του Nuri Bilge Ceylan. Με τους Haluk Bilginer, Melisa Sözen, Demet Akbag, Serhat Mustafa Kiliç
Διανοούμενοι, ξυπνήστε από το λήθαργό σας!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Μια φορά κι έναν καιρό στην Ανατολία
Νομίζω πως έχει ενδιαφέρον πριν ασχοληθούμε με αυτό καθαυτό το μεγαλειώδες έπος του Ceylan να αναφερθούμε σε όλα εκείνα που χαρακτηρίζουμε γενικότερα ως «info» σχετικά με την ταινία. Η διάρκειά της είναι 196 λεπτά, ήτοι τρεις ώρες και 16 λεπτά! Έτσι κι αλλιώς, λοιπόν, μιλάμε για μια... μεγάλη ταινία! Τιμήθηκε με τον Χρυσό Φοίνικα στο περασμένο φεστιβάλ Καννών κι έτσι έγινε η μεγαλύτερη σε διάρκεια ταινία που κέρδισε το ανώτερο βραβείο στο σπουδαιότερο κινηματογραφικό φεστιβάλ του κόσμου. Και είναι μόλις η δεύτερη τούρκικη ταινία που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα, μετά το «Δρόμο» του Yilmaz Guney από το 1982. Αποτέλεσε την επίσημη πρόταση της Τουρκίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ αλλά δεν κατόρθωσε να μπει στην τελική πεντάδα. Το υλικό που συγκεντρώθηκε από τα γυρίσματα ξεπερνούσε τις 200 ώρες! Το πρώτο cut της ταινίας ήταν διάρκειας 4 ωρών και 30 λεπτών...
Στοιχειώδεις και βασικές γνώσεις αν έχει κανείς, από τα πρώτα λεπτά θα καταλάβει πως ο Ceylan εδώ μπολιάζει το έργο του με μπόλικο θέατρο και λογοτεχνία. Ο Τσέχοφ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι είναι σταθερές αναφορές του – μάλιστα το σενάριο είναι βασισμένο εν πολλοίς σε δύο θεατρικά του Τσέχοφ. Κλασικό θέατρο, άρα μπόλικος λόγος, πολυεπίπεδες συζητήσεις, αναφορές άλλες εξεζητημένες κι άλλες όχι. Το... τρελό είναι πως δεν υπάρχει ούτε ένα λεπτό περιττό σε ολάκερη την ταινία. Κι αυτό είναι τεράστιο κατόρθωμα.
Η υπόθεση: Ο Αϊντίν είναι πρώην ηθοποιός και νυν ιδιοκτήτης ενός μικρού ξενοδοχείου ονόματι «Οθέλλος» στο ορεινό και χαρακτηριστικό τοπίο της Καπαδοκίας, στην Κεντρική Ανατολία. Το κληρονόμησε, όπως μια σειρά από σπίτια και επιχειρήσεις, από τον πατέρα του. Δεν έχει οικονομικό πρόβλημα – ίσα ίσα. Είναι ο πιο πλούσιος άνθρωπος της περιοχής. Καθώς μπαίνει ο χειμώνας το ξενοδοχείο βρίσκεται εκτός σεζόν και το επισκέπτονται ελάχιστοι πελάτες. Οι πιο κοντινοί άνθρωποι του Αϊντίν είναι η κατά πολύ νεαρότερη σύζυγός του, Νιχάλ, με την οποία έχει μια θυελλώδη σχέση, και η αδελφή του, Νετζλά, η οποία υποφέρει λόγω του πρόσφατου διαζυγίου της. Ο Αϊντίν, εκτός από τη διαχείρηση του ξενοδοχείου, γράφει μια στήλη γνώμης για την τοπική εφημερίδα ενώ προσπαθεί να ολοκληρώσει ένα πολυσέλιδο βιβλίο πάνω στην ιστορία του τουρκικού θεάτρου. Όταν ένα ντόπιο αγόρι, αγανακτισμένο από την ταπείνωση που έχει υποστεί ο πατέρας του από τον διαχειριστή του Αϊντίν, αποφασίζει να ρίξει μια πέτρα στο τζιπ του πρώην ηθοποιού, ουσιαστικά ενεργοποιεί την αργή αλλά βασανιστική ενδοσκόπησή του: ο Αϊντίν για πρώτη φορά στη ζωή του έρχεται αντιμέτωπος με αυτό που πραγματικά είναι.
Η άποψή μας: Εντάξει, τι να λέμε, ο άνθρωπος κάνει συγκλονιστικό σινεμά. Ο καλύτερος Τούρκος σκηνοθέτης της εποχής μας κι ένας από τους σπουδαιότερους δημιουργούς του σύγχρονου παγκόσμιου σινεμά, τα καταφέρνει και με αυτό το παράτολμο εγχείρημά του. Γιατί είναι πολύ δύσκολο να πείσεις έναν θεατή να καθίσει στην καρέκλα ενός κινηματογράφου για τρεις και βάλε ώρες και αυτό που θα δει να είναι συναρπαστικό από το πρώτο έως το τελευταίο λεπτό. Η αλήθεια είναι πως για εμάς, τη μεγαλύτερη επίδοσή του ο Ceylan την πέτυχε με την προηγούμενη ταινία του, το «Κάποτε στην Ανατολία». Μια ανατριχιαστικά σπουδαία ταινία, ένα ηθικό δράμα ή δράμα ηθικής αν προτιμάτε, που παρουσιάζει τη σημερινή Τουρκία, τη συνοδεία εικόνων που συγκλονίζουν. Όπως συμβαίνει συχνά, πάντως, μεγάλοι σκηνοθέτες τιμώνται με Χρυσό Φοίνικα με όχι τις καλύτερες ταινίες τους. Τεςπα, ας κλείσουμε εδώ αυτήν τη μικρή παρένθεση.
Χειμερία νάρκη λοιπόν. Και όλα τα επίπεδα ανάγνωσης της ταινίας σε εξαιρετικά ύψη. Το πρώτο επίπεδο: μια ιστορία πολύπλοκη μεν αλλά εξόχως προσιτή σε όλους – δεν μιλάμε εδώ για δυσνόητη «κουλτούρα» με τη χειρότερη έννοια. Κι ένας έφηβος αλλά κι ένας παππούς μπορούν να παρακολουθήσουν την ταινία και να μείνουν ικανοποιημένοι από το στόρι, από αυτά που διαπραγματεύεται. Χωρίς – προφανώς – ποτέ να γίνεται σαπουνόπερα, έτσι; Σε μια βαθύτερη ανάγνωση της ταινίας δεν μπορείς παρά εύκολα να καταλήξεις στο συμπέρασμα πως ο Ceylan στηλιτεύει χοντρά το ρόλο της σημερινής διανόησης. Οι πνευματικοί άνθρωποι (άθλιος αλλά κατανοητός όρος) είναι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, απομακρυσμένοι από την πραγματική ζωή. Ο Αϊντίν είναι αυτάρεσκος, σίγουρος για την πνευματική του ανωτερότητα, για την ηθική του υπόσταση. Δεν έχει κανένα πρόβλημα να κρίνει αφ' υψηλού ανθρώπους και καταστάσεις. Δεν «νιώθει», για να χρησιμοποιήσουμε το συγκεκριμένο ρήμα που σήμερα στη νεανική σλαγκ παραπέμπει στο «γνωρίζει». Δεν γνωρίζει λοιπόν. Δεν ξέρει. Και δεν τον ενδιαφέρει να μάθει. Κρίνει την αδελφή του, τη γυναίκα του, τον φτωχό ιμάμη. Γράφει για να καταγγείλει κακώς κείμενα, να υποδείξει, να κουνήσει το δάχτυλο σε όσους είναι κατώτεροί του! Ναι, αλλά μέσα σε όλα όσα γνωρίζει δεν ξέρει την τύφλα του!
Οι συζητήσεις έχουν τρομερό ενδιαφέρον αν και κάποιες φορές αισθάνεσαι πως ίσως τραβάνε κατάτι παραπάνω. Κι αυτό επιτείνει την αίσθηση πως μοιάζει όλο το πράγμα ως κινηματογραφημένο θέατρο – μοναδικό ψεγάδι της ταινίας. Δεν μπορείς όμως να αγνοήσεις τη σημασία των συζητήσεων του Αϊντίν με την αδελφή του, πάνω στην αντίσταση κατά του κακού, ή τις συζητήσεις – συζυγικούς καυγάδες, που παραπέμπουν στις «Σκηνές από έναν γάμο».
Η αισθητική της ταινίας είναι απαρράμιλη. Ο Ceylan είναι και φωτογράφος και κάθε του πλάνο είναι ένας πίνακας ζωγραφικής. Από τα εξαιρετικά εξωτερικά με το χιόνι να πέφτει μέχρι τα υπέροχα εσωτερικά (δεν έχω ξαναδεί σκηνοθέτη να κινηματογραφεί τόσο ποιητικά το ημίφως) το μάτι γαληνεύει και δεν χορταίνει. Ποια σκηνή να πρωτοδιαλέξει κανείς – σκηνές που τις απολαμβάνεις έτσι όπως είναι αλλά και για όλα όσα θέλουν να πουν; Το ατίθασο άτι που τραβούν έξω από το νερό «σπάζοντάς» το; Την πέτρα που πετυχαίνει εν κινήσει το τζιπ; Τα χρήματα που γίνονται στάχτη; Ή μήπως τα πρόσωπα των ανθρώπων, αυτά τα υπέροχα τοπία που δεν χορταίνουμε ποτέ να εξερευνούμε; Μην φοβάστε τη διάρκεια: αυτό είναι μεγαλόπρεπο σινεμά στα καλύτερά του.
Η υπόθεση: Ο Αϊντίν είναι πρώην ηθοποιός και νυν ιδιοκτήτης ενός μικρού ξενοδοχείου ονόματι «Οθέλλος» στο ορεινό και χαρακτηριστικό τοπίο της Καπαδοκίας, στην Κεντρική Ανατολία. Το κληρονόμησε, όπως μια σειρά από σπίτια και επιχειρήσεις, από τον πατέρα του. Δεν έχει οικονομικό πρόβλημα – ίσα ίσα. Είναι ο πιο πλούσιος άνθρωπος της περιοχής. Καθώς μπαίνει ο χειμώνας το ξενοδοχείο βρίσκεται εκτός σεζόν και το επισκέπτονται ελάχιστοι πελάτες. Οι πιο κοντινοί άνθρωποι του Αϊντίν είναι η κατά πολύ νεαρότερη σύζυγός του, Νιχάλ, με την οποία έχει μια θυελλώδη σχέση, και η αδελφή του, Νετζλά, η οποία υποφέρει λόγω του πρόσφατου διαζυγίου της. Ο Αϊντίν, εκτός από τη διαχείρηση του ξενοδοχείου, γράφει μια στήλη γνώμης για την τοπική εφημερίδα ενώ προσπαθεί να ολοκληρώσει ένα πολυσέλιδο βιβλίο πάνω στην ιστορία του τουρκικού θεάτρου. Όταν ένα ντόπιο αγόρι, αγανακτισμένο από την ταπείνωση που έχει υποστεί ο πατέρας του από τον διαχειριστή του Αϊντίν, αποφασίζει να ρίξει μια πέτρα στο τζιπ του πρώην ηθοποιού, ουσιαστικά ενεργοποιεί την αργή αλλά βασανιστική ενδοσκόπησή του: ο Αϊντίν για πρώτη φορά στη ζωή του έρχεται αντιμέτωπος με αυτό που πραγματικά είναι.
Η άποψή μας: Εντάξει, τι να λέμε, ο άνθρωπος κάνει συγκλονιστικό σινεμά. Ο καλύτερος Τούρκος σκηνοθέτης της εποχής μας κι ένας από τους σπουδαιότερους δημιουργούς του σύγχρονου παγκόσμιου σινεμά, τα καταφέρνει και με αυτό το παράτολμο εγχείρημά του. Γιατί είναι πολύ δύσκολο να πείσεις έναν θεατή να καθίσει στην καρέκλα ενός κινηματογράφου για τρεις και βάλε ώρες και αυτό που θα δει να είναι συναρπαστικό από το πρώτο έως το τελευταίο λεπτό. Η αλήθεια είναι πως για εμάς, τη μεγαλύτερη επίδοσή του ο Ceylan την πέτυχε με την προηγούμενη ταινία του, το «Κάποτε στην Ανατολία». Μια ανατριχιαστικά σπουδαία ταινία, ένα ηθικό δράμα ή δράμα ηθικής αν προτιμάτε, που παρουσιάζει τη σημερινή Τουρκία, τη συνοδεία εικόνων που συγκλονίζουν. Όπως συμβαίνει συχνά, πάντως, μεγάλοι σκηνοθέτες τιμώνται με Χρυσό Φοίνικα με όχι τις καλύτερες ταινίες τους. Τεςπα, ας κλείσουμε εδώ αυτήν τη μικρή παρένθεση.
Χειμερία νάρκη λοιπόν. Και όλα τα επίπεδα ανάγνωσης της ταινίας σε εξαιρετικά ύψη. Το πρώτο επίπεδο: μια ιστορία πολύπλοκη μεν αλλά εξόχως προσιτή σε όλους – δεν μιλάμε εδώ για δυσνόητη «κουλτούρα» με τη χειρότερη έννοια. Κι ένας έφηβος αλλά κι ένας παππούς μπορούν να παρακολουθήσουν την ταινία και να μείνουν ικανοποιημένοι από το στόρι, από αυτά που διαπραγματεύεται. Χωρίς – προφανώς – ποτέ να γίνεται σαπουνόπερα, έτσι; Σε μια βαθύτερη ανάγνωση της ταινίας δεν μπορείς παρά εύκολα να καταλήξεις στο συμπέρασμα πως ο Ceylan στηλιτεύει χοντρά το ρόλο της σημερινής διανόησης. Οι πνευματικοί άνθρωποι (άθλιος αλλά κατανοητός όρος) είναι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, απομακρυσμένοι από την πραγματική ζωή. Ο Αϊντίν είναι αυτάρεσκος, σίγουρος για την πνευματική του ανωτερότητα, για την ηθική του υπόσταση. Δεν έχει κανένα πρόβλημα να κρίνει αφ' υψηλού ανθρώπους και καταστάσεις. Δεν «νιώθει», για να χρησιμοποιήσουμε το συγκεκριμένο ρήμα που σήμερα στη νεανική σλαγκ παραπέμπει στο «γνωρίζει». Δεν γνωρίζει λοιπόν. Δεν ξέρει. Και δεν τον ενδιαφέρει να μάθει. Κρίνει την αδελφή του, τη γυναίκα του, τον φτωχό ιμάμη. Γράφει για να καταγγείλει κακώς κείμενα, να υποδείξει, να κουνήσει το δάχτυλο σε όσους είναι κατώτεροί του! Ναι, αλλά μέσα σε όλα όσα γνωρίζει δεν ξέρει την τύφλα του!
Οι συζητήσεις έχουν τρομερό ενδιαφέρον αν και κάποιες φορές αισθάνεσαι πως ίσως τραβάνε κατάτι παραπάνω. Κι αυτό επιτείνει την αίσθηση πως μοιάζει όλο το πράγμα ως κινηματογραφημένο θέατρο – μοναδικό ψεγάδι της ταινίας. Δεν μπορείς όμως να αγνοήσεις τη σημασία των συζητήσεων του Αϊντίν με την αδελφή του, πάνω στην αντίσταση κατά του κακού, ή τις συζητήσεις – συζυγικούς καυγάδες, που παραπέμπουν στις «Σκηνές από έναν γάμο».
Η αισθητική της ταινίας είναι απαρράμιλη. Ο Ceylan είναι και φωτογράφος και κάθε του πλάνο είναι ένας πίνακας ζωγραφικής. Από τα εξαιρετικά εξωτερικά με το χιόνι να πέφτει μέχρι τα υπέροχα εσωτερικά (δεν έχω ξαναδεί σκηνοθέτη να κινηματογραφεί τόσο ποιητικά το ημίφως) το μάτι γαληνεύει και δεν χορταίνει. Ποια σκηνή να πρωτοδιαλέξει κανείς – σκηνές που τις απολαμβάνεις έτσι όπως είναι αλλά και για όλα όσα θέλουν να πουν; Το ατίθασο άτι που τραβούν έξω από το νερό «σπάζοντάς» το; Την πέτρα που πετυχαίνει εν κινήσει το τζιπ; Τα χρήματα που γίνονται στάχτη; Ή μήπως τα πρόσωπα των ανθρώπων, αυτά τα υπέροχα τοπία που δεν χορταίνουμε ποτέ να εξερευνούμε; Μην φοβάστε τη διάρκεια: αυτό είναι μεγαλόπρεπο σινεμά στα καλύτερά του.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 5 Φεβρουαρίου 2015 από την AMA Films
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική