του Daniel Barnz. Με τους Jennifer Aniston, Adriana Barraza, Anna Kendrick, Sam Worthington, Mamie Gummer, Felicity Huffman, William H. Macy, Chris Messina, Lucy Punch, Britt Robertson
"Δεν έχω χρόνο για άλλο πόνο"
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Η... Ρέιτσελ δεν μένει πια εδώ
Η Jennifer Aniston, η δική μας Γενοβέφα, στις 11 Φεβρουαρίου έκλεισε τα 46 της χρόνια και οδεύει προς τα 47. Μεγάλωσε και ξέρει πως πρέπει να διευρύνει τη γκάμα των ερμηνευτικών επιλογών της. Έτσι κι αλλιώς είναι η μοναδική από την παρέα της στα «Φιλαράκια» που κατόρθωσε να επιδείξει μια αξιοπρεπή αν μη τι άλλο κινηματογραφική καριέρα. Κυρίως, βεβαίως, σε κωμωδίες και ρομαντικές κομεντί. Όποτε πήγε να παίξει σε κάτι πιο σοβαρό, πιο δραματικό (δες «Εκτός τροχιάς», «Η αγάπη θέλει το χρόνο της», «Σαν καλό κορίτσι») έσπασε τα μούτρα της. Όχι ότι η ίδια ήταν κακή στους ρόλους της αλλά η εμπορική αποτυχία των συγκεκριμένων ταινιών αποδείκνυε πως ο κόσμος δεν θέλει να τη βλέπει... σοβαρά.
Τούτη η ταινία φαίνεται να... επαναλαμβάνει τα δεδομένα για την Jennifer. Είναι μια low budget παραγωγή, που κόστισε μόλις 7 εκατομμύρια δολάρια, στην προβολή της όμως στις ΗΠΑ κατόρθωσε να μαζέψει στις αίθουσες μόλις 2 εκατομμύρια δολάρια. Το μοτίβο είναι δεδομένο: ο κόσμος δεν θέλει να βλέπει την... Ρέιτσελ σε δραματικούς ρόλους. Κάτι μας λέει, όμως, πως η Jennifer θα επιμείνει. Και, μιας που δεν είναι κακή ηθοποιός, θα πείσει κάποια στιγμή τους φανατικούς οπαδούς της πως αξίζει να τη βλέπουν και σε σοβαρές υποκριτικές απόπειρες.
Η υπόθεση: Η Κλερ Σίμονς πονάει όλη την ώρα. Ο χρόνιος σωματικός της πόνος είναι προφανής από τις ουλές στο πρόσωπο και το σώμα της αλλά και από τον τρόπο που κινείται - κάθε βήμα γίνεται με μεγάλη δυσκολία και της προκαλεί δυσφορία. Ο ψυχολογικός της πόνος, όμως, είναι ακόμη μεγαλύτερος: φυτεύτηκε μέσα της μετά από αυτοκινητιστικό δυστύχημα, όπου απώλεσε πολλά περισσότερα από τη σωματική της ακεραιότητα. Η οργή και η απελπισία της προκαλούν ξεσπάσματα θυμού και αφιλτράριστης ειλικρίνειας που έχουν απομακρύνει από κοντά της όλα τα αγαπημένα της πρόσωπα. Η μόνη που μένει δίπλα της είναι η μεξικάνικης καταγωγής οικιακή βοηθός της.
Η Κλερ προσπαθεί να αντέξει τον πόνο της με τη χρήση φαρμάκων, στα οποία εθιζεται. Η ομάδα ψυχολογικής υποστήριξης στην οποία συμμετέχει φαίνεται πως δεν τη βοηθά καθόλου. Όλα θα αλλάξουν, πάντως, από τη στιγμή που μια νεαρή κοπέλα, η οποία ήταν μέλος της ίδιας ομάδας, δώσει η ίδια τέλος στη ζωή της, πηδώντας από μια αερογέφυρα. Η Κλερ θα αποκτήσει ένα νέο στόχο ζωής: να μάθει περισσότερα για αυτήν τη γυναίκα που ελάχιστα γνώριζε, εισβάλλοντας στη ζωή του χήρου της και του μικρού παιδιού της, και να εξερευνήσει τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου, κινδύνου και λύτρωσης. Ίσως αυτή η έρευνα τη βοηθήσει να απαλλαγεί από το δικό της πόνο μια και καλή.
Η άποψή μας: Αν θέλαμε να συγκρίνουμε τούτη την ταινία με κάποια άλλη, αυτή θα ήταν η «Απώλεια» (Rabbit Hole, 2010), του John Cameron Mitchell. Ξέρετε, εκείνη με την αφίσα που την... οικειοποιήθηκε ο Παπακαλιάτης για το «Αν...» του. Σαφώς ο Mitchell είναι καλύτερος σκηνοθέτης από τον Barnz και η Nicole Kidman πιο αποδεκτή σε δραματικούς ρόλους (έχει και μπόλικες μανιέρες) απ' ότι η Aniston. Μόνο που η κατεύθυνση της ταινίας Cake είναι διαφορετική. Η Kidman έχει να αντιμετωπίσει μόνο τον πόνο της απώλειας, η Aniston έχει να αντιμετωπίσει και τον σωματικό της πόνο. Έναν πόνο που καθημερινά της υπενθυμίζει την απώλεια που τη σημάδεψε ψυχολογικά. Και οι δύο ηρωίδες έναν τρόπο να εξιλεωθούν ψάχνουν, μια κάθαρση, κάτι που θα τις βοηθήσει να αντιμετωπίσουν τον πόνο. Κι εδώ τελειώνουν οι ομοιότητες.
Η Κλερ δεν αντέχει. Πονάει. Για να αντέξει τις μετακινήσεις της με αυτοκίνητο «ξαπλώνει» το κάθισμά της – προφανώς δεν οδηγεί η ίδια. Για να συνεχίσει να παίρνει τα φάρμακα που της απαλύνουν (έστω για λίγο) τον πόνο λέει ψέματα στη γιατρό της, έχει κρυψώνες μέσα στο σπίτι της, πηγαίνει μέχρι το Μεξικό. Σκέφτεται να αυτοκτονήσει: δεν αντέχει άλλο. Η αυτοκτονία της «συναδέλφου» της, όμως, την οδηγεί αλλού. Το σενάριο, έξυπνα ποιόν, δεν αποκαλύπτει ποτέ τους λόγους για τους οποίους πήδησε η Νίνα (την υποδύεται σε φλάσμπακ η Anna Kendrick) ούτε ποιος ήταν ο δικός της χρόνιος πόνος. Επίσης, έξυπνο σεναριακό τρικ είναι το γεγονός ότι η Κλερ μέσα στη θολούρα που της προκαλούν τα φάρμακα, βλέπει την αυτόχειρα, σε διαολεμένα κέφια, να μοιράζεται μαζί της σκέψεις και παραινέσεις. Μπορεί να είναι μονίμως κακότροπη, στεναχωρημένη, κακοδιάθετη και στριμμένη, αλλά δείχνει να μην έχει χάσει εντελώς το χιούμορ της ούτε τις προοδευτικές ιδέες της κι όταν χρειάζεται στηρίζει τη βοηθό της με έναν εντελώς αναπάντεχο τρόπο.
Χαμηλότονη ταινία, δραματική με τη δική της περίεργη αίσθηση του χιούμορ, έχει τα κλισέ της, δεν ξεχωρίζει για κάτι αλλά δεν είναι και του πεταματού. Κι όσο κι αν το φινάλε είναι εν πολλοίς αναμενόμενο δεν παύει να είναι εύστοχο: μερικές φορές το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να βγάλουμε το τσιρότο με μία αποφασιστική κίνηση. Έτσι μόνο θα ξέρουμε ότι έχουμε γιατρέψει τις πληγές μας.
Η υπόθεση: Η Κλερ Σίμονς πονάει όλη την ώρα. Ο χρόνιος σωματικός της πόνος είναι προφανής από τις ουλές στο πρόσωπο και το σώμα της αλλά και από τον τρόπο που κινείται - κάθε βήμα γίνεται με μεγάλη δυσκολία και της προκαλεί δυσφορία. Ο ψυχολογικός της πόνος, όμως, είναι ακόμη μεγαλύτερος: φυτεύτηκε μέσα της μετά από αυτοκινητιστικό δυστύχημα, όπου απώλεσε πολλά περισσότερα από τη σωματική της ακεραιότητα. Η οργή και η απελπισία της προκαλούν ξεσπάσματα θυμού και αφιλτράριστης ειλικρίνειας που έχουν απομακρύνει από κοντά της όλα τα αγαπημένα της πρόσωπα. Η μόνη που μένει δίπλα της είναι η μεξικάνικης καταγωγής οικιακή βοηθός της.
Η Κλερ προσπαθεί να αντέξει τον πόνο της με τη χρήση φαρμάκων, στα οποία εθιζεται. Η ομάδα ψυχολογικής υποστήριξης στην οποία συμμετέχει φαίνεται πως δεν τη βοηθά καθόλου. Όλα θα αλλάξουν, πάντως, από τη στιγμή που μια νεαρή κοπέλα, η οποία ήταν μέλος της ίδιας ομάδας, δώσει η ίδια τέλος στη ζωή της, πηδώντας από μια αερογέφυρα. Η Κλερ θα αποκτήσει ένα νέο στόχο ζωής: να μάθει περισσότερα για αυτήν τη γυναίκα που ελάχιστα γνώριζε, εισβάλλοντας στη ζωή του χήρου της και του μικρού παιδιού της, και να εξερευνήσει τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου, κινδύνου και λύτρωσης. Ίσως αυτή η έρευνα τη βοηθήσει να απαλλαγεί από το δικό της πόνο μια και καλή.
Η άποψή μας: Αν θέλαμε να συγκρίνουμε τούτη την ταινία με κάποια άλλη, αυτή θα ήταν η «Απώλεια» (Rabbit Hole, 2010), του John Cameron Mitchell. Ξέρετε, εκείνη με την αφίσα που την... οικειοποιήθηκε ο Παπακαλιάτης για το «Αν...» του. Σαφώς ο Mitchell είναι καλύτερος σκηνοθέτης από τον Barnz και η Nicole Kidman πιο αποδεκτή σε δραματικούς ρόλους (έχει και μπόλικες μανιέρες) απ' ότι η Aniston. Μόνο που η κατεύθυνση της ταινίας Cake είναι διαφορετική. Η Kidman έχει να αντιμετωπίσει μόνο τον πόνο της απώλειας, η Aniston έχει να αντιμετωπίσει και τον σωματικό της πόνο. Έναν πόνο που καθημερινά της υπενθυμίζει την απώλεια που τη σημάδεψε ψυχολογικά. Και οι δύο ηρωίδες έναν τρόπο να εξιλεωθούν ψάχνουν, μια κάθαρση, κάτι που θα τις βοηθήσει να αντιμετωπίσουν τον πόνο. Κι εδώ τελειώνουν οι ομοιότητες.
Η Κλερ δεν αντέχει. Πονάει. Για να αντέξει τις μετακινήσεις της με αυτοκίνητο «ξαπλώνει» το κάθισμά της – προφανώς δεν οδηγεί η ίδια. Για να συνεχίσει να παίρνει τα φάρμακα που της απαλύνουν (έστω για λίγο) τον πόνο λέει ψέματα στη γιατρό της, έχει κρυψώνες μέσα στο σπίτι της, πηγαίνει μέχρι το Μεξικό. Σκέφτεται να αυτοκτονήσει: δεν αντέχει άλλο. Η αυτοκτονία της «συναδέλφου» της, όμως, την οδηγεί αλλού. Το σενάριο, έξυπνα ποιόν, δεν αποκαλύπτει ποτέ τους λόγους για τους οποίους πήδησε η Νίνα (την υποδύεται σε φλάσμπακ η Anna Kendrick) ούτε ποιος ήταν ο δικός της χρόνιος πόνος. Επίσης, έξυπνο σεναριακό τρικ είναι το γεγονός ότι η Κλερ μέσα στη θολούρα που της προκαλούν τα φάρμακα, βλέπει την αυτόχειρα, σε διαολεμένα κέφια, να μοιράζεται μαζί της σκέψεις και παραινέσεις. Μπορεί να είναι μονίμως κακότροπη, στεναχωρημένη, κακοδιάθετη και στριμμένη, αλλά δείχνει να μην έχει χάσει εντελώς το χιούμορ της ούτε τις προοδευτικές ιδέες της κι όταν χρειάζεται στηρίζει τη βοηθό της με έναν εντελώς αναπάντεχο τρόπο.
Χαμηλότονη ταινία, δραματική με τη δική της περίεργη αίσθηση του χιούμορ, έχει τα κλισέ της, δεν ξεχωρίζει για κάτι αλλά δεν είναι και του πεταματού. Κι όσο κι αν το φινάλε είναι εν πολλοίς αναμενόμενο δεν παύει να είναι εύστοχο: μερικές φορές το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να βγάλουμε το τσιρότο με μία αποφασιστική κίνηση. Έτσι μόνο θα ξέρουμε ότι έχουμε γιατρέψει τις πληγές μας.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 26 Φεβρουαρίου 2015 από την Odeon
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική