του Βασίλη Κατσίκη. Με τους Tess Spentzos, Aris Athan, Peter Gerald, Tina Leonora
Παράνοια αλά...ελληνοαμερικανικά
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Τα νεύρα μου τα χάπια μου κι ένα ταξί να φύγω
Τα τελευταία χρόνια ισχύει κάτι πολύ παράξενο σε ότι αφορά το ελληνικό σινεμά. Πολλές ταινίες Ελλήνων δημιουργών προβάλλονται σε αναγνωρισμένα διεθνή φεστιβάλ, βραβεύονται, συζητιούνται. Διάολε, μέχρι και στο διαγωνιστικό του φεστιβάλ Καννών συμμετέχει ο Λάνθιμος με το «Lobster» του – και να μην παραξενευτούμε αν το δούμε να βραβεύεται κιόλας. Όταν, όμως, έρχεται η ώρα της εμπορικής προβολής αυτών των ταινιών στη χώρα μας...πατώνουν μεγαλοπρεπώς. Εδώ, πλέον, δεν υπάρχει ουσιαστικά εμπορικός ελληνικός κινηματογράφος! Εντάξει, μέχρι να ολοκληρώσει την ταινία του ο Παπακαλιάτης και δούμε πάλι Θεού πρόσωπο στο εγχώριο box office με ελληνική συμμετοχή...
Τελευταία, πέρα από Weird Greek Cinema, βλέπουμε μια προσπάθεια δημιουργίας σινεμά είδους στη χώρα μας. Κι εδώ έρχεται να ενταχθεί τούτη η απόπειρα, από έναν ταλαντούχο Έλληνα σκηνοθέτη που ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Ένα ελληνικό, αγγλόφωνο ψυχολογικό θρίλερ. Με τίμιες προθέσεις. Και πενιχρά μέσα. Το τελικό αποτέλεσμα; Ένα μέτριο ανθυπο-b-movie, που με περισσότερα λεφτά, καλύτερους ηθοποιούς και πιο δουλεμένο σενάριο, θα μπορούσε να αποτελέσει μια πραγματική φιλμική έκπληξη.
Η υπόθεση: Η Αν είναι μια νεαρή και όμορφη γυναίκα η οποία ζει με τον μεσήλικα ψυχίατρο σύζυγό της στην απομονωμένη, στη μέση του πουθενά βίλα τους. Ο σύζυγος την χαπακώνει καθημερινά, μιας που, κατά πως φαίνεται, η Αν δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει τη δολοφονία του – επίσης ψυχιάτρου – πατέρα της, δασκάλου του συζύγου της, η οποία έλαβε χώρα δύο χρόνια πριν. Μια μέρα, έχοντας να διευθετήσει κάτι αδιευκρίνιστα επείγον, ο σύζυγος φεύγει βιαστικά από τη βίλα για το ψυχιατρείο, χωρίς να δώσει τα χάπια στην Αν. Μέσα στη ζάλη της η Αν βιώνει μια παράξενη κατάσταση. Στην τηλεόραση οι ειδήσεις μιλούν για παραίτηση της κυβέρνησης μετά από βίαιες διαδηλώσεις. Η Αν νιώθει αποπροσανατολισμένη, μπερδεμένη. Και σαν να μην έφτανε αυτό, υποψιάζεται πως κάποιος έχει εισβάλλει στη βίλα. Όντως: ένας νεαρός μασκοφόρος άντρας της επιτίθεται, την ακινητοποιεί, τα βασανίζει, τη βιάζει. Το όνομά του είναι Αδάμ. Η Αν καταφέρνει να του ξεφύγει και τον δένει. Ζητάει να μάθει ποιος είναι. Αυτά που της λέει ο Αδάμ είναι πολύ ανησυχιτικά. Ποιος είναι τελικά ο Αδάμ; Τι «μαγειρεύει» ο άντρας της Αν; Τι από όλα αυτά είναι αλήθεια και τι ψέμα;
Η άποψή μας: Το 2004 το «CCTV» του Βασίλη Κατσίκη έσκασε σαν βόμβα, προκαλώντας ενθουσιασμό στους επαϊοντες. Τρομερή ιδέα, (οι… περιπέτειες μιας ψηφιακής κάμερας που περνάει από διάφορους «ιδιοκτήτες» καταγράφοντας στιγμές του περιβάλλοντός τους), μικρό μπάτζετ, εξαιρετική εκτέλεση και η ταινία δεν προβλήθηκε τελικά ποτέ εμπορικά στις αίθουσες! Κάτι ανάλογο συνέβη και με το εξαιρετικό «Without» του Αβρανά… Το 2008 ο Κατσίκης αποδεικνύει πως μπορεί να χειριστεί περίφημα και μεγάλο μπάτζετ. Το «Ι-4: Λούφα και παραλλαγή» (το μόνο ουσιαστικά σοβαρό ελληνικό κινηματογραφικό franchise, με συνέχειες και reboot!) ήταν και καλοφτιαγμένο και εμπορικό (με την καλή έννοια) και ευχάριστο. Δυστυχώς, η τρίτη προσπάθεια του σκηνοθέτη μας στη μυθοπλασία, με τον τίτλο Lurk, κρίνεται αποτυχημένη. Χαντακώνεται από την παραγωγή. Χαντακώνεται από το σενάριο – που λέει πολλά και ενδιαφέροντα αλλά ημιτελώς και προβλέψιμα. Χαντακώνεται από τις ερμηνείες.
Η Tess Spentzos είναι μια πραγματικά όμορφη κοπέλα αλλά είναι άγουρη ερμηνευτικά για να πείσει σε αυτόν τον απαιτητικό ρόλο που καλείται να φέρει εις πέρας. Για τους δύο άντρες δε, ας μην το συζητάμε. Λες και βγήκαν από τις χειρότερες ταινίες του Carpenter (αλήθεια, τι να κάνει αυτή η ψυχή;). Η ατμόσφαιρα δεν πείθει, τα δεύτερα επίπεδα ανάγνωσης δεν κομίζουν κάτι νέο, οι σινεφίλ αναφορές (Hitchcock, Polanski, giallo) δεν αρκούν. Ελπίζουμε η επόμενη ταινία του Κατσίκη, το «Ghost@net» (το imdb το χαρακτηρίζει θρίλερ) να μας κάνει να ενθουσιαστούμε τόσο όσο και με το «CCTV».
Η υπόθεση: Η Αν είναι μια νεαρή και όμορφη γυναίκα η οποία ζει με τον μεσήλικα ψυχίατρο σύζυγό της στην απομονωμένη, στη μέση του πουθενά βίλα τους. Ο σύζυγος την χαπακώνει καθημερινά, μιας που, κατά πως φαίνεται, η Αν δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει τη δολοφονία του – επίσης ψυχιάτρου – πατέρα της, δασκάλου του συζύγου της, η οποία έλαβε χώρα δύο χρόνια πριν. Μια μέρα, έχοντας να διευθετήσει κάτι αδιευκρίνιστα επείγον, ο σύζυγος φεύγει βιαστικά από τη βίλα για το ψυχιατρείο, χωρίς να δώσει τα χάπια στην Αν. Μέσα στη ζάλη της η Αν βιώνει μια παράξενη κατάσταση. Στην τηλεόραση οι ειδήσεις μιλούν για παραίτηση της κυβέρνησης μετά από βίαιες διαδηλώσεις. Η Αν νιώθει αποπροσανατολισμένη, μπερδεμένη. Και σαν να μην έφτανε αυτό, υποψιάζεται πως κάποιος έχει εισβάλλει στη βίλα. Όντως: ένας νεαρός μασκοφόρος άντρας της επιτίθεται, την ακινητοποιεί, τα βασανίζει, τη βιάζει. Το όνομά του είναι Αδάμ. Η Αν καταφέρνει να του ξεφύγει και τον δένει. Ζητάει να μάθει ποιος είναι. Αυτά που της λέει ο Αδάμ είναι πολύ ανησυχιτικά. Ποιος είναι τελικά ο Αδάμ; Τι «μαγειρεύει» ο άντρας της Αν; Τι από όλα αυτά είναι αλήθεια και τι ψέμα;
Η άποψή μας: Το 2004 το «CCTV» του Βασίλη Κατσίκη έσκασε σαν βόμβα, προκαλώντας ενθουσιασμό στους επαϊοντες. Τρομερή ιδέα, (οι… περιπέτειες μιας ψηφιακής κάμερας που περνάει από διάφορους «ιδιοκτήτες» καταγράφοντας στιγμές του περιβάλλοντός τους), μικρό μπάτζετ, εξαιρετική εκτέλεση και η ταινία δεν προβλήθηκε τελικά ποτέ εμπορικά στις αίθουσες! Κάτι ανάλογο συνέβη και με το εξαιρετικό «Without» του Αβρανά… Το 2008 ο Κατσίκης αποδεικνύει πως μπορεί να χειριστεί περίφημα και μεγάλο μπάτζετ. Το «Ι-4: Λούφα και παραλλαγή» (το μόνο ουσιαστικά σοβαρό ελληνικό κινηματογραφικό franchise, με συνέχειες και reboot!) ήταν και καλοφτιαγμένο και εμπορικό (με την καλή έννοια) και ευχάριστο. Δυστυχώς, η τρίτη προσπάθεια του σκηνοθέτη μας στη μυθοπλασία, με τον τίτλο Lurk, κρίνεται αποτυχημένη. Χαντακώνεται από την παραγωγή. Χαντακώνεται από το σενάριο – που λέει πολλά και ενδιαφέροντα αλλά ημιτελώς και προβλέψιμα. Χαντακώνεται από τις ερμηνείες.
Η Tess Spentzos είναι μια πραγματικά όμορφη κοπέλα αλλά είναι άγουρη ερμηνευτικά για να πείσει σε αυτόν τον απαιτητικό ρόλο που καλείται να φέρει εις πέρας. Για τους δύο άντρες δε, ας μην το συζητάμε. Λες και βγήκαν από τις χειρότερες ταινίες του Carpenter (αλήθεια, τι να κάνει αυτή η ψυχή;). Η ατμόσφαιρα δεν πείθει, τα δεύτερα επίπεδα ανάγνωσης δεν κομίζουν κάτι νέο, οι σινεφίλ αναφορές (Hitchcock, Polanski, giallo) δεν αρκούν. Ελπίζουμε η επόμενη ταινία του Κατσίκη, το «Ghost@net» (το imdb το χαρακτηρίζει θρίλερ) να μας κάνει να ενθουσιαστούμε τόσο όσο και με το «CCTV».
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 23 Απριλίου 2015 από την Filmboy
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική