του Tsai Ming-liang. Με τους Lee Kang-sheng, Lu Yi-ching, Chen Shiang-chyi, Chen Chao-rong
Με Λένε Αρτέμη
του gaRis (@takisgaris)
*Δώστε βάση εδώ αρχίζει το νόημα ναούμ. Έτσι και δε το πιάσεις τόχασες ναούμ. Πολύ νόημα - μιλάμε για πολύ νόημα ναούμ. Χωρισμός της απουσίας στιγμή πρώτη. Με λένε Αρτέμη. Σε λίγο η βροχή, ο αέρας, η νύχτα…Με λένε Αρτέμη. Βρε μελαχρινάκι, με πότισες φαρμάκι. Με πότισες φαρμάκι, βρε μελαχρινάκι. Τα ολόμαυρά σου μάτια με κάνανε χίλια κομμάτια. Με κάνανε χίλια κομμάτια τα ολόμαυρά σου μάτια. Ντίμπι-ντίμπι-ντίμπι-ντάι, ντιμπιντάι, ντιμπιντάι.
Tsai Ming-Liang. Ταϊβανέζος (γεννηθείς στη Μαλαισία) σκηνοθέτης, πασίγνωστος στο φεστιβαλικό σερκουί- ειδικότερα της Βενετιάς, η οποία τον αντάμειψε προ ντουζίνας ετών με Χρυσό Λιοντάρι για το Vive L’Amour. Ta Αδέσποτα Σκυλιά (Jiao You) είναι η 10η και -περίπου κατά δήλωσή του- η τελευταία του ταινία, εφόσον στο δελτίο τύπου φαρδιά πλατιά δηλώνει πως τον έχει κουράσει πλέον το σινεμά. Περίπτωση Bela Tarr; Ασυζητητί. Όμως ο τυπάς δεν κουβαλά την τραχιά, ερμητική και ρωμαλέα αίσθηση του τέλος του σύμπαντος κόσμου που ρέουν στις φλέβες του -αποθνήσκοντος αγέρωχα στο Άλογο του Τορίνο- Ούγγρου. Θέλει να την κάνει, αλλά να πάρει κι εμάς μαζί του. Από ανία.
Παίρνει λοιπόν το μόνιμο ερμηνευτικό του άλτερ έγκο (Lee Kang-Sheng) ομού μετά των δυο ανεψουδιών του και βάζει και τρεις γυναίκες να κάνουν τις θεραπενίδες της μονογονεϊκής οικογένειας κοπρόσκυλων που γυρνοβολάνε την Ταϊπέι πλενόμενοι στα δημόσια ουρητήρια και τρωγοπίνοντας τα αποφαγωμένα των καλόβολων αστών στις υπεραγορές και τα μώλς. Κοιμόσαντε δε σε μια τρώγλη αποσεσηπωμένη, ενώ ο πατήρ αναγκάζεται να κρατά πλακάτ στην αδιάκοπη νεροποντή διαφημίζοντας αρχικαπιταλιστικό ρήαλ εστέητ, τραγουδώντας δημώδες του 12ου αιώνος που μιλά για αδιάκοπο πόνο και σκότος της μιζέριας του λαουτζίκου.
Ο Liang λοιπόν μας στέλνει για Τσάι με σχεδόν απουσία διαλόγων, δυο σκηνές - μαμούθ 11 και 14 λεπτών (το εξόφθαλμα φθηνού συμβολισμού φινάλε) αντιστοίχως που συνιστούν μνημεία ακινησίας, κείμενα μεταξύ ζωγραφικής αντίστιξης και καλλιτεχνικού φαρισαϊσμού, καθότι γυρνά με ψηφιακή και δεν έχει ανάγκη το cut ναούμ. Ναι, καδράρει μαστόρικα, ναι, η ηχητική του μπάντα δίνει συμμετοχική αμεσότητα αλλά πληζ φίλτατε κυριούλη, ο σινεμάς αυτός απέθανε εδώ και μια 25ετία. Όσο για την περιθρύλητη σεκάνς που ο πρωταγωνιστής του πνίγει με μαξιλάρι ωσότου εντέλει καταβροχθίσει κλαίγοντας σπαραχτικά ένα ολόκληρο (ωμό) ΛΑΧΑΝΟ…ρίξε μεγάλε κουλτούρα να φύγουμε άμα λάχει ναούμ.
(*Χάρρυ Κλυν, Εις Μνήμην Χάρρυ Κλυν, 1981, διαχρονικό μπίτσλαπ στην ψευτοκουλτουριάρικη δοκησισοφία της ντόπιας κινηματογραφικής κριτικής)
Με λένε Αρτέμη, ένας φόβος, φωνές, υγρασία…Με λένε Αρτέμη. Ποια είσαι; Ποια είσαι; Βρέφη, όχλος, θάνατος. Τύφος. Με λένε Αρτέμη. Που είσαι; Λείπεις, αλλά υπάρχεις, εδώ παντού, διαχέεσαι στο αστρικό φως και στης σχολής τις χαραμάδες, στο άδειο δωμάτιο. Απλώνεσαι σα κάδρο, θάνατος, έρπης και μετασχηματίζεσαι σε λύχνο και καντήλα. Υποψία ελπίδας στο αδειανό των πεινασμένων τραπέζι. Με λένε Αρτέμη. Λείπεις αλλά υπάρχεις. Παντού. Στο κλάμα. Στον αγώνα.
Παίρνει λοιπόν το μόνιμο ερμηνευτικό του άλτερ έγκο (Lee Kang-Sheng) ομού μετά των δυο ανεψουδιών του και βάζει και τρεις γυναίκες να κάνουν τις θεραπενίδες της μονογονεϊκής οικογένειας κοπρόσκυλων που γυρνοβολάνε την Ταϊπέι πλενόμενοι στα δημόσια ουρητήρια και τρωγοπίνοντας τα αποφαγωμένα των καλόβολων αστών στις υπεραγορές και τα μώλς. Κοιμόσαντε δε σε μια τρώγλη αποσεσηπωμένη, ενώ ο πατήρ αναγκάζεται να κρατά πλακάτ στην αδιάκοπη νεροποντή διαφημίζοντας αρχικαπιταλιστικό ρήαλ εστέητ, τραγουδώντας δημώδες του 12ου αιώνος που μιλά για αδιάκοπο πόνο και σκότος της μιζέριας του λαουτζίκου.
Λείπεις αλλά υπάρχεις. Τώρα που η ανέχεια μας καλεί. Η ανέχεια, η ανεργία. Τώρα που η πάλη μας καλεί, ενάντια σαυτούς που κρατούν τα νήματα στο χέρι και βάζουν μπροστά τους μηχανισμούς του κεφαλαίου για να δυναστεύουν το φτωχό, τον πεινασμένο. Για το διψασμένο λαό μου. Με λένε Αρτέμη και ζητώ τη συμπαράστασή σου. Την άδολη. Τη συντροφική. Ως πότε, ως πότε η πείνα θα θερίζει τους πένητες αυτής της γης; Κι ως πότε το γάλα των παιδιών της Αφρικής θα το πίνουν μικρά κομψά χαδιάρικα γατιά φιλεύσπλαχνων ανθρώπων; Με λένε Αρτέμη. Δεν είμαι εδώ. Υπάρχεις, δεν υπάρχω. Είμαι και δεν είμαι. Με λέγανε Αρτέμη, τώρα με λένε απουσία. Ζω και δε ζω. Υπάρχω και δεν υπάρχω. Είμαι και δεν είμαι. Που είσαι λοιπόν αυτή την ύστατη στιγμή που ψάχνω για τη χαμένη μου ταυτότητa; Τώρα που ζητώ κι από εσένα την ανάγκη της επιβεβαίωσης; Ήθελα νάξερα ποιος είμαι. Θέλω να ξέρω που πάω. Θέλω να ξέρω πως με λένε.
Ο Liang λοιπόν μας στέλνει για Τσάι με σχεδόν απουσία διαλόγων, δυο σκηνές - μαμούθ 11 και 14 λεπτών (το εξόφθαλμα φθηνού συμβολισμού φινάλε) αντιστοίχως που συνιστούν μνημεία ακινησίας, κείμενα μεταξύ ζωγραφικής αντίστιξης και καλλιτεχνικού φαρισαϊσμού, καθότι γυρνά με ψηφιακή και δεν έχει ανάγκη το cut ναούμ. Ναι, καδράρει μαστόρικα, ναι, η ηχητική του μπάντα δίνει συμμετοχική αμεσότητα αλλά πληζ φίλτατε κυριούλη, ο σινεμάς αυτός απέθανε εδώ και μια 25ετία. Όσο για την περιθρύλητη σεκάνς που ο πρωταγωνιστής του πνίγει με μαξιλάρι ωσότου εντέλει καταβροχθίσει κλαίγοντας σπαραχτικά ένα ολόκληρο (ωμό) ΛΑΧΑΝΟ…ρίξε μεγάλε κουλτούρα να φύγουμε άμα λάχει ναούμ.
(Παρέμβαση α λα Deus Ex Machina του Αβραάμ να κρατά στην αγκαλιά τον Ιακώβ)
Τον λένε Αρτέμη. Ο ιμπεριαλισμός τρώει του κοσμάκη το ψωμί. Οι γάτες πίνουν το γάλα των παιδιών της Αφρικής. Ζει και δε ζει. Ψάχνει για τη χαμένη του ταυτότητα. Κι εγώ ο μαλάκας σφάζω το παιδί μου.
- Μπαμπά θα με σφάξεις;
- Όχι παιδί μου. Θα σε θυσιάσω. (Μονολογώντας:) Δεν πηδιόμαστε λέω εγώ;
(*Χάρρυ Κλυν, Εις Μνήμην Χάρρυ Κλυν, 1981, διαχρονικό μπίτσλαπ στην ψευτοκουλτουριάρικη δοκησισοφία της ντόπιας κινηματογραφικής κριτικής)
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 23 Απριλίου 2015
1 σχόλια:
...φίλε τακις δεν κατάλαβες τίποτα...
...αφού δεν τόχεις, τι μπλέκεσαι μ'αυτά ;;
...δες καλύτερα τον λίαμ νίσον...
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική