του Anton Corbijn. Με τους Robert Pattinson, Dane DeHaan, Ben Kingsley, Joel Edgerton, Alessandra Mastronardi, Stella Schnabel, Michael Therriault
Giant Without A Cause!
του zerVo (@moviesltd)
Το απόλυτο, αιώνιο είδωλο. Συνέτειναν αμέτρητοι παράγοντες άλλωστε για να παραμείνει σε αυτό το πόστο εις τους αιώνες των αιώνων, παρότι με μόλις τρεις πρωταγωνιστικές στιγμές στην βραχύβια καριέρα του, με κυριότερο την βιαστική του φυγή από την ζωή σε ηλικία μόλις 24 ετών. Μια εικόνα ιδιόμορφου αστέρα, ανατρεπτική, αντισυμβατική, επαναστατική, σε μια εποχή απόλυτα κονσερβοποιημένη, που όμως παρέμεινε ολοζώντανη ακόμη και έξι δεκαετίες μετά, χάρη στην στάση που έβγαζε προς τα έξω, αδιαφορώντας πλήρως για την λάμψη και την φήμη που του χάρισε το Χόλιγουντ. Εννιά, δέκα ασπρόμαυρες και μελαγχολικές φωτογραφίες μιλούν από μόνες τους για τον eternal Rebel Without A Cause. Ετούτη εδώ είναι η ιστορία αυτών των στιγμιαίων κλικ, που παρέμειναν αθάνατα...
Αντιμετωπίζοντας αμέτρητα προβλήματα στην προσωπική του ζωή και χωρίς ακόμη να έχει κατασταλάξει επαγγελματικά, ο φιλόδοξος φωτογράφος Ντένις Στοκ, μοιράζει βαριεστημένα τον χρόνο του, απαθανατίζοντας τους λαμπερούς αστέρες του σινεμά, σε αδιάφορες για εκείνον πρεμιέρες και πάρτι. Αναζητώντας το ιδανικό φωτορεπορτάζ, προκειμένου να πείσει για την αξία του τον δύσκολο ατζέντη του στο πρακτορείο Μάγκνουμ, θα πέσει πάνω στον ανερχόμενο ζεν πρεμιέ, Τζέιμς Ντιν, εκκολαπτόμενο αστέρα που μόλις έχει ολοκληρώσει τα γυρίσματα του Ανατολικά της Εδέμ και η κραταιά Warner επιζητά διακαώς, ως τον πρωταγωνιστή του επόμενου της μεγαλεπήβολου πλάνου, Επαναστάτης Χωρίς Αιτία.
Γοητευμένος από τον τρόπο που αντιμετωπίζει την φήμη και την δόξα και με προαίσθημα πως σύντομα για εκείνον θα μιλάει ολόκληρη η Αμερική, ο Στοκ, όχι μόνο θα ακολουθήσει τα βήματα του προς την χιονισμένη, παγωμένη αλλά και πιο ζωντανή Νέα Υόρκη, αλλά θα του προτείνει να αποτελέσει το κεντρικό θέμα της φωτογράφησης, με την ελπίδα να στήσει ένα θέμα για το περιοδικό Life, που μηνιαίως διαβάζουν περισσότεροι από 30 εκατομμύρια αναγνώστες. Με περιορισμένο συντροφικό κύκλο ο Τζίμι, θα αποδεχτεί τον Ντένις ως (τον μοναδικό, ίσως) φίλο του, δίνοντας του την ευκαιρία να κάνει πραγματικότητα το καλλιτεχνικό του όνειρο, αρκεί να δεχτεί κι εκείνος να ταξιδέψει μαζί του, για λίγες ημέρες, στην επαρχιακή Ιντιάνα. Στα πάτρια εδάφη του Ντιν, εκεί που μεγάλωσε σε ένα αγροτικό, φιλήσυχο περιβάλλον, με ηθικές αρχές και αξίες, πολύ μακριά από την βουή και το άγχος της μεγαλούπολης.
Αυτή ακριβώς είναι και η βόλτα που γέννησε εκείνη την μια ντουζίνα καρέ, που κόσμησαν το τετρασέλιδο της εκδοτικής επιθεώρησης στα τέλη του 1955, ορίζοντας από την μια μεριά την ανεξίτηλη ταυτότητα του ανερχόμενου σταρ και από την άλλη την απαρχή μιας δυναμικής πορείας πίσω από το κλείστρο για έναν από τους χαρισματικότερους φωτογράφους του 20ου αιώνα. Τοποθετημένη πάνω στον χάρτη σε ένα περίεργο τρίγωνο (L.A. - N.Y. - χωριό) η ιστορία αντιστοίχων προσπαθεί να προσεγγίσει τις προσωπικότητες τόσο των δύο βασικών πόλων της αφήγησης, όσο και της δύσκολης και ιδιαίτερα σκοτεινής για την land of the free περίοδο των 50s, όταν πίσω από την κατάφωτη μαρκίζα, κρύβονταν σκιώδεις τάσεις, όπου βασίλευαν οι μαύρες λίστες και οι φασιστικές επιτροπές.
Σε αυτή ακριβώς την στιγμή, που τα μάτια του αφελούς κοινού τυφλώνονταν από τους χλιδάτους προβολείς, θα γεννηθεί η μορφή του Τζέιμς Ντιν, που εντελώς ξένη με τις προσταγές και τις απαιτήσεις των στούντιο της Μέκκας, θα διαφοροποιηθεί και φυσικά θα ξεχωρίσει. Φωτογράφος και ο ίδιος κατά το πρώτο στάδιο της σημαντικής του διαδρομής, ο Anton Corbijn, εστιάζει σε μια περίοδο σκάρτου έτους από την δράση του Γίγα, ενόσω σνομπάροντας ακόμη και τον Μίδα της φιλμικής παραγωγής, θα αποδειχτεί περιζήτητος, χάρη στο μοναδικό και απαράμιλλο του στυλ, για κάθε σκηνοθέτη. Η ικανότητα του Ολλανδού, στο κτίσιμο μπίτνικ ατμόσφαιρας, κλίματος εποχής και αναχρονιστικού feeling, είναι αναμφισβήτητη, από το αξιόλογο δημιουργικό του παρελθόν κι εδώ φυσικά δεν απογοητεύει στην ανάπτυξη σκηνικού τόσο της προ ροκ ν ρολ εποχής, όσο και της περιορισμένης και απόμακρης περιφέρειας. Βραβείο για τον παλιό βιντεοκλιπά, αξίζει ο τρόπος που συννεφιάζει την Times Square, την ζωγραφίζει σαν να ήταν εκεί και φτιάχνει το φόντο, για το διασημότερο στα χρονικά, ίσως, ενσταντανέ, που στο θέμα του κυριάρχησε ηθοποιός.
Τα προβλήματα κατά κύριο λόγο έχουν να κάνουν με το τέμπο που επέλεξε να ακολουθήσει ο Corbijn στην αφήγηση, που τονισμένα από την μακρόσυρτη λαλιά του Ντιν, κατεβάζουν τους παλμούς σε επίπεδα flatline, γεγονός κομματάκι αποτρεπτικό για όποιον επιθυμεί να ακολουθήσει με θέρμη το δίωρο biopic. Αφιερώνοντας σχεδόν από ένα δεκάλεπτο, σαν ανέκδοτο στόρι πίσω από την κάθε λήψη, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να φτιάξει ένα κολάζ από στιγμιότυπα, που δεν έχουν όμως την ίδια βαρύτητα, με συνέπεια να παίζουν αυξομειώσεις στην κυματομορφή του ενδιαφέροντος. Η αναλογία του χρόνου, που δίνει στους δύο πόλους - τον πασίγνωστο αστέρα και τον φημισμένο ρεπόρτερ - πάντως, είναι ιδανική, στοχεύοντας τους εξίσου, αναδεικνύοντας τα σημάδια που έχει αφήσει στον καθένα η μέχρι στιγμής ζωή του. Τι όμορφο, που για τον έναν η γόμα τα έσβησε, κάνοντας τον από αδιάφορο, ασταθή και ανεύθυνο άνθρωπο, έναν χρήσιμο πολίτη, έναν σεβαστό αρτίστα του φακού. Τι ειρωνεία, για τον έτερο, τον αυτόφωτο, που τα πάντα έληξαν τόσο άδοξα, ελάχιστους μήνες κατοπινά...
Σε δύο από τους πιο αναγνωρισμένους ηθοποιούς της γενιάς τους, χαρίζονται οι βασικοί ρόλοι, με την ελπίδα το indie χαρακτηριστικό τους ύφος να αποδώσει μια πιο πειστική εικόνα των χαρακτήρων που καλούνται να αποδώσουν. Πιο εύκολο σαφώς το έργο για τον Robert Pattinson, που παίζει τον ανεπαρκή αρχικά, πνιγμένο μέσα στο american dream του Στοκ, το οποίο φέρει εις πέρας, χωρίς να πιάσει και τίποτα υψηλά στάνταρντς απόδοσης. Πολύ πιο δύσκολο απεναντίας εκείνο του λιγότερης φήμης Dane DeHaan, που Dicaprioφέρνει απελπιστικά, χάνοντας έτσι την υποκριτική του ταυτότητα και επιμένοντας σε έναν μέτριο μιμιτισμό του Ντιν, που μάλλον δεν αποφέρει θετικά αποτελέσματα. Η αποκλειστική κατεύθυνση, δε, του σεναρίου μόνο στις δύο αυτές προσωπικότητες, δεν αφήνει περιθώρια ανάπτυξης, έστω επιδερμικά, των περιφερειακών περσόνων, όπως του μεγαλοπαραγωγού (Ben Kingsley), του μεγαλοφωτογράφου (Joel Edgerton) ή του μεγαλοσκηνοθέτη Καζάν.
Για πες: Μια ιστορία παράξενης φιλίας, που δεν έχει πανίσχυρες ρίζες, που δεν στηρίζεται σε κάποιες βασικές αξίες, που δεν έχει σημείο έναρξης ή τέλους, που αφήνει στο φινάλε μια γεύση ανολοκλήρωτου bromance, βάζοντας διαρκώς όρια ανάμεσα τους, περιέργως τα περισσότερα από μεριάς του άγνωστου της δυάδας και ουχί του σούπερσταρ. Από τον Corbijn, που με έχει καλομάθει, ανέμενα περισσότερα. Τουλάχιστον στην απάντηση των γιατί το σύμβολο Ντιν, παραμένει αναλλοίωτο σε βάθος χρόνου. Και δεν έμεινε κολλημένο σε μια μεταβατική εποχή, που αναζητούσε τους ήρωες που θα την απελευθερώσουν.
Γοητευμένος από τον τρόπο που αντιμετωπίζει την φήμη και την δόξα και με προαίσθημα πως σύντομα για εκείνον θα μιλάει ολόκληρη η Αμερική, ο Στοκ, όχι μόνο θα ακολουθήσει τα βήματα του προς την χιονισμένη, παγωμένη αλλά και πιο ζωντανή Νέα Υόρκη, αλλά θα του προτείνει να αποτελέσει το κεντρικό θέμα της φωτογράφησης, με την ελπίδα να στήσει ένα θέμα για το περιοδικό Life, που μηνιαίως διαβάζουν περισσότεροι από 30 εκατομμύρια αναγνώστες. Με περιορισμένο συντροφικό κύκλο ο Τζίμι, θα αποδεχτεί τον Ντένις ως (τον μοναδικό, ίσως) φίλο του, δίνοντας του την ευκαιρία να κάνει πραγματικότητα το καλλιτεχνικό του όνειρο, αρκεί να δεχτεί κι εκείνος να ταξιδέψει μαζί του, για λίγες ημέρες, στην επαρχιακή Ιντιάνα. Στα πάτρια εδάφη του Ντιν, εκεί που μεγάλωσε σε ένα αγροτικό, φιλήσυχο περιβάλλον, με ηθικές αρχές και αξίες, πολύ μακριά από την βουή και το άγχος της μεγαλούπολης.
Αυτή ακριβώς είναι και η βόλτα που γέννησε εκείνη την μια ντουζίνα καρέ, που κόσμησαν το τετρασέλιδο της εκδοτικής επιθεώρησης στα τέλη του 1955, ορίζοντας από την μια μεριά την ανεξίτηλη ταυτότητα του ανερχόμενου σταρ και από την άλλη την απαρχή μιας δυναμικής πορείας πίσω από το κλείστρο για έναν από τους χαρισματικότερους φωτογράφους του 20ου αιώνα. Τοποθετημένη πάνω στον χάρτη σε ένα περίεργο τρίγωνο (L.A. - N.Y. - χωριό) η ιστορία αντιστοίχων προσπαθεί να προσεγγίσει τις προσωπικότητες τόσο των δύο βασικών πόλων της αφήγησης, όσο και της δύσκολης και ιδιαίτερα σκοτεινής για την land of the free περίοδο των 50s, όταν πίσω από την κατάφωτη μαρκίζα, κρύβονταν σκιώδεις τάσεις, όπου βασίλευαν οι μαύρες λίστες και οι φασιστικές επιτροπές.
Σε αυτή ακριβώς την στιγμή, που τα μάτια του αφελούς κοινού τυφλώνονταν από τους χλιδάτους προβολείς, θα γεννηθεί η μορφή του Τζέιμς Ντιν, που εντελώς ξένη με τις προσταγές και τις απαιτήσεις των στούντιο της Μέκκας, θα διαφοροποιηθεί και φυσικά θα ξεχωρίσει. Φωτογράφος και ο ίδιος κατά το πρώτο στάδιο της σημαντικής του διαδρομής, ο Anton Corbijn, εστιάζει σε μια περίοδο σκάρτου έτους από την δράση του Γίγα, ενόσω σνομπάροντας ακόμη και τον Μίδα της φιλμικής παραγωγής, θα αποδειχτεί περιζήτητος, χάρη στο μοναδικό και απαράμιλλο του στυλ, για κάθε σκηνοθέτη. Η ικανότητα του Ολλανδού, στο κτίσιμο μπίτνικ ατμόσφαιρας, κλίματος εποχής και αναχρονιστικού feeling, είναι αναμφισβήτητη, από το αξιόλογο δημιουργικό του παρελθόν κι εδώ φυσικά δεν απογοητεύει στην ανάπτυξη σκηνικού τόσο της προ ροκ ν ρολ εποχής, όσο και της περιορισμένης και απόμακρης περιφέρειας. Βραβείο για τον παλιό βιντεοκλιπά, αξίζει ο τρόπος που συννεφιάζει την Times Square, την ζωγραφίζει σαν να ήταν εκεί και φτιάχνει το φόντο, για το διασημότερο στα χρονικά, ίσως, ενσταντανέ, που στο θέμα του κυριάρχησε ηθοποιός.
Τα προβλήματα κατά κύριο λόγο έχουν να κάνουν με το τέμπο που επέλεξε να ακολουθήσει ο Corbijn στην αφήγηση, που τονισμένα από την μακρόσυρτη λαλιά του Ντιν, κατεβάζουν τους παλμούς σε επίπεδα flatline, γεγονός κομματάκι αποτρεπτικό για όποιον επιθυμεί να ακολουθήσει με θέρμη το δίωρο biopic. Αφιερώνοντας σχεδόν από ένα δεκάλεπτο, σαν ανέκδοτο στόρι πίσω από την κάθε λήψη, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να φτιάξει ένα κολάζ από στιγμιότυπα, που δεν έχουν όμως την ίδια βαρύτητα, με συνέπεια να παίζουν αυξομειώσεις στην κυματομορφή του ενδιαφέροντος. Η αναλογία του χρόνου, που δίνει στους δύο πόλους - τον πασίγνωστο αστέρα και τον φημισμένο ρεπόρτερ - πάντως, είναι ιδανική, στοχεύοντας τους εξίσου, αναδεικνύοντας τα σημάδια που έχει αφήσει στον καθένα η μέχρι στιγμής ζωή του. Τι όμορφο, που για τον έναν η γόμα τα έσβησε, κάνοντας τον από αδιάφορο, ασταθή και ανεύθυνο άνθρωπο, έναν χρήσιμο πολίτη, έναν σεβαστό αρτίστα του φακού. Τι ειρωνεία, για τον έτερο, τον αυτόφωτο, που τα πάντα έληξαν τόσο άδοξα, ελάχιστους μήνες κατοπινά...
Σε δύο από τους πιο αναγνωρισμένους ηθοποιούς της γενιάς τους, χαρίζονται οι βασικοί ρόλοι, με την ελπίδα το indie χαρακτηριστικό τους ύφος να αποδώσει μια πιο πειστική εικόνα των χαρακτήρων που καλούνται να αποδώσουν. Πιο εύκολο σαφώς το έργο για τον Robert Pattinson, που παίζει τον ανεπαρκή αρχικά, πνιγμένο μέσα στο american dream του Στοκ, το οποίο φέρει εις πέρας, χωρίς να πιάσει και τίποτα υψηλά στάνταρντς απόδοσης. Πολύ πιο δύσκολο απεναντίας εκείνο του λιγότερης φήμης Dane DeHaan, που Dicaprioφέρνει απελπιστικά, χάνοντας έτσι την υποκριτική του ταυτότητα και επιμένοντας σε έναν μέτριο μιμιτισμό του Ντιν, που μάλλον δεν αποφέρει θετικά αποτελέσματα. Η αποκλειστική κατεύθυνση, δε, του σεναρίου μόνο στις δύο αυτές προσωπικότητες, δεν αφήνει περιθώρια ανάπτυξης, έστω επιδερμικά, των περιφερειακών περσόνων, όπως του μεγαλοπαραγωγού (Ben Kingsley), του μεγαλοφωτογράφου (Joel Edgerton) ή του μεγαλοσκηνοθέτη Καζάν.
Για πες: Μια ιστορία παράξενης φιλίας, που δεν έχει πανίσχυρες ρίζες, που δεν στηρίζεται σε κάποιες βασικές αξίες, που δεν έχει σημείο έναρξης ή τέλους, που αφήνει στο φινάλε μια γεύση ανολοκλήρωτου bromance, βάζοντας διαρκώς όρια ανάμεσα τους, περιέργως τα περισσότερα από μεριάς του άγνωστου της δυάδας και ουχί του σούπερσταρ. Από τον Corbijn, που με έχει καλομάθει, ανέμενα περισσότερα. Τουλάχιστον στην απάντηση των γιατί το σύμβολο Ντιν, παραμένει αναλλοίωτο σε βάθος χρόνου. Και δεν έμεινε κολλημένο σε μια μεταβατική εποχή, που αναζητούσε τους ήρωες που θα την απελευθερώσουν.
Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Οκτωβρίου 2015 από την Seven / Spentzos
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική