του John Carney. Με τους Keira Knightley, Mark Ruffalo, Hailee Steinfeld, Adam Levine, James Corden, CeeLo Green, Catherine Keener, Mos Def
Πίστεψε το...
του zerVo (@moviesltd)
Τι ωραία που θα ήταν να είναι κι έτσι στην πραγματικότητα. Να είσαι ένα ψυχικό ράκος, η προσωπικότητα σου να έχει εκμηδενιστεί, να έχεις αγγίξει τον πάτο του βαρελιού, να μην υπάρχει η παραμικρή ελπίδα σωτηρίας κι εκεί που αντιλαμβάνεσαι πως όλος ο κόσμος γύρω σου έχει ισοπεδωθεί, τσουπ, από το πουθενά μια παραμυθένια νεράιδα, με το μαγικό της ραβδί, όχι μόνο γιατρεύει τις πληγές σου, αλλά σε φτιάχνει πρώτο, κορυφαίο, αναδεικνύοντας το τάλαντο σου. Μια τέτοια ονειρική ιστορία, πλημμυρισμένη στις νότες και την αισιόδοξη διάθεση αφηγείται το Begin Again που φέρει την υπογραφή του σκηνοθέτη του Once, John Carney.
Επτά ολόκληρα χρόνια έχει να ανακαλύψει και να φέρει στην Distressed Records, μπράντα που ο ίδιος ίδρυσε, ένα καινούργιο φυντάνι, ο ξεπεσμένος πια, μέθυσος και περιφερόμενος στα σοκάκια της Νέας Υόρκης σαν κοινός αλήτης, πρώην σπουδαίος μουσικός παραγωγός Νταν Μάλιγκαν. Συνεπώς δεν είναι και τόσο απρόσμενη η απόφαση του στενού του συνεργάτη να του δείξει την πόρτα της εξόδου από το στούντιο, που μπορεί να λειτουργήσει και δίχως τα παρανοϊκά του ξεσπάσματα και τις εκκεντρικές του παρεμβάσεις.
Βουτηγμένος στο ουίσκι, μόνος κι αποκαμωμένος, διωγμένος από σύζυγο και παρατημένος από κόρη, ο τιμημένος μια φορά κι έναν καιρό με Γκράμι ατζέντης, θα εντοπίσει σε υπόγειο κλαμπάκι του Μανχάταν και θα εντυπωσιαστεί από τα τραγούδια της, την όμορφη βρετανιδούλα Γκρέτα Τζέιμς, συνθέτρια που περνά τις τελευταίες της ημέρες στην Αμερική, πριν επιστρέψει στα πάτρια εδάφη. Μαγεμένος και διακρίνοντας στις μελωδίες της απεριόριστες δυνατότητες επιτυχίας, ο Νταν θα της προτείνει να φτιάξουν μαζί έναν δίσκο, υπόσχεση που όμως δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει, άνεργος πλέον. Άλλωστε κι εκείνη είναι μαθημένη από μεγάλα λόγια, καθώς μόλις την έχει αφήσει στα κρύα του λουτρού ο αγαπημένος της Ντέιβ Κολ, διάσημος ροκ σταρ, που προτίμησε να μοιράσει σε άλλη αγάπη τα φιλιά του.
Πάνω σε δύο περσόνες, εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, κτίζεται η πλοκή του ρυθμικότατου αυτού ρομάντζου, περιέργως πάντως δίχως να τους φέρνει κοντά ερωτικά, φροντίζοντας να σταθεί στο φινάλε του πολύ πιο πολιτικά ορθό, από όσο επιτάσσει η γενικότερη αισθητική των ανεξάρτητων δρόμων του Μεγάλου Μήλου. Από την μια μεριά ο θα τον έλεγες και άστεγος με αυτή την όψη, ιμπρεσάριος, από την απέναντι η συνεσταλμένη Αγγλιδούλα, παίζουν ένα τρυφερό πινγκ πονγκ συναισθημάτων, όχι πάντοτε σε αφήγηση γραμμής, με φόντο τα ζεστά πάρκα, τις μουτζουρωμένες ταράτσες και φυσικά τους θηριώδεις ουρανοξύστες της μητρόπολης. Σε αυτή τους την ιδιόμορφη σχέση μέντορα - μαθήτριας (ταυτότητες που ανά στιγμές ισχύουν και αντιστρόφως) παρόλες τις αντιξοότητες, το φίλινγκ είναι πάντοτε θετικό, η κάθε κίνηση δεν διακατέχεται από κανενός είδους πεσιμισμό, μα και τα πάντα στο όπου μας βγάλει ο Θεός πλάνο τους, έρχονται τόσο δεξιά, που αντιλαμβάνεσαι και ο ίδιος πως όλα αυτά συμβαίνουν μόνο στην Σιντερέλα.
Το ευχάριστο αυτό χιπστερικό παραμυθάκι, γεμάτο με τραγούδια νεανικά, κατά βάση ραδιοφωνικά, πιασάρικα, έχει την τύχη να διαθέτει στην ερμηνευτική του κορυφή, έναν από τους πιο ταλαντούχους και σταθερούς σε απόδοση ηθοποιούς της γενιάς του, τον Mark Ruffalo, σε φόρμα Rolling Stone, τσιγαρλίκι, παπάντζα, αλλά και τρομερό σκάουτ των εχόντων το x-factor και εκείνη που καταφέρνει να γράψει όσο καμία άλλη στο εκράν, την Keira Knightley, αδύνατη, κάζουαλ κι αέρινη, να αποδίδει μια παραπάνω ικανότητα με την φωνούλα της, πέρα από εκείνη την υποκριτική. Προσεγμένη και η περιφέρεια, παρότι οι χαρακτήρες της δεν είναι εξίσου μελετημένοι, εκεί που συναντάμε τον εξαιρετικό στο Into The Woods, James Corden, την indie αυτοκράτειρα Catherine Keener και την - δεν αντιλήφθηκα τον ρόλο της - Hailee Steinfeld. Κάπου πήρε το μάτι μου και τον Mos Def, αλλά και έναν που έφερνε στον Maroon 5 με μουστάκι, που εντέλει ήταν ο Maroon 5 με μουστάκι...
Για πες: Απιθανότητα το σενάριο, αλλά από κάτι τέτοιες γλυκιές ονειρικές στιγμές το σινεμά καταφέρνει να μας ταξιδέψει στην άλλη όψη της μουντής, στείρας, βαριεστημένης και θλιβερής πραγματικότητας. Από την οποία μπορεί κανείς να δραπετεύσει, αν επιχειρήσει να εξασκήσει το ταλέντο του. Το έχει? Ας το πιστέψει...
Βουτηγμένος στο ουίσκι, μόνος κι αποκαμωμένος, διωγμένος από σύζυγο και παρατημένος από κόρη, ο τιμημένος μια φορά κι έναν καιρό με Γκράμι ατζέντης, θα εντοπίσει σε υπόγειο κλαμπάκι του Μανχάταν και θα εντυπωσιαστεί από τα τραγούδια της, την όμορφη βρετανιδούλα Γκρέτα Τζέιμς, συνθέτρια που περνά τις τελευταίες της ημέρες στην Αμερική, πριν επιστρέψει στα πάτρια εδάφη. Μαγεμένος και διακρίνοντας στις μελωδίες της απεριόριστες δυνατότητες επιτυχίας, ο Νταν θα της προτείνει να φτιάξουν μαζί έναν δίσκο, υπόσχεση που όμως δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει, άνεργος πλέον. Άλλωστε κι εκείνη είναι μαθημένη από μεγάλα λόγια, καθώς μόλις την έχει αφήσει στα κρύα του λουτρού ο αγαπημένος της Ντέιβ Κολ, διάσημος ροκ σταρ, που προτίμησε να μοιράσει σε άλλη αγάπη τα φιλιά του.
Πάνω σε δύο περσόνες, εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, κτίζεται η πλοκή του ρυθμικότατου αυτού ρομάντζου, περιέργως πάντως δίχως να τους φέρνει κοντά ερωτικά, φροντίζοντας να σταθεί στο φινάλε του πολύ πιο πολιτικά ορθό, από όσο επιτάσσει η γενικότερη αισθητική των ανεξάρτητων δρόμων του Μεγάλου Μήλου. Από την μια μεριά ο θα τον έλεγες και άστεγος με αυτή την όψη, ιμπρεσάριος, από την απέναντι η συνεσταλμένη Αγγλιδούλα, παίζουν ένα τρυφερό πινγκ πονγκ συναισθημάτων, όχι πάντοτε σε αφήγηση γραμμής, με φόντο τα ζεστά πάρκα, τις μουτζουρωμένες ταράτσες και φυσικά τους θηριώδεις ουρανοξύστες της μητρόπολης. Σε αυτή τους την ιδιόμορφη σχέση μέντορα - μαθήτριας (ταυτότητες που ανά στιγμές ισχύουν και αντιστρόφως) παρόλες τις αντιξοότητες, το φίλινγκ είναι πάντοτε θετικό, η κάθε κίνηση δεν διακατέχεται από κανενός είδους πεσιμισμό, μα και τα πάντα στο όπου μας βγάλει ο Θεός πλάνο τους, έρχονται τόσο δεξιά, που αντιλαμβάνεσαι και ο ίδιος πως όλα αυτά συμβαίνουν μόνο στην Σιντερέλα.
Το ευχάριστο αυτό χιπστερικό παραμυθάκι, γεμάτο με τραγούδια νεανικά, κατά βάση ραδιοφωνικά, πιασάρικα, έχει την τύχη να διαθέτει στην ερμηνευτική του κορυφή, έναν από τους πιο ταλαντούχους και σταθερούς σε απόδοση ηθοποιούς της γενιάς του, τον Mark Ruffalo, σε φόρμα Rolling Stone, τσιγαρλίκι, παπάντζα, αλλά και τρομερό σκάουτ των εχόντων το x-factor και εκείνη που καταφέρνει να γράψει όσο καμία άλλη στο εκράν, την Keira Knightley, αδύνατη, κάζουαλ κι αέρινη, να αποδίδει μια παραπάνω ικανότητα με την φωνούλα της, πέρα από εκείνη την υποκριτική. Προσεγμένη και η περιφέρεια, παρότι οι χαρακτήρες της δεν είναι εξίσου μελετημένοι, εκεί που συναντάμε τον εξαιρετικό στο Into The Woods, James Corden, την indie αυτοκράτειρα Catherine Keener και την - δεν αντιλήφθηκα τον ρόλο της - Hailee Steinfeld. Κάπου πήρε το μάτι μου και τον Mos Def, αλλά και έναν που έφερνε στον Maroon 5 με μουστάκι, που εντέλει ήταν ο Maroon 5 με μουστάκι...
Για πες: Απιθανότητα το σενάριο, αλλά από κάτι τέτοιες γλυκιές ονειρικές στιγμές το σινεμά καταφέρνει να μας ταξιδέψει στην άλλη όψη της μουντής, στείρας, βαριεστημένης και θλιβερής πραγματικότητας. Από την οποία μπορεί κανείς να δραπετεύσει, αν επιχειρήσει να εξασκήσει το ταλέντο του. Το έχει? Ας το πιστέψει...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 15 Ιανουαρίου 2015 από την Odeon
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική