του Uberto Pasolini. Με τους Eddie Marsan, Joanne Froggatt, Karen Drury
Το αντίο των ακλάφτων
του zerVo (@moviesltd)
Αν και - μάλλον - κάτι τέτοιο δεν πρέπει να νοιάζει ιδιαίτερα, το τιμώμενο πρόσωπο, έχει επικρατήσει η άποψη, πως όσο περισσότερο κοινό βρεθεί παριστάμενο στην εξόδιο ακολουθία του, τόσο πιο αγαπητό και κοινωνικό θα ήταν κατά την διάρκεια της ζωής του. Σε αντίθεση με τα πολυπληθή αντίο όμως στους δημοφιλείς, όμως, υπάρχουν κι εκείνες οι τραγικές περιπτώσεις ατόμων που αποχαιρετούν τον κόσμο, παρουσία μόνο του ιερωμένου, φεύγοντας για το τελευταίο τους ταξίδι κυριολεκτικά άκλαφτοι, ξεχασμένοι, παραπεταμένοι ακόμη κι από τα πιο στενά τους πρόσωπα. Δείγμα κακότητας των ζωντανών θα πει κανείς, που γυρνούν την πλάτη στον προσφάτως απελθόντα, τιμωρώντας τον ίσως που όσο βρισκόταν εν ζωή είχε φροντίσει να διώξει από κοντά του, οτιδήποτε φίλιο ή συγγενικό.
Προγραμματισμένος στο έπακρο, εκνευριστικά οργανωτικός και μεθοδικός σε σημείο υπερβολής. ο μοναχικός Λονδρέζος Τζον Μέι, έχει ξοδέψει 22 χρόνια ζωής υπηρετώντας ασφαλιστική φίρμα, με την εντολή να φροντίζει για ένα τουλάχιστον αξιοπρεπές ύστατο χαίρε, εκείνους που βρέθηκαν νεκροί, δίχως να έχουν ούτε ένα πρόσωπο στο πλευρό τους. Το μοτίβο του γνώριμου σε όλα τα γραφεία κηδειών Κυρίου Μέι, είναι προκαθορισμένο και πάντοτε ακολουθείται με παροιμιώδη ευλάβεια: Έρευνα για τον πιθανό εντοπισμό συγγενών, σύνταξη όλων των εγγράφων που απαιτούνται από τους κρατικούς φορείς, στήσιμο μιας σωστής τελετής, με γραμμένο από τον ίδιο αποχαιρετιστήριο λόγο, όπως το απαιτούν οι περιστάσεις. Ο Κύριος Μέι δεν έχει ούτε έναν φίλο, ούτε έναν συγγενή. Φίλοι του και συγγενείς του είναι μόνο όσοι - άγνωστοι μέχρι πρότινος - έχει νεκροφιλήσει στην μακρά επαγγελματική του πορεία.
Μέχρις ότου ένα πρωινό συμβεί το αναπάντεχο, που θα διαλύσει μονομιάς την διαρκώς επαναλαμβανόμενη ρουτίνα. Ελέω περικοπών στην υπηρεσία του, θα διαταχθεί να πάρει τον δρόμο για το ταμείο ανεργίας, το μαγαζί του δεν τον χρειάζεται πλέον και του δίνει περιθώριο τριών ημερών, να κλείσει τις όποιες εκκρεμότητες έχει ανοικτές. Μεταξύ των οποίων και την τελευταία αποστολή που θα κληθεί να φέρει εις πέρας και αφορά στον αποχαιρετισμό, ενός ηλικιωμένου γείτονα του, πρώην πεζοναύτη βετεράνου στις Μαλβίνες, που εντοπίστηκε στο θλιβερό του διαμέρισμα, εβδομάδες μετά τον θάνατο του, αφού δεν βρέθηκε ούτε ένας για να τον αναζητήσει. Οι φωτογραφίες στο σπίτι του, ενός μικρού κοριτσιού, που θα πέσουν στην αντίληψη του Κυρίου Μέι, μπορεί να τον οδηγήσουν στα ίχνη κάποιας συγγενούς, πιθανόν μιας ξεχασμένης στο μακρινό παρελθόν κόρης.
Με ένα από τα σημαντικότερα κοινωνικά ζητήματα της πολύβουης και θεωρητικά άρτια connecting people εποχής μας, ασχολείται το εξουθενωτικά μελαγχολικό και ενίοτε καυστικά ειρωνικό δράμα Still Life, που υπογράφει ο ιταλικής καταγωγής και με βαρύ επώνυμο Uberto Pasolini. Εστιάζοντας στην πραγματικότητα την κάμερα του, στο πρόσωπο του ενός, που βιώνει το πιο άσχημο και λυπηρό των συναισθημάτων, την μοναξιά, μα με τρόπο κινηματογραφικά όμορφο, μετατρέποντας μονομιάς την θλίψη της μονάδας, σε μαζικότερη, προβάλλοντας το συλλογικό δεινό. Με φόντο μια από τις αποδεδειγμένα πιο θορυβώδεις και πολυπληθείς πρωτεύουσες της Ευρώπης, ο σκηνοθέτης στήνει αφαιρετικά, γεμάτα οικονομία στατικά πλάνα, τιγκαρισμένα στην καυστική κριτική γύρω από την αποξένωση, μα και συνάμα ρομποτοποίηση του υποκειμένου ένεκα των αναγκών και των υποχρεώσεων, που το μεταβάλλουν σε ον ουσιαστικά πεθαμένο, μηδενικά κοινωνικό, σαν ζωντανό - νεκρό θαμμένο μέσα σε ένα γκρίζο, συννεφιασμένο διαμέρισμα.
Μετά από μιάμιση ώρα σκυθρωπής και μακάβριας - είναι η αλήθεια - αφήγησης, θα περίμενε κανείς από τον δημιουργό να αφήσει όμως μια, δυο χαραμάδες αισιοδοξίας ανοιχτές, ευφραίνοντας κατά κάποιο τρόπο την ψυχή του θεατή του, που κινείται όλο αυτό τον καιρό, μεταξύ νεκροθαλάμων και κοιμητηρίων. Ίσως εκεί, στην έξοδο του, να μην με βρίσκει και απόλυτα σύμφωνο το καλοδουλεμένο, πλην αφόρητα πεσιμιστικό σενάριο, που άλλοτε με πικρό χιούμορ και άλλοτε με δακρυσμένη ευαισθησία προσεγγίζει σφαιρικά το θέμα του, σε μια διαφορετική, αλληγορικότερη και πιο μεταφορική ανάλυση, από εκείνη την ρεαλιστική του ντοκιμαντέρ Dreams Of A Life.
Για πες: Από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες του νεότερου βρετανικού σινεμά και πουλέν του Mike Leigh, ο συνήθως ρολίστας Eddie Marshan, εδώ σηκώνει στις ερμηνευτικές πλάτες του ολάκερη την ταινία, δίνοντας μέσα από την θλίψη και την κενότητα της ματιάς του, την σωστή διάσταση που απαιτεί η ενσάρκωση του (υπαρκτού) ήρωα του.
Μέχρις ότου ένα πρωινό συμβεί το αναπάντεχο, που θα διαλύσει μονομιάς την διαρκώς επαναλαμβανόμενη ρουτίνα. Ελέω περικοπών στην υπηρεσία του, θα διαταχθεί να πάρει τον δρόμο για το ταμείο ανεργίας, το μαγαζί του δεν τον χρειάζεται πλέον και του δίνει περιθώριο τριών ημερών, να κλείσει τις όποιες εκκρεμότητες έχει ανοικτές. Μεταξύ των οποίων και την τελευταία αποστολή που θα κληθεί να φέρει εις πέρας και αφορά στον αποχαιρετισμό, ενός ηλικιωμένου γείτονα του, πρώην πεζοναύτη βετεράνου στις Μαλβίνες, που εντοπίστηκε στο θλιβερό του διαμέρισμα, εβδομάδες μετά τον θάνατο του, αφού δεν βρέθηκε ούτε ένας για να τον αναζητήσει. Οι φωτογραφίες στο σπίτι του, ενός μικρού κοριτσιού, που θα πέσουν στην αντίληψη του Κυρίου Μέι, μπορεί να τον οδηγήσουν στα ίχνη κάποιας συγγενούς, πιθανόν μιας ξεχασμένης στο μακρινό παρελθόν κόρης.
Με ένα από τα σημαντικότερα κοινωνικά ζητήματα της πολύβουης και θεωρητικά άρτια connecting people εποχής μας, ασχολείται το εξουθενωτικά μελαγχολικό και ενίοτε καυστικά ειρωνικό δράμα Still Life, που υπογράφει ο ιταλικής καταγωγής και με βαρύ επώνυμο Uberto Pasolini. Εστιάζοντας στην πραγματικότητα την κάμερα του, στο πρόσωπο του ενός, που βιώνει το πιο άσχημο και λυπηρό των συναισθημάτων, την μοναξιά, μα με τρόπο κινηματογραφικά όμορφο, μετατρέποντας μονομιάς την θλίψη της μονάδας, σε μαζικότερη, προβάλλοντας το συλλογικό δεινό. Με φόντο μια από τις αποδεδειγμένα πιο θορυβώδεις και πολυπληθείς πρωτεύουσες της Ευρώπης, ο σκηνοθέτης στήνει αφαιρετικά, γεμάτα οικονομία στατικά πλάνα, τιγκαρισμένα στην καυστική κριτική γύρω από την αποξένωση, μα και συνάμα ρομποτοποίηση του υποκειμένου ένεκα των αναγκών και των υποχρεώσεων, που το μεταβάλλουν σε ον ουσιαστικά πεθαμένο, μηδενικά κοινωνικό, σαν ζωντανό - νεκρό θαμμένο μέσα σε ένα γκρίζο, συννεφιασμένο διαμέρισμα.
Μετά από μιάμιση ώρα σκυθρωπής και μακάβριας - είναι η αλήθεια - αφήγησης, θα περίμενε κανείς από τον δημιουργό να αφήσει όμως μια, δυο χαραμάδες αισιοδοξίας ανοιχτές, ευφραίνοντας κατά κάποιο τρόπο την ψυχή του θεατή του, που κινείται όλο αυτό τον καιρό, μεταξύ νεκροθαλάμων και κοιμητηρίων. Ίσως εκεί, στην έξοδο του, να μην με βρίσκει και απόλυτα σύμφωνο το καλοδουλεμένο, πλην αφόρητα πεσιμιστικό σενάριο, που άλλοτε με πικρό χιούμορ και άλλοτε με δακρυσμένη ευαισθησία προσεγγίζει σφαιρικά το θέμα του, σε μια διαφορετική, αλληγορικότερη και πιο μεταφορική ανάλυση, από εκείνη την ρεαλιστική του ντοκιμαντέρ Dreams Of A Life.
Για πες: Από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες του νεότερου βρετανικού σινεμά και πουλέν του Mike Leigh, ο συνήθως ρολίστας Eddie Marshan, εδώ σηκώνει στις ερμηνευτικές πλάτες του ολάκερη την ταινία, δίνοντας μέσα από την θλίψη και την κενότητα της ματιάς του, την σωστή διάσταση που απαιτεί η ενσάρκωση του (υπαρκτού) ήρωα του.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 25 Ιουνίου 2015 από την Feelgood Entertainment
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική