του Θόδωρου Γιαχουστίδη
That's what friends are for
Κι ενώ το μυαλό σου έχει γίνει κουρκούτι και τα μάτια σου σαν κουμπότρυπες από τις πολλές ώρες σινεμά κι από τα ξενύχτια, χρειάζεσαι φίλους να σου ξεκαθαρίζουν το τοπίο. Γιατί όσο περνούν οι μέρες και χάνεται η αρχική φρεσκάδα και ο ενθουσιασμός πιάνεις τον εαυτό σου να σκέφτεται: «ας μην το δω αυτό μωρέ, θα βγει στις αίθουσες» ή «δεν πάω καλύτερα για κανέναν καφέ να ξελαμπικάρω» ή «θα κάτσω να δω το υπέροχο ελληνικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου». Σε κάτι τέτοιες στιγμές χρειάζεται να ακούσεις κάποιον, σαν το Δημοσθένη πχ, να σου λέει: «μην χάσεις με τίποτε τον ''Θεριστή''». Εντάξει Ξιφ, τον είδαμε, ευχαριστώ ρε. Α, να μην ξεχάσω: το Σάββατο το βράδυ (απόψε δηλαδή), θα γίνει η τελετή απονομής των βραβείων στο Ολύμπιον, με την ΠΕΚΚ να δίνει τα δικά της βραβεία μετά από δύο χρόνια...απουσίας. Το φεστιβάλ πλησιάζει στο φινάλε του. Έμειναν αυτή και άλλες δύο ακόμα ανταποκρίσεις. Θα βαρεθήκατε κι εσείς να διαβάζετε τα άθλια κείμενά μας...
Η ταινία «Ο θεριστής» (Kosac / The Reaper) του Zvonimir Juric (Ματιές στα Βαλκάνια – Κυρίως πρόγραμμα) είναι από εκείνες τις ταινίες που λειτουργούν ως μεταφορές για την ύπαρξη χρησιμοποιώντας τους κώδικες των θρίλερ, αφήνοντας τους θεατές αποσβολωμένους στο φινάλε – και ναι, είναι δυσοίωνο.
Η υπόθεση: Η Μιργιάνα οδηγεί το αμάξι της σε έναν επαρχιακό δρόμο βραδιάτικα και μένει από βενζίνη. Θα τη βοηθήσει ο Ίβο, ένας μεσήλικας, λιγομίλητος άνδρας που κάνει γεωργικές εργασίες με το τρακτέρ του. Θα πάνε μαζί στο πλησιέστερο βενζινάδικο προκειμένου η γυναίκα να αγοράσει ένα μπιτονάκι βενζίνη. Εκεί ο υπάλληλος του βενζινάδικου θα της πει – για να την προφυλάξει με το νου του – πως ο Ίβο έχει κάνει φυλακή, καθώς νεώτερος είχε επιτεθεί και βιάσει μια γυναίκα. Η Μιργιάνα τρομάζει, πηγαίνει μαζί με τον Ίβο όμως στο τρακτέρ του προκειμένου να γυρίσουν στο αμάξι της. Ο βενζινοπώλης καλεί την αστυνομία. Και η νύχτα έχει ακόμα πολύ δρόμο μπροστά της μέχρι να τελειώσει.
Η άποψή μας: Άλλη μία σπουδαία δουλειά και μάλιστα από τη γειτονιά μας (πρόκειται για συμπαραγωγή Κροατίας – Σλοβενίας), δηλώνει εμφατικά πως εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε και πως το σινεμά της περιοχής είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Ο Ίβο, ο γεωργός πρώην κακοποιός βρίσκεται στο επίκεντρο και γύρω του εξελίσσονται παράλληλα τρεις ιστορίες. Αυτή της Μιργιάνα, αυτή του βενζινοπώλη κι αυτή του ενός από τους αστυνομικούς, που πηγαίνει να τσεκάρει τι ακριβώς συμβαίνει με τον Ίβο. Ο σκηνοθέτης γνωρίζει καλά τους κώδικες του θρίλερ και τους εντάσει με επιτυχία στη φόρμα του φιλμ του. Παράλληλα, παρουσιάζει χαρακτήρες τρισδιάστατους, όχι «ήρωες» αλλά καθημερινούς, με ψεγάδια, με ελπίδες, συντετριμμένους, με καλές προθέσεις, συμβιβασμένους, τρομαγμένους. Ο στιγματισμένος και περιθωριοποιημένος Ίβο διψάει για λίγη ανθρώπινη επαφή, για τσάι και συμπάθεια. Τσακίζεται όταν καταλαβαίνει πως ποτέ δεν θα καταφέρει να αποδιώξει το παρελθόν από πάνω του. Η Μιργιάνα είναι μια μοναχική γυναίκα. Αυτό που λέμε «καλός άνθρωπος». Είναι επιφυλακτική, φοβάται, ζει με τις προκαταλήψεις της αλλά το παλεύει. Θέλει να δώσει στον Ίβο μια ευκαιρία, βλέπει ότι ο άντρας μπροστά της είναι καλός, άκακος, αλλά να, έχει κάνει αυτό το πράγμα – αλλάζει ο άνθρωπος; Ο βενζινοπώλης λειτουργεί από καλές προθέσεις, τρελαίνεται, είναι ένας χαρακτήρας κλειστός, δύσκολος, δεν ανοίγεται, δεν φαίνεται να απολαμβάνει τίποτε και τελικά νιώθει και τύψεις. Και ο αστυνομικός; Λιγομίλητος, ανθρώπινος, έχει κι αυτός παρασυρθεί από την αδυσώπητη καθημερινότητα. Πατέρας ενός μικρού παιδιού, με γυναίκα που έχει τα δίκια της, με σπίτι σε κακή κατάσταση, με μεγάλη αίσθηση δικαίου. Μπράβο σε όλους τους – τρομερή δουλειά.
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της το Σάββατο 8 Νοεμβρίου στις 18.00 στην αίθουσα Σταύρος Τορνές)
Η ταινία «Το πάρκο με τις μύγες» (Flugparken / Blowfly Park) του Jens Ostberg (Διεθνές Διαγωνιστικό) ασχολείται στη βάση της με ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που στιγματίζονται τις σύγχρονες κοινωνίες, ανατολικές και δυτικές, ανεπτυγμένες και υπανάπτυκτες: το bullying. Η ταινία έκανε τη διεθνή της πρεμιέρα εδώ, στη Θεσσαλονίκη.
Η υπόθεση: Ο Κρίστιαν Κεσκίταλο ήταν κάποτε ένας ταλαντούχος παίχτης του χόκεϊ επί πάγου. Πλέον είναι ένας συνηθισμένος νέος άντρας, που δουλεύει σε έναν παιδικό σταθμό. Ο κολλητός του είναι ο Άλεξ, ένας οξύθυμος άντρας, απογοητευμένος από τη ζωή του. Μετά από μια νύχτα μπόλικης κατανάλωσης αλκοόλ, ο Άλεξ εξαφανίζεται. Ο Κρίστιαν αρχίζει να συμπεριφέρεται όλο και περισσότερο επιθετικά και παράλογα, ερχόμενος αντιμέτωπος με εφήβους της περιοχής του, προσπαθώντας να τους «διορθώσει», να τους επισημάνει με τον πιο εμφατικό τρόπο τι είναι σωστό και τι λάθος. Και μετά ο Άλεξ βρίσκεται νεκρός. Στη σκιά της τραγωδίας ο Κρίστιαν φαίνεται να έρχεται κοντά στον πατέρα του Άλεξ και δικό του πρώην προπονητή, τον Μπερντ. Παράλληλα, προσπαθεί να επανασυνδεθεί με την Ντιάνα, τη χήρα του Άλεξ, με την οποία είχε σχέση στο παρελθόν. Ποιο είναι όμως το μυστικό που κρύβει ο Κρίστιαν; Και ποιες είναι οι ρίζες για την περίεργη συμπεριφορά του;
Η άποψή μας: Ενδιαφέρον το θέμα με το οποίο καταπιάνεται τούτη η ταινία. Και από τα πλέον ανησυχητικά στους καιρούς μας. Το βιώνουμε και στην Ελλάδα. Τα μάτια μας γυαλίζουν, ουρλιάζουμε ως οδηγοί ο ένας στον άλλο, φωνάζουμε σε ανθρώπους που αγαπάμε ή που δεν γνωρίζουμε, είμαστε έτοιμοι να ορμίσουμε ο ένας στον άλλο για ψύλλου πήδημα. Κι αυτή είναι η νόρμα, όχι η εξαίρεση. Πόσο μάλλον που υπάρχουν άνθρωποι περισσότερο φορτισμένοι, που βρίσκουν στην άσκηση βίας στους άλλους το μόνο τρόπο να επικοινωνήσουν. Ο θεατής όσο περνάει η ταινία βλέπει να συμπαθεί ολοένα και λιγότερο τον κεντρικό ήρωα, τον Κρίστιαν. Ενώ ο ίδιος πιστεύει πως έχει τον τρόπο να «διδάξει» το τι είναι καλό κ'αγαθό, κάνει μεγαλύτερο κακό απ' ότι δέχεται. Μάλιστα, κάποια στιγμή αρχίζουμε να τον αποστρεφόμαστε. Ας πούμε ότι οι άλλοι έχουν δικαιολογίες για τη συμπεριφορά τους – η δική του ποια είναι; Στο – προφανές λίγο πολύ, αλλά εντούτοις πολύ δυνατό – φινάλε, δίνεται μια εξήγηση. Το θύμα χωρίς να το καταλάβει μεταλλάσσεται αργά αλλά σταθερά σε θύτη. Νιώθοντας μάλιστα πως κουβαλά και το ηθικό ανάστημα για να του επιτρέπονται τα πάντα.
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της το Σάββατο 8 Νοεμβρίου στις 14.30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα)
Η ταινία «Forget Me Not» (Διεθνές Διαγωνιστικό και Ελληνικές ταινίες – Κυρίως πρόγραμμα) του Γιάννη Φάγκρα είναι η πλέον...ανεξάρτητη ελληνική, αμερικάνικη ταινία που έχουμε δει στα τόσα χρόνια που παρακολουθούμε κινηματογράφο! Πρόκειται για ένα road movie στη θάλασσα, για ένα western στις εσχατιές του αμερικάνικου βορρά, στην Αλάσκα, για μια οδύσσεια με Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες, με Λωτοφάγος και Πηνελόπη. Φιλόδοξο, δεν τα καταφέρνει συνολικά, αλλά τουλάχιστον είναι τίμιο στις προθέσεις του.
Η υπόθεση: Ο Άλεξ είναι ένας Έλληνας που βγάζει το ψωμί του στη Νέα Ορλεάνη. Τυχοδιώκτης κατά πως φαίνεται, βρέθηκε εκεί περαστικός, στο δρόμο του για αλλού. Για μια καλύτερη μπάζα; Για μια καλύτερη ζωή; Σίγουρα, πάντως, μακριά από μια γυναίκα που τον αγαπά, τη Δάφνη. Ο Άλεξ είναι άσσος στις καταδύσεις. Και προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όποιον του δίνει αρκετά για να ψάξει πράγματα θαμμένα στα πιο δύσκολα μέρη, στη μέση των πιο δύσκολων ωκεανών. Δραστηριότητα προφανώς παράνομη. Όταν ένας παλιός του συνεργάτης τον καλεί να πάει για ανάλογη αποστολή στην Αλάσκα και συγκεκριμένα, προκειμένου να ανασύρει ένα βυθισμένο αεροπλάνο από τον Βερίγγειο Πορθμό, δεν θα διστάσει λεπτό. Το ταξίδι θα έχει εκπλήξεις. Και ξοπίσω του θα βρεθεί η Δάφνη, που αποφασίζει να τον διεκδικήσει με πράξεις.
Η άποψή μας: Ταλαιπωρημένη ταινία, που έκανε πολλά χρόνια για να ολοκληρωθεί, έχει τα προβλήματά της, έχει όμως και σαφέστατες αρετές. Καταρχήν, είναι η πιο κινηματογραφική από όλες τις ελληνικές ταινίες που είδαμε φέτος. Ο Φάγκρας ξέρει σινεμά, ξέρει πως να χειρίζεται την κάμερα στο χέρι, ξέρει την αλφαβήτα και το συντακτικό των ρόουντ μούβι. Μέχρι και η μουσική που του έγραψε ο Άκης Καπράνος θυμίζει Αμερική (εμένα με παρέπεμψε στον «Νεκρό» του Τζάρμους). Την ίδια στιγμή, όμως, που η ταινία είναι τόσο αμερικάνικη είναι ταυτόχρονα και τελείως ελληνική. Είναι μια Οδύσσεια, υπάρχει πόλη που ονομάζεται Όμηρος, τα νησάκια στον Βερίγγειο Πορθμό ονομάζονται Διομήδης. Μέχρι και το μπαρ στο οποίο ο Άλεξ βλέπει τα βιντεομέιλ που του στέλνει η Δάφνη, ονομάζεται «Λήθη», ήτοι, Λωτοφάγοι κτλ, κτλ. Ψάχνει την Ιθάκη του ο άνθρωπος. Και στη διαδρομή του θα μαγευτεί από το ταξίδι, θα γνωρίσει ενδιαφέροντες ανθρώπους, θα ωριμάσει. Εκτός από την Οδύσσεια έχουμε και τους μπίτνικ, με τον Φερλινγκέτι να απαγγέλει το «Dream Within A Dream»! Ο Στάνκογλου είναι μια χαρά στο ρόλο του, οι χαρακτήρες είναι πολύ ενδιαφέροντες, αυτό που λείπει είναι κι ένα πιο στιβαρό σενάριο, με λιγότερα χάσματα, με πιο πολύ από αυτό που οι Αμερικάνοι ονομάζουν «πλοτ». Σίγουρα πάντως μια αγαπησιάρικη ταινία που αξίζει την προσοχή μας.
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ)
Η υπόθεση: Η Μιργιάνα οδηγεί το αμάξι της σε έναν επαρχιακό δρόμο βραδιάτικα και μένει από βενζίνη. Θα τη βοηθήσει ο Ίβο, ένας μεσήλικας, λιγομίλητος άνδρας που κάνει γεωργικές εργασίες με το τρακτέρ του. Θα πάνε μαζί στο πλησιέστερο βενζινάδικο προκειμένου η γυναίκα να αγοράσει ένα μπιτονάκι βενζίνη. Εκεί ο υπάλληλος του βενζινάδικου θα της πει – για να την προφυλάξει με το νου του – πως ο Ίβο έχει κάνει φυλακή, καθώς νεώτερος είχε επιτεθεί και βιάσει μια γυναίκα. Η Μιργιάνα τρομάζει, πηγαίνει μαζί με τον Ίβο όμως στο τρακτέρ του προκειμένου να γυρίσουν στο αμάξι της. Ο βενζινοπώλης καλεί την αστυνομία. Και η νύχτα έχει ακόμα πολύ δρόμο μπροστά της μέχρι να τελειώσει.
Η άποψή μας: Άλλη μία σπουδαία δουλειά και μάλιστα από τη γειτονιά μας (πρόκειται για συμπαραγωγή Κροατίας – Σλοβενίας), δηλώνει εμφατικά πως εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε και πως το σινεμά της περιοχής είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Ο Ίβο, ο γεωργός πρώην κακοποιός βρίσκεται στο επίκεντρο και γύρω του εξελίσσονται παράλληλα τρεις ιστορίες. Αυτή της Μιργιάνα, αυτή του βενζινοπώλη κι αυτή του ενός από τους αστυνομικούς, που πηγαίνει να τσεκάρει τι ακριβώς συμβαίνει με τον Ίβο. Ο σκηνοθέτης γνωρίζει καλά τους κώδικες του θρίλερ και τους εντάσει με επιτυχία στη φόρμα του φιλμ του. Παράλληλα, παρουσιάζει χαρακτήρες τρισδιάστατους, όχι «ήρωες» αλλά καθημερινούς, με ψεγάδια, με ελπίδες, συντετριμμένους, με καλές προθέσεις, συμβιβασμένους, τρομαγμένους. Ο στιγματισμένος και περιθωριοποιημένος Ίβο διψάει για λίγη ανθρώπινη επαφή, για τσάι και συμπάθεια. Τσακίζεται όταν καταλαβαίνει πως ποτέ δεν θα καταφέρει να αποδιώξει το παρελθόν από πάνω του. Η Μιργιάνα είναι μια μοναχική γυναίκα. Αυτό που λέμε «καλός άνθρωπος». Είναι επιφυλακτική, φοβάται, ζει με τις προκαταλήψεις της αλλά το παλεύει. Θέλει να δώσει στον Ίβο μια ευκαιρία, βλέπει ότι ο άντρας μπροστά της είναι καλός, άκακος, αλλά να, έχει κάνει αυτό το πράγμα – αλλάζει ο άνθρωπος; Ο βενζινοπώλης λειτουργεί από καλές προθέσεις, τρελαίνεται, είναι ένας χαρακτήρας κλειστός, δύσκολος, δεν ανοίγεται, δεν φαίνεται να απολαμβάνει τίποτε και τελικά νιώθει και τύψεις. Και ο αστυνομικός; Λιγομίλητος, ανθρώπινος, έχει κι αυτός παρασυρθεί από την αδυσώπητη καθημερινότητα. Πατέρας ενός μικρού παιδιού, με γυναίκα που έχει τα δίκια της, με σπίτι σε κακή κατάσταση, με μεγάλη αίσθηση δικαίου. Μπράβο σε όλους τους – τρομερή δουλειά.
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της το Σάββατο 8 Νοεμβρίου στις 18.00 στην αίθουσα Σταύρος Τορνές)
Η ταινία «Το πάρκο με τις μύγες» (Flugparken / Blowfly Park) του Jens Ostberg (Διεθνές Διαγωνιστικό) ασχολείται στη βάση της με ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που στιγματίζονται τις σύγχρονες κοινωνίες, ανατολικές και δυτικές, ανεπτυγμένες και υπανάπτυκτες: το bullying. Η ταινία έκανε τη διεθνή της πρεμιέρα εδώ, στη Θεσσαλονίκη.
Η υπόθεση: Ο Κρίστιαν Κεσκίταλο ήταν κάποτε ένας ταλαντούχος παίχτης του χόκεϊ επί πάγου. Πλέον είναι ένας συνηθισμένος νέος άντρας, που δουλεύει σε έναν παιδικό σταθμό. Ο κολλητός του είναι ο Άλεξ, ένας οξύθυμος άντρας, απογοητευμένος από τη ζωή του. Μετά από μια νύχτα μπόλικης κατανάλωσης αλκοόλ, ο Άλεξ εξαφανίζεται. Ο Κρίστιαν αρχίζει να συμπεριφέρεται όλο και περισσότερο επιθετικά και παράλογα, ερχόμενος αντιμέτωπος με εφήβους της περιοχής του, προσπαθώντας να τους «διορθώσει», να τους επισημάνει με τον πιο εμφατικό τρόπο τι είναι σωστό και τι λάθος. Και μετά ο Άλεξ βρίσκεται νεκρός. Στη σκιά της τραγωδίας ο Κρίστιαν φαίνεται να έρχεται κοντά στον πατέρα του Άλεξ και δικό του πρώην προπονητή, τον Μπερντ. Παράλληλα, προσπαθεί να επανασυνδεθεί με την Ντιάνα, τη χήρα του Άλεξ, με την οποία είχε σχέση στο παρελθόν. Ποιο είναι όμως το μυστικό που κρύβει ο Κρίστιαν; Και ποιες είναι οι ρίζες για την περίεργη συμπεριφορά του;
Η άποψή μας: Ενδιαφέρον το θέμα με το οποίο καταπιάνεται τούτη η ταινία. Και από τα πλέον ανησυχητικά στους καιρούς μας. Το βιώνουμε και στην Ελλάδα. Τα μάτια μας γυαλίζουν, ουρλιάζουμε ως οδηγοί ο ένας στον άλλο, φωνάζουμε σε ανθρώπους που αγαπάμε ή που δεν γνωρίζουμε, είμαστε έτοιμοι να ορμίσουμε ο ένας στον άλλο για ψύλλου πήδημα. Κι αυτή είναι η νόρμα, όχι η εξαίρεση. Πόσο μάλλον που υπάρχουν άνθρωποι περισσότερο φορτισμένοι, που βρίσκουν στην άσκηση βίας στους άλλους το μόνο τρόπο να επικοινωνήσουν. Ο θεατής όσο περνάει η ταινία βλέπει να συμπαθεί ολοένα και λιγότερο τον κεντρικό ήρωα, τον Κρίστιαν. Ενώ ο ίδιος πιστεύει πως έχει τον τρόπο να «διδάξει» το τι είναι καλό κ'αγαθό, κάνει μεγαλύτερο κακό απ' ότι δέχεται. Μάλιστα, κάποια στιγμή αρχίζουμε να τον αποστρεφόμαστε. Ας πούμε ότι οι άλλοι έχουν δικαιολογίες για τη συμπεριφορά τους – η δική του ποια είναι; Στο – προφανές λίγο πολύ, αλλά εντούτοις πολύ δυνατό – φινάλε, δίνεται μια εξήγηση. Το θύμα χωρίς να το καταλάβει μεταλλάσσεται αργά αλλά σταθερά σε θύτη. Νιώθοντας μάλιστα πως κουβαλά και το ηθικό ανάστημα για να του επιτρέπονται τα πάντα.
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της το Σάββατο 8 Νοεμβρίου στις 14.30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα)
Η ταινία «Forget Me Not» (Διεθνές Διαγωνιστικό και Ελληνικές ταινίες – Κυρίως πρόγραμμα) του Γιάννη Φάγκρα είναι η πλέον...ανεξάρτητη ελληνική, αμερικάνικη ταινία που έχουμε δει στα τόσα χρόνια που παρακολουθούμε κινηματογράφο! Πρόκειται για ένα road movie στη θάλασσα, για ένα western στις εσχατιές του αμερικάνικου βορρά, στην Αλάσκα, για μια οδύσσεια με Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες, με Λωτοφάγος και Πηνελόπη. Φιλόδοξο, δεν τα καταφέρνει συνολικά, αλλά τουλάχιστον είναι τίμιο στις προθέσεις του.
Η υπόθεση: Ο Άλεξ είναι ένας Έλληνας που βγάζει το ψωμί του στη Νέα Ορλεάνη. Τυχοδιώκτης κατά πως φαίνεται, βρέθηκε εκεί περαστικός, στο δρόμο του για αλλού. Για μια καλύτερη μπάζα; Για μια καλύτερη ζωή; Σίγουρα, πάντως, μακριά από μια γυναίκα που τον αγαπά, τη Δάφνη. Ο Άλεξ είναι άσσος στις καταδύσεις. Και προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όποιον του δίνει αρκετά για να ψάξει πράγματα θαμμένα στα πιο δύσκολα μέρη, στη μέση των πιο δύσκολων ωκεανών. Δραστηριότητα προφανώς παράνομη. Όταν ένας παλιός του συνεργάτης τον καλεί να πάει για ανάλογη αποστολή στην Αλάσκα και συγκεκριμένα, προκειμένου να ανασύρει ένα βυθισμένο αεροπλάνο από τον Βερίγγειο Πορθμό, δεν θα διστάσει λεπτό. Το ταξίδι θα έχει εκπλήξεις. Και ξοπίσω του θα βρεθεί η Δάφνη, που αποφασίζει να τον διεκδικήσει με πράξεις.
Η άποψή μας: Ταλαιπωρημένη ταινία, που έκανε πολλά χρόνια για να ολοκληρωθεί, έχει τα προβλήματά της, έχει όμως και σαφέστατες αρετές. Καταρχήν, είναι η πιο κινηματογραφική από όλες τις ελληνικές ταινίες που είδαμε φέτος. Ο Φάγκρας ξέρει σινεμά, ξέρει πως να χειρίζεται την κάμερα στο χέρι, ξέρει την αλφαβήτα και το συντακτικό των ρόουντ μούβι. Μέχρι και η μουσική που του έγραψε ο Άκης Καπράνος θυμίζει Αμερική (εμένα με παρέπεμψε στον «Νεκρό» του Τζάρμους). Την ίδια στιγμή, όμως, που η ταινία είναι τόσο αμερικάνικη είναι ταυτόχρονα και τελείως ελληνική. Είναι μια Οδύσσεια, υπάρχει πόλη που ονομάζεται Όμηρος, τα νησάκια στον Βερίγγειο Πορθμό ονομάζονται Διομήδης. Μέχρι και το μπαρ στο οποίο ο Άλεξ βλέπει τα βιντεομέιλ που του στέλνει η Δάφνη, ονομάζεται «Λήθη», ήτοι, Λωτοφάγοι κτλ, κτλ. Ψάχνει την Ιθάκη του ο άνθρωπος. Και στη διαδρομή του θα μαγευτεί από το ταξίδι, θα γνωρίσει ενδιαφέροντες ανθρώπους, θα ωριμάσει. Εκτός από την Οδύσσεια έχουμε και τους μπίτνικ, με τον Φερλινγκέτι να απαγγέλει το «Dream Within A Dream»! Ο Στάνκογλου είναι μια χαρά στο ρόλο του, οι χαρακτήρες είναι πολύ ενδιαφέροντες, αυτό που λείπει είναι κι ένα πιο στιβαρό σενάριο, με λιγότερα χάσματα, με πιο πολύ από αυτό που οι Αμερικάνοι ονομάζουν «πλοτ». Σίγουρα πάντως μια αγαπησιάρικη ταινία που αξίζει την προσοχή μας.
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική