του Πάνου Χ. Κούτρα. Με τους Κώστα Νικούλι, Νίκο Γκέλια, Άγγελο Παπαδημητρίου, Ρομάνα Λόμπατς, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, Γιάννη Στάνκογλου, Patty Pravo
Προχειρότητα κι ευαισθησία
του zerVo (@moviesltd)
Να που εντέλει τα φαινόμενα μας απάτησαν και δυόμισι ολόκληρες δεκαετίες μετά το πρώτο μεγάλο μεταναστευτικό κύμα προς τον τόπο μας, υπάρχουν και κάποιοι που μόλις εντόπισαν τα ζητήματα που προκάλεσε η (ελαφρώς βίαιη) είσοδος της Ελλάδας στην λεκάνη της παγκοσμιοποίησης, συγκινήθηκαν από την έκταση που έχουν πάρει οι ακραίες αντιδράσεις και επιθύμησαν να τις θέσουν ως βάση της καλλιτεχνικής τους αγωνίας και κατοπινής έκφρασης. Φυσικά και δεν υπάρχει κανένα κακό στο να πιάνει κανείς αργοπορημένος την πραγματικότητα που τον περιβάλλει, άσχετα αν σε γενικές γραμμές η συμβίωση ημεδαπών κι αλλοδαπών (δεύτερης γενιάς πλέον) που τίμησαν την χώρα μας επιλέγοντας την ως νέα τους πατρίδα, δεν χαρακτηρίζεται πλέον από συχνές ακρότητες. Που θα καθιστούσαν έστω σαν επίκαιρο, το ονειροπόλο ταξίδι των δύο παιδιών προς ευτυχία.
Με το μαντάτο του χαμού, της όχι μεγάλης σε ηλικία μητέρας τους, τραγουδίστριας σε περιφερειακό μπουζουκτσίδικο της Κρήτης, ο Ντάνι, θα καταφτάσει στην πρωτεύουσα για να ενημερώσει τον μεγαλύτερο αδελφό του, Οδυσσέα, για την απώλεια. Και συνάμα να τον παρακινήσει, να πάρουν τον μακρινό δρόμο προς βορρά, αναζητώντας τα ίχνη του εξαφανισμένου (πιθανού) τους πατέρα, που τα εγκατέλειψε μωρά στη αγκαλιά της Αλβανίδας Τζένης, ώστε να τον πείσουν να τους αναγνωρίσει ως οφείλει, σαν παιδιά του. Ότι είναι να γίνει πρέπει να γίνει σύντομα, όμως, αφού η άδεια παραμονής του μεγαλύτερου, λήγει και το ενδεχόμενο της απέλασης είναι κάτι παραπάνω από ορατό.
Δεν είναι αστήριχτες οι προθέσεις του δημιουργού, στο να προβάλλει τα κακώς κείμενα που επικρατούν στο σοσιαλιστικό γίγνεσθαι μιας χώρας σχεδόν σε αποσύνθεση και οι θεσμοί δεν λειτουργούν καν προς τους ντόπιους, πόσο μάλλον προς εκείνους που φαντάστηκαν την Ελλάδα ως Εδέμ τους. Το παράξενο είναι που στην μυθοπλασία του ο σκηνοθέτης, ρίχνει μέσα στο μίξερ της μελέτης του, όσο περισσότερα από αυτά τα ζητήματα μπορεί να φανταστεί, εκτιμώντας πως με ένα φιλμικό σμπάρο θα πετύχει αμέτρητα τρυγόνια. Το δυσμενές επί της παρούσης είναι πως το πλάνο δεν το εφαρμόζει σωστά, είτε λόγω μικρής γνώσης του τι ακριβώς συμβαίνει στον τόπο, είτε γιατί δεν τον βοηθά η δημιουργική του έμπνευση. Και για να εξηγούμαι...
Κατόπιν του οπτασιακού (τεχνοτροπίας Αληθινής Ζωής) intro, που διατυμπανίζει πως ο θηλυπρεπής 16άρης, με έφεση στην παραβατικότητα, βιώνει μια θολή, ανάμεσα στην αλήθεια και την φαντασία, πραγματικότητα, εισερχόμαστε στην μελέτη των χαρακτήρων, εκεί που οι διάλογοι του σεναρίου, αφελείς και κουτοί ενίοτε, μοιάζουν να γράφτηκαν στο πόδι. Τα δυο παιδιά, με ορμή από την ευχή της μάνας, που λατρεύουν σαν Θεό - και την αποκαλούν, με πλήρη φυσικότητα...Τζένη! - άσχετα αν ο ένας δεν την έκλαψε γιατί μάλλον του είχαν σωθεί τα γλυφιτζούρια και ο άλλος δεν την συνόδευσε στο τελευταίο της ταξίδι, διότι δεν το πληροφορήθηκε, ένεκα των τελειωμένων μονάδων του κινητού (!) αηδιασμένα από τον τρόπο που τους συμπεριφέρεται το κράτος, θα κινήσουν προς Θεσσαλονίκη μεριά, εκεί που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις κρύβεται ο βιολογικός τους γονιός. Δεν χρειάζεται καν να αναφερθεί βεβαίως, το απόλυτα προβλέψιμο στοιχείο, της μετεξέλιξης του πατέρα σε φασίστα, που έχει ενταχθεί στην γνωστή συμμορία και χάρη στις διασυνδέσεις του στην συμπρωτεύουσα παίζει και ως ο νούμερο ένα διώκτης των μεταναστών. Συνεπώς και των ίδιων των παιδιών που έφερε στον κόσμο και με περισσή απονιά έχει πετάξει στους πέντε δρόμους.
Αυτή είναι όμως η μια πλευρά του δίσκου μακράς διάρκειας που στριφογυρνά στο πλατό ο Κούτρας, αφού στην άλλη, με μελωδικό και νοσταλγικό (κατ εκείνον) τρόπο, παίζει το Greek Dream που στην ψυχή τους ακόμη νιώθουν τα παραπλανημένα από την φημισμένη ελληνική φιλοξενία εφηβάκια. Το όλο παραμύθι, περνά έτσι σε μια άλλη διάσταση, με φόντο ένα εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο κάπου στην Θεσσαλία (τόπος που προφανώς αποτέλεσε και τον σπινθήρα για να γραφεί το σκριπτ), εκεί που οι Όλιβερ Τουίστ θα βρουν απάγκιο κι απανέμι για μια βραδιά, λίγο πριν προσεγγίσουν την Σαλόνικα και τον τελικό τους προορισμό. Αξιοπρεπής η αλληγορία με το αφιλοXenia, όμορφη η βαρκάδα στο ποτάμι, μπιτάτο το βίντεο κλιπ του Rumore, ας πούμε συγκινητική η αγκαλιά στο ψόφιο κουνελάκι Ντίντο, όλο όμως αυτό το κομφούζιο - που μεταλλάσσεται σε συνοθύλευμα καθώς η κάμερα εισέρχεται στην έπαυλη του Πανοράματος - ποιον ακριβώς σκοπό εξυπηρετεί?
Να αναδείξει - πολύ αργά καθώς προείπα - ένα υπαρκτό κοινωνικό πρόβλημα? Αν ήταν έτσι καθημερινά θα έπρεπε να γυρίζονται πάνω από εξήντα ταινίες, βασισμένες σε αληθινά περιστατικά, που έχουν κοστίσει μάλιστα και ανθρώπινες ζωές. Να προβάλλει τις ζωντανές ασχήμιες προς την διαφορετικότητα και το ιδιαίτερο? Θα προτιμούσα να το κάνει με σοβαρότερο τρόπο, εστιάζοντας στην σχιζοειδή περσόνα του Ντάνι και όχι στο αν είναι γκέι, στοιχείο παντελώς αδιάφορο και ασύνδετο με την υπόθεση. Να δείξει πως πλέον η μόνη διέξοδος για τους νέους της χώρας είναι τα κάθε λογής ηλίθια talent show, που ανεβοκατεβάζουν μόδες σε κλάσμα του δευτερολέπτου? Μα ποια ακριβώς άλλη δεξιότητα διαθέτουν οι δύο συμπαθείς (ο μεγάλος περισσότερο) νέοι της ιστορίας μας, εκτός από το να υποδύονται τις αδελφές Μπρόγιερ, άντε κι ό ένας να βγάζει δυο τόνους φωνής παραπάνω από το λαρύγγι του. Λογικό κι επόμενο λοιπόν, το ταξίδι τους, να πλατειάζει και να εξελίσσεται σε άκαιρο και αδιάφορο, παρόλο που ο (ικανός, κατά το πρόσφατο παρελθόν του) οτέρ παλεύει να το μπολιάσει με χιουμοριστικές παρενθέσεις και με έναν έρωτα που εκ προοιμίου φαντάζει άστοχος. Όταν δε στην ίντριγκα εισβάλλει και το περίστροφο, τότε πραγματικά η απλή μπερδεψούρα, ελίσσεται σε ταλαίπωρο αχταρμά!
Που ούτε τεχνικά από την άλλη μεριά είχε κάτι να μου πει. Δεν είναι σεκάνς ρατσιστικής βίας αυτή που φοβίζει τον μικρό, κάπου στην πλατεία Βάθη (καμία σχέση με το αιμοσταγές αληθινό, που καλύτερα κανείς να μην γίνει μάρτυρας του), δεν είναι πλάνο δράσης εκείνο στην Λάρισα που βαράει η μπιστολιά, δεν είναι στοιχειωδώς σοβαρή η τρίτη πράξη, εκεί που και οι ίδιοι οι ερμηνευτές δεν πιστεύουν τα λόγια που τους έχουν δοθεί να εκστομίσουν. Οκ, που λέει κι ο Ντάνης! Είναι ένα πόνημα που πήρε διθυράμβους στο Ένα Κάποιο Βλέμμα. Και που στον επίλογο του διακρίνεται πίσω από το φιμέ ηλεκτρικό τζάμι και μια decadence σούπερ σταρ (πολύ) αλλοτινής εποχής.
Για πες: Το κέφι του το κάνει (δικαιωματικά) ο Κούτρας και μάλιστα πείθει και τον εαυτό του πως σπέρνει έναν κόκκο προβληματισμού στην θωριά του θεατή του. Συνεπώς όσοι διάβασαν στο εκράν την Xenia, γνωρίζουν καλά πια, πως για τα νιάτα (ειδικά τα ατάλαντα και μη προνομιούχα) δεν υπάρχει ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε ποτέ. Σύμφωνοι! Πάμε τώρα να κάνουμε μια αγκαλιά και τον δικό μας, αγαπημένο Χόχο...
Δεν είναι αστήριχτες οι προθέσεις του δημιουργού, στο να προβάλλει τα κακώς κείμενα που επικρατούν στο σοσιαλιστικό γίγνεσθαι μιας χώρας σχεδόν σε αποσύνθεση και οι θεσμοί δεν λειτουργούν καν προς τους ντόπιους, πόσο μάλλον προς εκείνους που φαντάστηκαν την Ελλάδα ως Εδέμ τους. Το παράξενο είναι που στην μυθοπλασία του ο σκηνοθέτης, ρίχνει μέσα στο μίξερ της μελέτης του, όσο περισσότερα από αυτά τα ζητήματα μπορεί να φανταστεί, εκτιμώντας πως με ένα φιλμικό σμπάρο θα πετύχει αμέτρητα τρυγόνια. Το δυσμενές επί της παρούσης είναι πως το πλάνο δεν το εφαρμόζει σωστά, είτε λόγω μικρής γνώσης του τι ακριβώς συμβαίνει στον τόπο, είτε γιατί δεν τον βοηθά η δημιουργική του έμπνευση. Και για να εξηγούμαι...
Κατόπιν του οπτασιακού (τεχνοτροπίας Αληθινής Ζωής) intro, που διατυμπανίζει πως ο θηλυπρεπής 16άρης, με έφεση στην παραβατικότητα, βιώνει μια θολή, ανάμεσα στην αλήθεια και την φαντασία, πραγματικότητα, εισερχόμαστε στην μελέτη των χαρακτήρων, εκεί που οι διάλογοι του σεναρίου, αφελείς και κουτοί ενίοτε, μοιάζουν να γράφτηκαν στο πόδι. Τα δυο παιδιά, με ορμή από την ευχή της μάνας, που λατρεύουν σαν Θεό - και την αποκαλούν, με πλήρη φυσικότητα...Τζένη! - άσχετα αν ο ένας δεν την έκλαψε γιατί μάλλον του είχαν σωθεί τα γλυφιτζούρια και ο άλλος δεν την συνόδευσε στο τελευταίο της ταξίδι, διότι δεν το πληροφορήθηκε, ένεκα των τελειωμένων μονάδων του κινητού (!) αηδιασμένα από τον τρόπο που τους συμπεριφέρεται το κράτος, θα κινήσουν προς Θεσσαλονίκη μεριά, εκεί που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις κρύβεται ο βιολογικός τους γονιός. Δεν χρειάζεται καν να αναφερθεί βεβαίως, το απόλυτα προβλέψιμο στοιχείο, της μετεξέλιξης του πατέρα σε φασίστα, που έχει ενταχθεί στην γνωστή συμμορία και χάρη στις διασυνδέσεις του στην συμπρωτεύουσα παίζει και ως ο νούμερο ένα διώκτης των μεταναστών. Συνεπώς και των ίδιων των παιδιών που έφερε στον κόσμο και με περισσή απονιά έχει πετάξει στους πέντε δρόμους.
Αυτή είναι όμως η μια πλευρά του δίσκου μακράς διάρκειας που στριφογυρνά στο πλατό ο Κούτρας, αφού στην άλλη, με μελωδικό και νοσταλγικό (κατ εκείνον) τρόπο, παίζει το Greek Dream που στην ψυχή τους ακόμη νιώθουν τα παραπλανημένα από την φημισμένη ελληνική φιλοξενία εφηβάκια. Το όλο παραμύθι, περνά έτσι σε μια άλλη διάσταση, με φόντο ένα εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο κάπου στην Θεσσαλία (τόπος που προφανώς αποτέλεσε και τον σπινθήρα για να γραφεί το σκριπτ), εκεί που οι Όλιβερ Τουίστ θα βρουν απάγκιο κι απανέμι για μια βραδιά, λίγο πριν προσεγγίσουν την Σαλόνικα και τον τελικό τους προορισμό. Αξιοπρεπής η αλληγορία με το αφιλοXenia, όμορφη η βαρκάδα στο ποτάμι, μπιτάτο το βίντεο κλιπ του Rumore, ας πούμε συγκινητική η αγκαλιά στο ψόφιο κουνελάκι Ντίντο, όλο όμως αυτό το κομφούζιο - που μεταλλάσσεται σε συνοθύλευμα καθώς η κάμερα εισέρχεται στην έπαυλη του Πανοράματος - ποιον ακριβώς σκοπό εξυπηρετεί?
Να αναδείξει - πολύ αργά καθώς προείπα - ένα υπαρκτό κοινωνικό πρόβλημα? Αν ήταν έτσι καθημερινά θα έπρεπε να γυρίζονται πάνω από εξήντα ταινίες, βασισμένες σε αληθινά περιστατικά, που έχουν κοστίσει μάλιστα και ανθρώπινες ζωές. Να προβάλλει τις ζωντανές ασχήμιες προς την διαφορετικότητα και το ιδιαίτερο? Θα προτιμούσα να το κάνει με σοβαρότερο τρόπο, εστιάζοντας στην σχιζοειδή περσόνα του Ντάνι και όχι στο αν είναι γκέι, στοιχείο παντελώς αδιάφορο και ασύνδετο με την υπόθεση. Να δείξει πως πλέον η μόνη διέξοδος για τους νέους της χώρας είναι τα κάθε λογής ηλίθια talent show, που ανεβοκατεβάζουν μόδες σε κλάσμα του δευτερολέπτου? Μα ποια ακριβώς άλλη δεξιότητα διαθέτουν οι δύο συμπαθείς (ο μεγάλος περισσότερο) νέοι της ιστορίας μας, εκτός από το να υποδύονται τις αδελφές Μπρόγιερ, άντε κι ό ένας να βγάζει δυο τόνους φωνής παραπάνω από το λαρύγγι του. Λογικό κι επόμενο λοιπόν, το ταξίδι τους, να πλατειάζει και να εξελίσσεται σε άκαιρο και αδιάφορο, παρόλο που ο (ικανός, κατά το πρόσφατο παρελθόν του) οτέρ παλεύει να το μπολιάσει με χιουμοριστικές παρενθέσεις και με έναν έρωτα που εκ προοιμίου φαντάζει άστοχος. Όταν δε στην ίντριγκα εισβάλλει και το περίστροφο, τότε πραγματικά η απλή μπερδεψούρα, ελίσσεται σε ταλαίπωρο αχταρμά!
Που ούτε τεχνικά από την άλλη μεριά είχε κάτι να μου πει. Δεν είναι σεκάνς ρατσιστικής βίας αυτή που φοβίζει τον μικρό, κάπου στην πλατεία Βάθη (καμία σχέση με το αιμοσταγές αληθινό, που καλύτερα κανείς να μην γίνει μάρτυρας του), δεν είναι πλάνο δράσης εκείνο στην Λάρισα που βαράει η μπιστολιά, δεν είναι στοιχειωδώς σοβαρή η τρίτη πράξη, εκεί που και οι ίδιοι οι ερμηνευτές δεν πιστεύουν τα λόγια που τους έχουν δοθεί να εκστομίσουν. Οκ, που λέει κι ο Ντάνης! Είναι ένα πόνημα που πήρε διθυράμβους στο Ένα Κάποιο Βλέμμα. Και που στον επίλογο του διακρίνεται πίσω από το φιμέ ηλεκτρικό τζάμι και μια decadence σούπερ σταρ (πολύ) αλλοτινής εποχής.
Για πες: Το κέφι του το κάνει (δικαιωματικά) ο Κούτρας και μάλιστα πείθει και τον εαυτό του πως σπέρνει έναν κόκκο προβληματισμού στην θωριά του θεατή του. Συνεπώς όσοι διάβασαν στο εκράν την Xenia, γνωρίζουν καλά πια, πως για τα νιάτα (ειδικά τα ατάλαντα και μη προνομιούχα) δεν υπάρχει ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε ποτέ. Σύμφωνοι! Πάμε τώρα να κάνουμε μια αγκαλιά και τον δικό μας, αγαπημένο Χόχο...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 2 Οκτωβρίου 2014 από την Feelgood
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική