της Jessica Hausner. Με τους Christian Friedel, Birte Schnoeink, Stephan Grossmann, Hana Sofia Lopes
Σ' αγαπώ μέχρι θανάτου
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Τρελός κι αλλοπαρμένος
Αυτή είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί η 43χρονη Αυστριακή Jessica Hausner και η δεύτερη που βλέπουμε στις κινηματογραφικές αίθουσες της χώρας μας μετά το προ εξαετίας «Προσκύνημα στη Λούρδη» (Lourdes, 2009). Όσοι είχατε λατρέψει εκείνη την ταινία ετοιμαστείτε για κάτι εντελώς διαφορετικό ως προς το ύφος και το στήσιμο. Αλλά πάντα αναγνωρίσιμο είναι το σήμα κατατεθέν του αυστριακού σινεμά, έτσι όπως το έχουμε μάθει από Haneke, Seidl και άλλους ταλαντούχους κοντοξάδελφους των Γερμανών. Μια ανησυχητική ηρεμία στην επιφάνεια, μια βαθειά άρρωστη κοινωνία, μια απέραντη αποξένωση και μια υπέρτατη ανάγκη για (συν)αισθήματα, που, από τη στιγμή που δεν μπορούν να προκύψουν «φυσιολογικά» (ότι μπορεί να σημαίνει πλέον τη σήμερον ημέρα η συγκεκριμένη λέξη) προκύπτουν παρά φύσιν.
Το σίγουρο είναι πως τούτη η ταινία δεν... καταπίνεται εύκολα. Με έντονη τη θεατρικότητα, ο θεατής, είτε καλοπροαίρετος είναι είτε κακοπροαίρετος, δυσκολεύεται να χωνέψει όσα συμβαίνουν επί της μεγάλης οθόνης. Κι αυτό γιατί αλλιώς έχουμε μάθει το σινεμά – και τελευταία και την τηλεόραση. Ταχύτητα, στακάτο μοντάζ, αλήθεια σε πρώτο πλάνο, σενάρια με ανατροπές, υπολογισμένη αισθητική που θεοποιεί την επιφάνεια και να μην ξεχνάμε και το σεξ – αυτό που υπονοείται. Έρχεται λοιπόν αυτή η Αυστριακή και χαλάει τη μανέστρα: κοστούμια εποχής, χαλαρά πλάνα, κλειδοκύμβαλα κι ένας μπουνταλάς που ντε και καλά θέλει να αυτοκτονήσει παρέα με κάποια γυναίκα «που αγαπάει». Όχι και το πιο εύκολο πρότζεκτ για το μέσο θεατή – αλλά τελικά αξίζει τον κόπο.
Η υπόθεση: Βερολίνο της Ρομαντικής Εποχής. Ο νεαρός ποιητής Χάινριχ επιθυμεί να υπερνικήσει το αναπότρεπτο του θανάτου μέσα από τον έρωτα, αλλά αδυνατεί να πείσει τη σκεπτικίστρια ξαδέλφη του Μαρί να τον συντροφέψει σε μια πράξη αυτοχειρίας. Κι ενώ προσπαθεί να συμβιβαστεί μ’ αυτήν την άρνηση, γεμάτος ανείπωτη θλίψη για την αδυναμία της ξαδέλφης του να αντιληφθεί το βάθος των συναισθημάτων του, ο Χάινριχ γνωρίζει την Ανριέτ, τη σύζυγο κάποιου γνωστού του από τη συμβατική του δουλειά – μιας που μέσω ποίησης δεν μπορεί να βγάλει τα προς το... ζην, αυτός που τόσο πολύ θέλει να «αναχωρήσει». Ο Χάινριχ ξανακάνει την ίδια πρόταση στη σαγηνευτική νέα γυναίκα, κι ενώ αρχικά δεν έχει το παραμικρό αντίκρισμα, όλα αλλάζουν όταν η Ανριέτ ανακαλύπτει πως πάσχει από μια ανίατη ασθένεια... Ή μήπως όχι;
Η άποψή μας: «Μια ''ρομαντική κωμωδία'', ελεύθερη απόδοση της ιστορίας της αυτοκτονίας του ποιητή Χάινριχ φον Κλάιστ το 1811», μας πληροφορεί σχετικά με την ταινία ο εύχρηστος pocket κατάλογος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, εκεί που την πρωτοείδαμε τον περασμένο Νοέμβριο. Μια ταινία που «αποθεώνει την παρεξήγηση του Χάινριχ φον Κλάιστ: η ζωή, ο έρωτας, η αγάπη, ο θάνατος, η ελευθερία, η ισονομία, η φορολογία, η δικαιοσύνη, η δημοκρατία, η ανθρωπότητα... όλα είναι μια αδιάκοπη και διασκεδαστική (για τους άλλους;) παρεξήγηση», έγραφε στο κείμενό του για το περιοδικό «φιλμ νουάρ» ο καλός φίλος Κώστας Καρδερίνης. Ξέχασε μόνο και το «η επιστήμη» (και στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ιατρική). Κατά τα άλλα, τα λέει μια χαρά ο συνάδελφος, ακριβώς όπως τα σκέφτηκα κι εγώ βλέποντας την ταινία, οπότε γιατί να μην παραθέσω τα δικά του λεγόμενα (μιας που ταυτίζομαι με αυτά ως σκέψη) και να προσπαθήσω να γράψω τα ίδια πράγματα με άλλες λέξεις ή άλλο τρόπο; Λογοκλέπτω τώρα; Όχι, αφού βάζω την πηγή και την αναφέρω – δεν την «θάβω».
Όντως μαύρη, κατήμαυρη κωμωδία η ταινία της Hausner, που κρύβει ειρωνεία ήδη από τον τίτλο της. Όχι, δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με μια παραλλαγή του «Τρελού Πιερό» τοποθετημένη στις αρχές του 19ου αιώνα – ο Jean-Luc Godard (κοιτάξτε σύμπτωση να βγαίνει την ίδια βδομάδα και το «Αποχαιρετισμός στη γλώσσα», ε;) πίστευε τότε στον απόλυτο έρωτα, όντας πιο υλιστής – μακριά από ρομαντισμούς. Αλλά και ο Belmondo, βαμμένος μπλε και ζωσμένος δυναμίτες, τον... πλάστη του πηγαίνει να συναντήσει κουβαλώντας αβάσταχτο έρωτα... Η σκηνοθέτιδα, θεατρικώ τω τρόπω, δείχνει πως διαθέτει καντάρια ταλέντο και πως είναι από τις πιο αξιόλογες σκηνοθέτιδες των τελευταίων χρόνων. Αν και, η αλήθεια είναι, πως δεν μπορεί κάποιος να πει πως θα κόψει εισιτήρια τούτη η ταινία σε κανονική, εμπορική προβολή σε αίθουσες. Παραείναι ταγμένη σε αυτό που θέλει να πει και στον τρόπο που το λέει και δεν γίνεται «κάτι πιο ποπ», στιλ κοπολικής «Μαρίας Αντουανέτας» πχ.
Άρα, ταινία δυσκολοχώνευτη για το μεγάλο κοινό, που (ενδεχομένως) να αποτελέσει αντικείμενο λατρείας για λίγους και εκλεκτούς. Και ναι, κάποιοι που θα διαβάσουν τούτη την κριτική για την ταινία και παρακινηθούν να πάνε να τη δουν, μπορεί να μας βρίσουν χυδαία – δικαίωμά τους. Πώς το έλεγε ο Truffaut; «Ή μαζί σου ή χωρίς εσένα». Ναι, ιδωμένο υπό πρίσμα κατάμαυρου χιούμορ. Μιας που το άλλο πρόσωπο στην περίπτωση της Hausner δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να... αυτοκτονείς (να παραφράσουμε και τον τιτανομέγιστο Zulawski). Με παρέα, βεβαίως βεβαίως...
Η υπόθεση: Βερολίνο της Ρομαντικής Εποχής. Ο νεαρός ποιητής Χάινριχ επιθυμεί να υπερνικήσει το αναπότρεπτο του θανάτου μέσα από τον έρωτα, αλλά αδυνατεί να πείσει τη σκεπτικίστρια ξαδέλφη του Μαρί να τον συντροφέψει σε μια πράξη αυτοχειρίας. Κι ενώ προσπαθεί να συμβιβαστεί μ’ αυτήν την άρνηση, γεμάτος ανείπωτη θλίψη για την αδυναμία της ξαδέλφης του να αντιληφθεί το βάθος των συναισθημάτων του, ο Χάινριχ γνωρίζει την Ανριέτ, τη σύζυγο κάποιου γνωστού του από τη συμβατική του δουλειά – μιας που μέσω ποίησης δεν μπορεί να βγάλει τα προς το... ζην, αυτός που τόσο πολύ θέλει να «αναχωρήσει». Ο Χάινριχ ξανακάνει την ίδια πρόταση στη σαγηνευτική νέα γυναίκα, κι ενώ αρχικά δεν έχει το παραμικρό αντίκρισμα, όλα αλλάζουν όταν η Ανριέτ ανακαλύπτει πως πάσχει από μια ανίατη ασθένεια... Ή μήπως όχι;
Η άποψή μας: «Μια ''ρομαντική κωμωδία'', ελεύθερη απόδοση της ιστορίας της αυτοκτονίας του ποιητή Χάινριχ φον Κλάιστ το 1811», μας πληροφορεί σχετικά με την ταινία ο εύχρηστος pocket κατάλογος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, εκεί που την πρωτοείδαμε τον περασμένο Νοέμβριο. Μια ταινία που «αποθεώνει την παρεξήγηση του Χάινριχ φον Κλάιστ: η ζωή, ο έρωτας, η αγάπη, ο θάνατος, η ελευθερία, η ισονομία, η φορολογία, η δικαιοσύνη, η δημοκρατία, η ανθρωπότητα... όλα είναι μια αδιάκοπη και διασκεδαστική (για τους άλλους;) παρεξήγηση», έγραφε στο κείμενό του για το περιοδικό «φιλμ νουάρ» ο καλός φίλος Κώστας Καρδερίνης. Ξέχασε μόνο και το «η επιστήμη» (και στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ιατρική). Κατά τα άλλα, τα λέει μια χαρά ο συνάδελφος, ακριβώς όπως τα σκέφτηκα κι εγώ βλέποντας την ταινία, οπότε γιατί να μην παραθέσω τα δικά του λεγόμενα (μιας που ταυτίζομαι με αυτά ως σκέψη) και να προσπαθήσω να γράψω τα ίδια πράγματα με άλλες λέξεις ή άλλο τρόπο; Λογοκλέπτω τώρα; Όχι, αφού βάζω την πηγή και την αναφέρω – δεν την «θάβω».
Όντως μαύρη, κατήμαυρη κωμωδία η ταινία της Hausner, που κρύβει ειρωνεία ήδη από τον τίτλο της. Όχι, δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με μια παραλλαγή του «Τρελού Πιερό» τοποθετημένη στις αρχές του 19ου αιώνα – ο Jean-Luc Godard (κοιτάξτε σύμπτωση να βγαίνει την ίδια βδομάδα και το «Αποχαιρετισμός στη γλώσσα», ε;) πίστευε τότε στον απόλυτο έρωτα, όντας πιο υλιστής – μακριά από ρομαντισμούς. Αλλά και ο Belmondo, βαμμένος μπλε και ζωσμένος δυναμίτες, τον... πλάστη του πηγαίνει να συναντήσει κουβαλώντας αβάσταχτο έρωτα... Η σκηνοθέτιδα, θεατρικώ τω τρόπω, δείχνει πως διαθέτει καντάρια ταλέντο και πως είναι από τις πιο αξιόλογες σκηνοθέτιδες των τελευταίων χρόνων. Αν και, η αλήθεια είναι, πως δεν μπορεί κάποιος να πει πως θα κόψει εισιτήρια τούτη η ταινία σε κανονική, εμπορική προβολή σε αίθουσες. Παραείναι ταγμένη σε αυτό που θέλει να πει και στον τρόπο που το λέει και δεν γίνεται «κάτι πιο ποπ», στιλ κοπολικής «Μαρίας Αντουανέτας» πχ.
Άρα, ταινία δυσκολοχώνευτη για το μεγάλο κοινό, που (ενδεχομένως) να αποτελέσει αντικείμενο λατρείας για λίγους και εκλεκτούς. Και ναι, κάποιοι που θα διαβάσουν τούτη την κριτική για την ταινία και παρακινηθούν να πάνε να τη δουν, μπορεί να μας βρίσουν χυδαία – δικαίωμά τους. Πώς το έλεγε ο Truffaut; «Ή μαζί σου ή χωρίς εσένα». Ναι, ιδωμένο υπό πρίσμα κατάμαυρου χιούμορ. Μιας που το άλλο πρόσωπο στην περίπτωση της Hausner δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να... αυτοκτονείς (να παραφράσουμε και τον τιτανομέγιστο Zulawski). Με παρέα, βεβαίως βεβαίως...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 28 Μαΐου 2015 από την Feelgood
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική