του Θόδωρου Γιαχουστίδη
«Όλοι οι άντρες χορεύουν ζεϊμπέκικο» (κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε)
Ένα από τα βασικά βοηθητικά εργαλεία για όσους βλέπουν ταινίες και επαγγελματικά (χα, χα, είμαι και χωρατατζής) στο ΦΚΘ, είναι το βιντεορούμ. Στον πρώτο όροφο (ή μήπως είναι ημιόροφος;) του ξενοδοχείου Ηλέκτρα Παλλάς, οι διαπιστευμένοι δημοσιογράφοι, κριτικοί, δημιουργοί, μπορούν να δουν όσες ταινίες προβάλλονται στο φεστιβάλ και ακόμα περισσότερες. Παίρνεις τον κωδικό σου, έχεις το τηλεχειριστήριο σου, διαλέγεις την ταινία σου κι αν είναι και καμιά βαλούτα την «τρέχεις» ή τη σταματάς εντελώς για να ψάξεις αλλαχού την τύχη σου. Γκαντεμιά όμως ρε παιδιά. Δύο ταινίες που ήθελα να δω και για διάφορους λόγους δεν μπόρεσα και δεν θα μπορέσω να δω κανονικά στις φεστιβαλικές προβολές δεν υπάρχουν στα κομπιούτερ του βιντεορούμ. Από τη μια το αυστριακό «Καληνύχτα μαμά» και από την άλλη το αμερικάνικο «Κουμίκο, η κυνηγός του θησαυρού». Τεςπα, να μην σας ζαλίζω, πάμε να δούμε τις τρεις ταινίες που είδαμε την Τρίτη (γενικώς, το... τρία έπαιξε πολύ τη συγκεκριμένη ημέρα).
Η ταινία «Πλευρικοί άνεμοι» (Risttuules / In the Crosswind) του Martti Helde (Διεθνές Διαγωνιστικό) είναι από τα πιο όμορφα πράγματα που έχω δει ποτέ στο σινεμά! Και είναι παράδοξο αυτό, καθότι μιλάει για μια άγρια ιστορία από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν θέλεις να γίνεις κακός δηλαδή, μπορείς να πεις ότι δείχνει όμορφη τη φρίκη. Επίσης, όσοι έχουμε κάνει κουκουέδες, μας έρχεται δύσκολο ιδεολογικά να θίγεται η Σοβιετική Ένωση και ο κλασικός κακός της, ο πατερούλης Ιωσήφ Στάλιν. Ακούς εκεί «Σοβιετικό Ολοκαύτωμα». Αν αυτό δεν είναι εξίσωση των δύο άκρων, δεν ξέρω τι είναι...
Η υπόθεση: Η Έρνα και ο Χέλντουρ ζουν στην εσθονική ενδοχώρα. Είναι ευκατάστατοι, το σπίτι τους είναι όμορφο, οι μηλιές όταν ανθίζουν μυρίζουν υπέροχα και την οικογενειακή τους ευτυχία συμπληρώνει η μικρούλα κόρη τους, η Ελιίντε. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του '40 και ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος είναι μια πραγματικότητα για την Ευρώπη. Πολλοί φίλοι του ζευγαριού, οσμιζόμενοι τα χειρότερα, εγκαταλείπουν τη χώρα και τους παρακινούν να κάνουν το ίδιο. Εκείνοι όμως αποφασίζουν να μείνουν. Έτσι, όταν στις 14 Ιουνίου του 1940 σοβιετικά στρατεύματα εισβάλουν στις Βαλτικές Χώρες, χιλιάδες Εσθονοί εξορίζονται στη Σιβηρία, πεθαίνουν καθ' οδόν, εκτελούνται ή δεν καταφέρνουν να τη βγάλουν καθαρή από την πείνα και τις κακουχίες. Η Έρνα με την Ελιίντε μεταφέρονται σε διαφορετικό μέρος από τον Χέλντουρ – γενικώς, αλλού στέλνονταν οι άντρες και αλλού τα γυναικόπαιδα. Η Έρνα γράφει γράμματα στον Χέλντουρ με την ελπίδα πως εκείνος είναι ζωντανός και πως κάποια στιγμή θα ξαναβρεθούν.
Η άποψή μας: Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στα γράμματα αυτά της Έρνα. Μέσα από αυτά μαθαίνουμε για μια άλλη πλευρά του πολέμου, ένα «Ημερολόγιο της Άννα Φρανκ» κατά κάποιον τρόπο με τους κακούς όμως να μην είναι οι ναζί εδώ αλλά οι σοβιετικοί. Είναι γυρισμένη σε ασπρόμαυρο, δεν έχει διαλόγους αλλά voice over της Έρνα, αυτό όμως που σε τρελαίνει και δεν το χορταίνεις είναι οι 13 σκηνές ταμπλό βιβάν – είναι οι σκηνές μετά την εισβολή των σοβιετικών και έως την επιστροφή της Έρνα στην πατρίδα της. Οι πριν και οι μετά σκηνές είναι κανονικές. Αλλά τα ταμπλό βιβάν... τι ομορφιά! Τι μεγάλο εικαστικό, καλλιτεχνικό κατόρθωμα! Κάθε μία από αυτές τις σκηνές χρειαζόταν από δύο έως έξι μήνες πρόβας για να στηθεί και γυρίζονταν μέσα σε μία και μόνη ημέρα! Συνολικά, τα γυρίσματα κράτησαν τέσσερα χρόνια, άξιζε όμως ο κόπος. Η κάμερα κινείται ανάμεσα από σώματα που είναι παγωμένα στο χρόνο, λες και παίζουν αγαλματάκια. Κι όχι, δεν είναι εφέ, δεν είναι κάτι που ο σκηνοθέτης πέτυχε στο post production. Η κάμερα πραγματικά κινείται ανάμεσα από τα σώματα, καθώς διαπιστώνεις πως κάποιοι από τους απολύτως ακίνητους συμμετέχοντες σε κάθε σκηνή, βλεφαρίζουν! Τι δύσκολες σκηνές, τι υπέροχο τελικό αποτέλεσμα όμως. Σαν ο πόλεμος να πάγωσε το χρόνο και να βλέπουμε το διωγμό από το σπίτι, το φόρτωμα στα τρένα, το βάδισμα προς το κολχόζ, τη ζωή στη Σιβηρία, έναν άντρα να σκύβει για να φτιαρίσει, έναν αξιωματούχο να δείχνει κάπου με το δάχτυλο, μια γυναίκα να κλέβει ψωμί, μία εκτέλεση να συντελείται μπροστά στα μάτια μας καθώς η κάμερα παρακολουθεί μέσα από μια σειρά από παράθυρα που δίνουν τη σειρά τους σε τοίχους και κάθε φορά στο παράθυρο βλέπουμε άλλη σκηνή της εκτέλεσης, πάντα σε ακινησία μέσα των σωμάτων μέσα στο κάδρο, κάδρο όμως μονίμως σε κατάσταση μεταβολής. Σπουδαία δουλειά, που 99% θα τσακώσει στο φεστιβάλ τα βραβεία καλλιτεχνικού επιτεύγματος και μουσικής. Για τις ενστάσεις μας τα είπαμε. Μην χάσετε πάντως την ευκαιρία να δείτε την ταινία.
(η ταινία προβάλλεται την Τετάρτη 5 Νοεμβρίου στις 15.30, στην αίθουσα Ολύμπιον και την Πέμπτη 6 Νοεμβρίου στις 20.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα)
Η ταινία «Ανεμιστήρας» του Δημήτρη Μπίτου (Ελληνικές ταινίες - 100 χρόνια Ελληνικός Κινηματογράφος – 2014) είναι από εκείνες που διαθέτουν ένα πανέξυπνο εύρημα ως βάση τους αλλά το τραβάνε τόσο πολύ ώστε το ξεχειλώνουν, ενώ δεν ξέρουν στην τελική τόσο να το διαχειριστούν όσο και να το «κλείσουν».
Η υπόθεση: Η Μάχη και ο Άλκης είναι ένα παντρεμένο ζευγάρι. Άφησαν τη Θεσσαλονίκη και μετακόμισαν στη Δραπετσώνα εξαιτίας της εργασίας εκείνου. Φαίνεται, όμως, πως «μετακόμισαν» και από το ευτυχισμένο ζευγάρι που κάποτε ήταν, σε ένα ζευγάρι που τρώει τα σωθικά του. Καθημερινές γκρίνιες, διενέξεις, προσβολές, μπηχτές αποδεικνύουν ότι βιώνουν έναν γάμο σε κρίση. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από την προέφηβη κόρη τους, τη Λεμονιά. Η οποία νοσταλγεί το ευτυχισμένο παρελθόν τους. Κι όταν η κατάσταση φτάνει στο απροχώρητο αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. Κυριολεκτικά.
Η άποψή μας: Πολλές φορές όσοι γράφουμε για σινεμά και ταινίες κάνουμε παραπομπές σε άλλες ταινίες. Έτσι από τη μια αποδεικνύουμε (και επιδεικνύουμε) τις βαθιές μας γνώσεις στο αντικείμενο, αλλά από την άλλη βοηθάμε όσους μας διαβάζουν – και μας επιλέγουν ή μας εμπιστεύονται ακριβώς επειδή καταλαβαίνουν για τι πράγμα μιλάμε – να... καταλαβαίνουν για τι πράγμα μιλάμε. Εδώ λοιπόν έχουμε μια περίπτωση ελαφρώς weird greek cinema, με ολίγο σινεμά Οικονομίδη (χωρίς πολλές βρισιές και υπερηχητικά ντεσιμπέλ στο λόγο) και μια δόση Σμαραγδή (το τελευταίο είναι ψέμα, ήθελα να δω αν είστε προσεκτικοί και διαβάζετε τα πάντα όλα!). Μια απασφαλισμένη χειροβομβίδα αναγκάζει τους γονείς να υποκύψουν στις υγρές (αστικές;) ονειρώξεις της πιτσιρίκας περί οικογενειακής ευτυχίας και παγκόσμιας ειρήνης! Βρε μπας και η χειροβομβίδα είναι ψεύτικη; Χμ. Βρε μπας και το κορίτσι απλά... δεν υπάρχει; Και είναι απλά αποκύημα της φαντασίας των δύο πρώην εραστών και καθρέφτης τους; Δυο εραστών που ξέχασαν να αγαπούν ο ένας τον άλλο; Υπέροχη κινηματογραφική φάτσα η Ειρήνη Δράκου (που υποδύεται τη... Μάχη, τυχαίο;), λειτουργικά, παράξενα καδραρίσματα (κατακερματισμός του σύγχρονου ανθρώπου) και στο φινάλε αλά Ασγκάρ Φαραντί αναρωτιόμαστε: «Τι απέγινε η Λεμονιά;». Συμπαθέστατο μεν, προβληματικό δε το όλον.
(η ταινία προβάλλεται την Τετάρτη 5 Νοεμβρίου στις 19.30 στην αίθουσα Τόνια Μαρκετάκη)
Η Αυστριακή Jessica Hausner μας είχε ενθουσιάσει το 2009 στο ΦΚΘ με τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της «Προσκύνημα στη Λούρδη». Τώρα, μας επισκέπτεται ξανά με την τρίτη της ταινία με τίτλο «Τρελλή αγάπη» (Amour fou) (Ανοιχτοί Ορίζοντες – Κυρίως πρόγραμμα). Και η κοπέλα έχει βαλθεί να μας... τρελάνει – με την καλή έννοια.
Η υπόθεση: Βερολίνο της Ρομαντικής Εποχής. Ο νεαρός ποιητής Χάινριχ επιθυμεί να υπερνικήσει το αναπότρεπτο του θανάτου μέσα από τον έρωτα, αλλά αδυνατεί να πείσει τη σκεπτικίστρια ξαδέλφη του Μαρί να τον συντροφέψει σε μια πράξη αυτοχειρίας. Κι ενώ προσπαθεί να συμβιβαστεί μ’ αυτήν την άρνηση, γεμάτος ανείπωτη θλίψη για την αδυναμία της ξαδέλφης του να αντιληφθεί το βάθος των συναισθημάτων του, ο Χάινριχ γνωρίζει την Ανριέτ, τη σύζυγο κάποιου γνωστού του από τη δουλειά. Ο Χάινριχ ξανακάνει την ίδια πρόταση στη σαγηνευτική νέα γυναίκα, κι ενώ αρχικά δεν έχει το παραμικρό αντίκρισμα, όλα αλλάζουν όταν η Ανριέτ ανακαλύπτει πως πάσχει από μια ανίατη ασθένεια...
Η άποψή μας: «Μια ''ρομαντική κωμωδία'', ελεύθερη απόδοση της ιστορίας της αυτοκτονίας του ποιητή Χάινριχ φον Κλάιστ το 1811», μας πληροφορεί ο εύχρηστος pocket κατάλογος του φεστιβάλ. Μια ταινία που «αποθεώνει την παρεξήγηση του Χάινριχ φον Κλάιστ: η ζωή, ο έρωτας, η αγάπη, ο θάνατος, η ελευθερία, η ισονομία, η φορολογία, η δικαιοσύνη, η δημοκρατία, η ανθρωπότητα... όλα είναι μια αδιάκοπη και διασκεδαστική (για τους άλλους;) παρεξήγηση», γράφει στο κείμενό του για το «φιλμ νουάρ» ο καλός φίλος Κώστας Καρδερίνης. Ξέχασε μόνο και το «η επιστήμη» (και στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ιατρική). Κατά τα άλλα, τα λέει μια χαρά ο συνάδελφος, ακριβώς όπως τα σκέφτηκα κι εγώ, οπότε γιατί να μην παραθέσω τα δικά του λεγόμενα (μιας που ταυτίζομαι με αυτά ως σκέψη) και να προσπαθήσω να γράψω τα ίδια πράγματα με άλλες λέξεις ή άλλο τρόπο; Λογοκλέπτω τώρα; Όχι, αφού βάζω την πηγή ρε. Όντως μαύρη, κατάμαυρη κωμωδία η ταινία της Χάουσνερ, που κρύβει ειρωνεία ήδη από τον τίτλο της. Όχι, δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με μια παραλλαγή του «Τρελού Πιερό» τοποθετημένη στις αρχές του 19ου αιώνα – ο Γκοντάρ πίστευε τότε στον απόλυτο έρωτα. Η σκηνοθέτιδα, θεατρικώ τω τρόπω, δείχνει πως κουβαλάει καντάρια ταλέντο και πως είναι από τις πιο αξιόλογες σκηνοθέτιδες των τελευταίων χρόνων. Αν και, η αλήθεια είναι, πως δεν μπορεί κάποιος να πει πως θα κόψει εισιτήρια τούτη η ταινία σε κανονική, εμπορική προβολή σε αίθουσες. Παραείναι ταγμένη σε αυτό που θέλει να πει και στον τρόπο που το λέει και δεν γίνεται «κάτι πιο ποπ», στιλ κοπολικής «Μαρίας Αντουανέτας» πχ. Μπράβο και πάλι μπράβο.
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της την Πέμπτη 6 Νοεμβρίου στις 18.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα)
Η υπόθεση: Η Έρνα και ο Χέλντουρ ζουν στην εσθονική ενδοχώρα. Είναι ευκατάστατοι, το σπίτι τους είναι όμορφο, οι μηλιές όταν ανθίζουν μυρίζουν υπέροχα και την οικογενειακή τους ευτυχία συμπληρώνει η μικρούλα κόρη τους, η Ελιίντε. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του '40 και ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος είναι μια πραγματικότητα για την Ευρώπη. Πολλοί φίλοι του ζευγαριού, οσμιζόμενοι τα χειρότερα, εγκαταλείπουν τη χώρα και τους παρακινούν να κάνουν το ίδιο. Εκείνοι όμως αποφασίζουν να μείνουν. Έτσι, όταν στις 14 Ιουνίου του 1940 σοβιετικά στρατεύματα εισβάλουν στις Βαλτικές Χώρες, χιλιάδες Εσθονοί εξορίζονται στη Σιβηρία, πεθαίνουν καθ' οδόν, εκτελούνται ή δεν καταφέρνουν να τη βγάλουν καθαρή από την πείνα και τις κακουχίες. Η Έρνα με την Ελιίντε μεταφέρονται σε διαφορετικό μέρος από τον Χέλντουρ – γενικώς, αλλού στέλνονταν οι άντρες και αλλού τα γυναικόπαιδα. Η Έρνα γράφει γράμματα στον Χέλντουρ με την ελπίδα πως εκείνος είναι ζωντανός και πως κάποια στιγμή θα ξαναβρεθούν.
Η άποψή μας: Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στα γράμματα αυτά της Έρνα. Μέσα από αυτά μαθαίνουμε για μια άλλη πλευρά του πολέμου, ένα «Ημερολόγιο της Άννα Φρανκ» κατά κάποιον τρόπο με τους κακούς όμως να μην είναι οι ναζί εδώ αλλά οι σοβιετικοί. Είναι γυρισμένη σε ασπρόμαυρο, δεν έχει διαλόγους αλλά voice over της Έρνα, αυτό όμως που σε τρελαίνει και δεν το χορταίνεις είναι οι 13 σκηνές ταμπλό βιβάν – είναι οι σκηνές μετά την εισβολή των σοβιετικών και έως την επιστροφή της Έρνα στην πατρίδα της. Οι πριν και οι μετά σκηνές είναι κανονικές. Αλλά τα ταμπλό βιβάν... τι ομορφιά! Τι μεγάλο εικαστικό, καλλιτεχνικό κατόρθωμα! Κάθε μία από αυτές τις σκηνές χρειαζόταν από δύο έως έξι μήνες πρόβας για να στηθεί και γυρίζονταν μέσα σε μία και μόνη ημέρα! Συνολικά, τα γυρίσματα κράτησαν τέσσερα χρόνια, άξιζε όμως ο κόπος. Η κάμερα κινείται ανάμεσα από σώματα που είναι παγωμένα στο χρόνο, λες και παίζουν αγαλματάκια. Κι όχι, δεν είναι εφέ, δεν είναι κάτι που ο σκηνοθέτης πέτυχε στο post production. Η κάμερα πραγματικά κινείται ανάμεσα από τα σώματα, καθώς διαπιστώνεις πως κάποιοι από τους απολύτως ακίνητους συμμετέχοντες σε κάθε σκηνή, βλεφαρίζουν! Τι δύσκολες σκηνές, τι υπέροχο τελικό αποτέλεσμα όμως. Σαν ο πόλεμος να πάγωσε το χρόνο και να βλέπουμε το διωγμό από το σπίτι, το φόρτωμα στα τρένα, το βάδισμα προς το κολχόζ, τη ζωή στη Σιβηρία, έναν άντρα να σκύβει για να φτιαρίσει, έναν αξιωματούχο να δείχνει κάπου με το δάχτυλο, μια γυναίκα να κλέβει ψωμί, μία εκτέλεση να συντελείται μπροστά στα μάτια μας καθώς η κάμερα παρακολουθεί μέσα από μια σειρά από παράθυρα που δίνουν τη σειρά τους σε τοίχους και κάθε φορά στο παράθυρο βλέπουμε άλλη σκηνή της εκτέλεσης, πάντα σε ακινησία μέσα των σωμάτων μέσα στο κάδρο, κάδρο όμως μονίμως σε κατάσταση μεταβολής. Σπουδαία δουλειά, που 99% θα τσακώσει στο φεστιβάλ τα βραβεία καλλιτεχνικού επιτεύγματος και μουσικής. Για τις ενστάσεις μας τα είπαμε. Μην χάσετε πάντως την ευκαιρία να δείτε την ταινία.
(η ταινία προβάλλεται την Τετάρτη 5 Νοεμβρίου στις 15.30, στην αίθουσα Ολύμπιον και την Πέμπτη 6 Νοεμβρίου στις 20.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα)
Η ταινία «Ανεμιστήρας» του Δημήτρη Μπίτου (Ελληνικές ταινίες - 100 χρόνια Ελληνικός Κινηματογράφος – 2014) είναι από εκείνες που διαθέτουν ένα πανέξυπνο εύρημα ως βάση τους αλλά το τραβάνε τόσο πολύ ώστε το ξεχειλώνουν, ενώ δεν ξέρουν στην τελική τόσο να το διαχειριστούν όσο και να το «κλείσουν».
Η υπόθεση: Η Μάχη και ο Άλκης είναι ένα παντρεμένο ζευγάρι. Άφησαν τη Θεσσαλονίκη και μετακόμισαν στη Δραπετσώνα εξαιτίας της εργασίας εκείνου. Φαίνεται, όμως, πως «μετακόμισαν» και από το ευτυχισμένο ζευγάρι που κάποτε ήταν, σε ένα ζευγάρι που τρώει τα σωθικά του. Καθημερινές γκρίνιες, διενέξεις, προσβολές, μπηχτές αποδεικνύουν ότι βιώνουν έναν γάμο σε κρίση. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από την προέφηβη κόρη τους, τη Λεμονιά. Η οποία νοσταλγεί το ευτυχισμένο παρελθόν τους. Κι όταν η κατάσταση φτάνει στο απροχώρητο αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. Κυριολεκτικά.
Η άποψή μας: Πολλές φορές όσοι γράφουμε για σινεμά και ταινίες κάνουμε παραπομπές σε άλλες ταινίες. Έτσι από τη μια αποδεικνύουμε (και επιδεικνύουμε) τις βαθιές μας γνώσεις στο αντικείμενο, αλλά από την άλλη βοηθάμε όσους μας διαβάζουν – και μας επιλέγουν ή μας εμπιστεύονται ακριβώς επειδή καταλαβαίνουν για τι πράγμα μιλάμε – να... καταλαβαίνουν για τι πράγμα μιλάμε. Εδώ λοιπόν έχουμε μια περίπτωση ελαφρώς weird greek cinema, με ολίγο σινεμά Οικονομίδη (χωρίς πολλές βρισιές και υπερηχητικά ντεσιμπέλ στο λόγο) και μια δόση Σμαραγδή (το τελευταίο είναι ψέμα, ήθελα να δω αν είστε προσεκτικοί και διαβάζετε τα πάντα όλα!). Μια απασφαλισμένη χειροβομβίδα αναγκάζει τους γονείς να υποκύψουν στις υγρές (αστικές;) ονειρώξεις της πιτσιρίκας περί οικογενειακής ευτυχίας και παγκόσμιας ειρήνης! Βρε μπας και η χειροβομβίδα είναι ψεύτικη; Χμ. Βρε μπας και το κορίτσι απλά... δεν υπάρχει; Και είναι απλά αποκύημα της φαντασίας των δύο πρώην εραστών και καθρέφτης τους; Δυο εραστών που ξέχασαν να αγαπούν ο ένας τον άλλο; Υπέροχη κινηματογραφική φάτσα η Ειρήνη Δράκου (που υποδύεται τη... Μάχη, τυχαίο;), λειτουργικά, παράξενα καδραρίσματα (κατακερματισμός του σύγχρονου ανθρώπου) και στο φινάλε αλά Ασγκάρ Φαραντί αναρωτιόμαστε: «Τι απέγινε η Λεμονιά;». Συμπαθέστατο μεν, προβληματικό δε το όλον.
(η ταινία προβάλλεται την Τετάρτη 5 Νοεμβρίου στις 19.30 στην αίθουσα Τόνια Μαρκετάκη)
Η Αυστριακή Jessica Hausner μας είχε ενθουσιάσει το 2009 στο ΦΚΘ με τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της «Προσκύνημα στη Λούρδη». Τώρα, μας επισκέπτεται ξανά με την τρίτη της ταινία με τίτλο «Τρελλή αγάπη» (Amour fou) (Ανοιχτοί Ορίζοντες – Κυρίως πρόγραμμα). Και η κοπέλα έχει βαλθεί να μας... τρελάνει – με την καλή έννοια.
Η υπόθεση: Βερολίνο της Ρομαντικής Εποχής. Ο νεαρός ποιητής Χάινριχ επιθυμεί να υπερνικήσει το αναπότρεπτο του θανάτου μέσα από τον έρωτα, αλλά αδυνατεί να πείσει τη σκεπτικίστρια ξαδέλφη του Μαρί να τον συντροφέψει σε μια πράξη αυτοχειρίας. Κι ενώ προσπαθεί να συμβιβαστεί μ’ αυτήν την άρνηση, γεμάτος ανείπωτη θλίψη για την αδυναμία της ξαδέλφης του να αντιληφθεί το βάθος των συναισθημάτων του, ο Χάινριχ γνωρίζει την Ανριέτ, τη σύζυγο κάποιου γνωστού του από τη δουλειά. Ο Χάινριχ ξανακάνει την ίδια πρόταση στη σαγηνευτική νέα γυναίκα, κι ενώ αρχικά δεν έχει το παραμικρό αντίκρισμα, όλα αλλάζουν όταν η Ανριέτ ανακαλύπτει πως πάσχει από μια ανίατη ασθένεια...
Η άποψή μας: «Μια ''ρομαντική κωμωδία'', ελεύθερη απόδοση της ιστορίας της αυτοκτονίας του ποιητή Χάινριχ φον Κλάιστ το 1811», μας πληροφορεί ο εύχρηστος pocket κατάλογος του φεστιβάλ. Μια ταινία που «αποθεώνει την παρεξήγηση του Χάινριχ φον Κλάιστ: η ζωή, ο έρωτας, η αγάπη, ο θάνατος, η ελευθερία, η ισονομία, η φορολογία, η δικαιοσύνη, η δημοκρατία, η ανθρωπότητα... όλα είναι μια αδιάκοπη και διασκεδαστική (για τους άλλους;) παρεξήγηση», γράφει στο κείμενό του για το «φιλμ νουάρ» ο καλός φίλος Κώστας Καρδερίνης. Ξέχασε μόνο και το «η επιστήμη» (και στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ιατρική). Κατά τα άλλα, τα λέει μια χαρά ο συνάδελφος, ακριβώς όπως τα σκέφτηκα κι εγώ, οπότε γιατί να μην παραθέσω τα δικά του λεγόμενα (μιας που ταυτίζομαι με αυτά ως σκέψη) και να προσπαθήσω να γράψω τα ίδια πράγματα με άλλες λέξεις ή άλλο τρόπο; Λογοκλέπτω τώρα; Όχι, αφού βάζω την πηγή ρε. Όντως μαύρη, κατάμαυρη κωμωδία η ταινία της Χάουσνερ, που κρύβει ειρωνεία ήδη από τον τίτλο της. Όχι, δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με μια παραλλαγή του «Τρελού Πιερό» τοποθετημένη στις αρχές του 19ου αιώνα – ο Γκοντάρ πίστευε τότε στον απόλυτο έρωτα. Η σκηνοθέτιδα, θεατρικώ τω τρόπω, δείχνει πως κουβαλάει καντάρια ταλέντο και πως είναι από τις πιο αξιόλογες σκηνοθέτιδες των τελευταίων χρόνων. Αν και, η αλήθεια είναι, πως δεν μπορεί κάποιος να πει πως θα κόψει εισιτήρια τούτη η ταινία σε κανονική, εμπορική προβολή σε αίθουσες. Παραείναι ταγμένη σε αυτό που θέλει να πει και στον τρόπο που το λέει και δεν γίνεται «κάτι πιο ποπ», στιλ κοπολικής «Μαρίας Αντουανέτας» πχ. Μπράβο και πάλι μπράβο.
(η ταινία ολοκληρώνει τις προβολές της την Πέμπτη 6 Νοεμβρίου στις 18.00 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική