των Aharon Keshales και Navot Papushado. Με τους Lior Ashkenazi, Rotem Keinan, Tzahi Grad, Menashe Noy, Kais Nashif
Ο Θεός της σφαγής
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω
Το να γράψεις ένα κείμενο για μια ταινία που μόλις είδες φαίνεται εύκολη υπόθεση. Ιδίως όταν έχεις μάθει να παίζεις με τις λέξεις. Ακόμα κι όταν καλύπτεις την ημιμάθειά σου και την ενδεχόμενη άγνοιά σου εντέλει πίσω από μια σειρά ευφυών (;) γλωσσικών εφευρημάτων. Υπάρχει, όμως, μια σειρά από παράγοντες που μπορούν να σε επηρεάσουν σε ότι αφορά την κρίση και την κριτική σου: κάποιο από τα παραλειπόμενα της ταινίας, μια ενδιαφέρουσα άλλη κριτική, το πως είδαν (κι έγραψαν για) την ταινία κριτικοί με τους οποίους συνήθως συμφωνείς, δώρα (!!!) της εταιρίας διανομής, αν μάλωσες με το ταίρι σου, αν έχεις να πληρώσεις λογαριασμούς, αν ξύπνησες στραβά... Αν γίνεται μακελειό στο Παρίσι και δολοφονούνται 12 άνθρωποι επειδή εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους, επειδή υπερασπίζονται τις ιδέες τους, επειδή πιστεύουν στη διαφορετικότητα...
Αλλιώς θα ήταν αυτό το κείμενο αν δεν υπήρχαν τα γεγονότα στο Παρίσι, αλλιώς προέκυψε τώρα. Γιατί μέσα στην κοινωνία ζούμε. Γιατί κάθε έργο τέχνης αυτήν την κοινωνία παρουσιάζει, κριτικάρει, σαμποτάρει, ελέγχει, παραθλάζει, χαντακώνει, αποθεώνει, ανατρέπει. Γιατί κάθε ταινία δεν μπορεί να μένει απρόσβλητη από όσα συμβαίνουν γύρω μας. Γιατί το βλέμμα προσπαθεί να μείνει ανόθευτο, σαν να βλέπει τα πάντα για πρώτη φορά, το μυαλό όμως, είναι γεμάτο εικόνες, ήχους, πληροφορίες και υλικό. Και επηρεάζει το βλέμμα. Όταν η πραγματικότητα το ξυραφίζει (τεράστιε Μπουνιουέλ) δεν μπορεί παρά να είναι ευνουχισμένο...
Η υπόθεση: Μια σειρά από βίαιες δολοφονίες νεαρών κοριτσιών αναστατώνει την κοινή γνώμη του Ισραήλ. Ο Μίκι, ένας πετυχημένος αστυνομικός, πιστεύει πως πίσω από τις δολοφονίες βρίσκεται ο Ντρορ, ένας φιλήσυχος κατά πως φαίνεται καθηγητής θρησκευτικών. Τον παρασύρει σε μια εγκαταλελειμένη οικοδομή, χρησιμοποιεί βίαιες μεθόδους για να του αποσπάσει ομολογία αλλά αποτυγχάνει. Κι όχι μόνον αυτό: η ιδιαίτερη «ανάκρισή» του καταγράφεται από το κινητό ενός πιτσιρικά, που ανεβάζει το βίντεο στο youtube και γίνεται viral. Ο Μίκι τίθεται σε διαθεσιμότητα και ο Ντρορ απελευθερώνεται λόγω έλλειψης ενοχοποιητικών στοιχείων. Όταν ανακαλύπτεται ακέφαλο και βιασμένο το τελευταίο θύμα του σίριαλ κίλερ, ο πατέρας αυτού του θύματος, ο Γκίντι, που πιστεύει επίσης πως ο Ντρορ είναι ο θύτης, τον απαγάγει μαζί με τον Μίκι και τον οδηγεί σε ένα ερημικό σπίτι μέσα στο δάσος. Είναι αποφασισμένος να τον κάνει να ομολογήσει. Και θα χρησιμοποιήσει όλες τις μεθόδους που χρησιμοποιεί και ο σίριαλ κίλερ επάνω στα θύματά του, εκτός από τον βιασμό...
Η άποψή μας: Ο Quentin Tarantino χαρακτήρισε την ισραηλινή τούτη ταινία ως την «καλύτερη της χρονιάς» - μιλούσε για το 2013. Κι έτσι πρόσφερε το τέλειο διαφημιστικό tagline για ένα φιλμ που θα δυσκολεύονταν να πείσει τους σινεφίλ να το παρακολουθήσουν χωρίς υποστήριξη. Μα θρίλερ εκδίκησης από το Ισραήλ; Σιγά τα ωά. Ναι, αλλά ο Quentin είπε ότι είναι η καλύτερη ταινία της χρονιάς! Γουάου, να τη δούμε. Έτσι έφτασε και στα δικά μας μέρη η ταινία.
Παραδόξως, την ίδια χρονιά, κυκλοφόρησε στις αίθουσες και η πρώτη χολιγουντιανή προσπάθεια του Denis Villleneuve, το Prisoners, με πρωταγωνιστές τους Hugh Jackman και Jake Gyllenhaal. Σας φαίνεται παράξενη η αναφορά μας σε εκείνη την ταινία; Δεν είναι. Γιατί οι δύο ταινίες μοιάζουν σε αρκετά σημεία. Κυρίως σ' αυτό: στο ότι οι κεντρικοί ήρωες χρησιμοποιούν βάναυσους τρόπους κι έντονη χρήση βίας πάνω στους «υπόπτους» προκειμένου να μάθουν την αλήθεια – μια αλήθεια ζωτικής σημασίας για την ύπαρξή τους. Ο Jackman έδερνε τον ύποπτό του, τον κρατούσε δεμένο κάπου που κανείς δεν γνώριζε, χρησιμοποιούσε καυτό νερό κι άλλα τεχνάσματα προκειμένου να πάρει μια ομολογία. Ε, ο Γκίντι κάνει χειρότερα στον Ντρορ: σπασίματα δαχτύλων, βγαλσίματα νυχιών, κάψιμο στήθους – ωραία πράγματα...
Οι δύο ταινίες, βεβαίως, έχουν και ουσιαστικές διαφορές. Η ταινία του Villeneuve είναι βαρύ δράμα με θρησκευτικές (χριστιανικές) αναφορές – κοιτάξτε κάτι συμπτώσεις... Η ταινία των δύο Ισραηλινών είναι ένα θρίλερ, που παρά το κατασκότεινο υπόβαθρό του, έχει έντονες πινελιές (κατάμαυρου, τι άλλο;) χιούμορ και τόσης αποστασιοποίησης, που δεν σε αφήνει να ταυτιστείς με κάποιον από τους ήρωες. Και το κάνουν αυτό έξυπνα οι δύο σκηνοθέτες. Ακολουθούν τους «κανόνες» ενός παραμυθιού: από την αρχική, υπέροχα φωτογραφημένη κι άψογα εκτελεσμένη σε slow motion, σκηνή (με τον τίτλο της ταινίας να γίνεται οργανικό τμήμα της!) μέχρι το τέλος, παρακολουθείς με γουρλωμένα μάτια ένα morality tale που θα λέγαμε σε άπταιστα ελληνικά. Κι ενώ δεν μπορείς παρά να καταδικάσεις τη βία απ' όπου κι αν προέρχεται, φτάνει το φινάλε για να σου τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια. Εσύ τι θα έκανες αν κάποιος βίαζε και σκότωνε την κόρη σου; Μήπως θα γινόσουν εσύ το κτήνος που θα διψούσε για εκδίκηση; Και πως θα δικαιολογούσες τις πράξεις σου; Μήπως θα τις καθαγίαζε το γεγονός ότι... είχες δίκιο; Ήτοι, για να σκοτώσεις το τέρας μήπως γίνεσαι εσύ χειρότερο τέρας;
Οι «εξωταινιακές» αναφορές της ταινίας είναι εκεί, μπροστά στα μάτια του θεατή που θέλει να τις δει. Τι Αμπού Γκράιμπ, τι το παλαιστινιακό (τρομερές οι σκηνές με τον έφιππο Άραβα), τι η ίδια η ισραηλινή κοινωνία σε κρίση. Μια ταινία όχι για όλα τα γούστα, μια ταινία που απαιτεί προσεκτική ανάγνωση, μια ταινία που ασχολείται με κάτι πολύ σοβαρό και σου επιτρέπει και να γελάς μαζί του. Τα υπόλοιπα βρίσκονται στην κρίση σας. Πάντως, στον Tarantino άρεσε...
Η υπόθεση: Μια σειρά από βίαιες δολοφονίες νεαρών κοριτσιών αναστατώνει την κοινή γνώμη του Ισραήλ. Ο Μίκι, ένας πετυχημένος αστυνομικός, πιστεύει πως πίσω από τις δολοφονίες βρίσκεται ο Ντρορ, ένας φιλήσυχος κατά πως φαίνεται καθηγητής θρησκευτικών. Τον παρασύρει σε μια εγκαταλελειμένη οικοδομή, χρησιμοποιεί βίαιες μεθόδους για να του αποσπάσει ομολογία αλλά αποτυγχάνει. Κι όχι μόνον αυτό: η ιδιαίτερη «ανάκρισή» του καταγράφεται από το κινητό ενός πιτσιρικά, που ανεβάζει το βίντεο στο youtube και γίνεται viral. Ο Μίκι τίθεται σε διαθεσιμότητα και ο Ντρορ απελευθερώνεται λόγω έλλειψης ενοχοποιητικών στοιχείων. Όταν ανακαλύπτεται ακέφαλο και βιασμένο το τελευταίο θύμα του σίριαλ κίλερ, ο πατέρας αυτού του θύματος, ο Γκίντι, που πιστεύει επίσης πως ο Ντρορ είναι ο θύτης, τον απαγάγει μαζί με τον Μίκι και τον οδηγεί σε ένα ερημικό σπίτι μέσα στο δάσος. Είναι αποφασισμένος να τον κάνει να ομολογήσει. Και θα χρησιμοποιήσει όλες τις μεθόδους που χρησιμοποιεί και ο σίριαλ κίλερ επάνω στα θύματά του, εκτός από τον βιασμό...
Η άποψή μας: Ο Quentin Tarantino χαρακτήρισε την ισραηλινή τούτη ταινία ως την «καλύτερη της χρονιάς» - μιλούσε για το 2013. Κι έτσι πρόσφερε το τέλειο διαφημιστικό tagline για ένα φιλμ που θα δυσκολεύονταν να πείσει τους σινεφίλ να το παρακολουθήσουν χωρίς υποστήριξη. Μα θρίλερ εκδίκησης από το Ισραήλ; Σιγά τα ωά. Ναι, αλλά ο Quentin είπε ότι είναι η καλύτερη ταινία της χρονιάς! Γουάου, να τη δούμε. Έτσι έφτασε και στα δικά μας μέρη η ταινία.
Παραδόξως, την ίδια χρονιά, κυκλοφόρησε στις αίθουσες και η πρώτη χολιγουντιανή προσπάθεια του Denis Villleneuve, το Prisoners, με πρωταγωνιστές τους Hugh Jackman και Jake Gyllenhaal. Σας φαίνεται παράξενη η αναφορά μας σε εκείνη την ταινία; Δεν είναι. Γιατί οι δύο ταινίες μοιάζουν σε αρκετά σημεία. Κυρίως σ' αυτό: στο ότι οι κεντρικοί ήρωες χρησιμοποιούν βάναυσους τρόπους κι έντονη χρήση βίας πάνω στους «υπόπτους» προκειμένου να μάθουν την αλήθεια – μια αλήθεια ζωτικής σημασίας για την ύπαρξή τους. Ο Jackman έδερνε τον ύποπτό του, τον κρατούσε δεμένο κάπου που κανείς δεν γνώριζε, χρησιμοποιούσε καυτό νερό κι άλλα τεχνάσματα προκειμένου να πάρει μια ομολογία. Ε, ο Γκίντι κάνει χειρότερα στον Ντρορ: σπασίματα δαχτύλων, βγαλσίματα νυχιών, κάψιμο στήθους – ωραία πράγματα...
Οι δύο ταινίες, βεβαίως, έχουν και ουσιαστικές διαφορές. Η ταινία του Villeneuve είναι βαρύ δράμα με θρησκευτικές (χριστιανικές) αναφορές – κοιτάξτε κάτι συμπτώσεις... Η ταινία των δύο Ισραηλινών είναι ένα θρίλερ, που παρά το κατασκότεινο υπόβαθρό του, έχει έντονες πινελιές (κατάμαυρου, τι άλλο;) χιούμορ και τόσης αποστασιοποίησης, που δεν σε αφήνει να ταυτιστείς με κάποιον από τους ήρωες. Και το κάνουν αυτό έξυπνα οι δύο σκηνοθέτες. Ακολουθούν τους «κανόνες» ενός παραμυθιού: από την αρχική, υπέροχα φωτογραφημένη κι άψογα εκτελεσμένη σε slow motion, σκηνή (με τον τίτλο της ταινίας να γίνεται οργανικό τμήμα της!) μέχρι το τέλος, παρακολουθείς με γουρλωμένα μάτια ένα morality tale που θα λέγαμε σε άπταιστα ελληνικά. Κι ενώ δεν μπορείς παρά να καταδικάσεις τη βία απ' όπου κι αν προέρχεται, φτάνει το φινάλε για να σου τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια. Εσύ τι θα έκανες αν κάποιος βίαζε και σκότωνε την κόρη σου; Μήπως θα γινόσουν εσύ το κτήνος που θα διψούσε για εκδίκηση; Και πως θα δικαιολογούσες τις πράξεις σου; Μήπως θα τις καθαγίαζε το γεγονός ότι... είχες δίκιο; Ήτοι, για να σκοτώσεις το τέρας μήπως γίνεσαι εσύ χειρότερο τέρας;
Οι «εξωταινιακές» αναφορές της ταινίας είναι εκεί, μπροστά στα μάτια του θεατή που θέλει να τις δει. Τι Αμπού Γκράιμπ, τι το παλαιστινιακό (τρομερές οι σκηνές με τον έφιππο Άραβα), τι η ίδια η ισραηλινή κοινωνία σε κρίση. Μια ταινία όχι για όλα τα γούστα, μια ταινία που απαιτεί προσεκτική ανάγνωση, μια ταινία που ασχολείται με κάτι πολύ σοβαρό και σου επιτρέπει και να γελάς μαζί του. Τα υπόλοιπα βρίσκονται στην κρίση σας. Πάντως, στον Tarantino άρεσε...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Ιανουαρίου 2015 από την Feelgood
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική