του Justin Kurzel. Με τους Michael Fassbender, Marion Cotillard, Paddy Considine, Sean Harris, Jack Reynor, Elizabeth Debicki, David Thewlis, David Hayman, Lochlann Harris, Lynn Kennedy
Ο θρόνος του αίματος
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Is this a dagger which I see before me...
She should have died hereafter;
There would have been a time for such a word.
— To-morrow, and to-morrow, and to-morrow,
Creeps in this petty pace from day to day,
To the last syllable of recorded time;
And all our yesterdays have lighted fools
The way to dusty death. Out, out, brief candle!
Life's but a walking shadow, a poor player
That struts and frets his hour upon the stage
And then is heard no more. It is a tale
Told by an idiot, full of sound and fury
Signifying nothing.
Macbeth (Act 5, Scene 5, lines 17-28)
Αθάνατοι στίχοι ενός από τα σπουδαιότερα, πιο στιβαρά και πιο δυσοίωνα θεατρικά έργα που έγραψε ο βαρδος William Shakespeare. Ενός έργου που ελάχιστοι μα μέγιστοι τόλμησαν να μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη: Orson Welles, Roman Polanski, Akira Kurosawa. Από το 1971 είχε να μεταφερθεί στον κινηματογράφο τούτο το θεατρικό! Και μάλλον θα περάσουν πολύ περισσότερα χρόνια από τώρα για να αποτολμήσει κανείς εκ νέου μια τέτοια προσπάθεια, καθώς η δουλειά του Kurzel είναι, αν μη τι άλλο, καθοριστική.
Ο Kurzel είναι ένας από τους καλύτερους σκηνογράφους της Αυστραλίας. Η διπλωματική εργασία του - μία ταινία μικρού μήκους, το «Blue Tongue», προβλήθηκε σε περισσότερα από 13 διεθνή φεστιβάλ, συμπεριλαμβανομένων των Καννών, της Νέας Υόρκης, ενώ τιμήθηκε και με το Βραβείο Καλύτερης Μικρού Μήκους Ταινίας στη Μελβούρνη. Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το «Snowtown», έκανε πρεμιέρα το 2011 στο Φεστιβάλ της Αδελαΐδας, όπου κι απέσπασε το Βραβείο Κοινού. Προβλήθηκε σε περισσότερα από 15 διεθνή Φεστιβάλ, ανάμεσα τους σε εκείνα του Τορόντο και την Εβδομάδα Κριτικής των Καννών το 2012. Ήταν ένας από τους σκηνοθέτες που συμμετείχαν στη δημιουργία μιας μεγάλου μήκους ταινίας, που προέκυψε από την ένωση πολλών μικρών μήκους ταινιών, βασισμένων σε διηγήματα του Tim Winton. Η ταινία ήταν το «The Turning» (2013) και η ιστορία που σκηνοθέτησε ο ίδιος ήταν το «Boner McPharlin's Moll». Το «Macbeth» είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί κι έλαβε μέρος στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών. Η επόμενη (τρίτη μεγάλου μήκους) ταινία του είναι η μεταφορά του video game «Assassin's Creed», το οποίο θα βγει στις αίθουσες κατά τα τέλη του 2016 και πρωταγωνιστούν και σε αυτό τόσο ο Michael Fassbender όσο και η Marion Cotillard! Μάλλον έχουμε να δούμε πολλά ακόμα από τον 41χρονο, παντρεμένο με την ηθοποιό Essie Davis, Αυστραλό δημιουργό.
Η υπόθεση: Σκωτία, 16ος αιώνας. Έπειτα από μια σκληρή μάχη, ο Μακμπέθ, πιστός ακόλουθος και στρατηγός του Βασιλιά Ντάκαν, καταφέρνει να καταστείλει την επανάσταση που στρεφόταν εναντίον του ηγέτη της χώρας του. Μαζί με το στρατηγό Μπάνκο συναντούν τρεις γυναίκες, που αναδύονται από τα πτώματα των πεσόντων στρατιωτών και προφητεύουν ότι ο Μακμπέθ θα γίνει Βασιλιάς της Σκωτίας, ενώ ο Μπάνκο πατέρας μελλοντικών βασιλιάδων. Τυφλωμένος από φιλοδοξία, ο Μακμπέθ στέλνει ένα γράμμα στη σύζυγό του λέγοντάς της για την προφητεία. Εκείνη, χρόνια μακριά από το σύζυγό της και σε βαθύ πένθος για την απώλεια του μοναδικού τους παιδιού, τον παρακινεί να δολοφονήσει το Βασιλιά για να πάρουν το θρόνο. Η ευκαιρία τους δίνεται άμεσα καθώς ο Βασιλιάς πηγαίνει στον τόπο κατοικίας του Μακμπέθ για τους εορτασμούς της μεγάλης νίκης. Μετά τους εορτασμούς, ο Βασιλιάς πέφτει για ύπνο, αγνοώντας ότι η Λαίδη Μακμπέθ έχει ναρκώσει τους φρουρούς του. Ενώ το Ινβερνές κοιμάται, ο Μακμπέθ με ένα στιλέτο σκοτώνει το Βασιλιά του. Και το φταίξιμο πέφτει στους φρουρούς. Μέσα στη σύγχυση και το πένθος, ο Μακμπέθ στέφεται Βασιλιάς. Αυτό που θα ακολουθήσει, όμως, δεν είναι καθόλου αυτό που φανταζόταν τόσο ο ίδιος όσο και η γυναίκα του. Οι τύψεις, η απληστία, η παράνοια, η τρέλα και η μοίρα, έτσι όπως την προφητεύουν εκ νέου οι τρεις μάγισσες, θα οδηγήσουν τους Μακμπέθ σε ένα άσχημο τέλος...
Η άποψή μας: Δεν έχει υπάρξει στιγμή στην Ιστορία της Ανθρωπότητας (μα πως μου αρέσουν τα βαρύγδουπα, δεν λέγεται!) στην οποία να προσφέρεται τόσο μεγάλη πληροφόρηση πάνω στο καθετί. Έτσι και σε ότι αφορά τον κινηματογράφο. Αν κάποιος πριν πάει στο σινεμά θέλει να μάθει κάτι για την ταινία την οποία πρόκειται να δει, πολύ εύκολα μπορεί να αντλήσει οποιαδήποτε πληροφορία επιθυμεί μέσω του ίντερνετ. Μπορεί να διαβάσει και κριτικές, «κριτικές», γνώμες, απόψεις. Γέμισε ο κόσμος από μέντορες, που λένε και οι «Μαύρη Μαγιονέζα». Όσοι γράφουμε, λοιπόν, για ταινίες επαγγελματικά ή έχοντας στο νου μας πως αυτά που θα γράψουμε είναι η αλήθεια (μας) και μόνο η αλήθεια (μας), πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνουμε υπόψιν μας τον παράγοντα «θεατής». Δεν είναι όλες οι ταινίες για όλους. Πάει και τελείωσε.
Κάνω αυτόν το μικρό πρόλογο εξ αφορμής αυτού που παρατήρησα βλέποντας την ταινία χθες βράδυ, μαζί με κοινό, σε ένα από τα πολυσινεμά της Θεσσαλονίκης. Η αίθουσα είχε ικανοποιητικό αριθμό θεατών για τα δεδομένα της εποχής της κρίσης. Υπήρχαν, όμως, άνθρωποι που έφευγαν από την αίθουσα. Προφανώς, αυτό που έβλεπαν δεν τους άρεσε, δεν τους ταίριαζε, δεν ήταν αυτό για το οποίο έκοψαν εισιτήριο. Τι περίμεναν; Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Αν διάλεξαν την ταινία βλέποντας απλά την αφίσα λίγο πριν το ταμείο ή επειδή δεν είχε άλλη ταινία τη συγκεκριμένη ώρα, υπήρχε ένα πολύ λογικό ενδεχόμενο να συμβεί κάτι τέτοιο. Αν διάβασαν και κάποιο κείμενο που απλώς εκθείαζε την ταινία, απλώς την... πάτησαν. Προφανώς, δεν θα ξαναδιαβάσουν κείμενο του συγκεκριμένου γραφιά ή σε περίπτωση που θα διαβάσουν δύσκολα θα τον εμπιστευτούν ξανά...
Έχουμε και λέμε λοιπόν: η ταινία είναι πραγματικά εκθαμβωτική! Στα αρχικά πλάνα, με τις μαυροφορεμένες γυναίκες ένιωθα ότι παρακολουθούσα αρχαιοελληνική τραγωδία. Με χορό, ύβρι, κάθαρση στο τέλος και όλα τα σχετικά. Ο φορμαλισμός που επιλέγει ο σκηνοθέτης υπηρετεί το κείμενο, δεν το υπερβαίνει, δεν το «κουκουλώνει» και δεν το χαντακώνει. Απέριττη ομορφιά, δωρικότητα, τραχύτητα και πουθενά ευτυχία, παρά το άπλετο μεν σκληρό δε φως. Στη μάχη υπάρχει αίμα, φόβος, βρωμιά και ιδρώτας. Δεν εξιδανικεύεται η μάχη, δεν χορογραφείται η ανδρεία, δεν προμοτάρεται το «αμύνεσθαι περί πάτρης». Η ζωή είναι έτσι ακριβώς: ένας στίβος μάχης όπου τίποτε μα τίποτε δεν κερδίζεται άκοπα και «καθαρά». Για να αποδειχτεί στο τέλος η νίκη ένα πουκάμισο αδειανό, που έλεγε μια ψυχή. Εκεί, νομίζω, πως την πάτησαν πολλοί. Νόμιζαν πως θα δουν κάτι σαν το «Braveheart» (που, μια χαρά ταινία είναι, κανείς δεν λέει το αντίθετο) αλλά τους προέκυψε κάτι σαν το παζολινικό «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο»! Και να έχεις και το λόγο να προφέρεται ως στίχος, με τα πυκνά νοήματα και την αναγκαστικά συμπυκνωμένη μετάφραση να δυσκολεύουν τον απροετοίμαστο θεατή. Δεν είναι τυχαίο πως εντέλει την ταινία ευχαριστήθηκαν άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας από τη συνήθη πιτσιρικαρία. Άνθρωποι που ήξεραν τι πήγαν να δουν και γιατί πήγαν να το δουν.
Όλοι οι ηθοποιοί, όχι μόνον ο Fassbender και η Cotillard, είναι άψογοι στους ρόλους τους. Από τον ήρεμο Thewlis στο ρόλο του Βασιλιά, που η μοίρα του παίζει άσχημο παιχνίδι, μέχρι τον Considine (προσωπική μου προτίμηση, στο ρόλο του Μπάνκο), όλοι υπηρετούν με συνέπεια τους ρόλους τους, χωρίς να πέφτουν στη λούμπα του θεατρινισμού. Αυτό που βλέπουμε είναι 100% σινεμά στα καλύτερά του, με άψογη διεύθυνση φωτογραφίας, τρομερή μουσική επένδυση (από τον αδελφό του σκηνοθέτη!) και γήινη καλλιτεχνική διεύθυνση. Ίσως οι... σταυροί να είναι περισσότεροι από όσους ενδεχομένως θα ήθελε ο ίδιος ο Σαιξπήρος, ο οποίος υπερτόνιζε εδώ τη μοίρα, το πεπρωμένο, ως όντως «φυγείν αδύνατον». Και ναι, ο πιτσιρίκος στο φινάλε, που έμελλε να γίνει βασιλιάς, με μεγάλη ευκολία (;) θα σηκώσει το σπαθί του αποσβολωμένου και παντελώς ηττημένου (ακόμα και από τον ίδιο του τον εαυτό) Μακμπέθ, προκειμένου ο αέναος κύκλος, η στανταρισμένη αλληλουχία των πραγμάτων, να συνεχίζει ακατάπαυστα εις τους αιώνες των αιώνων. Εμπρός στο βαθύ κόκκινο. Putain όλα!
Ο Kurzel είναι ένας από τους καλύτερους σκηνογράφους της Αυστραλίας. Η διπλωματική εργασία του - μία ταινία μικρού μήκους, το «Blue Tongue», προβλήθηκε σε περισσότερα από 13 διεθνή φεστιβάλ, συμπεριλαμβανομένων των Καννών, της Νέας Υόρκης, ενώ τιμήθηκε και με το Βραβείο Καλύτερης Μικρού Μήκους Ταινίας στη Μελβούρνη. Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το «Snowtown», έκανε πρεμιέρα το 2011 στο Φεστιβάλ της Αδελαΐδας, όπου κι απέσπασε το Βραβείο Κοινού. Προβλήθηκε σε περισσότερα από 15 διεθνή Φεστιβάλ, ανάμεσα τους σε εκείνα του Τορόντο και την Εβδομάδα Κριτικής των Καννών το 2012. Ήταν ένας από τους σκηνοθέτες που συμμετείχαν στη δημιουργία μιας μεγάλου μήκους ταινίας, που προέκυψε από την ένωση πολλών μικρών μήκους ταινιών, βασισμένων σε διηγήματα του Tim Winton. Η ταινία ήταν το «The Turning» (2013) και η ιστορία που σκηνοθέτησε ο ίδιος ήταν το «Boner McPharlin's Moll». Το «Macbeth» είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί κι έλαβε μέρος στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών. Η επόμενη (τρίτη μεγάλου μήκους) ταινία του είναι η μεταφορά του video game «Assassin's Creed», το οποίο θα βγει στις αίθουσες κατά τα τέλη του 2016 και πρωταγωνιστούν και σε αυτό τόσο ο Michael Fassbender όσο και η Marion Cotillard! Μάλλον έχουμε να δούμε πολλά ακόμα από τον 41χρονο, παντρεμένο με την ηθοποιό Essie Davis, Αυστραλό δημιουργό.
Η υπόθεση: Σκωτία, 16ος αιώνας. Έπειτα από μια σκληρή μάχη, ο Μακμπέθ, πιστός ακόλουθος και στρατηγός του Βασιλιά Ντάκαν, καταφέρνει να καταστείλει την επανάσταση που στρεφόταν εναντίον του ηγέτη της χώρας του. Μαζί με το στρατηγό Μπάνκο συναντούν τρεις γυναίκες, που αναδύονται από τα πτώματα των πεσόντων στρατιωτών και προφητεύουν ότι ο Μακμπέθ θα γίνει Βασιλιάς της Σκωτίας, ενώ ο Μπάνκο πατέρας μελλοντικών βασιλιάδων. Τυφλωμένος από φιλοδοξία, ο Μακμπέθ στέλνει ένα γράμμα στη σύζυγό του λέγοντάς της για την προφητεία. Εκείνη, χρόνια μακριά από το σύζυγό της και σε βαθύ πένθος για την απώλεια του μοναδικού τους παιδιού, τον παρακινεί να δολοφονήσει το Βασιλιά για να πάρουν το θρόνο. Η ευκαιρία τους δίνεται άμεσα καθώς ο Βασιλιάς πηγαίνει στον τόπο κατοικίας του Μακμπέθ για τους εορτασμούς της μεγάλης νίκης. Μετά τους εορτασμούς, ο Βασιλιάς πέφτει για ύπνο, αγνοώντας ότι η Λαίδη Μακμπέθ έχει ναρκώσει τους φρουρούς του. Ενώ το Ινβερνές κοιμάται, ο Μακμπέθ με ένα στιλέτο σκοτώνει το Βασιλιά του. Και το φταίξιμο πέφτει στους φρουρούς. Μέσα στη σύγχυση και το πένθος, ο Μακμπέθ στέφεται Βασιλιάς. Αυτό που θα ακολουθήσει, όμως, δεν είναι καθόλου αυτό που φανταζόταν τόσο ο ίδιος όσο και η γυναίκα του. Οι τύψεις, η απληστία, η παράνοια, η τρέλα και η μοίρα, έτσι όπως την προφητεύουν εκ νέου οι τρεις μάγισσες, θα οδηγήσουν τους Μακμπέθ σε ένα άσχημο τέλος...
Η άποψή μας: Δεν έχει υπάρξει στιγμή στην Ιστορία της Ανθρωπότητας (μα πως μου αρέσουν τα βαρύγδουπα, δεν λέγεται!) στην οποία να προσφέρεται τόσο μεγάλη πληροφόρηση πάνω στο καθετί. Έτσι και σε ότι αφορά τον κινηματογράφο. Αν κάποιος πριν πάει στο σινεμά θέλει να μάθει κάτι για την ταινία την οποία πρόκειται να δει, πολύ εύκολα μπορεί να αντλήσει οποιαδήποτε πληροφορία επιθυμεί μέσω του ίντερνετ. Μπορεί να διαβάσει και κριτικές, «κριτικές», γνώμες, απόψεις. Γέμισε ο κόσμος από μέντορες, που λένε και οι «Μαύρη Μαγιονέζα». Όσοι γράφουμε, λοιπόν, για ταινίες επαγγελματικά ή έχοντας στο νου μας πως αυτά που θα γράψουμε είναι η αλήθεια (μας) και μόνο η αλήθεια (μας), πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνουμε υπόψιν μας τον παράγοντα «θεατής». Δεν είναι όλες οι ταινίες για όλους. Πάει και τελείωσε.
Κάνω αυτόν το μικρό πρόλογο εξ αφορμής αυτού που παρατήρησα βλέποντας την ταινία χθες βράδυ, μαζί με κοινό, σε ένα από τα πολυσινεμά της Θεσσαλονίκης. Η αίθουσα είχε ικανοποιητικό αριθμό θεατών για τα δεδομένα της εποχής της κρίσης. Υπήρχαν, όμως, άνθρωποι που έφευγαν από την αίθουσα. Προφανώς, αυτό που έβλεπαν δεν τους άρεσε, δεν τους ταίριαζε, δεν ήταν αυτό για το οποίο έκοψαν εισιτήριο. Τι περίμεναν; Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Αν διάλεξαν την ταινία βλέποντας απλά την αφίσα λίγο πριν το ταμείο ή επειδή δεν είχε άλλη ταινία τη συγκεκριμένη ώρα, υπήρχε ένα πολύ λογικό ενδεχόμενο να συμβεί κάτι τέτοιο. Αν διάβασαν και κάποιο κείμενο που απλώς εκθείαζε την ταινία, απλώς την... πάτησαν. Προφανώς, δεν θα ξαναδιαβάσουν κείμενο του συγκεκριμένου γραφιά ή σε περίπτωση που θα διαβάσουν δύσκολα θα τον εμπιστευτούν ξανά...
Έχουμε και λέμε λοιπόν: η ταινία είναι πραγματικά εκθαμβωτική! Στα αρχικά πλάνα, με τις μαυροφορεμένες γυναίκες ένιωθα ότι παρακολουθούσα αρχαιοελληνική τραγωδία. Με χορό, ύβρι, κάθαρση στο τέλος και όλα τα σχετικά. Ο φορμαλισμός που επιλέγει ο σκηνοθέτης υπηρετεί το κείμενο, δεν το υπερβαίνει, δεν το «κουκουλώνει» και δεν το χαντακώνει. Απέριττη ομορφιά, δωρικότητα, τραχύτητα και πουθενά ευτυχία, παρά το άπλετο μεν σκληρό δε φως. Στη μάχη υπάρχει αίμα, φόβος, βρωμιά και ιδρώτας. Δεν εξιδανικεύεται η μάχη, δεν χορογραφείται η ανδρεία, δεν προμοτάρεται το «αμύνεσθαι περί πάτρης». Η ζωή είναι έτσι ακριβώς: ένας στίβος μάχης όπου τίποτε μα τίποτε δεν κερδίζεται άκοπα και «καθαρά». Για να αποδειχτεί στο τέλος η νίκη ένα πουκάμισο αδειανό, που έλεγε μια ψυχή. Εκεί, νομίζω, πως την πάτησαν πολλοί. Νόμιζαν πως θα δουν κάτι σαν το «Braveheart» (που, μια χαρά ταινία είναι, κανείς δεν λέει το αντίθετο) αλλά τους προέκυψε κάτι σαν το παζολινικό «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο»! Και να έχεις και το λόγο να προφέρεται ως στίχος, με τα πυκνά νοήματα και την αναγκαστικά συμπυκνωμένη μετάφραση να δυσκολεύουν τον απροετοίμαστο θεατή. Δεν είναι τυχαίο πως εντέλει την ταινία ευχαριστήθηκαν άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας από τη συνήθη πιτσιρικαρία. Άνθρωποι που ήξεραν τι πήγαν να δουν και γιατί πήγαν να το δουν.
Όλοι οι ηθοποιοί, όχι μόνον ο Fassbender και η Cotillard, είναι άψογοι στους ρόλους τους. Από τον ήρεμο Thewlis στο ρόλο του Βασιλιά, που η μοίρα του παίζει άσχημο παιχνίδι, μέχρι τον Considine (προσωπική μου προτίμηση, στο ρόλο του Μπάνκο), όλοι υπηρετούν με συνέπεια τους ρόλους τους, χωρίς να πέφτουν στη λούμπα του θεατρινισμού. Αυτό που βλέπουμε είναι 100% σινεμά στα καλύτερά του, με άψογη διεύθυνση φωτογραφίας, τρομερή μουσική επένδυση (από τον αδελφό του σκηνοθέτη!) και γήινη καλλιτεχνική διεύθυνση. Ίσως οι... σταυροί να είναι περισσότεροι από όσους ενδεχομένως θα ήθελε ο ίδιος ο Σαιξπήρος, ο οποίος υπερτόνιζε εδώ τη μοίρα, το πεπρωμένο, ως όντως «φυγείν αδύνατον». Και ναι, ο πιτσιρίκος στο φινάλε, που έμελλε να γίνει βασιλιάς, με μεγάλη ευκολία (;) θα σηκώσει το σπαθί του αποσβολωμένου και παντελώς ηττημένου (ακόμα και από τον ίδιο του τον εαυτό) Μακμπέθ, προκειμένου ο αέναος κύκλος, η στανταρισμένη αλληλουχία των πραγμάτων, να συνεχίζει ακατάπαυστα εις τους αιώνες των αιώνων. Εμπρός στο βαθύ κόκκινο. Putain όλα!
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Οκτωβρίου 2015 από την Seven / Spentzos
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική