του Bill Pohlad. Με τους John Cusack, Paul Dano, Elizabeth Banks, Paul Giamatti, Jake Abel, Bill Camp, Brett Davern
Good Vibrations...
του zerVo (@moviesltd)
Όρισαν την Αμερικάνικη απάντηση στην βρετανική επίθεση των Beatles και Stones, στην σπουδαία μουσικά δεκαετία των 60s και διαχρονικά άντεξαν σε αυτή την όμορφη κόντρα μέχρι τις μέρες μας, ξεπερνώντας στην πορεία τους τα σαράντα χιτς, στο περίφημο Top-40 του Billboard, τα περισσότερα από οποιοδήποτε άλλο γκρουπ του τόπου τους. Με έμφαση στα φωνητικά αλλά και σε έναν ιδιόρρυθμο ηλιόλουστο ήχο, οι Beach Boys αποτέλεσαν το καμάρι των Καλιφορνέζων τινέιτζερς, που εκτόξευσαν στην κορυφή των τσαρτς κομμάτια σαν τα Surfin USA, I Get Around, Wouldn't It Be Nice, God Only Knows. Αυτή είναι η δραματική ιστορία του ιδρυτή και φυσικού τους ηγέτη, βασικού τους συνθέτη, τραγουδιστή, ιθύνοντα νου και καλλιτεχνικά ιδιοφυή, Brian Wilson.
Μόνος, φοβισμένος, τρομαγμένος. Τρεις μόλις λέξεις σημάδεψαν το ραβασάκι που άφησε στο μπλοκ της πωλήτριας αυτοκινήτων Κράισλερ, Μελίντα Λεντμπέττερ, ο εν αγνοία της πάμπλουτος και θρύλος του πενταγράμμου Μπράιαν Γουίλσον, επιδιώκοντας να εξάψει το ενδιαφέρον της γι αυτόν. Για να την πείσει πως πίσω από την βιτρίνα του διάσημου, κρύβεται ένας κατακερματισμένος άνθρωπος, που ζορισμένος από τις παθήσεις του μυαλού και της ψυχής εδώ και δύο δεκαετίες, βρίσκεται φυλακισμένος των ορέξεων, εκείνων που εκμεταλλεύονται την προβληματική κατάσταση του. Και κυρίως του αμφιλεγόμενου Δόκτορα Γιουτζίν Λάντι, που χρησιμοποιεί επιθετικές πρακτικές στην φαρμακευτική του αγωγή, προκαλώντας ανείπωτα ζητήματα συμπεριφοράς του πάλαι ποτέ ποπ ειδώλου.
Ζόρια που είχαν ξεκινήσει για τον Μπράιαν, από τα μέσα των 60s όταν στο απόγειο της δόξας του γκρουπ κι ενώ οι αναζητήσεις του στην μελωδία, ξεπερνούσαν το καθαρόαιμο εμπορικό ύφος της θρυλικής πεντάδας και δεν είχαν αντίκρυσμα στο ευρύ κοινό. Παρορμητικός στην δημιουργία οικογένειας, ακόμη και σε τόσο νεαρή ηλικία και δίχως να αντέχει το σταριλίκι και την δημοσιότητα ο (μεγαλύτερος των αδελφών) Γουίλσον, θα πέσει στην παγίδα του LSD, που πολύ σύντομα θα του προκαλέσει μόνιμη πνευματική βλάβη, ρίχνοντας στον στην παράνοια και την σχιζοφρένεια.
Συνεπώς όπως είναι αντιληπτό, δύο είναι οι χρονικές ράγες, πάνω στις οποίες κινείται το όμορφα δομημένο σενάριο του Love & Mercy, που παίρνει τον τίτλο του από ένα εκ των πιο αγαπημένων τραγουδιών των Boys. Από την μια μεριά η εποχή της εκτόξευσης στα αστέρια, όταν το κουιντέτο στεκόταν στα εξώφυλλα ισάξιο των Λιβερπουλέζων Σκαθαριών, από την άλλη η ανθρώπινη και συγκινητική ιστορία, του εγκεφάλου του τιμ, που ουδέποτε ξεπέρασε, τουλάχιστον με την παρούσα ιατρική βοήθεια την ψυχεδελική του μονομανία. Γέφυρα των δύο, με απόσταση εικοσαετίας, στιγμών, η ίδια η μορφή του αρτίστα, σε διαφορετική βεβαίως ηλικία, με τις ανάρμοστες και τρελές εκφράσεις του παρελθόντος να αναμειγνύονται με τις φοβίες του μέλλοντος, σε ένα ενδιαφέρον αφηγηματικό πινγκ πονγκ, που ουσιαστικά πείθει τον θεατή, πως ο τραγουδιστής για όλο αυτό το διάστημα, παρέμεινε εσώκλειστος σε μια άτυπη φυλακή, από την οποία απουσίαζαν επιδεικτικά όλα τα αγαπημένα του πρόσωπα.
Κι εκεί ίσως να υφίσταται και το σοβαρότερο σφάλμα του biopic του φιλόδοξου Bill Pohlad, με το οποίο πραγματοποιεί το δημιουργικό του καμπάκ, 25 χρόνια κατόπιν της πρώτης του σκηνοθετικής προσπάθειας (Old Explorers). Παρότι το παλεύει σε αρκετά σημεία, να βγάλει εκμοντερνισμούς και σύγχρονα στοιχεία στην εξιστόρηση του, εντούτοις είναι πασιφανές πως το φιλμ, με άλλο πιο εμπνευσμένο και τωρινό μάστορα στην θέση του οδηγού, θα είχε καταφέρει πολύ περισσότερα, στην ανάδειξη της προβληματικής περσόνας. Επιδερμική η παρουσία των (εξίσου σημαντικότατων για την εξέλιξη των BB) αδελφών, πουθενά, πλην μιας φευγαλέας σεκάνς, δεν εμφανίζεται ο αυταρχικός γονιός, αόριστος ο ρόλος της πρώτης και ανήλικης συζύγου.
Το πράγμα δένει καλά όμως, στο περιθώριο της παρουσίας του Γουίλσον, που ερμηνεύεται στα διαφορετικά στάδια του, από τον ιδιαίτερα ταλαντούχο και μεστό Paul Dano και από τον σε φθίνουσα κατεύθυνση χωρίς κατακτημένες περγαμηνές John Cusack, με τον πιτσιρίκο, παρότι δεν έχει τις πιο αβανταδόρικες στιγμές του σκριπτ, να κερδίζει στην άτυπη κόντρα ερμηνείας του ίδιου προσώπου, τον πολύ πιο έμπειρο πενηντάρη. Εύρος που δίνουν οι προσωπικότητες της καινούργιας αγαπημένης (μια απαστράπτουσα ερωτεύσιμη σε ώριμη ηλικία Elizabeth Banks που κλέβει την παράσταση) και του βασανιστή κομπογιανίτη (που οντότητα του δίνει, μολονότι με αστεία περούκα ο πάντα αξιόλογος Paul Giamatti).
Για πες: Ενδιαφέρουσα παρότι ελλιπής η προσέγγιση ενός τρομακτικού για τα μουσικά δρώμενα τοτέμ, που δεν ακολουθεί την γραμμική πεπατημένη - πέντε τραγούδια, δυο στιγμιότυπα, άνοδος, πτώση - αλλά μέσω των ασύμμετρων πλην διακριτότατων πέρα δώθε, κτίζει πόντο με τον πόντο τον εφιάλτη που τον κυρίευσε για σχεδόν μια ολόκληρη ζωή. Υπάρχουν διάφορα, γνώριμα και μη, μελανά περιστατικά από την πορεία του Γουίλσον που απαλείφονται στην απόπειρα εξαγνισμού του στην κινηματογραφική βιογραφία, αυτό σε καμία περίπτωση όμως δεν μειώνει την ικανότητα και το κύρος ενός συνθέτη, που ξεπέρασε και προσωπικές σκοτούρες και το κόστος της φήμης, για να αναδειχθεί σε μουσουργό παγκόσμιου βεληνεκούς.
Ζόρια που είχαν ξεκινήσει για τον Μπράιαν, από τα μέσα των 60s όταν στο απόγειο της δόξας του γκρουπ κι ενώ οι αναζητήσεις του στην μελωδία, ξεπερνούσαν το καθαρόαιμο εμπορικό ύφος της θρυλικής πεντάδας και δεν είχαν αντίκρυσμα στο ευρύ κοινό. Παρορμητικός στην δημιουργία οικογένειας, ακόμη και σε τόσο νεαρή ηλικία και δίχως να αντέχει το σταριλίκι και την δημοσιότητα ο (μεγαλύτερος των αδελφών) Γουίλσον, θα πέσει στην παγίδα του LSD, που πολύ σύντομα θα του προκαλέσει μόνιμη πνευματική βλάβη, ρίχνοντας στον στην παράνοια και την σχιζοφρένεια.
Συνεπώς όπως είναι αντιληπτό, δύο είναι οι χρονικές ράγες, πάνω στις οποίες κινείται το όμορφα δομημένο σενάριο του Love & Mercy, που παίρνει τον τίτλο του από ένα εκ των πιο αγαπημένων τραγουδιών των Boys. Από την μια μεριά η εποχή της εκτόξευσης στα αστέρια, όταν το κουιντέτο στεκόταν στα εξώφυλλα ισάξιο των Λιβερπουλέζων Σκαθαριών, από την άλλη η ανθρώπινη και συγκινητική ιστορία, του εγκεφάλου του τιμ, που ουδέποτε ξεπέρασε, τουλάχιστον με την παρούσα ιατρική βοήθεια την ψυχεδελική του μονομανία. Γέφυρα των δύο, με απόσταση εικοσαετίας, στιγμών, η ίδια η μορφή του αρτίστα, σε διαφορετική βεβαίως ηλικία, με τις ανάρμοστες και τρελές εκφράσεις του παρελθόντος να αναμειγνύονται με τις φοβίες του μέλλοντος, σε ένα ενδιαφέρον αφηγηματικό πινγκ πονγκ, που ουσιαστικά πείθει τον θεατή, πως ο τραγουδιστής για όλο αυτό το διάστημα, παρέμεινε εσώκλειστος σε μια άτυπη φυλακή, από την οποία απουσίαζαν επιδεικτικά όλα τα αγαπημένα του πρόσωπα.
Κι εκεί ίσως να υφίσταται και το σοβαρότερο σφάλμα του biopic του φιλόδοξου Bill Pohlad, με το οποίο πραγματοποιεί το δημιουργικό του καμπάκ, 25 χρόνια κατόπιν της πρώτης του σκηνοθετικής προσπάθειας (Old Explorers). Παρότι το παλεύει σε αρκετά σημεία, να βγάλει εκμοντερνισμούς και σύγχρονα στοιχεία στην εξιστόρηση του, εντούτοις είναι πασιφανές πως το φιλμ, με άλλο πιο εμπνευσμένο και τωρινό μάστορα στην θέση του οδηγού, θα είχε καταφέρει πολύ περισσότερα, στην ανάδειξη της προβληματικής περσόνας. Επιδερμική η παρουσία των (εξίσου σημαντικότατων για την εξέλιξη των BB) αδελφών, πουθενά, πλην μιας φευγαλέας σεκάνς, δεν εμφανίζεται ο αυταρχικός γονιός, αόριστος ο ρόλος της πρώτης και ανήλικης συζύγου.
Το πράγμα δένει καλά όμως, στο περιθώριο της παρουσίας του Γουίλσον, που ερμηνεύεται στα διαφορετικά στάδια του, από τον ιδιαίτερα ταλαντούχο και μεστό Paul Dano και από τον σε φθίνουσα κατεύθυνση χωρίς κατακτημένες περγαμηνές John Cusack, με τον πιτσιρίκο, παρότι δεν έχει τις πιο αβανταδόρικες στιγμές του σκριπτ, να κερδίζει στην άτυπη κόντρα ερμηνείας του ίδιου προσώπου, τον πολύ πιο έμπειρο πενηντάρη. Εύρος που δίνουν οι προσωπικότητες της καινούργιας αγαπημένης (μια απαστράπτουσα ερωτεύσιμη σε ώριμη ηλικία Elizabeth Banks που κλέβει την παράσταση) και του βασανιστή κομπογιανίτη (που οντότητα του δίνει, μολονότι με αστεία περούκα ο πάντα αξιόλογος Paul Giamatti).
Για πες: Ενδιαφέρουσα παρότι ελλιπής η προσέγγιση ενός τρομακτικού για τα μουσικά δρώμενα τοτέμ, που δεν ακολουθεί την γραμμική πεπατημένη - πέντε τραγούδια, δυο στιγμιότυπα, άνοδος, πτώση - αλλά μέσω των ασύμμετρων πλην διακριτότατων πέρα δώθε, κτίζει πόντο με τον πόντο τον εφιάλτη που τον κυρίευσε για σχεδόν μια ολόκληρη ζωή. Υπάρχουν διάφορα, γνώριμα και μη, μελανά περιστατικά από την πορεία του Γουίλσον που απαλείφονται στην απόπειρα εξαγνισμού του στην κινηματογραφική βιογραφία, αυτό σε καμία περίπτωση όμως δεν μειώνει την ικανότητα και το κύρος ενός συνθέτη, που ξεπέρασε και προσωπικές σκοτούρες και το κόστος της φήμης, για να αναδειχθεί σε μουσουργό παγκόσμιου βεληνεκούς.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 6 Αυγούστου 2015 από την Odeon
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική