του Θόδωρου Γιαχουστίδη
Τα φεστιβάλ τελειώνουνε μα η αγάπη μένει
Αυτό ήταν, τελείωσε το παραμύθι. Το Σάββατο το βράδυ έγινε η τελετή απονομής των 55ων βραβείων του ΦΚΘ (μπορείτε να τα διαβάσετε εδώ: http://tiff.filmfestival.gr/default.aspx?lang=el-GR&page=1223). Κι έχω να σας πω το εξής: από τις 14 ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος (που ήταν πολύ ανεβασμένο) είδα τις 12 ταινίες. Από τις δύο που ΔΕΝ ΕΙΔΑ, η μία τιμήθηκε με τον Χρυσό Αλέξανδρο και η άλλη πήρε το βραβείο της Fipresci!!! Και τζόκερ και τζακπότ και εντάξει, οι γονείς μου με έδωσαν στο Μητσοτάκη να με βαφτίσει – τα υπόλοιπα με τις φωτό από τη βάφτιση και τα ρέστα που μου έχουν δείξει ως τώρα είναι σκηνοθετημένα και ψέματα! Έρημη μοίρα, άδικο ριζικό. Τεςπα. Λοιπόν, προτελευταία ανταπόκριση η σημερινή, ένατη. Άλλη μία έμεινε και πάπαλα. Ας προχωρήσουμε στο παρασύνθημα λοιπόν, γιατί έχουμε και ντέρμπι ΠΑΟΚ – ΠΑΟ το απόγευμα.
Η ταινία «Ένα περιστέρι έκατσε σ’ ένα κλαδί συλλογιζόμενο την ύπαρξή του» (A Pigeon Sat on a Branch Reflecting on Existence) του Roy Andersson (Αφιερώματα – Ταινία λήξης) ήρθε στη Θεσσαλονίκη έχοντας κερδίσει το Χρυσό Λέοντα στο φεστιβάλ Βενετίας. Η τρίτη ταινία της «Τριλογίας των Ζωντανών» του σπουδαίου Σουηδού σκηνοθέτη δεν διαφέρει αισθητικά από τις άλλες δύο, όντας απλά ταυτόχρονα περισσότερο αισιόδοξη αλλά και απαισιόδοξη.
Η υπόθεση: Δύο πλανόδιοι πωλητές παιχνιδιών-φαρσών (όπως πχ πλαστικών δοντιών βαμπίρ), ο Σαμ και ο Τζόναθαν, σαν να 'ταν οι σύγχρονοι Δον Κιχώτης και Σάντσο Πάντσα, περιδιαβαίνουν τη χώρα αδυνατώντας να πουλήσουν το εμπόρευμά τους. «Θέλουμε απλά να κάνουμε τους ανθρώπους να είναι ευτυχισμένοι», λένε. Μόνο που οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται για τα προϊόντα τους. Και οι ίδιοι κάθε άλλο παρά ευτυχισμένοι είναι. Ιδίως ο Τζόναθαν είναι ξεκάθαρα καταθλιπτικός.
Η άποψή μας: 36 συν 1 βινιέτες. Μέση διάρκεια καθεμιάς, τα 3 λεπτά. Μπορούν και λειτουργούν ως αυθύπαρκτες, λειτουργούν όμως και ως τμήματα μιας γενικότερης, μεγαλύτερης εικόνας. Σε τρεις από αυτές, στην αρχή, έχουμε συναντήσεις με το θάνατο: ένας μεσήλικας παθαίνει καρδιακή προσβολή καθώς προσπαθεί να ανοίξει ένα μπουκάλι κρασί ενώ η γυναίκα του μαγειρεύει – μια γηραιά κυρία στο νεκροκρέβατό της θέλει με εμφατικό τρόπο να πάρει μαζί της την αγαπημένη της τσάντα στον άλλο κόσμο που θα πάει – ένας επιβάτης πλοίου σωριάζεται καταγής αφού έχει πληρώσει το γεύμα του, θα ήθελε κάποιος το γεύμα και τη μπύρα του, μιας και τα έχει πληρώσει; Κι έτσι συνεχίζει ο Άντερσον. Όπως μας έχει συνηθίσει από τις προηγούμενες δύο ταινίες της τριλογίας. Ακίνητη κάμερα, άνθρωποι σαν ζόμπι, το κωμικό δίπλα στο τραγικό. Χαρούμενοι παρελαύνουν όλοι πηγαίνοντας στον πόλεμο, λυπημένοι επιστρέφουν και ο βασιλιάς δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα επειδή είναι κατειλημμένη. Τέτοια. Σε ένα εργαστήριο βασανίζεται ένας χιμπαντζής και η επιτηρήτρια μιλάει στο τηλέφωνο, αδιάφορη για τον πόνο που βιώνει το πλάσμα, λέγοντας «ελπίζω να είσαι καλά», μία από τις δυο φράσεις που επαναλαμβάνονται συνέχεια στην ταινία. Η άλλη είναι «θέλουμε απλά να κάνουμε τους ανθρώπους να είναι ευτυχισμένοι». Η πλέον τρομακτική σκηνή για την ανθρώπινη ύπαρξη είναι η σκηνή ονείρου που βλέπει ο Τζόναθαν: αποικιοκράτες βάζουν σε έναν τεράστιο κύλινδρο αφρικανούς – ο κύλινδρος αρχίζει να περιστρέφεται σαν οβελίας και κάτω του έχει φωτιά – οι άνθρωποι ψήνονται και με το θόρυβο και τις οιμωγές τους βγαίνει ένας όμορφος ήχος από τον κύλινδρο, που έχει εξόδους ωσάν μεγάλα πνευστά! Τι μας λέει ο δημιουργός; Οι άνθρωποι τα έχουμε κάνει σκατά αλλά θα μπορούσαμε να τα είχαμε κάνει χειρότερα! Είναι δηλαδή αισιόδοξος μέσα στην απαισιοδοξία του! Μόνο που αυτήν τη φορά το φινάλε του δεν είναι Αποκαλυπτικό, όπως στις δύο προηγούμενες ταινίες, όπου το Τέλος ήταν κοντά είτε ως Δευτέρα Παρουσία είτε ως Ολική Καταστροφή. Εδώ απλά παραμονεύει να δημιουργηθεί χάος αν μπερδευόμαστε και δεν έχουμε στη σειρά τις μέρες! Άκου να μην ξέρεις αν είναι Τετάρτη ή Πέμπτη. Το μόνο κακό που έχουμε να πούμε για την ταινία είναι πως ο σκηνοθέτης επαναλαμβάνεται. Πως κάνει μία από τα ίδια, λίιιιγο διαφορετικά. Ας είναι. Αυτά που λέει έχουν ενδιαφέρον. Ελπίζουμε απλά την επόμενη φορά να μας εκπλήξει κιόλας.
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – έχει διανομή από την Ama Films και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας την Πέμπτη 13 Νοεμβρίου)
Η ταινία «Για πάντα» (Ελληνικές ταινίες - 100 χρόνια Ελληνικός Κινηματογράφος – 2014) της Λένας Μαντά (από τις μόνιμες συνεργάτιδες του Θόδωρου Αγγελόπουλου στις τελευταίες δημιουργίες του) είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της μετά τη «Χρυσόσκονη». Το φιλμ της ήταν από τα λίγα στα οποία καθίσαμε και μετά το φινάλε του για να παρακολουθήσουμε και το Q&A, κι εκεί μας είπε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, ενδεικτικά ενός ανθρώπου παθιασμένου με τον κινηματογράφο, που ξέρει και τι του γίνεται.
Η υπόθεση: Δύο άνθρωποι μόνοι τους, μέσα σε μία πόλη έρημη. Ο Κώστας και η Άννα, στην Αθήνα. Ο Κώστας είναι οδηγός στον Ηλεκτρικό Σιδηρόδρομο που διασχίζει κάθε μέρα την πόλη από τη μία της άκρη στην άλλη και κυλάει πάνω στα ίχνη των αρχαίων της ποταμιών που σκεπάστηκαν για να γίνουν δρόμοι. Η Άννα είναι πωλήτρια ακτοπλοϊκών εισιτηρίων στον Πειραιά, στο λιμάνι της πόλης, εκεί όπου κάποτε τα ποτάμια της χύνονταν στη θάλασσα. Ο Κώστας ξέρει την Άννα. Την βλέπει από το τζάμι της καμπίνας του κάθε πρωί που την παίρνει με το τραίνο του από το Θησείο για να την πάει στον Πειραιά, κάθε απόγευμα που την παίρνει από τον Πειραιά για να την πάει πίσω στο Θησείο. Η Άννα δεν ξέρει τον Κώστα. Από το τζάμι του βαγονιού της βλέπει κάθε μέρα την ίδια διαδρομή στην ερημιά της πόλης χωρίς να ξέρει ποιος οδηγεί το τραίνο. Την ημέρα που ένα τυχαίο γεγονός ανατρέπει τη ζωή του, ο Κώστας αποφασίζει να βγει απ’ τη μοναξιά του και να προσεγγίσει την Άννα. Αρχικά διστακτικά και μετά επίμονα, ο Κώστας θα διεκδικήσει το δικαίωμά του στη ζωή και τον έρωτα. Αρχικά επιφυλακτικά και στη συνέχεια αποφασιστικά, η Άννα θα αφήσει τη μοναξιά της και θα ενδώσει στην ανάγκη της για αγάπη παντοτινή.
Η άποψή μας: Η πιο αγαπησιάρικη από τις ελληνικές ταινίες που είδαμε φέτος στο φεστιβάλ έγινε αυτόματα και μία από τις αγαπημένες μας. Σε μια πόλη αποχρωματισμένη, στεγνή, πληκτική, βομβαρδισμένη από την κρίση, την αδιαφορία και την απελπισία υπάρχει εντέλει ελπίδα. Λίγο χρώμα εδώ κι εκεί, έτοιμο να κατακλύσει τα πάντα, να ζωντανέψει την πόλη και τους κατοίκους της. Υπάρχει αγάπη. Υπάρχει έρωτας. Δυο άνθρωποι μόνοι και μοναχικοί μπορούν να βρεθούν μαζί. Να μην συνεχίσουν να κινούνται σε παράλληλες πορείες αλλά σε μία, κοινή. Η ταινία μας θύμισε τις «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου» - απλά εδώ έχουμε ήσυχες μέρες φθινοπώρου. Ή μήπως άνοιξης; Ο λόγος είναι ελάχιστος στην ταινία, κι όμως εκείνη κυλάει σαν νεράκι, χωρίς ο θεατής να βαρεθεί ούτε μία στιγμή. Βλέπουμε την καθημερινότητα των δύο ηρώων, μια καθημερινότητα αβάσταχτη μα τόσο βολική, μια μοναξιά τόσο κερδισμένη αλλά και τόσο απαράδεκτη. Εκείνος θα κάνει το πρώτο βήμα. Η εξομολόγηση μέσα στον ηλεκτρικό είναι κομβικής σημασίας. «Θα ξανάρθεις». Ωραίο, ανθρώπινο σινεμά, σύντομη συνάντηση με μέλλον, η Μάσχα είναι ίδια η Μελίνα Μερκούρη, η απόλυση του Κώστα δεν δικαιολογείται (και δεν χρειάζεται δραματουργικά κατά τη γνώμη μας). Μικρό το κακό όμως. Γιατί σε μια τόσο πραγματικά ευαίσθητη και γλυκιά ταινία, κάτι τέτοιες μικρολεπτομέρειες δεν μπορούν επ' ουδενί να χαλάσουν τη γενική εικόνα. Ένα επιπλέον μπράβο στο διευθυντή φωτογραφίας Κωστή Κίκα για το σπουδαίο τελικό αποτέλεσμα.
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – θα βγει στις κινηματογραφικές αίθουσες της χώρας μας στις 29 Ιανουαρίου του 2015)
Η ταινία «Μικρός θάνατος» (The Little Death) του Josh Lawson (Ανοιχτοί Ορίζοντες – Κυρίως πρόγραμμα) ήταν η πλέον διασκεδαστική από τις ταινίες που είδαμε στο φεστιβάλ. Όταν συνδυάζεις σεξ και χιούμορ, πολύ δημοφιλή θέματα έτσι κι αλλιώς, με έξυπνο τρόπο, το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι τουλάχιστον ευχάριστο, μέχρι και σπουδαίο.
Η υπόθεση: Η Μέιβ έχει μια επικίνδυνη σεξουαλική φαντασίωση που ο Πολ πασχίζει να εκπληρώσει, η Ίβι και ο Νταν ανανεώνουν τη σχέση τους με παιχνίδια ρόλων, η Ροουίνα ανακαλύπτει πως αντλεί ευχαρίστηση από τον πόνο του συζύγου της Ρίτσαρντ, ο Φιλ ζει έναν πρωτόγνωρο έρωτα με τη σύζυγό του Μορίν στις πιο ήσυχες στιγμές της, ενώ η Μόνικα κι ο Σαμ μπλέκονται σ’ ένα πονηρό και χαοτικό τηλεφώνημα. Και υπάρχει κι ένας νέος γείτονας, καταδικασμένος για σεξουαλικά εγκλήματα, που τους ενώνει όλους.
Η άποψή μας: Οι Γάλλοι χρησιμοποιούν τον ευφημισμό la petite mort για να περιγράψουν τον οργασμό. Ο μικρός θάνατος λοιπόν. Σε αντίθεση με τον... μεγάλο θάνατο δεν διαρκεί για πάντα και η ανθρωπότητα τον κυνηγάει με μανία, με όποιον τρόπο μπορεί, με όποιον τρόπο τη βρίσκει ο καθένας. Ο Josh Lawson στην πρώτη του μεγάλη μήκους ταινία πετυχαίνει να μας κάνει να διασκεδάσουμε γελώντας με τα χάλια μας! Αγαπά τους ήρωές του και τους δικαιολογεί – μάλιστα υποδύεται τον έναν από αυτόν, τον Πολ (να σημειώσουμε πως ο Lawson είναι κατά βάση ηθοποιός, γνωστός από την βραβευμένη τηλεοπτική σειρά «House of Lies»). Λέει το πολύ προφανές: αν δύο ενήλικες συναποφασίζουν χωρίς να ασκεί βία ο ένας στον άλλο (εκτός κι αν ο σαδισμός/ μαζοχισμός είναι αυτό που συμφωνούν) το πως θα λειτουργήσουν ερωτικά, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Μόνο που οι ήρωές μας εδώ ντρέπονται για τη σεξουαλική τους δραστηριότητα. Τη φαντασίωση για οργασμό. Το φετίχ με τα δάχτυλα των ποδιών. Τα δάκρυα ως κουμπί εκτόξευσης της libido. Ο ύπνος ως κατάσταση που αφήνει στον έναν από τους δύο συντρόφους να νιώθει άνετος με τη σεξουαλικότητά του – την αγάπη του για τη σύντροφό του από την οποία δεν παίρνει καμία ανταπόκριση. Το παίξιμο ρόλων για να επέλθει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Και παρ' όλα αυτά, ο μικρός θάνατος κερδίζεται μεν αλλά όχι χωρίς απώλειες. Οι ατάκες είναι απίστευτες, οι καταστάσεις ξεκαρδιστικές, το όλον πάρα πολύ fun. Η εταιρία διανομής πρέπει να βγάλει την ταινία άμεσα στους κινηματογράφους για να εκμεταλλευτεί το μομέντουμ, πριν βγει στο μεϊντάνι και είναι διαθέσιμη προς «κατέβασμα». Το θέμα της τύχης του καταδικασμένου για σεξουαλικά αδικήματα δεν προσθέτει τίποτα δραματουργικά στην ταινία (το μοναδικό μειονέκτημα που βρήκαμε), απλά προσφέρει στους συντηρητικούς θεατές την ευχαρίστηση να δούμε ότι εισπράττει αυτό που του αξίζει. Δεν αναφερθήκαμε καθόλου στην κορυφαία ιστορία της ταινίας. Εκείνη της κοπέλας που δουλεύει σε έναν οργανισμό όπου άνθρωποι κωφάλαλοι καλούν μέσω skype, οι υπάλληλοι τηλεφωνούν κάποιον χωρίς προβλήματα ακοής και ο κωφάλαλος επικοινωνεί με τον άνθρωπο χωρίς προβλήματα ακοής μέσω μεταφραστή, που μεταφράζει από τη νοηματική εις την ακουστικήν και το ανάποδο. Ο νεαρός κομίστας ζητά να μιλήσει με υπηρεσία τηλεφωνικού σεξ φέρνοντας την όμορφη μεταφράστρια να έρθει σε δύσκολη θέση αλλά εντέλει να το διασκεδάσει όσο και ο νεαρός. Τόσο έξυπνη, αστεία, ανθρώπινη σκηνή αξίζει όλα τα λεφτά. Λογικό λοιπόν να πάρει η ταινία το βραβείο κοινού για εκείνες των Ανοιχτών Οριζόντων.
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – έχει διανομή από την Seven Films αλλά δεν γνωρίζουμε ακόμα την ημερομηνία εξόδου της στις κινηματογραφικές αίθουσες της χώρας μας)
Η υπόθεση: Δύο πλανόδιοι πωλητές παιχνιδιών-φαρσών (όπως πχ πλαστικών δοντιών βαμπίρ), ο Σαμ και ο Τζόναθαν, σαν να 'ταν οι σύγχρονοι Δον Κιχώτης και Σάντσο Πάντσα, περιδιαβαίνουν τη χώρα αδυνατώντας να πουλήσουν το εμπόρευμά τους. «Θέλουμε απλά να κάνουμε τους ανθρώπους να είναι ευτυχισμένοι», λένε. Μόνο που οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται για τα προϊόντα τους. Και οι ίδιοι κάθε άλλο παρά ευτυχισμένοι είναι. Ιδίως ο Τζόναθαν είναι ξεκάθαρα καταθλιπτικός.
Η άποψή μας: 36 συν 1 βινιέτες. Μέση διάρκεια καθεμιάς, τα 3 λεπτά. Μπορούν και λειτουργούν ως αυθύπαρκτες, λειτουργούν όμως και ως τμήματα μιας γενικότερης, μεγαλύτερης εικόνας. Σε τρεις από αυτές, στην αρχή, έχουμε συναντήσεις με το θάνατο: ένας μεσήλικας παθαίνει καρδιακή προσβολή καθώς προσπαθεί να ανοίξει ένα μπουκάλι κρασί ενώ η γυναίκα του μαγειρεύει – μια γηραιά κυρία στο νεκροκρέβατό της θέλει με εμφατικό τρόπο να πάρει μαζί της την αγαπημένη της τσάντα στον άλλο κόσμο που θα πάει – ένας επιβάτης πλοίου σωριάζεται καταγής αφού έχει πληρώσει το γεύμα του, θα ήθελε κάποιος το γεύμα και τη μπύρα του, μιας και τα έχει πληρώσει; Κι έτσι συνεχίζει ο Άντερσον. Όπως μας έχει συνηθίσει από τις προηγούμενες δύο ταινίες της τριλογίας. Ακίνητη κάμερα, άνθρωποι σαν ζόμπι, το κωμικό δίπλα στο τραγικό. Χαρούμενοι παρελαύνουν όλοι πηγαίνοντας στον πόλεμο, λυπημένοι επιστρέφουν και ο βασιλιάς δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα επειδή είναι κατειλημμένη. Τέτοια. Σε ένα εργαστήριο βασανίζεται ένας χιμπαντζής και η επιτηρήτρια μιλάει στο τηλέφωνο, αδιάφορη για τον πόνο που βιώνει το πλάσμα, λέγοντας «ελπίζω να είσαι καλά», μία από τις δυο φράσεις που επαναλαμβάνονται συνέχεια στην ταινία. Η άλλη είναι «θέλουμε απλά να κάνουμε τους ανθρώπους να είναι ευτυχισμένοι». Η πλέον τρομακτική σκηνή για την ανθρώπινη ύπαρξη είναι η σκηνή ονείρου που βλέπει ο Τζόναθαν: αποικιοκράτες βάζουν σε έναν τεράστιο κύλινδρο αφρικανούς – ο κύλινδρος αρχίζει να περιστρέφεται σαν οβελίας και κάτω του έχει φωτιά – οι άνθρωποι ψήνονται και με το θόρυβο και τις οιμωγές τους βγαίνει ένας όμορφος ήχος από τον κύλινδρο, που έχει εξόδους ωσάν μεγάλα πνευστά! Τι μας λέει ο δημιουργός; Οι άνθρωποι τα έχουμε κάνει σκατά αλλά θα μπορούσαμε να τα είχαμε κάνει χειρότερα! Είναι δηλαδή αισιόδοξος μέσα στην απαισιοδοξία του! Μόνο που αυτήν τη φορά το φινάλε του δεν είναι Αποκαλυπτικό, όπως στις δύο προηγούμενες ταινίες, όπου το Τέλος ήταν κοντά είτε ως Δευτέρα Παρουσία είτε ως Ολική Καταστροφή. Εδώ απλά παραμονεύει να δημιουργηθεί χάος αν μπερδευόμαστε και δεν έχουμε στη σειρά τις μέρες! Άκου να μην ξέρεις αν είναι Τετάρτη ή Πέμπτη. Το μόνο κακό που έχουμε να πούμε για την ταινία είναι πως ο σκηνοθέτης επαναλαμβάνεται. Πως κάνει μία από τα ίδια, λίιιιγο διαφορετικά. Ας είναι. Αυτά που λέει έχουν ενδιαφέρον. Ελπίζουμε απλά την επόμενη φορά να μας εκπλήξει κιόλας.
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – έχει διανομή από την Ama Films και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας την Πέμπτη 13 Νοεμβρίου)
Η ταινία «Για πάντα» (Ελληνικές ταινίες - 100 χρόνια Ελληνικός Κινηματογράφος – 2014) της Λένας Μαντά (από τις μόνιμες συνεργάτιδες του Θόδωρου Αγγελόπουλου στις τελευταίες δημιουργίες του) είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της μετά τη «Χρυσόσκονη». Το φιλμ της ήταν από τα λίγα στα οποία καθίσαμε και μετά το φινάλε του για να παρακολουθήσουμε και το Q&A, κι εκεί μας είπε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, ενδεικτικά ενός ανθρώπου παθιασμένου με τον κινηματογράφο, που ξέρει και τι του γίνεται.
Η υπόθεση: Δύο άνθρωποι μόνοι τους, μέσα σε μία πόλη έρημη. Ο Κώστας και η Άννα, στην Αθήνα. Ο Κώστας είναι οδηγός στον Ηλεκτρικό Σιδηρόδρομο που διασχίζει κάθε μέρα την πόλη από τη μία της άκρη στην άλλη και κυλάει πάνω στα ίχνη των αρχαίων της ποταμιών που σκεπάστηκαν για να γίνουν δρόμοι. Η Άννα είναι πωλήτρια ακτοπλοϊκών εισιτηρίων στον Πειραιά, στο λιμάνι της πόλης, εκεί όπου κάποτε τα ποτάμια της χύνονταν στη θάλασσα. Ο Κώστας ξέρει την Άννα. Την βλέπει από το τζάμι της καμπίνας του κάθε πρωί που την παίρνει με το τραίνο του από το Θησείο για να την πάει στον Πειραιά, κάθε απόγευμα που την παίρνει από τον Πειραιά για να την πάει πίσω στο Θησείο. Η Άννα δεν ξέρει τον Κώστα. Από το τζάμι του βαγονιού της βλέπει κάθε μέρα την ίδια διαδρομή στην ερημιά της πόλης χωρίς να ξέρει ποιος οδηγεί το τραίνο. Την ημέρα που ένα τυχαίο γεγονός ανατρέπει τη ζωή του, ο Κώστας αποφασίζει να βγει απ’ τη μοναξιά του και να προσεγγίσει την Άννα. Αρχικά διστακτικά και μετά επίμονα, ο Κώστας θα διεκδικήσει το δικαίωμά του στη ζωή και τον έρωτα. Αρχικά επιφυλακτικά και στη συνέχεια αποφασιστικά, η Άννα θα αφήσει τη μοναξιά της και θα ενδώσει στην ανάγκη της για αγάπη παντοτινή.
Η άποψή μας: Η πιο αγαπησιάρικη από τις ελληνικές ταινίες που είδαμε φέτος στο φεστιβάλ έγινε αυτόματα και μία από τις αγαπημένες μας. Σε μια πόλη αποχρωματισμένη, στεγνή, πληκτική, βομβαρδισμένη από την κρίση, την αδιαφορία και την απελπισία υπάρχει εντέλει ελπίδα. Λίγο χρώμα εδώ κι εκεί, έτοιμο να κατακλύσει τα πάντα, να ζωντανέψει την πόλη και τους κατοίκους της. Υπάρχει αγάπη. Υπάρχει έρωτας. Δυο άνθρωποι μόνοι και μοναχικοί μπορούν να βρεθούν μαζί. Να μην συνεχίσουν να κινούνται σε παράλληλες πορείες αλλά σε μία, κοινή. Η ταινία μας θύμισε τις «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου» - απλά εδώ έχουμε ήσυχες μέρες φθινοπώρου. Ή μήπως άνοιξης; Ο λόγος είναι ελάχιστος στην ταινία, κι όμως εκείνη κυλάει σαν νεράκι, χωρίς ο θεατής να βαρεθεί ούτε μία στιγμή. Βλέπουμε την καθημερινότητα των δύο ηρώων, μια καθημερινότητα αβάσταχτη μα τόσο βολική, μια μοναξιά τόσο κερδισμένη αλλά και τόσο απαράδεκτη. Εκείνος θα κάνει το πρώτο βήμα. Η εξομολόγηση μέσα στον ηλεκτρικό είναι κομβικής σημασίας. «Θα ξανάρθεις». Ωραίο, ανθρώπινο σινεμά, σύντομη συνάντηση με μέλλον, η Μάσχα είναι ίδια η Μελίνα Μερκούρη, η απόλυση του Κώστα δεν δικαιολογείται (και δεν χρειάζεται δραματουργικά κατά τη γνώμη μας). Μικρό το κακό όμως. Γιατί σε μια τόσο πραγματικά ευαίσθητη και γλυκιά ταινία, κάτι τέτοιες μικρολεπτομέρειες δεν μπορούν επ' ουδενί να χαλάσουν τη γενική εικόνα. Ένα επιπλέον μπράβο στο διευθυντή φωτογραφίας Κωστή Κίκα για το σπουδαίο τελικό αποτέλεσμα.
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – θα βγει στις κινηματογραφικές αίθουσες της χώρας μας στις 29 Ιανουαρίου του 2015)
Η ταινία «Μικρός θάνατος» (The Little Death) του Josh Lawson (Ανοιχτοί Ορίζοντες – Κυρίως πρόγραμμα) ήταν η πλέον διασκεδαστική από τις ταινίες που είδαμε στο φεστιβάλ. Όταν συνδυάζεις σεξ και χιούμορ, πολύ δημοφιλή θέματα έτσι κι αλλιώς, με έξυπνο τρόπο, το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι τουλάχιστον ευχάριστο, μέχρι και σπουδαίο.
Η υπόθεση: Η Μέιβ έχει μια επικίνδυνη σεξουαλική φαντασίωση που ο Πολ πασχίζει να εκπληρώσει, η Ίβι και ο Νταν ανανεώνουν τη σχέση τους με παιχνίδια ρόλων, η Ροουίνα ανακαλύπτει πως αντλεί ευχαρίστηση από τον πόνο του συζύγου της Ρίτσαρντ, ο Φιλ ζει έναν πρωτόγνωρο έρωτα με τη σύζυγό του Μορίν στις πιο ήσυχες στιγμές της, ενώ η Μόνικα κι ο Σαμ μπλέκονται σ’ ένα πονηρό και χαοτικό τηλεφώνημα. Και υπάρχει κι ένας νέος γείτονας, καταδικασμένος για σεξουαλικά εγκλήματα, που τους ενώνει όλους.
Η άποψή μας: Οι Γάλλοι χρησιμοποιούν τον ευφημισμό la petite mort για να περιγράψουν τον οργασμό. Ο μικρός θάνατος λοιπόν. Σε αντίθεση με τον... μεγάλο θάνατο δεν διαρκεί για πάντα και η ανθρωπότητα τον κυνηγάει με μανία, με όποιον τρόπο μπορεί, με όποιον τρόπο τη βρίσκει ο καθένας. Ο Josh Lawson στην πρώτη του μεγάλη μήκους ταινία πετυχαίνει να μας κάνει να διασκεδάσουμε γελώντας με τα χάλια μας! Αγαπά τους ήρωές του και τους δικαιολογεί – μάλιστα υποδύεται τον έναν από αυτόν, τον Πολ (να σημειώσουμε πως ο Lawson είναι κατά βάση ηθοποιός, γνωστός από την βραβευμένη τηλεοπτική σειρά «House of Lies»). Λέει το πολύ προφανές: αν δύο ενήλικες συναποφασίζουν χωρίς να ασκεί βία ο ένας στον άλλο (εκτός κι αν ο σαδισμός/ μαζοχισμός είναι αυτό που συμφωνούν) το πως θα λειτουργήσουν ερωτικά, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Μόνο που οι ήρωές μας εδώ ντρέπονται για τη σεξουαλική τους δραστηριότητα. Τη φαντασίωση για οργασμό. Το φετίχ με τα δάχτυλα των ποδιών. Τα δάκρυα ως κουμπί εκτόξευσης της libido. Ο ύπνος ως κατάσταση που αφήνει στον έναν από τους δύο συντρόφους να νιώθει άνετος με τη σεξουαλικότητά του – την αγάπη του για τη σύντροφό του από την οποία δεν παίρνει καμία ανταπόκριση. Το παίξιμο ρόλων για να επέλθει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Και παρ' όλα αυτά, ο μικρός θάνατος κερδίζεται μεν αλλά όχι χωρίς απώλειες. Οι ατάκες είναι απίστευτες, οι καταστάσεις ξεκαρδιστικές, το όλον πάρα πολύ fun. Η εταιρία διανομής πρέπει να βγάλει την ταινία άμεσα στους κινηματογράφους για να εκμεταλλευτεί το μομέντουμ, πριν βγει στο μεϊντάνι και είναι διαθέσιμη προς «κατέβασμα». Το θέμα της τύχης του καταδικασμένου για σεξουαλικά αδικήματα δεν προσθέτει τίποτα δραματουργικά στην ταινία (το μοναδικό μειονέκτημα που βρήκαμε), απλά προσφέρει στους συντηρητικούς θεατές την ευχαρίστηση να δούμε ότι εισπράττει αυτό που του αξίζει. Δεν αναφερθήκαμε καθόλου στην κορυφαία ιστορία της ταινίας. Εκείνη της κοπέλας που δουλεύει σε έναν οργανισμό όπου άνθρωποι κωφάλαλοι καλούν μέσω skype, οι υπάλληλοι τηλεφωνούν κάποιον χωρίς προβλήματα ακοής και ο κωφάλαλος επικοινωνεί με τον άνθρωπο χωρίς προβλήματα ακοής μέσω μεταφραστή, που μεταφράζει από τη νοηματική εις την ακουστικήν και το ανάποδο. Ο νεαρός κομίστας ζητά να μιλήσει με υπηρεσία τηλεφωνικού σεξ φέρνοντας την όμορφη μεταφράστρια να έρθει σε δύσκολη θέση αλλά εντέλει να το διασκεδάσει όσο και ο νεαρός. Τόσο έξυπνη, αστεία, ανθρώπινη σκηνή αξίζει όλα τα λεφτά. Λογικό λοιπόν να πάρει η ταινία το βραβείο κοινού για εκείνες των Ανοιχτών Οριζόντων.
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – έχει διανομή από την Seven Films αλλά δεν γνωρίζουμε ακόμα την ημερομηνία εξόδου της στις κινηματογραφικές αίθουσες της χώρας μας)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική