του Olivier Assayas. Με τους Juliette Binoche, Kristen Stewart, Chloë Grace Moretz, Lars Eidinger, Hanns Zischler, Angela Winkler
Μακριά πετούν τα σύννεφα
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Youth Without Youth
Ο 60χρονος Olivier Assayas είναι μία από τις πιο ιδιάζουσες και ενδιαφέρουσες περιπτώσεις του γαλλικού κινηματογράφου. Ξεκίνησε ως κριτικός κινηματογράφου στα «Cahiers du cinema», έγραψε βιβλία, μεταξύ των οποίων το «Conversation avec Bergman», διείδε πρώτος από τους Ευρωπαίους κριτικούς τη σημαντικότητα του νέου ασιατικού κινηματογράφου. Κι έχει γυρίσει πάρα πολλές ταινίες! Χωρίς μεγάλη εμπορική επιτυχία, αλλά πάντοτε έβρισκε τρόπο να συμμετέχει στα κορυφαία ευρωπαϊκά φεστιβάλ. Αυτή είναι η 15η μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που έχει σκηνοθετήσει (αν χρήσουμε ως τέτοια και το «Carlos», που το γύρισε ως μίνι τηλεοπτική σειρά αλλά προβλήθηκε και ως ταινία στους κινηματογράφους). Βασικό χαρακτηριστικό των ταινιών του, οι δυνατοί γυναικείοι ρόλοι. Έτσι κι αλλιώς, τις γυναίκες της ζωής του τις γνώριζε στις ταινίες του ή τις έβαζε να παίζουν σ' αυτές. Όπως πχ την Maggie Cheung, την οποία σκηνοθέτησε στο υπέροχο «Irma Vep» (1996) και στο συγκινητικό «Clean» (2004), για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας στις Κάννες. Με την Maggie έμεινε παντρεμένος για τρία χρόνια. Τώρα είναι παντρεμένος με την κριτικό κινηματογράφου και σκηνοθέτιδα, Mia Hansen-Løve, η οποία έπαιξε ως ηθοποιός επίσης σε δύο ταινίες του Assayas!
Με την Juliette Binoche τον συνδέει μια επίσης καρμική, θα μπορούσαμε να πούμε, σχέση. Το 1985 συνυπογράφει το πρώτο του σενάριο για ταινία μεγάλου μήκους, μαζί με τον André Téchiné, το περίφημο «Rendez-vous», στο οποίο για πρώτη φορά χρήζεται πρωταγωνίστρια η Binoche, στα 20 της χρόνια! Τούτη εδώ είναι η τρίτη ταινία του στην οποία τη σκηνοθετεί. Η ιδέα για την ταινία ξεκίνησε με μια παραίνεση ουσιαστικά της Binoche: εκείνη ήταν που είχε πρώτη την αίσθηση ότι υπήρχε κάποια χαμένη ευκαιρία, ή μάλλον ταινία, η οποία παρέμενε κρυμμένη στην κοινή τους ιστορία, και η οποία θα έφερνε και τους δυο πίσω στα στοιχειώδη. Κι όταν η Binoche διάβασε το σενάριο δέχτηκε για πρώτη φορά στην καριέρα της να συμμετάσχει σε ένα χολιγουντιανό μπλοκμπάστερ, το «Godjilla», προκειμένου να νιώσει περισσότερο το ρόλο που θα έπαιζε στα «Σύννεφα του Σιλς Μαρία», ως Μαρία Έντερς! Η ζωή μιμείται την τέχνη και τούμπαλιν δηλαδή!
Η υπόθεση: Στο αποκορύφωμα της διεθνούς της καριέρας, η διάσημη ηθοποιός Μαρία Έντερς απολαμβάνει τη φήμη και την επιτυχία της, ερμηνεύοντας ρόλους τόσο σε απαιτητικές ευρωπαϊκές καλλιτεχνικές ταινίες όσο και σε πανάκριβα χολιγουντιανά μπλοκμπάστερ. Ενόσω στα προσωπικά της βρίσκεται στη διαδικασία ενός επίπονου διαζυγίου ταξιδεύει μαζί με τη νεαρή προσωπική της βοηθό, την Βαλ, στην Ελβετία, προκειμένου να τιμήσει τον θεατρικό συγγραφέα Βίλελμ Μέλκιορ. Ο Βίλελμ ήταν ο μέντοράς της. Ήταν εκείνος που την ξεχώρισε και της έδωσε τον έναν από τους δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους σε δικό του σπουδαίο θεατρικό έργο, το «Φίδι της Μαλόγια». Με εκείνο, ένα λεσβιακό δράμα όπου η Μαρία υποδυόταν τη φιλόδοξη νεαρή Σίγκριντ που ωθεί τη μεγαλύτερη διευθύντριά της στην απόγνωση και την αυτοκτονία, έκανε το ντεμπούτο της. Η Μαρία ουσιαστικά θεωρεί ότι του χρωστάει την καριέρα της. Μόνο που πριν την εκδήλωση, ο Μέλκιορ πεθαίνει.
Σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση η Μαρία, με την παρότρυνση της Βαλ, δέχεται την επίσκεψη του τρομερά ταλαντούχου και ανερχόμενου σκηνοθέτη Κλάους Ντίστερβεγκ, ο οποίος θέλει να ανεβάσει το «Φίδι της Μαλόγια», με εκείνην πια στον (πιο ταιριαστό στην ηλικία της πια) ρόλο της διευθύντριας που αυτοκτονεί. Έχοντας πολλές αντιρρήσεις η Μαρία τελικά δέχεται. Και μαζί με τη Βαλ εγκαθίσταται στο σπίτι του Μέλκιορ στο Σιλς Μαρία, ένα μικρό χωριό των Αλπεων στο οποίο λαμβάνει χώρα ένα φυσικό φαινόμενο που ενέπνευσε τον συγγραφέα να γράψει το «Φίδι της Μαλόγια». Οι πρόβες κοστίζουν ψυχικά στη Μαρία ενώ παράλληλα η σχέση της με τη Βαλ δείχνει ότι είναι κάτι πολύ περισσότερα από εκείνη αφεντικού και υπαλλήλου. Όπως ακριβώς (;) και στο θεατρικό...
Η άποψή μας: Αν μη τι άλλο τούτη η ταινία είναι γοητευτική. Διαθέτει σινεφιλία. Διαθέτει μυστήριο. Μας συστήνει ένα υπέροχο μετεωρολογικό φαινόμενο. Έχει γυναικείες ερμηνείες που ξεχωρίζουν. Και στο τέλος σε αφήνει με μια «γεμάτη» εμπειρία παρά τα όποια (επίτηδες αφημένα) κενά, που λειτουργούν και λίγο ως σπαζοκεφαλιά και λίγο αποπροσανατολιστικά εντέλει.
Σε ότι αφορά τη σινεφιλία: είναι ολοφάνερες οι αναφορές – παραπομπές σε δύο σπουδαίες ταινίες: το «Όλα για την Εύα» και την «Περσόνα». Ακόμα κι αν δεν έχετε δει τις ταινίες αυτές, θα διαβάσετε σε όλες τις κριτικές για την ταινία, τους δύο συγκεκριμένους τίτλους. Είναι τόσο φανεροί για όλους εμάς που γράφουμε για σινεμά – αλλά βεβαίως υπάρχουν και στο δελτίο τύπου της εταιρίας για την ταινία. Ναι, κύριοι της Weird Wave, κανένας μας δεν γράφει για την «Περιπέτεια» – μάλλον διέλαθε της προσοχής μας – εκτός κι αν βρούμε ως κοινό το πως συμπεριφέρονται οι σκηνοθέτες σε δύο χαρακτήρες που χάνονται...
Τα θέματα με τα οποία ασχολείται εδώ ο Assayas είναι πολλά κι έχουν αποτελέσει υλικό έμπνευσης για εκατοντάδες άλλες ταινίες. Μα έτσι κι αλλιώς, τα ίδια θέματα δεν ανακυκλώνουν όλες οι ταινίες όλου του κόσμου; Αυτό που πλέον διαφοροποιεί μια καλή ταινία από μια κακή ταινία είναι το πως παρουσιάζει τα θέματα με τα οποία ασχολείται. Εδώ λοιπόν έχουμε μεταξύ των άλλων το αέναο κυνήγι της νιότης. Στη διελκυστίνδα «ωριμότητα versus νεότητα» πάντα κερδίζει η ωριμότητα, πάντα όμως ζηλεύει τη νεότητα. Έχουμε όμως και άλλα πολλά ενδιαφέροντα δίπολα εδώ: ζωή εναντίον τέχνης, θέατρο εναντίον κινηματογράφου, αφεντικό εναντίον υπαλλήλου, πραγματικότητα εναντίον... πραγματικότητας, τέχνη εναντίον εμπορίου, φήμη εναντίον ανωνυμίας.
Κι όλα αυτά με δύο ξεχωριστές ερμηνείες. Η Juliette Binoche πάλλεται, παλεύει, ξεσπάει, κρύβεται, είναι μεγάλη σταρ και απλός άνθρωπος σε μια πυρετώδη ερμηνεία. Από την άλλη η Kristen Stewart κρατάει τα ίσα, δεν έχει αβανταδόρικο ρόλο κι όμως τα πάει περίφημα, δείχνοντας πως δεν την έχουν κατασπαράξει ακόμα τα βαμπίρ και οι λυκάνθρωποι (αλλά και η άθλια ερμηνεία της) από τη σειρά ταινιών «Λυκόφως». Κι έχουμε και την Chloë Grace Moretz σε ρόλο... comic relief. Κι έχουμε και ένα τμήμα από ένα σπάνιο ταινιάκι του Άρνολντ Φανκ από τα 1924. Σούπερ!
Η υπόθεση: Στο αποκορύφωμα της διεθνούς της καριέρας, η διάσημη ηθοποιός Μαρία Έντερς απολαμβάνει τη φήμη και την επιτυχία της, ερμηνεύοντας ρόλους τόσο σε απαιτητικές ευρωπαϊκές καλλιτεχνικές ταινίες όσο και σε πανάκριβα χολιγουντιανά μπλοκμπάστερ. Ενόσω στα προσωπικά της βρίσκεται στη διαδικασία ενός επίπονου διαζυγίου ταξιδεύει μαζί με τη νεαρή προσωπική της βοηθό, την Βαλ, στην Ελβετία, προκειμένου να τιμήσει τον θεατρικό συγγραφέα Βίλελμ Μέλκιορ. Ο Βίλελμ ήταν ο μέντοράς της. Ήταν εκείνος που την ξεχώρισε και της έδωσε τον έναν από τους δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους σε δικό του σπουδαίο θεατρικό έργο, το «Φίδι της Μαλόγια». Με εκείνο, ένα λεσβιακό δράμα όπου η Μαρία υποδυόταν τη φιλόδοξη νεαρή Σίγκριντ που ωθεί τη μεγαλύτερη διευθύντριά της στην απόγνωση και την αυτοκτονία, έκανε το ντεμπούτο της. Η Μαρία ουσιαστικά θεωρεί ότι του χρωστάει την καριέρα της. Μόνο που πριν την εκδήλωση, ο Μέλκιορ πεθαίνει.
Σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση η Μαρία, με την παρότρυνση της Βαλ, δέχεται την επίσκεψη του τρομερά ταλαντούχου και ανερχόμενου σκηνοθέτη Κλάους Ντίστερβεγκ, ο οποίος θέλει να ανεβάσει το «Φίδι της Μαλόγια», με εκείνην πια στον (πιο ταιριαστό στην ηλικία της πια) ρόλο της διευθύντριας που αυτοκτονεί. Έχοντας πολλές αντιρρήσεις η Μαρία τελικά δέχεται. Και μαζί με τη Βαλ εγκαθίσταται στο σπίτι του Μέλκιορ στο Σιλς Μαρία, ένα μικρό χωριό των Αλπεων στο οποίο λαμβάνει χώρα ένα φυσικό φαινόμενο που ενέπνευσε τον συγγραφέα να γράψει το «Φίδι της Μαλόγια». Οι πρόβες κοστίζουν ψυχικά στη Μαρία ενώ παράλληλα η σχέση της με τη Βαλ δείχνει ότι είναι κάτι πολύ περισσότερα από εκείνη αφεντικού και υπαλλήλου. Όπως ακριβώς (;) και στο θεατρικό...
Η άποψή μας: Αν μη τι άλλο τούτη η ταινία είναι γοητευτική. Διαθέτει σινεφιλία. Διαθέτει μυστήριο. Μας συστήνει ένα υπέροχο μετεωρολογικό φαινόμενο. Έχει γυναικείες ερμηνείες που ξεχωρίζουν. Και στο τέλος σε αφήνει με μια «γεμάτη» εμπειρία παρά τα όποια (επίτηδες αφημένα) κενά, που λειτουργούν και λίγο ως σπαζοκεφαλιά και λίγο αποπροσανατολιστικά εντέλει.
Σε ότι αφορά τη σινεφιλία: είναι ολοφάνερες οι αναφορές – παραπομπές σε δύο σπουδαίες ταινίες: το «Όλα για την Εύα» και την «Περσόνα». Ακόμα κι αν δεν έχετε δει τις ταινίες αυτές, θα διαβάσετε σε όλες τις κριτικές για την ταινία, τους δύο συγκεκριμένους τίτλους. Είναι τόσο φανεροί για όλους εμάς που γράφουμε για σινεμά – αλλά βεβαίως υπάρχουν και στο δελτίο τύπου της εταιρίας για την ταινία. Ναι, κύριοι της Weird Wave, κανένας μας δεν γράφει για την «Περιπέτεια» – μάλλον διέλαθε της προσοχής μας – εκτός κι αν βρούμε ως κοινό το πως συμπεριφέρονται οι σκηνοθέτες σε δύο χαρακτήρες που χάνονται...
Τα θέματα με τα οποία ασχολείται εδώ ο Assayas είναι πολλά κι έχουν αποτελέσει υλικό έμπνευσης για εκατοντάδες άλλες ταινίες. Μα έτσι κι αλλιώς, τα ίδια θέματα δεν ανακυκλώνουν όλες οι ταινίες όλου του κόσμου; Αυτό που πλέον διαφοροποιεί μια καλή ταινία από μια κακή ταινία είναι το πως παρουσιάζει τα θέματα με τα οποία ασχολείται. Εδώ λοιπόν έχουμε μεταξύ των άλλων το αέναο κυνήγι της νιότης. Στη διελκυστίνδα «ωριμότητα versus νεότητα» πάντα κερδίζει η ωριμότητα, πάντα όμως ζηλεύει τη νεότητα. Έχουμε όμως και άλλα πολλά ενδιαφέροντα δίπολα εδώ: ζωή εναντίον τέχνης, θέατρο εναντίον κινηματογράφου, αφεντικό εναντίον υπαλλήλου, πραγματικότητα εναντίον... πραγματικότητας, τέχνη εναντίον εμπορίου, φήμη εναντίον ανωνυμίας.
Κι όλα αυτά με δύο ξεχωριστές ερμηνείες. Η Juliette Binoche πάλλεται, παλεύει, ξεσπάει, κρύβεται, είναι μεγάλη σταρ και απλός άνθρωπος σε μια πυρετώδη ερμηνεία. Από την άλλη η Kristen Stewart κρατάει τα ίσα, δεν έχει αβανταδόρικο ρόλο κι όμως τα πάει περίφημα, δείχνοντας πως δεν την έχουν κατασπαράξει ακόμα τα βαμπίρ και οι λυκάνθρωποι (αλλά και η άθλια ερμηνεία της) από τη σειρά ταινιών «Λυκόφως». Κι έχουμε και την Chloë Grace Moretz σε ρόλο... comic relief. Κι έχουμε και ένα τμήμα από ένα σπάνιο ταινιάκι του Άρνολντ Φανκ από τα 1924. Σούπερ!
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 14 Μαΐου 2015 από την Weird Wave
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική