του Kornél Mundruczó. Με τους Zsófia Psotta, Sándor Zsótér, Lili Horváth
"Θεός αν είναι κι αν μ’ αγαπάει κανείς..."
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Αναγραμματίζοντας το God προκύπτει... Dog, τυχαίο;
Ο Kornél Mundruczó είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση σκηνοθέτη. Δεν έχει κλείσει ακόμα τα 40 κι ολοκλήρωσε ήδη έξι ταινίες μεγάλου μήκους. Όντας Ούγγρος βρίσκεται στη σκιά του Béla Tarr, φαινόμενο σύνηθες σε πολλές εθνικές κινηματογραφίες (ναι, και στην Ελλάδα, είναι πολλοί εκείνοι που αισθάνονται ότι βρίσκονται ακόμα στη σκιά του Θόδωρου Αγγελόπουλου – φαινόμενο πιο έντονο λίγα χρόνια πριν). Μόνο που ο Kornél κατορθώνει να αρθρώσει έναν δικό του ιδιοσυγκρασιακό κινηματογραφικό λόγο. Που βασίζεται στην αποστασιοποίηση αλλά με έναν τρόπο που εντέλει ελκύει τον θεατή. Κι εδώ πετυχαίνει την πιο μεγάλη του επίδοση, την πιο εντυπωσιακή, την πιο ουμανιστική, την πιο παγκόσμια. Υπάρχουν στιγμές που νιώθεις ότι η συγκεκριμένη ταινία θα μπορούσε να προκύψει και από χολιγουντιανό στούντιο! Υπάρχουν κι άλλες που αν τις δουν οι άμαθοι επισκέπτες των μούλτιπλεξ θα φρίξουν, ξύνοντας με αμηχανία τα κεφάλια τους. Εντέλει πρόκειται για καλλιτεχνικό επίτευγμα που, παρά την ανισότητα που εμφανίζει και τους – για μερικούς γκρινιάρηδες, εύκολους συμβολισμούς – είναι άξιο θαυμασμού.
Καθόλου τυχαία, η ταινία κέρδισε το βραβείο στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών. Και δεν θα μας κάνει καμία έκπληξη αν βρεθεί στην πεντάδα των ξενόγλωσσων ταινιών στα προσεχή Όσκαρ, κερδίζοντας και το αγαλματίδιο...
Η υπόθεση: Η 13χρονη Λίλι είναι ένα κορίτσι που κατοικεί στη σύγχρονη Βουδαπέστη. Ζει με τη μητέρα της, τον πατριό της και τον αγαπημένο της σκύλο, τον Χάγκεν. Όταν οι κηδεμόνες της θα χρειαστεί να λείψουν σε ταξίδι για δουλειές για όλο το καλοκαίρι, η Λίλι αναγκάζεται να μείνει με τον πατέρα της, έναν κτηνίατρο παραιτημένο και κακόκεφο. Ο μπαμπάς δεν θέλει τον Χάγκεν στο σπίτι του. Κι όταν καλείται να πληρώσει έναν ειδικό φόρο που επέβαλε η κυβέρνηση της Ουγγαρίας σε όσους φροντίζουν ημίαιμα αντί για καθαρόαιμα, αποφασίζει να εγκαταλείψει το σκύλο στο δρόμο προς μεγάλη απογοήτευση και πίκρα της Λίλι. Περιπλανώμενος στους δρόμους, ψάχνοντας τρόπο να γυρίσει πίσω στη Λίλι, ο Χάγκεν πέφτει σε κακοτοπιές. Σε ανθρώπους που προσπαθούν να τον εκμεταλλευτούν. Ο Χάγκεν αγριεύει. Κι όταν του δοθεί η ευκαιρία θα ηγηθεί της εξέγερσης των ημίαιμων εναντίον της ανθρωπότητας. Τι θα γίνει, όμως, όταν τελικά βρει τη Λίλι, η οποία με τη σειρά της δεν είχε πάψει λεπτό να τον αναζητεί;
Η άποψή μας: Ο Χάγκεν (τον οποίο υποδύονται δύο σκύλοι) είναι καφετής. Είναι όμως και ο λευκός θεός της ταινίας. Πρώτη αναφορά λοιπόν, στο «Λευκό σκύλο» (White Dog), του Σάμιουελ Φιούλερ, όπου ένας εκπαιδευτής σκύλων προσπαθεί να αλλάξει τη συμπεριφορά ενός λευκού γερμανικού λυκόσκυλου εκπαιδεύοντάς τον να ορμά μόνο σε μαύρους! Σε κάποιες σκηνές της ταινίας σκέφτεσαι τον «Όλιβερ Τουίστ», σε άλλες τα «Πουλιά» του Χίτσκοκ ή ακόμα, ακόμα τον «Πλανήτη των πιθήκων» ή και τον... «Σπάρτακο» και το «Κουρδιστό πορτοκάλι» (εντάξει, το παρατράβηξα). Μια αλληγορία, λοιπόν, για τον ρατσισμό, την άρχουσα τάξη των καθαρόαιμων, που πάντα αντιμάχεται τους ημίαιμους, τη βία της εξουσίας, την εκμετάλλευση των ζώων από τον άνθρωπο. Αλλά και μια ταινία για την ενηλικίωση, τη σχέση γονέα – παιδιού, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα. Ή, όπως πολύ απλά το έθεσε ο ίδιος ο σκηνοθέτης, η ταινία προέκυψε ως απάντηση στην άνοδο των νεοναζί στη χώρα του.
Τεχνικά ομιλώντας το φιλμ είναι άψογο. Σπουδαία σκηνοθεσία, τρομερή διεύθυνση φωτογραφίας, εξαιρετική ηχητική μπάντα και σάουντρακ. 274 σκυλιά συμμετείχαν στα γυρίσματα, ο μεγαλύτερος αριθμός που έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ σε μια ταινία, όλα ημίαιμα, όλα μαζεμένα από μάντρες. Και δεν υπάρχουν οπτικά εφέ: η μεγαλειώδης αρχική σκηνή (που επαναλαμβάνεται αυτούσια λίγο μετά το μέσον) και η συναρπαστική, ποιητική σκηνή του φινάλε, που έχει πολύ... προσκύνημα δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν τον θεατή να γουρλώσει τα μάτια του. Ο Mundruczó ωριμάζει, αιφνιδιάζει, προβληματίζει. Κάποιοι συμβολισμοί είναι εύκολοι, το φινάλε παραπέμπει σε προδιαγεγραμμένη αποτυχία της επανάστασης («να καλέσω την αστυνομία;» - «όχι ακόμα»), η βία κάποιες φορές ενοχλεί (και μιλάμε για τη βία που υφίστανται τα ζωντανά, έτσι;), το σύνολο όμως είναι σπάνιας αισθητικής και γεμάτο νοήματα που εύκολα γίνονται αντιληπτά αλλά δύσκολα μπορούμε να τα χωνέψουμε και να τα μεταφράσουμε σε τρόπο ζωής.
Ο σκηνοθέτης ισορροπεί συνεχώς σε τεντωμένο σκοινί, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να γλυστρίσει στη γραφικότητα και τον... χολιγουντισμό (sic), εντέλει όμως παραδίδει κάτι που λίγο απέχει να χαρακτηριστεί αριστούργημα. Άνισο μεν, σπουδαίο δε. Κι αν μη τι άλλο, θα σας δώσει τροφή για σκέψη και για κουβέντα.
Η υπόθεση: Η 13χρονη Λίλι είναι ένα κορίτσι που κατοικεί στη σύγχρονη Βουδαπέστη. Ζει με τη μητέρα της, τον πατριό της και τον αγαπημένο της σκύλο, τον Χάγκεν. Όταν οι κηδεμόνες της θα χρειαστεί να λείψουν σε ταξίδι για δουλειές για όλο το καλοκαίρι, η Λίλι αναγκάζεται να μείνει με τον πατέρα της, έναν κτηνίατρο παραιτημένο και κακόκεφο. Ο μπαμπάς δεν θέλει τον Χάγκεν στο σπίτι του. Κι όταν καλείται να πληρώσει έναν ειδικό φόρο που επέβαλε η κυβέρνηση της Ουγγαρίας σε όσους φροντίζουν ημίαιμα αντί για καθαρόαιμα, αποφασίζει να εγκαταλείψει το σκύλο στο δρόμο προς μεγάλη απογοήτευση και πίκρα της Λίλι. Περιπλανώμενος στους δρόμους, ψάχνοντας τρόπο να γυρίσει πίσω στη Λίλι, ο Χάγκεν πέφτει σε κακοτοπιές. Σε ανθρώπους που προσπαθούν να τον εκμεταλλευτούν. Ο Χάγκεν αγριεύει. Κι όταν του δοθεί η ευκαιρία θα ηγηθεί της εξέγερσης των ημίαιμων εναντίον της ανθρωπότητας. Τι θα γίνει, όμως, όταν τελικά βρει τη Λίλι, η οποία με τη σειρά της δεν είχε πάψει λεπτό να τον αναζητεί;
Η άποψή μας: Ο Χάγκεν (τον οποίο υποδύονται δύο σκύλοι) είναι καφετής. Είναι όμως και ο λευκός θεός της ταινίας. Πρώτη αναφορά λοιπόν, στο «Λευκό σκύλο» (White Dog), του Σάμιουελ Φιούλερ, όπου ένας εκπαιδευτής σκύλων προσπαθεί να αλλάξει τη συμπεριφορά ενός λευκού γερμανικού λυκόσκυλου εκπαιδεύοντάς τον να ορμά μόνο σε μαύρους! Σε κάποιες σκηνές της ταινίας σκέφτεσαι τον «Όλιβερ Τουίστ», σε άλλες τα «Πουλιά» του Χίτσκοκ ή ακόμα, ακόμα τον «Πλανήτη των πιθήκων» ή και τον... «Σπάρτακο» και το «Κουρδιστό πορτοκάλι» (εντάξει, το παρατράβηξα). Μια αλληγορία, λοιπόν, για τον ρατσισμό, την άρχουσα τάξη των καθαρόαιμων, που πάντα αντιμάχεται τους ημίαιμους, τη βία της εξουσίας, την εκμετάλλευση των ζώων από τον άνθρωπο. Αλλά και μια ταινία για την ενηλικίωση, τη σχέση γονέα – παιδιού, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα. Ή, όπως πολύ απλά το έθεσε ο ίδιος ο σκηνοθέτης, η ταινία προέκυψε ως απάντηση στην άνοδο των νεοναζί στη χώρα του.
Τεχνικά ομιλώντας το φιλμ είναι άψογο. Σπουδαία σκηνοθεσία, τρομερή διεύθυνση φωτογραφίας, εξαιρετική ηχητική μπάντα και σάουντρακ. 274 σκυλιά συμμετείχαν στα γυρίσματα, ο μεγαλύτερος αριθμός που έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ σε μια ταινία, όλα ημίαιμα, όλα μαζεμένα από μάντρες. Και δεν υπάρχουν οπτικά εφέ: η μεγαλειώδης αρχική σκηνή (που επαναλαμβάνεται αυτούσια λίγο μετά το μέσον) και η συναρπαστική, ποιητική σκηνή του φινάλε, που έχει πολύ... προσκύνημα δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν τον θεατή να γουρλώσει τα μάτια του. Ο Mundruczó ωριμάζει, αιφνιδιάζει, προβληματίζει. Κάποιοι συμβολισμοί είναι εύκολοι, το φινάλε παραπέμπει σε προδιαγεγραμμένη αποτυχία της επανάστασης («να καλέσω την αστυνομία;» - «όχι ακόμα»), η βία κάποιες φορές ενοχλεί (και μιλάμε για τη βία που υφίστανται τα ζωντανά, έτσι;), το σύνολο όμως είναι σπάνιας αισθητικής και γεμάτο νοήματα που εύκολα γίνονται αντιληπτά αλλά δύσκολα μπορούμε να τα χωνέψουμε και να τα μεταφράσουμε σε τρόπο ζωής.
Ο σκηνοθέτης ισορροπεί συνεχώς σε τεντωμένο σκοινί, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να γλυστρίσει στη γραφικότητα και τον... χολιγουντισμό (sic), εντέλει όμως παραδίδει κάτι που λίγο απέχει να χαρακτηριστεί αριστούργημα. Άνισο μεν, σπουδαίο δε. Κι αν μη τι άλλο, θα σας δώσει τροφή για σκέψη και για κουβέντα.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 11 Δεκεμβρίου 2014 από την Ama Films
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική