του Lasse Hallström. Με τους Helen Mirren, Om Puri, Manish Dayal, Charlotte Le Bon, Amit Shah, Farzana Dua Elahe, illon Mitra, Michel Blanc, Shuna Lemoine, Clément Sibony, Juhi Chawla, Rohan Chand
Για Ορεκτικό...
του zerVo (@moviesltd)
Μεταφορά από πετυχημένο μυθιστόρημα, γαλλικό χωριουδάκι, πόλεμος γαστριμαργικός, ρομαντζάκι στο φόντο, ελαφρύς κοινωνικός προβληματισμός, ε, πανεύκολα οι θύμησες ταξιδεύουν σε εκείνη την σπουδαία επιτυχία της μιλένιουμ χρονιάς, του Chocolat που έσμιξε στο πανί Johnny Depp και Juliette Binoche. Ακολουθώντας λοιπόν τις ίδιες προσταγές του τσελεμεντέ και επιθυμώντας να πετύχει ανάλογη διάνα, καταφτάνει ένα πανομοιότυπης θεματικής φιλμικό σχέδιο, με τον ίδιο ακριβώς σεφ στον πάγκο του, όχι με ίδιου σταρικού level πρωταγωνιστές, αλλά επίσης με μια σπουδαία κυρία της βρετανικής σκηνής στις εικόνες του, να εκτοξεύει το επίπεδο της παραγωγής, όπως συνέβη και τότε με την τεράστια Judy Dench.
Συντετριμμένη από την σοκαριστική απώλεια της μητέρας, συζύγου και χαρισματικής μαγείρισσας του κοσμικού εστιατορίου στην Βομβάη, η πολυμελής οικογένεια του ονειροπόλου Καντάμ, θα αφήσει πίσω την αφιλόξενη πατρίδα Ινδία και θα ξεκινήσει ένα μακρινό ταξίδι στην Γηραιά Ήπειρο, αναζητώντας την γη της επαγγελίας. Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από το ψυχρό Λονδίνο, ο γερό Πάπα και τα πέντε του παιδιά θα ψάξουν στην κεντρική Ευρώπη τον τόπο που θα κτίσουν πλέον τα όνειρα τους. Το σαραβαλιασμένο βανάκι τους, θα τους αφήσει λίγο έξω από το Σαν Αντονέν, γραφική κωμόπολη στις ράχες των Άλπεων, σημάδι που ο πάτερ φαμίλιας θα πιστέψει πως αποτελεί καλό οιωνό για να στήσουν εκεί το καλύβι τους.
Και τι καλύβι! Ένα παλιό ακατοίκητο νεοκλασικό θα αγοράσει με τις οικονομίες του ο φιλόδοξος Ινδός, πιστεύοντας πως εκεί θα μπορέσει να στεγάσει ξανά την ταβέρνα που θα σερβίρει στους επισκέπτες της, όλες τις γευστικές λιχουδιές του Μουμπάι. Ταντούρι και Τίκα Μασάλα, πασπαλισμένα με μπόλικο κάρι και μπαχάρια από τα επιδέξια χέρια του Χασάν, του μεσαίου του γιου, που οραματίζεται μια σπουδαία σταδιοδρομία σεφ στην πρωτεύουσα τους καλού φαγητού το Παρίσι. Το Maison Mumbay όμως έχει να αντιμετωπίσει σκληρό ανταγωνισμό για την πελατεία, καθώς μόλις 30 μέτρα μακρύτερα, ένας δρόμος τους χωρίζει, στεγάζεται το υπερπολυτελές ρεστοράν Seule Pleuret της ψηλομύτας Μαντάμ Μαλορί, που το ένα αστέρι της Michelin στην μαρκίζα του, το καθιστά προορισμό όλων των αριστοκρατών καλοφαγάδων.
Λογικός και επόμενος ο πόλεμος που θα ξεσπάσει ανάμεσα στην παραδοσιακή δύναμη της περιοχής και στους ξενόφερτους φασαριόζους, που θα σηκώσουν έναντι του μπουρζουά συμβόλου, το έθνικ μπαιράκι τους, υποστηρίζοντας το ρητό όπου γης και πατρίς. Κι αν η μεσαία πράξη του φιλμ, ολοκληρωτικά εξαντλείται στο πως ο ένας εστιάτορας θα βγάλει το μάτι του άλλου, όταν φτάνει η στιγμή που τα πράγματα αγριεύουν και στην μέση μπαίνουν οι ρατσιστικές διαφορές από πάσης λογής φασιστόμουτρα, τότε θα ισχύσει το ακόμη πιο πλούσιο σε νοήματα μοτό, η ισχύς εν τη ενώσει. Είναι η στιγμή που το ταλέντο του πιτσιρικά μαγείρου, με τις μαγικές ιδέες θα αναγνωριστεί και η φήμη του θα φτάσει μέχρι τα πέρατα της χώρας, θα γίνει σπουδαίος και τρανός, κανείς δεν γνωρίζει όμως αν αυτός ακριβώς είναι και ο αληθινός σκοπός της ζωής του.
Ο Lasse Hallstrom παρότι πολυδιαφημισμένος ως σκηνοθέτης και δυο φορές υποψήφιος για την ύψιστη Οσκαρική τιμή (My Life As A Dog, Cider House Rules) ουδέποτε μου απέδειξε πως η δημιουργική του ματιά ξεφεύγει της απλής διεκπεραίωσης. Εδώ, σε μια ακόμη ελαφρά κομεντί από τις πολλές που έχει υπογράψει στην καριέρα του, λειτουργεί σαν να παίρνει φύλλο φύλλο και αράδα αράδα το βιβλίο του Richard Morais και να περιγράφει με εικόνα, όσα λένε οι λέξεις. Για πολλοστή φορά του, αυτή η δίχως σπουδαία έμπνευση αφήγηση, μπορεί να δημιουργεί ένα επίπεδα ευχάριστο συναίσθημα στην πλατεία, σε καμία περίπτωση όμως δεν διαθέτει κινηματογραφική άποψη και πρωτοτυπία. Ας όψεται το ορίτζιναλ θέμα του στόρι, που είναι τόσο δυνατό σε εντάσεις, όσο δεν είναι το σενάριο του Steven Knight και η διάθεση του θεατή παραμένει σταθερή και χωρίς μεταπτώσεις μέχρι του προβλεπόμενα αίσιου φινάλε.
Η Mirren είναι μεγαλειώδης σε ότι κι αν επιχειρήσει ερμηνευτικά, πόσο μάλλον εδώ που ο ρόλος της ηλικιωμένης, στρυφνής χήρας της πηγαίνει γάντι, ακόμη κι αν χρειαστεί να προσθέσει ένα παράταιρο φραντσέζικο αξάν στην υπέροχη εγγλέζικη προφορά της. Είναι δε η μόνη ηθοποιός στα χρονικά, που καταφέρνει να παραμείνει ελκυστική και επιθυμητή, από τα είκοσι, μέχρι τα τωρινά εβδομήντα της χρόνια. Σιγά μην χάσει την ευκαιρία λοιπόν ο μουρντάρης Ινδός Om Puri να την προσεγγίσει, στο δευτεροπλανάτο πάντως ρομαντζάκι που κτίζει το σκριπτ, μετά από εκείνο των νεαρών σεφ, του κάπως σαν τρακαρισμένου Manish Dayal και της αχαρούλας Charlotte Le Bon, που πάντως δένουν χημικά παρά το προφανές μη ταίριασμα τους.
Για πες: Για ορεκτικό μιας ζεστής βραδιάς που περιλαμβάνει και έξοδο στην αίθουσα, μια χαρά κάθεται στο στομάχι το The Hundred-Foot Journey. Αλαφρύ και λιτό, από κουζίνα ευρωπαϊκού τύπου, αποφεύγοντας όμως να πασπαλίσει το περιεχόμενο του - ως όφειλε - και με κομματάκι πάπρικα, εστιάζοντας παραπάνω του επιδερμικού, σε καυστικά σοσιάλ ζητήματα που ρίχνει στο τραπέζι το θέμα.
Και τι καλύβι! Ένα παλιό ακατοίκητο νεοκλασικό θα αγοράσει με τις οικονομίες του ο φιλόδοξος Ινδός, πιστεύοντας πως εκεί θα μπορέσει να στεγάσει ξανά την ταβέρνα που θα σερβίρει στους επισκέπτες της, όλες τις γευστικές λιχουδιές του Μουμπάι. Ταντούρι και Τίκα Μασάλα, πασπαλισμένα με μπόλικο κάρι και μπαχάρια από τα επιδέξια χέρια του Χασάν, του μεσαίου του γιου, που οραματίζεται μια σπουδαία σταδιοδρομία σεφ στην πρωτεύουσα τους καλού φαγητού το Παρίσι. Το Maison Mumbay όμως έχει να αντιμετωπίσει σκληρό ανταγωνισμό για την πελατεία, καθώς μόλις 30 μέτρα μακρύτερα, ένας δρόμος τους χωρίζει, στεγάζεται το υπερπολυτελές ρεστοράν Seule Pleuret της ψηλομύτας Μαντάμ Μαλορί, που το ένα αστέρι της Michelin στην μαρκίζα του, το καθιστά προορισμό όλων των αριστοκρατών καλοφαγάδων.
Λογικός και επόμενος ο πόλεμος που θα ξεσπάσει ανάμεσα στην παραδοσιακή δύναμη της περιοχής και στους ξενόφερτους φασαριόζους, που θα σηκώσουν έναντι του μπουρζουά συμβόλου, το έθνικ μπαιράκι τους, υποστηρίζοντας το ρητό όπου γης και πατρίς. Κι αν η μεσαία πράξη του φιλμ, ολοκληρωτικά εξαντλείται στο πως ο ένας εστιάτορας θα βγάλει το μάτι του άλλου, όταν φτάνει η στιγμή που τα πράγματα αγριεύουν και στην μέση μπαίνουν οι ρατσιστικές διαφορές από πάσης λογής φασιστόμουτρα, τότε θα ισχύσει το ακόμη πιο πλούσιο σε νοήματα μοτό, η ισχύς εν τη ενώσει. Είναι η στιγμή που το ταλέντο του πιτσιρικά μαγείρου, με τις μαγικές ιδέες θα αναγνωριστεί και η φήμη του θα φτάσει μέχρι τα πέρατα της χώρας, θα γίνει σπουδαίος και τρανός, κανείς δεν γνωρίζει όμως αν αυτός ακριβώς είναι και ο αληθινός σκοπός της ζωής του.
Ο Lasse Hallstrom παρότι πολυδιαφημισμένος ως σκηνοθέτης και δυο φορές υποψήφιος για την ύψιστη Οσκαρική τιμή (My Life As A Dog, Cider House Rules) ουδέποτε μου απέδειξε πως η δημιουργική του ματιά ξεφεύγει της απλής διεκπεραίωσης. Εδώ, σε μια ακόμη ελαφρά κομεντί από τις πολλές που έχει υπογράψει στην καριέρα του, λειτουργεί σαν να παίρνει φύλλο φύλλο και αράδα αράδα το βιβλίο του Richard Morais και να περιγράφει με εικόνα, όσα λένε οι λέξεις. Για πολλοστή φορά του, αυτή η δίχως σπουδαία έμπνευση αφήγηση, μπορεί να δημιουργεί ένα επίπεδα ευχάριστο συναίσθημα στην πλατεία, σε καμία περίπτωση όμως δεν διαθέτει κινηματογραφική άποψη και πρωτοτυπία. Ας όψεται το ορίτζιναλ θέμα του στόρι, που είναι τόσο δυνατό σε εντάσεις, όσο δεν είναι το σενάριο του Steven Knight και η διάθεση του θεατή παραμένει σταθερή και χωρίς μεταπτώσεις μέχρι του προβλεπόμενα αίσιου φινάλε.
Η Mirren είναι μεγαλειώδης σε ότι κι αν επιχειρήσει ερμηνευτικά, πόσο μάλλον εδώ που ο ρόλος της ηλικιωμένης, στρυφνής χήρας της πηγαίνει γάντι, ακόμη κι αν χρειαστεί να προσθέσει ένα παράταιρο φραντσέζικο αξάν στην υπέροχη εγγλέζικη προφορά της. Είναι δε η μόνη ηθοποιός στα χρονικά, που καταφέρνει να παραμείνει ελκυστική και επιθυμητή, από τα είκοσι, μέχρι τα τωρινά εβδομήντα της χρόνια. Σιγά μην χάσει την ευκαιρία λοιπόν ο μουρντάρης Ινδός Om Puri να την προσεγγίσει, στο δευτεροπλανάτο πάντως ρομαντζάκι που κτίζει το σκριπτ, μετά από εκείνο των νεαρών σεφ, του κάπως σαν τρακαρισμένου Manish Dayal και της αχαρούλας Charlotte Le Bon, που πάντως δένουν χημικά παρά το προφανές μη ταίριασμα τους.
Για πες: Για ορεκτικό μιας ζεστής βραδιάς που περιλαμβάνει και έξοδο στην αίθουσα, μια χαρά κάθεται στο στομάχι το The Hundred-Foot Journey. Αλαφρύ και λιτό, από κουζίνα ευρωπαϊκού τύπου, αποφεύγοντας όμως να πασπαλίσει το περιεχόμενο του - ως όφειλε - και με κομματάκι πάπρικα, εστιάζοντας παραπάνω του επιδερμικού, σε καυστικά σοσιάλ ζητήματα που ρίχνει στο τραπέζι το θέμα.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 16 Οκτωβρίου 2014 από την Odeon
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική