Ακούσια (De ofrivilliga / Involuntary) PosterΑκούσια

του Ruben Östlund. Με τους Villmar Bjorkman, Lola Ewerlund, Maria Lundqvist, Henrik Vikman, Linnea Cart-Larny, Sara Eriksson


Σουηδικό... μοντέλο!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Τι σου είναι ο άνθρωπος;

Αν κάποιοι κακο(καλό;)προαίρετοι δεν είχαν κολλήσει στον Γιώργο Λάνθιμο τη... ρετσινιά ότι ο σπουδαίος του «Κυνόδοντας» είχε παραπάνω από το θεμιτό ομοιότητες με την ταινία «Το κάστρο της αγνότητας» (El castillo de la pureza, 1973) του Arturo Ripstein, θα έλεγα αντίστοιχα πως, τουλάχιστον σε ότι αφορά το οπτικό στιλ, ο σκηνοθέτης του «Αστακού», που βγαίνει επίσης αυτήν την Πέμπτη στις αίθουσες, «δανείστηκε» την ιδιαίτερη κινηματογραφική αισθητική του από τον Σουηδό συνάδελφό του. Και κυρίως από τη συγκεκριμένη ταινία. Σκηνές με ακίνητη κάμερα, παράξενα καδραρίσματα όπου δεν φαίνονται πρόσωπα ή είναι κομμένα τα πρόσωπα ή κάποιοι εκ των συνομιλητών είναι με πλάτη στην κάμερα ή δεν φαίνονται καθόλου (στην αρχική σκηνή βλέπουμε μόνο... πόδια), δράση που εξελίσσεται εκτός πλάνων, «μαύρο» μεταξύ των σκηνών, συνθέτουν ένα απαιτητικό, διαφορετικό κινηματογραφικό σύμπαν. Κι έχει λογική αυτή η επιλογή. Είναι θέμα... ηθικής. Είναι σαν να μας λέει ο σκηνοθέτης: αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες.

Ακούσια (De ofrivilliga / Involuntary) Wallpaper
Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του πραγματικά ενδιαφέροντα σκηνοθέτη από τη Σουηδία, ο οποίος ουσιαστικά συστήθηκε φέτος στο ελληνικό κοινό με το εξαιρετικό «Ανωτέρα βία» (Force Majeure, 2014). Το «Ακούσια» είναι ταινία του 2008. Έλαβε μέρος σε μια σειρά από φεστιβάλ, μεταξύ των οποίων και το φεστιβάλ των Καννών, όπου συμμετείχε στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα». Το δελτίο τύπου που έστειλε η εγχώρια εταιρία διανομής για την ταινία έχει κι άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία:

Η συγγραφή του σεναρίου ξεκίνησε το φθινόπωρο του 2004, όταν ο Östlund και ο (συνσεναριογράφος του) Erik Hemmendorff άρχισαν να καταγράφουν περιστατικά πάνω στο θέμα της ομαδικής ανθρώπινης συμπεριφοράς, αντλώντας από προσωπικές τους εμπειρίες ή εμπειρίες φίλων. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 2006. Γύριζαν μια σκηνή την ημέρα, με περίπου 20 λήψεις ή και παραπάνω, σε κάθε σκηνή. Η κάθε ιστορία γυρίστηκε αυτόνομα, με αποτέλεσμα οι ηθοποιοί των πέντε ιστοριών να μην έχουν καμία επαφή μεταξύ τους. Αρκετοί γνωρίστηκαν για πρώτη φορά την ημέρα της πρεμιέρας.

Εκτός από τη Maria Lundqvist, που είναι γνωστή ηθοποιός, οι υπόλοιποι είναι ή άγνωστοι ηθοποιοί ή ερασιτέχνες. Ο Östlund προτιμά να δουλεύει έτσι, ενώ αυτά τα άγνωστα πρόσωπα δίνουν στην ταινία μια αίσθηση ντοκιμαντέρ. Χαρακτηριστικό της μορφής της ταινίας είναι οι μακριές σκηνές, χωρίς κόψιμο στη διάρκειά τους. Αυτή είναι μια τεχνική που ο Östlund απέκτησε στις αρχές της δεκαετίας του’90, όταν γύριζε ταινίες σχετικές με το σκι, όπου δεν έπρεπε να υπάρχει κόψιμο. Η μακρύτερη σκηνή της ταινίας διαρκεί επτά λεπτά.

Η ταινία αποτέλεσε και την επίσημη πρόταση της Σουηδίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ για το 2010.

Η υπόθεση: Ένας οδηγός πούλμαν, που έχει σταματήσει για την καθιερωμένη στάση ξεκούρασης, ανακαλύπτει ότι κάποιος χάλασε την κουρτίνα στην τουαλέτα του πούλμαν. Αποφασίζει, λοιπόν, ότι όλοι οι επιβάτες (μεταξύ των οποίων και μια γνωστή ηθοποιός) θα παραμείνουν στο ακινητοποιημένο πούλμαν, έως ότου ο ένοχος αποφασίσει να ομολογήσει.

Ο Λέφε, ένας 30χρονος άντρας, πείθει τους φίλους του να τον βοηθήσουν να σκαρώσει μια φάρσα σε έναν άλλο φίλο τους, τον Όλε, κι εκείνοι συμφωνούν, παρότι σε κάποιους το όλον μοιάζει περισσότερο με βιασμό παρά με φάρσα.

Δύο έφηβες φίλες ποζάρουν για την ψηφιακή τους κάμερα παίρνοντας προκλητικές και αισθησιακές στάσεις, που όμως σε ένα τρίτο μάτι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μέχρι και πορνογραφικές. Η μία από αυτές θα βρεθεί τελικά αναίσθητη σε ένα πάρκο κι ένας αυτοκινητιστής θα τη μεταφέρει σπίτι της.

Στα γενέθλια ενός αγοριού, οι γονείς του έχουν κανονίσει να ρίξουν πυροτεχνήματα. Όταν ένα πυροτέχνημα δεν σκάει σωστά, ο οικοδεσπότης τραυματίζεται, αλλά δεν το λέει σε κανένα, επειδή φοβάται ότι θα χαλάσει τη διασκέδαση.

Μια δασκάλα χρησιμοποιεί ένα ψυχολογικό πείραμα στην τάξη της για να δείξει στα παιδιά πως πολύ εύκολα η άποψη ενός ανθρώπου επηρεάζεται τα μάλα όταν η μάζα έχει διαφορετική άποψη για το ίδιο θέμα. Και θα βιώσει απομόνωση και «εξοστρακισμό» όταν καταγγείλει έναν συνάδελφό της, τον οποίο είδε με τα μάτια της να χτυπάει έναν μαθητή.

Η άποψή μας: Σπονδυλωτή ταινία, από αυτές που διηγούνται διαφορετικές ιστορίες. Όχι από αυτές τις σπονδυλωτές που η μία ξεκινάει αφού ολοκληρωθεί η προηγούμενη, όπως οι «Ιστορίες για αγρίους» (Relatos salvajes, 2014). Ούτε από εκείνες που εξελίσσονται παράλληλα για να διασταυρωθούν τελικά στο φινάλε, όπως οι «Χαμένες αγάπες» (Amores perros, 2000). Όχι. Εδώ, οι ιστορίες δεν διασταυρώνονται ποτέ ούτε περιμένει η μία να ολοκληρωθεί η άλλη για να εξελιχθεί. Κάθε μία από τις ιστορίες, πάντως, έχει τον ίδιο νοηματικά επίλογο: οι άνθρωποι συχνότατα αδυνατούμε να υπερασπιστούμε άλλους ανθρώπους όταν χρειάζονται την υπεράσπισή μας κι ακόμα συχνότερα αδυνατούμε να υπερασπιστούμε τα ίδια μας τα πιστεύω. Αντ' αυτού, υποχωρούμε. Κρυβόμαστε πίσω από συμβάσεις. Κρυβόμαστε γιατί είναι πιο ασφαλές. Κρυβόμαστε για να μην αποκαλυφθούμε. Κρυβόμαστε για να Κρυβόμαστε με το πλήθος. Κρυβόμαστε για να μην αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Κρυβόμαστε για να μην δυσαρεστήσουμε τους άλλους. Ο σκηνοθέτης παρατηρεί με την ακρίβεια κοινωνιολόγου συμπεριφορές και καταστάσεις τόσο γνώριμες, τόσο αναγνωρίσιμες, τόσο οικείες.

Επιστρατεύοντας μπόλικο παράδοξο χιούμορ κρατάει την απαιτούμενη απόσταση προκειμένου να αναδείξει το «πρόβλημα» σε όλη του τη μεγαλοπρέπειά του. Γιατί, ως γνωστόν, όσο πιο κοντά είσαι σε ένα πρόβλημα, τόσο δεν το βλέπεις – τόσο απλά δεν είναι πρόβλημα για σένα. Βέβαια, αυτή η αποστασιοποίηση είναι και ολίγον τι... δυσχώνευτη (μην σας πω, αχώνευτη) για τον μέσο θεατή. Ναι, αυτή είναι μια ταινία που λειτουργεί καλύτερα στο πλαίσιο ενός φεστιβάλ. Θα γινόταν το αδιαχώρητο σε μια προβολή της στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και στην εμπορική προβολή της είναι ζήτημα αν τελικά τη δουν μερικές εκατοντάδες θεατών. Όντως, πάντως, δεν είναι για όλους. Κι ας παρουσιάζει ένα συναρπαστικό οπτικό αποτέλεσμα. Οι συνθέσεις του Östlund είναι συναρπαστικές. Προσέξτε πχ τις σκηνές στο λεωφορείο, εκείνες που ο οδηγός μιλάει με την ξεναγό – βοηθό του και εμείς βλέπουμε τις πλάτες τους και ότι βλέπουν από το τεράστιου μεγέθους παρμπρίζ του λεωφορείου. Ή τη σκηνή όπου ο τραυματισμένος από την ρουκέτα κύριος προσπαθεί να γεμίσει το πλυντήριο πιάτων: απλά συγκλονιστική σκηνή, που σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς τη συνέλαβαν και πώς την υλοποίησαν!

Εν κατακλείδι: υψηλής και ιδιαίτερης αισθητικής ταινία, που δεν προσμετράται σ' αυτές που προσφέρουν «ένα ευχάριστο δίωρο» και είναι για δοκιμασμένους σε κινηματογραφικά φεστιβάλ δυνατούς λύτες.
Ακούσια (De ofrivilliga / Involuntary) Rating




Στις δικές μας αίθουσες? Στις 22 Οκτωβρίου 2015 από την New Star

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική