του Αλέξη Αλεξίου. Με τους Στέλιο Μάΐνα, Δημήτρη Τζουμάκη, Αδάμ Μπουσδούκο, Γιώργο Συμεωνίδη, Mimi Branescu, Μαρία Ναυπλιώτου
Έχετε ευθύνη ρε!
του zerVo (@moviesltd)
Ανθίζει το είδος στην εγχώρια κινηματογραφία και διόλου άδικα θα έλεγα. Πρωτίστως δεν απαιτεί και τίποτα σπουδαίους παράδες για να στηθεί μια νεο νουάρ παραγωγή, ούτε κανένα τεράστιο καστ, ούτε ο μισός και βάλε προϋπολογισμός να ξοδευτεί σε ειδικά εφέ και σάλτσες. Μια απλή ιστορία ζητάει, βγαλμένη από την καθημερινότητα (για την ακρίβεια ο σαφής όρος είναι καθεβραδυνότητα, αλλά βεβαίως και είναι αδόκιμος) και μπόλικη έμπνευση και κουράγιο για να κτιστεί η ζητούμενη σκοτεινή ατμόσφαιρα πλεκτάνης και σασπένς. Μέχρις εκεί οι δημιουργοί μας τα πηγαίνουν περίφημα, σχεδόν θα έλεγα αριστεύουν στην απόπειρα τους. Άπαντες (πλην ενός, όμως, του γνωστού) ξεχνούν τον βασικό κανόνα της υποκοσμιακής ίντριγκας, να ενδιαφέρει, να καίει την πλατεία, αν ο αντιήρωας τους στο φινάλε θα βγει σώος ή θα μας αφήσει χρόνους. Και σε αυτή την ατασθαλία, το όμορφα δομημένο Τετάρτη 04:45, δεν αποτελεί εξαίρεση...
Κοντά είκοσι χρόνια τώρα, ο ρομαντικός λάτρης της μουσικής Στέλιος συντηρεί με όλες του τις δυνάμεις στα σοκάκια του Ψυρρή, το δημιούργημα του, το μοναδικό τζαζ κλαμπ της περιοχής, που φιλοξενεί καθημερινώς καινούργια ταλέντα, αλλά και αναγνωρισμένες μπάντες του ποιοτικού πενταγράμμου. Με την τσέπη του να ματώνει διαρκώς, από την πενιχρή προσέλευση του κόσμου, θα αναγκαστεί να στραφεί στους Βαλκάνιους τοκογλύφους ζητώντας δάνειο για να μπορέσει να συντηρήσει την επιχείρηση του. Με το κεφάλαιο πλέον να έχει φτάσει σε υπέρογκα ύψη, ο Ρουμάνος δανειστής, θα του δώσει 48 ώρες καιρό για να το αποπληρώσει, αλλιώς θα αναγκαστεί να του πάρει το μαγαζί και συνάμα τον κόπο μιας ολόκληρης ζωής, για να το δώσει στον μικρό του γιο, που θα το μετατρέψει σε ελληνάδικο...
Με την απόγνωση από την πρώτη κιόλας στιγμή να κτυπάει κόκκινο στο διάβα του άυπνου από την αγωνία Κύριου Δημητρακόπουλου, ένα προς ένα τα παζλάκια του διημέρου του τρόμου που θα βιώσει από την στιγμή του τελεσιγράφου, θα τον μετατρέψουν από ρομαντικό και συνεσταλμένο καταστηματάρχη της νύχτας, σε όργανο απόδοσης δικαιοσύνης. Με μηδενική υποστήριξη από τους δικούς του ανθρώπους, την φαμίλια του, τον σχεδόν πεινασμένο αδελφό του, πόσο μάλλον από τον περίγυρο που θα τον αγνοήσει επιδεικτικά, ο Στέλιος θα εισχωρήσει σταδιακά στο συννεφιασμένο και μουντό παιχνίδι - φάκα που θα του στήσει ο συνεργαζόμενος υπόκοσμος του, παγίδες επαναλαμβανόμενες που δίχως καθαρό μυαλό δεν θα καταφέρει να αποφύγει.
Ξεκινώντας την αναφορά μου από την μελέτη της περσόνας του κεντρικού πρωταγωνιστή του στόρι, θα εντοπίσω ένα βασικό σεναριακό λάθος, που τον καθιστά αυτομάτως αντιπαθή, μην πως ακόμη χειρότερα αδιάφορο, στην θωριά του θεατή, που παλεύει εναγωνίως να βρει ηθικό κλαδί πάνω του για να τον προσεγγίσει. Νυχτόβιος, κοκαινομανής, γκομενάκιας, εχθρικός προς σύζυγο και παιδί, παρτάκιας και με ουσιαστικό νοιάξιμο για το αν το ηχείο κάτω από την σκηνή, στην ηχητική του μόνωση έχει θέμα, ο Στελάρας δεν είναι ο τύπος που θα κάνει το κοινό να σκιρτήσει αν θα φάει την σφαίρα. Δεν είναι Στράτος δηλαδή, αν αντιλαμβάνεσαι τι εννοώ. Με αυτή την λάθος προσέγγιση στον σύνδεσμο ανάμεσα στο πανί και στην ψυχή, το θρίλερ χάνει ένα από τα βασικά συστατικά της ύπαρξης του. και αυτό ίσως να μην είναι και το βασικότερο μειονέκτημα του φιλμ.
Κτισμένο χρονικά μέσα στην περίοδο της οικονομικής κρίσης, το πόνημα του Αλεξίου, αποπειράται να κρατήσει στην μασχάλη του πολύ περισσότερα καρπούζια κοινωνικού προβληματισμού, από όσα θα μπορούσαν να χωρέσουν, ανοίγοντας επιπλέον ζητήματα προς κουβέντα, με την εμβόλιμη υποιστορία του Αλβανού ιδιοκτήτη του στριπτιζάδικου, που ο σεναριογράφος φαντάστηκε πως αποτελεί και τον ιδανικό μοχλό πίεσης για το τελικό ξέσπασμα του τιμωρού. Συνέπεια τούτου είναι το ξεχείλωμα της αφήγησης και η σχετική κοιλιά σε σημείο μάλιστα του φιλμ που το βραδυφλεγές tension θα έπρεπε να έχει πάρει ήδη φωτιά, προετοιμάζοντας για το τελικό πανδαιμόνιο.
Σημείο που πραγματικά ο σκηνοθέτης δίνει ρέστα, στήνοντας ένα από τα πλέον υποδειγματικά τέταρτα στην πρόσφατη ιστορία του ελληνικού σινεμά, στην ταράτσα της Βασιλίσσης Σοφίας, δανειζόμενος αμέτρητα στοιχεία από το Ασιανό noir στυλ, που άλλωστε αποτελεί και τον μπούσουλα του, από τα πρώτα κιόλας λεπτά που ανοίγει η αυλαία. Σούπερ σλόου μόσιον, μόνιμη παρουσία του υγρού στοιχείου, της βροχής, της σταγόνας, του αίματος, ατέρμονοι μεταλλικοί κενοί διάδρομοι, νέον που αναβοσβήνει στο φόντο, γενικώς ένα αισθητικό αποτέλεσμα που εντυπωσιάζει στο φκιασίδωμα του απαιτούμενου underground κλίματος. Συμπληρωματικά, όπως απαιτούν οι προσταγές της συνταγής, το σάουντρακ με τα μελό ελαφρά τραγούδια των 60s μοιάζει τόσο ταιριαστό (και μάλιστα ειρωνικά ταιριαστό) με κάθε επιμέρους αυτόνομο πλάνο, δίνοντας σου την εντύπωση, πως όποιος τα επέλεξε από την παλιά δισκοθήκη έστυψε πιότερο το μυαλό του, από εκείνον που έγραψε το σκριπτ.
Το σπουδαιότερο μπόνους που δικαιούται η παραγωγή πάντως πηγαίνει στο κάστινγκ, που λειτουργώντας αφαιρετικά και όχι με την διάθεση των μπόλικων υποψήφιων θυμάτων μέσα στο δίωρο, αποτελείται από λίγους, πλην καλούς ερμηνευτές. Κορυφή και κορωνίδα της υποκριτικής ομάδας, ο Στέλιος Μάινας στο φλιπ σάιντ της μορφής του Θράσου, του γνωστότερου τηλεοπτικού του ρόλου, με εντέχνως ταλαιπωρημένο πρόσωπο και εκφράσεις αποδίδει άψογα την μορφή του άντρα που κουράστηκε να περιμένει για δεκαετίες το καλοκαίρι που κάποτε ονειρευόταν. Κούραση με την οποία κλείνει ουσιαστικά την τελευταία της σελίδα η ταινία, δίνοντας σαν κονκλούζιον πως στην εποχή μας δεν επιζούν οι ιδεαλιστές, οι εραστές, οι ονειροπόλοι, αλλά τα πάσης φύσης αρπακτικά και λυκόρνια, που τους κόβεις ένα κεφάλι και αυτομάτως ξεπετιούνται άλλα δέκα στην θέση του...
Για πες: Αν τώρα έχουμε ευθύνη όλοι μας συνολικά για το κακό αυτό που μας έχει περιβάλλει, που καταστρέφει σπίτια, συνειδήσεις, ψυχές, δεν είμαι βέβαιος πως θα συμφωνήσω απόλυτα. Η νύχτα - το μοναδικό πεδίο δράσης πίσω από το ρολόι του έργου - έχει άλλους κανόνες, που όσοι δεχτούν να ρίξουν ζάρι στην Μονόπολη της, θα πρέπει να τους σεβαστούν ευλαβικά. Κι ο Στελάκης, που μάλλον είναι τύπος της ημέρας κι όχι του μεσονυχτίου, τους καταπάτησε αδέξια και παιδιάστικα από εμφανή βιασύνη και επιπολαιότητα. Εμ, θα έπρεπε τουλάχιστον να γνωρίζει πως το subwoofer που χρυσοπλήρωσε, μικρή σχέση έχει με το hi fi που οραματίστηκε να κτίσει...
Με την απόγνωση από την πρώτη κιόλας στιγμή να κτυπάει κόκκινο στο διάβα του άυπνου από την αγωνία Κύριου Δημητρακόπουλου, ένα προς ένα τα παζλάκια του διημέρου του τρόμου που θα βιώσει από την στιγμή του τελεσιγράφου, θα τον μετατρέψουν από ρομαντικό και συνεσταλμένο καταστηματάρχη της νύχτας, σε όργανο απόδοσης δικαιοσύνης. Με μηδενική υποστήριξη από τους δικούς του ανθρώπους, την φαμίλια του, τον σχεδόν πεινασμένο αδελφό του, πόσο μάλλον από τον περίγυρο που θα τον αγνοήσει επιδεικτικά, ο Στέλιος θα εισχωρήσει σταδιακά στο συννεφιασμένο και μουντό παιχνίδι - φάκα που θα του στήσει ο συνεργαζόμενος υπόκοσμος του, παγίδες επαναλαμβανόμενες που δίχως καθαρό μυαλό δεν θα καταφέρει να αποφύγει.
Ξεκινώντας την αναφορά μου από την μελέτη της περσόνας του κεντρικού πρωταγωνιστή του στόρι, θα εντοπίσω ένα βασικό σεναριακό λάθος, που τον καθιστά αυτομάτως αντιπαθή, μην πως ακόμη χειρότερα αδιάφορο, στην θωριά του θεατή, που παλεύει εναγωνίως να βρει ηθικό κλαδί πάνω του για να τον προσεγγίσει. Νυχτόβιος, κοκαινομανής, γκομενάκιας, εχθρικός προς σύζυγο και παιδί, παρτάκιας και με ουσιαστικό νοιάξιμο για το αν το ηχείο κάτω από την σκηνή, στην ηχητική του μόνωση έχει θέμα, ο Στελάρας δεν είναι ο τύπος που θα κάνει το κοινό να σκιρτήσει αν θα φάει την σφαίρα. Δεν είναι Στράτος δηλαδή, αν αντιλαμβάνεσαι τι εννοώ. Με αυτή την λάθος προσέγγιση στον σύνδεσμο ανάμεσα στο πανί και στην ψυχή, το θρίλερ χάνει ένα από τα βασικά συστατικά της ύπαρξης του. και αυτό ίσως να μην είναι και το βασικότερο μειονέκτημα του φιλμ.
Κτισμένο χρονικά μέσα στην περίοδο της οικονομικής κρίσης, το πόνημα του Αλεξίου, αποπειράται να κρατήσει στην μασχάλη του πολύ περισσότερα καρπούζια κοινωνικού προβληματισμού, από όσα θα μπορούσαν να χωρέσουν, ανοίγοντας επιπλέον ζητήματα προς κουβέντα, με την εμβόλιμη υποιστορία του Αλβανού ιδιοκτήτη του στριπτιζάδικου, που ο σεναριογράφος φαντάστηκε πως αποτελεί και τον ιδανικό μοχλό πίεσης για το τελικό ξέσπασμα του τιμωρού. Συνέπεια τούτου είναι το ξεχείλωμα της αφήγησης και η σχετική κοιλιά σε σημείο μάλιστα του φιλμ που το βραδυφλεγές tension θα έπρεπε να έχει πάρει ήδη φωτιά, προετοιμάζοντας για το τελικό πανδαιμόνιο.
Σημείο που πραγματικά ο σκηνοθέτης δίνει ρέστα, στήνοντας ένα από τα πλέον υποδειγματικά τέταρτα στην πρόσφατη ιστορία του ελληνικού σινεμά, στην ταράτσα της Βασιλίσσης Σοφίας, δανειζόμενος αμέτρητα στοιχεία από το Ασιανό noir στυλ, που άλλωστε αποτελεί και τον μπούσουλα του, από τα πρώτα κιόλας λεπτά που ανοίγει η αυλαία. Σούπερ σλόου μόσιον, μόνιμη παρουσία του υγρού στοιχείου, της βροχής, της σταγόνας, του αίματος, ατέρμονοι μεταλλικοί κενοί διάδρομοι, νέον που αναβοσβήνει στο φόντο, γενικώς ένα αισθητικό αποτέλεσμα που εντυπωσιάζει στο φκιασίδωμα του απαιτούμενου underground κλίματος. Συμπληρωματικά, όπως απαιτούν οι προσταγές της συνταγής, το σάουντρακ με τα μελό ελαφρά τραγούδια των 60s μοιάζει τόσο ταιριαστό (και μάλιστα ειρωνικά ταιριαστό) με κάθε επιμέρους αυτόνομο πλάνο, δίνοντας σου την εντύπωση, πως όποιος τα επέλεξε από την παλιά δισκοθήκη έστυψε πιότερο το μυαλό του, από εκείνον που έγραψε το σκριπτ.
Το σπουδαιότερο μπόνους που δικαιούται η παραγωγή πάντως πηγαίνει στο κάστινγκ, που λειτουργώντας αφαιρετικά και όχι με την διάθεση των μπόλικων υποψήφιων θυμάτων μέσα στο δίωρο, αποτελείται από λίγους, πλην καλούς ερμηνευτές. Κορυφή και κορωνίδα της υποκριτικής ομάδας, ο Στέλιος Μάινας στο φλιπ σάιντ της μορφής του Θράσου, του γνωστότερου τηλεοπτικού του ρόλου, με εντέχνως ταλαιπωρημένο πρόσωπο και εκφράσεις αποδίδει άψογα την μορφή του άντρα που κουράστηκε να περιμένει για δεκαετίες το καλοκαίρι που κάποτε ονειρευόταν. Κούραση με την οποία κλείνει ουσιαστικά την τελευταία της σελίδα η ταινία, δίνοντας σαν κονκλούζιον πως στην εποχή μας δεν επιζούν οι ιδεαλιστές, οι εραστές, οι ονειροπόλοι, αλλά τα πάσης φύσης αρπακτικά και λυκόρνια, που τους κόβεις ένα κεφάλι και αυτομάτως ξεπετιούνται άλλα δέκα στην θέση του...
Για πες: Αν τώρα έχουμε ευθύνη όλοι μας συνολικά για το κακό αυτό που μας έχει περιβάλλει, που καταστρέφει σπίτια, συνειδήσεις, ψυχές, δεν είμαι βέβαιος πως θα συμφωνήσω απόλυτα. Η νύχτα - το μοναδικό πεδίο δράσης πίσω από το ρολόι του έργου - έχει άλλους κανόνες, που όσοι δεχτούν να ρίξουν ζάρι στην Μονόπολη της, θα πρέπει να τους σεβαστούν ευλαβικά. Κι ο Στελάκης, που μάλλον είναι τύπος της ημέρας κι όχι του μεσονυχτίου, τους καταπάτησε αδέξια και παιδιάστικα από εμφανή βιασύνη και επιπολαιότητα. Εμ, θα έπρεπε τουλάχιστον να γνωρίζει πως το subwoofer που χρυσοπλήρωσε, μικρή σχέση έχει με το hi fi που οραματίστηκε να κτίσει...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 12 Μαρτίου 2015 από την Feelgood
1 σχόλια:
καταπληκτική ταινία πραγματικά, την περιμένω μήνες τώρα σε dvd!!!ξέρει κανένας το budget της ταινίας;;;;
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική