκαδία χαίρε»: Μια περιπλάνηση σε έναν τόπο που ακόμα και σήμερα τον ακολουθεί ο μύθος μια αινιγματικής επιγραφής. Et in Arcadia ego. Μια συλλογή θραυσμάτων. Ένας χαιρετισμός, σύντομος κι αμφίθυμος, όπως το πέρασμα του δρομέα που διανύει τα μεσάνυχτα τον κάμπο της Τεγέας».
Η άποψή μας: Όσοι έχουν δει την ταινία «Αγέλαστος πέτρα» θα αισθανθούν πολύ άνετα παρακολουθώντας τούτο το φιλμ. Γιατί; Μα γιατί όλα εδώ είναι, πώς να το πω, familiar. Εικόνες σε αλληλουχία, λόγος (από τον ίδιο τον Κουτσαφτή) σε αρμονία και το «κόλπο» πιάνει για άλλη μια φορά, μια χαρά. Η ιδιαίτερα αναγνωρίσιμη φωνή του σκηνοθέτη στο ρόλο του αφηγητή. μεταφέρει πληροφορίες και υλικό δίχως εξάρσεις, χωρίς θεατρινισμούς, με σταθερότητα, με σιγουριά. Μπορεί να σας φαίνεται αστείο αλλά είναι πολύ σημαντικό η φωνή που ακούς στην ταινία να μην σε εκνευρίζει, να μην σε κουράζει. Ιδίως όταν είναι πανταχού – σχεδόν – παρούσα. Από την άλλη, το υπέροχο μουσικό σκορ του Κωνσταντίνου Βήτα σιγοντάρει χωρίς να μπουκώνει και οι εικόνες είναι στιγμές που κυριολεκτικά μαγεύουν. Ιδού λοιπόν πως μια ταινία – ανάθεση (η παραγωγή είναι του Κοινωφελούς Ιδρύματος Μ.Ν.Στασινόπουλος - Βιοχάλκο) μπορεί να γίνει όχι μόνον ενδιαφέρουσα αλλά και απολαυστική για τον θεατή. Και να μπορέσει να συγκρίνει – χωρίς μεγαλοστομίες και αφορισμούς, αλλά λεπτά, με ευγένεια σχεδόν – το έτσι κι αλλιώς εξιδανικευμένο χθες με το κολασμένο σήμερα. Όχι και μικρό κατόρθωμα, έτσι;
ΥΓ: Επειδή μιλάμε για ντοκιμαντέρ, δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη «υπόθεση». Τι «υπόθεση» μπορεί να έχει ένα ντοκιμαντέρ; Γι' αυτό επιλέγουμε τη λέξη «θέμα», μιας που ταιριάζει περισσότερο, δεν συμφωνείτε;
Το Θέμα: Το «Αρκαδία Χαίρε» είναι μια περιπλάνηση στο χθες και το σήμερα της Αρκαδίας, ενός τόπου τόσο φορτισμένου με μύθους και αναφορές που μοιάζει να κατοικεί σε ένα πεδίο που δεν ανήκει αποκλειστικά στη σύγχρονη πραγματικότητα. Ενός τόπου που έχει τη δική του ξεχωριστή θέση στον χρόνο και τον χώρο, αλλά και στη συνείδηση αμέτρητων ανθρώπων ανά τους αιώνες, που ονειρεύτηκαν το ιδανικό της ή τα όσα η Αρκαδία συμβολίζει. Και συνεχίζει το δελτίο τύπου: «Φυλακίζοντας στιγμές στην απέραντη γραμμή του χρόνου, αποτυπώνοντας αποσπασματικές εικόνες μιας ένθεης φύσης, συνυφαίνοντας μύθους αλλοτινούς και ιστορικές μαρτυρίες, σταχυολογώντας θραύσματα και ψιθύρους, το κινηματογραφικό βλέμμα επιχειρεί να καταγράψει την ταυτότητα ενός τόπου που συναντά και συναντιέται με τα μεγαλειώδη ερωτήματα της ζωής. Ο ναός της Αλέας Αθηνάς, το τέμενος του Gregory Markopoulos, το αλώνισμα, η περικαλλής Μουχλιώτισσα, ο βυσσινόκηπος, ο νεομάρτυρας Δημήτριος δεν αποτελούν παρά ψηφίδες και θραύσματα αυτού του τόπου, της Τεγέας, που διηγούνται του βίου το πέλαγος. «Αρκαδία χαίρε»: Μια περιπλάνηση σε έναν τόπο που ακόμα και σήμερα τον ακολουθεί ο μύθος μια αινιγματικής επιγραφής. Et in Arcadia ego. Μια συλλογή θραυσμάτων. Ένας χαιρετισμός, σύντομος κι αμφίθυμος, όπως το πέρασμα του δρομέα που διανύει τα μεσάνυχτα τον κάμπο της Τεγέας».
Η άποψή μας: Όσοι έχουν δει την ταινία «Αγέλαστος πέτρα» θα αισθανθούν πολύ άνετα παρακολουθώντας τούτο το φιλμ. Γιατί; Μα γιατί όλα εδώ είναι, πώς να το πω, familiar. Εικόνες σε αλληλουχία, λόγος (από τον ίδιο τον Κουτσαφτή) σε αρμονία και το «κόλπο» πιάνει για άλλη μια φορά, μια χαρά. Η ιδιαίτερα αναγνωρίσιμη φωνή του σκηνοθέτη στο ρόλο του αφηγητή. μεταφέρει πληροφορίες και υλικό δίχως εξάρσεις, χωρίς θεατρινισμούς, με σταθερότητα, με σιγουριά. Μπορεί να σας φαίνεται αστείο αλλά είναι πολύ σημαντικό η φωνή που ακούς στην ταινία να μην σε εκνευρίζει, να μην σε κουράζει. Ιδίως όταν είναι πανταχού – σχεδόν – παρούσα. Από την άλλη, το υπέροχο μουσικό σκορ του Κωνσταντίνου Βήτα σιγοντάρει χωρίς να μπουκώνει και οι εικόνες είναι στιγμές που κυριολεκτικά μαγεύουν. Ιδού λοιπόν πως μια ταινία – ανάθεση (η παραγωγή είναι του Κοινωφελούς Ιδρύματος Μ.Ν.Στασινόπουλος - Βιοχάλκο) μπορεί να γίνει όχι μόνον ενδιαφέρουσα αλλά και απολαυστική για τον θεατή. Και να μπορέσει να συγκρίνει – χωρίς μεγαλοστομίες και αφορισμούς, αλλά λεπτά, με ευγένεια σχεδόν – το έτσι κι αλλιώς εξιδανικευμένο χθες με το κολασμένο σήμερα. Όχι και μικρό κατόρθωμα, έτσι;
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 15 Οκτωβρίου 2015 από την Feelgood Ent.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική